Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ναυτική Συνθήκη της Ουάσιγκτον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φωτογραφία από την υπογραφή της Ναυτικής Συνθήκης (1922).

Η Ναυτική Συνθήκη της Ουάσιγκτον (γνωστή και ως Συνθήκη των Πέντε Δυνάμεων) υπογράφηκε το 1922 από τις πέντε κύριες νικήτριες δυνάμεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στόχο είχε να αποτραπεί μια νέα κούρσα εξοπλισμών περιορίζοντας τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων. Οι εργασίες της Ναυτικής Διάσκεψης της Ουάσιγκτον που οδήγησαν στη σύναψη της Συνθήκης διήρκεσαν από τον Νοέμβριο του 1921 έως τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους. Οι πέντε δυνάμεις που την υπέγραψαν ήταν η Βρετανική Αυτοκρατορία (συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Νότιας