Ναός του Διός Οπτίμου Μαξίμου
| Ναός του Διός Αρίστου Μεγίστου | |
|---|---|
| Aedes Capitolina | |
| Είδος | Ρωμαϊκός ναός, αρχαιολογική θέση, αρχαία ρωμαϊκή κατασκευή και ναός |
| Γεωγραφικές συντεταγμένες | 41°53′32″N 12°28′54″E |
| Διοικητική υπαγωγή | Ρώμη |
| Χώρα | Ιταλία |
| Έναρξη κατασκευής | 509 π.Χ. |
| δεδομένα (π) | |
- Υποθετικό σχέδιο του πρώτου ναού
- Άλλη μια από τις πολλές εικασίες για ένα σχέδιο
- Πίσω τοίχος το 2005

Ο ναός του Διός Αρίστου Μεγίστου, λατιν.: Jupiter Optimus Maximus, ή Aedes Iovis Optimi Maximi Capitolini, ιταλ.: Tempio di Giove Ottimo Massimo, επίσης γνωστός ως ο ναός του Καπιτωλίνου Διός, λατιν.: Jupiter Capitolinus, ήταν ο σημαντικότερος ναός στην Αρχαία Ρώμη, που βρισκόταν στον λόφο του Καπιτωλίου. Περιβαλλόταν από την area Capitolina, έναν χώρο όπου εκτίθεντο πολυάριθμα ιερά, βωμοί, αγάλματα και τρόπαια νίκης.
Παραδοσιακά αφιερωμένο το 509 π.Χ., το πρώτο κτίριο ήταν ο παλαιότερος μεγάλος ναός στη Ρώμη. Όπως πολλοί ναοί στην κεντρική Ιταλία, μοιραζόταν χαρακτηριστικά με την ετρουσκική αρχιτεκτονική. Πηγές αναφέρουν ότι Ετρούσκοι ειδικοί κλήθηκαν για διάφορες πτυχές της κατασκευής του, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής και της βαφής ακροκεράμων και άλλων διακοσμητικών στοιχείων από τερακότα. Kτισμένος αρχικά από ξύλο, αυτός ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά το 83 π.Χ. Για την ανακατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν τεχνίτες που κλήθηκαν από την Ελλάδα, και το νέο κτίριο θεωρείται ότι ήταν ουσιαστικά ελληνικό σε ρυθμό, αν και όπως και άλλοι ρωμαϊκοί ναοί διατήρησε πολλά στοιχεία ετρουσκικής μορφής. Η δεύτερη εκδοχή του ναού ολοκληρώθηκε το 69 π.Χ. Οι πυρκαγιές στους επόμενους αιώνες κατέστησαν απαραίτητες δύο ακόμη ανακατασκευές, προφανώς ακολουθώντας το σύγχρονο ρωμαϊκό αρχιτεκτονικό ρυθμό, αν και εξαιρετικού μεγέθους.
Η πρώτη εκδοχή είναι ο μεγαλύτερος ναός ετρουσκικού ρυθμού που έχει καταγραφεί, και πολύ μεγαλύτερος από άλλους ρωμαϊκούς ναούς για αιώνες μετά. Ωστόσο, το μέγεθός του παραμένει έντονα αμφισβητούμενο από τους ειδικούς. Με βάση έναν αρχαίο επισκέπτη, έχει υποστηριχθεί ότι ήταν σχεδόν 60 Χ 60 μ. (200 Χ 200 πόδες), όχι πολύ μακριά από τους μεγαλύτερους ελληνικούς ναούς. Ανεξάρτητα από το μέγεθός του, η επιρροή του σε άλλους πρώιμους ρωμαϊκούς ναούς ήταν σημαντική και μακροχρόνια. Οι ανακατασκευές συνήθως δείχνουν πολύ φαρδιά γείσα και μία φαρδιά κιονοστοιχία που εκτείνεται κατά μήκος των πλευρών, αν και όχι γύρω από τον πίσω τοίχο, όπως θα γινόταν σε έναν τυπικό ελληνικό ναό. Μία πρόχειρη εικόνα σε ένα νόμισμα του 78 π.Χ. δείχνει μόνο τέσσερις κίονες, και μία πολύ έντονη γραμμή οροφής.
Με δύο ακόμη πυρκαγιές, ο τρίτος ναός άντεξε μόνο πέντε χρόνια, μέχρι το 80 μ.Χ., αλλά ο τέταρτος επέζησε μέχρι την πτώση της Αυτοκρατορίας. Ερείπια του τελευταίου ναού επέζησαν, τα οποία λεηλατήθηκαν για αρχαιολογικά ευρήματα κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, αλλά τώρα σώζονται μόνο στοιχεία των θεμελίων και της κρηπίδας (βάσης). Καθώς οι επόμενοι ναοί προφανώς τα επαναχρησιμοποίησαν, μπορεί εν μέρει να χρονολογούνται στο πρώτο κτίριο. Πολλά για τα διάφορα κτίρια παραμένουν αβέβαια.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώτο κτίριο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλά από όσα είναι γνωστά για τον πρώτο Ναό του Δία προέρχονται από την ύστερη ρωμαϊκή παράδοση. Ο βασιλιάς Λεύκιος Ταρκύνιος Πρίσκος ορκίστηκε σε αυτόν τον ναό, ενώ μαχόταν με τους Σαβίνους , και, σύμφωνα με τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα, ξεκίνησε την απαραίτητη αναβαθμίδα για την υποστήριξη των θεμελίων του ναού. Μεγάλο μέρος του τόφφου Cappellaccio που αποτελεί τα θεμέλια του Ναού, πιθανότατα εξορύχθηκε απευθείας από το σημείο, όταν ανασκάφηκε και ισοπεδώθηκε για την κατασκευή. Η σύγχρονη εκσκαφή στο Καπιτώλιο επιβεβαίωσε την εκτεταμένη εργασία, που απαιτήθηκε μόνο και μόνο για να δημιουργηθεί ένα επίπεδο. [1] Σύμφωνα με τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα και τον Τ. Λίβιο, τα θεμέλια και το μεγαλύτερο μέρος της υπερκατασκευής τού ναού ολοκληρώθηκαν από τον Λεύκιο Ταρκύνιο Υπερήφανο, τον τελευταίο βασιλιά της Ρώμης.
Ο Λίβιος καταγράφει επίσης ότι πριν από την κατασκευή του ναού, ιερά άλλων θεών κατείχαν τον χώρο. Όταν οι οιωνοσκόποι εκτέλεσαν τις τελετές ζητώντας άδεια να τα μετακινήσουν, πιστεύεται ότι μόνο ο Τερμίνος και ο Ιουβέντας αρνήθηκαν. Τα ιερά τους ενσωματώθηκαν επομένως στη νέα κατασκευή. Επειδή ήταν ο θεός των ορίων, η άρνηση του Τερμίνου να μετακινηθεί ερμηνεύτηκε ως ευνοϊκός οιωνός για το μέλλον του ρωμαϊκού κράτους. Ένας δεύτερος οιωνός ήταν η εμφάνιση της κεφαλής ενός άνδρα, σε εργάτες που έσκαβαν τα θεμέλια του ναού. Αυτό ειπώθηκε από τους οιωνοσκόπους (συμπεριλαμβανομένων των οιωνοσκόπων, που έφεραν ειδικά από την Ετρουρία) ότι σήμαινε ότι η Ρώμη επρόκειτο να είναι η επικεφαλής μίας μεγάλης Αυτοκρατορίας.
Ο Λίβιος αναφέρει ότι ο Ναός αφιερώθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του έτους που η Ρωμαϊκή Δημοκρατία αντικατέστησε το Ρωμαϊκό Βασίλειο, το οποίο είναι το 509 π.Χ., υποθέτοντας την κατά τον Βάρρωνα χρονολογία. Ο Δίων Κάσσιος και ο Πλούταρχος συμφωνούν με την αφήγηση του Λίβιου. Σύμφωνα με τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα, καθαγιάστηκε δύο χρόνια αργότερα, το 507 π.Χ. Ο Τάκιτος συμφωνεί με αυτή την ερμηνεία. Τα εγκαίνια του ναού ήταν ευθύνη των νέων αρχηγών κρατών, των δύο υπάτων που είχαν εκλεγεί για εκείνο το έτος. Κατένειμαν το καθήκον με κλήρωση. Η ευθύνη έπεσε στον Μάρκο Οράτιο Πουλβίλο. Ο Οράτιος ήταν ύπατος τόσο το 509 όσο και το 507 π.Χ., το οποίο αποτελεί την αιτία της διαφωνίας, σχετικά με την ημερομηνία της καθαγίασης. Ο Λίβιος καταγράφει ότι το 495 π.Χ. οι Λατίνοι, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους Ρωμαίους για την απελευθέρωση 6.000 Λατίνων αιχμαλώτων, παρέδωσαν ένα χρυσό στέμμα στον ναό.
Ο αρχικός ναός μπορεί να είχε διαστάσεις σχεδόν 60 Χ 60 μ., αν και αυτή η εκτίμηση αμφισβητείται έντονα από ορισμένους ειδικούς. [2] Σίγουρα θεωρούνταν ο σημαντικότερος θρησκευτικός ναός ολόκληρου του κράτους της Ρώμης. Κάθε θεότητα της Τριάδας είχε ξεχωριστό σηκό, με τη Juno Regina στα αριστερά, τη Μinerva στα δεξιά και τον Jupiter Optimus Majimus στη μέση. Ο πρώτος ναός ήταν διακοσμημένος με πολλά γλυπτά από τερακότα. Το πιο διάσημο από αυτά ήταν του Δία να οδηγεί ένα τέθριππο, ένα άρμα που έσερναν τέσσερα άλογα, το οποίο βρισκόταν στην κορυφή της οροφής ως ακρωτήριο. Αυτό το γλυπτό, καθώς και το λατρευτικό άγαλμα του Δία στον κύριο σηκό, λέγεται ότι ήταν έργο του Ετρούσκου τεχνίτη Βούλκα του Βήιου. Μία εικόνα του Σουμάνου, ενός θεού του κεραυνού, ήταν ανάμεσα στα αετωματικά αγάλματα. Το λατρευτικό άγαλμα του Δία απεικόνιζε τον θεό να στέκεται και να κρατάει έναν κεραυνό, ντυμένο με tunica palmata (έναν χιτώνα διακοσμημένο με εικόνες φύλλων φοίνικα), και την toga picta, βαμμένη πορφυρή και με σχέδια σε χρυσό νήμα. Αυτή η ενδυμασία έγινε η τυπική ενδυμασία για τους νικηφόρους στρατηγούς, που εόρταζαν έναν θρίαμβο.
Η αρχική διακόσμηση του ναού ανακαλύφθηκε το 2014. Τα ευρήματα επέτρεψαν στους αρχαιολόγους να ανακατασκευάσουν για πρώτη φορά την πραγματική εμφάνιση του ναού στην πρώιμη φάση. Τα ξύλινα στοιχεία της στέγης και των υπέρθυρων ήταν επενδυμένα με πλακίδια επένδυσης από τερακότα, και άλλα στοιχεία εξαιρετικού μεγέθους, και πλούσια διακοσμημένα με ζωγραφισμένα ανάγλυφα, ακολουθώντας το λεγόμενο μοντέλο Δεύτερης Φάσης (που αναφέρεται στα διακοσμητικά συστήματα των ετρουσκικών και λατινικών ναών), που είχε την πρώτη του έκφραση ακριβώς με τον Ναό του Διός Αρίστου Μεγίστου. Ο ναός, ο οποίος αμέσως έγινε διάσημος, καθιέρωσε ένα νέο μοντέλο για την αρχιτεκτονική ιερών, που υιοθετήθηκε στις διακοσμήσεις από τερακότα πολλών ναών στην Ιταλία μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. Τα αρχικά στοιχεία αντικαταστάθηκαν εν μέρει με άλλα στοιχεία σε διαφορετικό ρυθμό στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. και εκ νέου στα τέλη του 3ου - αρχές του 2ου αι. π.Χ. Το αφαιρεμένο υλικό απορρίφθηκε στα στρώματα που σχηματίζουν την πλατεία μπροστά από τον ναό, την λεγόμενη Area Capitolina, στα μέσα του 2ου αι. π.Χ.
Κατά τη διάρκεια τής ζωής τοή ναού πραγματοποιήθηκαν επισκευές και βελτιώσεις, συμπεριλαμβανομένης της επαναβαφής των κιόνων και των τοίχων το 179 π.Χ., της προσθήκης ψηφιδωτών δαπέδων στον σηκό μετά τον Γ΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο και της επιχρύσωσης της φατνωματικής οροφής στο εσωτερικό του σηκού το 142 π.Χ. Με την πάροδο των ετών, ο ναός συγκέντρωσε αμέτρητα αγάλματα και τρόπαια αφιερωμένα από νικηφόρους στρατηγούς, και το 179 μερικά από αυτά που ήταν προσαρτημένα στους κίονες αφαιρέθηκαν, για να μειωθεί η ακαταστασία.
Το σχέδιο και οι ακριβείς διαστάσεις του ναού έχουν συζητηθεί έντονα. [3] Πέντε διαφορετικά σχέδια του ναού έχουν δημοσιευτεί μετά από πρόσφατες ανασκαφές στον Καπιτωλίνο λόφο, που αποκάλυψαν τμήματα των αρχαϊκών θεμελίων. [4] Σύμφωνα με τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα, το ίδιο σχέδιο και τα ίδια θεμέλια χρησιμοποιήθηκαν για μεταγενέστερες ανακατασκευές του ναού, αλλά υπάρχει διαφωνία σχετικά με το σε τι αναφέρονται οι διαστάσεις που αναφέρει (το ίδιο το κτίριο ή το βάθρο).
Ο πρώτος ναός κάηκε το 83 π.Χ., κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων υπό τη δικτατορία του Σύλλα. Σε αυτή την πυρκαγιά χάθηκαν επίσης τα Βιβλία των Σιβυλλών, τα οποία λέγεται ότι γράφτηκαν από κλασικές Σίβυλλες και φυλάσσονταν στον ναό (για να φυλάσσονται και να συμβουλεύονται οι quindecimviri (σύλλογος δεκαπέντε ανδρών) για κρατικά ζητήματα, μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης).
- ↑ Ammerman 2000, σελίδες 82–83
- ↑ Mura Sommella 2000, σελ. 25 fig. 26; Stamper 2005, σελ. 28 fig. 16; Albertoni & Damiani 2008, σελ. 11 fig. 2c; Cifani 2008, σελ. 104 fig. 85; Mura Sommella 2009, σελίδες 367–368 figs. 17–19; Kaderka & Tucci 2021, σελ. 151 fig. 4
- ↑ Ridley 2005
- ↑ Mura Sommella 2000, σελ. 25 fig. 26; Stamper 2005, σελ. 28 fig. 16; Albertoni & Damiani 2008, σελ. 11 fig. 2c; Cifani 2008, σελ. 104 fig. 85; Mura Sommella 2009, σελίδες 367–368 figs. 17–19.
Δεύτερο κτίριο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη λεηλασία της Αθήνας από τον Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα το 86 π.Χ., ενώ λεηλάτησε την πόλη, ο Σύλλας κατάσχεσε μερικές από τις γιγάντιες ημιτελείς κολόνες από τον Ναό του Δία και τις μετέφερε πίσω στη Ρώμη, όπου επαναχρησιμοποιήθηκαν στον Ναό του Δία. Δεν έχει επιβεβαιωθεί εάν ο Σύλλας χρησιμοποίησε όντως ολόκληρες τις κολόνες του ναού, οι κολόνες από τον Ναό του Δία ήταν εξαιρετικά μεγάλες και επομένως μπορεί να ήταν ακατάλληλες για τον Ναό του Δία. Επομένως, υποστηρίζεται ότι χρησιμοποιήθηκαν είτε μόνο τα κιονόκρανα είτε οι κολόνες από τον αρχαϊκό Ναό των Πεισιστρατίδων στον Δία. [1] Ο Σύλλας ήλπιζε να ζήσει μέχρι την ανοικοδόμηση του ναού, αλλά ο Κόιντος Λουτάτιος Κάτουλος Καπιτωλίνος είχε την τιμή να αφιερώσει το νέο κτίριο το 69 π.Χ. Ο νέος ναός κτίστηκε με το ίδιο σχέδιο στα ίδια θεμέλια, αλλά με πιο ακριβά υλικά για την υπερκατασκευή. Οι λογοτεχνικές πηγές δείχνουν ότι ο ναός δεν ολοκληρώθηκε πλήρως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 60 π.Χ. [2] Γύρω στο 65 μ.Χ. ολοκληρώθηκαν τα τρία νέα λατρευτικά αγάλματα. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία φιλοτεχνήθηκε από τον Απολλώνιο της Αθήνας. Η εμφάνισή του είναι γενικά γνωστή από αντίγραφα, που δημιουργήθηκαν για άλλους ναούς του Δία στις ρωμαϊκές αποικίες. Απεικόνιζε τον Δία καθισμένο με έναν κεραυνό και ένα σκήπτρο και στα δύο χέρια, και πιθανώς και μία εικόνα της θεάς Ρώμης στο ένα χέρι.
Ο Βρούτος και οι άλλοι δολοφόνοι κλειδώθηκαν μέσα σε αυτό μετά τη δολοφονία του Ι. Καίσαρα. Ο νέος ναός του Κόιντου Λουτάτιου Κάτουλου ανακαινίστηκε και επισκευάστηκε από τον Οκτ. Αύγουστο. Το δεύτερο κτίριο κάηκε κατά τη διάρκεια των μαχών στον λόφο στις 19 Δεκεμβρίου του 69 μ.Χ., όταν ένας στρατός πιστός στον Βεσπασιανό πολέμησε για να εισέλθει στην πόλη κατά το Έτος των Τεσσάρων Αυτοκρατόρων.
Τρίτο κτίριο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο νέος Αυτοκράτορας, Βεσπασιανός, ξανάκτισε γρήγορα τον ναό στα ίδια θεμέλια, αλλά με μία πλούσια υπερκατασκευή. Ήταν υψηλότερος από τις προηγούμενες κατασκευές, με κορινθιακό ρυθμό και αγάλματα που περιλάμβαναν ένα τέθριππο στην κορυφή του αετώματος και bigae (άρματα δύο ίππων) που οδηγούνταν από μορφές της Νίκης εκατέρωθεν στη βάση της οροφής. Ο τρίτος ναός του Δία αφιερώθηκε το 75 μ.Χ. [3] Ο τρίτος ναός κάηκε κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Τίτου το 80 μ.Χ.
Τέταρτο κτίριο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Δομιτιανός άρχισε αμέσως την ανοικοδόμηση του ναού, πάλι επάνω στα ίδια θεμέλια, αλλά με την πιο πλούσια ως τότε ανωδομή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Δομιτιανός χρησιμοποίησε τουλάχιστον δώδεκα χιλιάδες τάλαντα χρυσού μόνο για την επιχρύσωση των χάλκινων κεραμιδιών. [4] Περίτεχνα γλυπτά κοσμούσαν το αέτωμα. Ένα αναγεννησιακό σχέδιο ενός κατεστραμμένου ανάγλυφου στο Μουσείο του Λούβρου δείχνει ένα τέθριππο (quadriga) δίπλα σε ένα άρμα δίιππο (biga) στα δεξιά του τελευταίου, στο υψηλότερο σημείο του αετώματος, με τα δύο αγάλματα να χρησιμεύουν ως το κεντρικό ακρωτήριο, και αγάλματα του θεού Άρη και της θεάς Αφροδίτης να υψώνονται στις γωνίες του αετώματος, χρησιμεύοντας ως ακρωτήρια. Ολοκληρώθηκε το 82 μ.Χ. [5] Στο κέντρο του αετώματος, ο θεός Δίας πλαισιωνόταν από την Ήρα και την Αθηνά, καθισμένες σε θρόνους. Από κάτω υπήρχε ένας αετός με ανοιχτά φτερά. Ένα δύιππο που οδηγούσε ο θεός του Ήλιου και ένα δίιππο που οδηγούσε η Σελήνη απεικονίζονταν εκατέρωθεν των τριών θεών.
Παρακμή και εγκατάλειψη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο ναός που ολοκληρώθηκε από τον Δομιτιανό, πιστεύεται ότι άντεξε λίγο πολύ άθικτος για περισσότερο από τριακόσια χρόνια, μέχρι που όλοι οι παγανιστικοί ναοί έκλεισαν από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄ το 392 κατά τη διάρκεια του διωγμού των εθνικών στα τέλη της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τον 4ο αι. ο Αμμιανός Μαρκελλίνος αναφέρθηκε στον ναό ως «το Καπιτώλιο, με το οποίο η σεβαστή Ρώμη ανυψώνεται στην αιωνιότητα, όλος ο κόσμος δεν βλέπει τίποτε πιο μεγαλοπρεπές». [6] Κατά τη διάρκεια του 5ου αι., ο ναός υπέστη ζημιές από τον Στιλίχωνα (ο οποίος σύμφωνα με τον Ζώσιμο αφαίρεσε τον χρυσό που κοσμούσε τις θύρες). Ο Προκόπιος αναφέρει ότι οι Βάνδαλοι λεηλάτησαν τον ναό κατά τη λεηλασία της Ρώμης το 455, αφαιρώντας τα μισά από τα επιχρυσωμένα χάλκινα πλακίδια. [6] Παρά ταύτα, στις αρχές του 6ου αι. ο Κασσιόδωρος περιέγραψε τον ναό ως ένα από τα θαύματα του κόσμου. [6] Το 571, ο Ναρσής αφαίρεσε πολλά από τα αγάλματα και τα στολίδια. Τα ερείπια ήταν ακόμη σε καλή κατάσταση το 1447, όταν ο ουμανιστής του 15ου αι., Πότζιο Μπρατσιολίνι, επισκέφθηκε τη Ρώμη. Τα εναπομείναντα ερείπια καταστράφηκαν τον 16ο αι. όταν ο Τζιοβάνι Πιέτρο Καφαρέλι έκτισε ένα παλάτι (Palazzo Caffarelli) στην τοποθεσία. [6]
Λείψανα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σήμερα, τμήματα της κρηπίδας και των θεμελίων του ναού είναι ορατά πίσω από το Palazzo dei Conservatori, σε έναν εκθεσιακό χώρο που κτίστηκε στον Κήπο Καφαρέλλι και εντός των Μουσείων του Καπιτωλίου. [7] Ένα μέρος τής ανατολικής γωνίας είναι επίσης ορατό στη via del Tempio di Giove.
Το δεύτερο λιοντάρι των Μεδίκων φιλοτεχνήθηκε στα τέλη του 16ου αι. από τον Φλαμίνιο Βάκκα από ένα κιονόκρανο, από τον Ναό του Διός Οπτίμου Μαξίμου. [8]
Περιοχή Καπιτωλίνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Area Capitolina ήταν ο περίβολος στο νότιο τμήμα του Καπιτωλίου, που περιέβαλλε τον Ναό του Δία, περικλείοντάς τον με ακανόνιστους αναλημματικούς τοίχους ακολουθώντας τις καμπύλες του λόφου. Ο περίβολος επεκτάθηκε το 388 π.Χ., σε περίπου 3.000 τ.μ. Ο Clivus του Καπιτωλίου κατέληγε στην κύρια είσοδο στο κέντρο της νοτιοανατολικής πλευράς, και η Porta Pandana φαίνεται να ήταν δευτερεύουσα είσοδος. Αυτές οι πύλες έκλειναν τη νύχτα. Οι ιερές χήνες της Ήρας, που λέγεται ότι σήμαναν συναγερμό κατά τη διάρκεια της Γαλατικής πολιορκίας της Ρώμης, φυλάσσονταν στην Περιοχή, η οποία φυλασσόταν κατά την Αυτοκρατορική περίοδο από σκύλους, που φυλάσσονταν από έναν υπάλληλο του ναού. Ο Δομιτιανός κρύφτηκε στους χώρους διαβίωσης του χειριστή σκύλων, όταν οι δυνάμεις του Βιτέλλιου κατέλαβαν το Καπιτώλιο.
Υπόγειοι θάλαμοι που ονομάζονταν favissae φιλοξενούσαν κατεστραμμένα οικοδομικά υλικά, παλαιά αναθήματα και αφιερώματα, που δεν ήταν κατάλληλα για έκθεση. Απαγορευόταν θρησκευτικά να τα παραβιάζουν. Ο περίβολος φιλοξενούσε πολλά ιερά, βωμούς, αγάλματα και τρόπαια νίκης. Εκεί συναντιόντουσαν κάποιες πληβειακές και φυλετικές συνελεύσεις. Στην ύστερη αρχαιότητα, ήταν αγορά ειδών πολυτελείας και συνέχισε ως τέτοια μέχρι και τον Μεσαίωνα: σε μία επιστολή του 468, ο Σιδώνιος Απολλινάριος περιγράφει έναν αγοραστή, που διαπραγματευόταν την τιμή πολύτιμων λίθων, μεταξιού και λεπτών υφασμάτων.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κατάλογος αρχαίων ρωμαϊκών ναών
Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Stamper, John W. (2014). «Urban Sanctuaries: The Early Republic to Augustus». Στο: Ulrich, επιμ. A Companion to Roman Architecture. John Wiley & Sons, Ltd. σελίδες 217–8. ISBN 978-1-4051-9964-3. Richardson, 1992; p. 222-3
- ↑ Flower 2008, σελ. 85
- ↑ Darwall-Smith 1996, σελίδες 41–47
- ↑ Plutarch. Life of Pulicola. 15.3–4.
- ↑ «Coins: the Temple through Time». Omeka. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2019.
- 1 2 3 4 Samuel Ball Platner & Thomas Ashby (1929). «A Topographical Dictionary of Ancient Rome». Oxford University Press, σελ. 297–302. https://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Gazetteer/Places/Europe/Italy/Lazio/Roma/Rome/_Texts/PLATOP*/Aedes_Jovis_Capitolini.html.
- ↑ Claridge 1998, σελίδες 237–238; Albertoni & Damiani 2008
- ↑ Giovanna Giusti Galardi: The Statues of the Loggia Della Signoria in Florence: Masterpieces Restored, Florence 2002. (ISBN 8809026209)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Ναός του Δία» σε Τοπογραφικό Λεξικό της Αρχαίας Ρώμης

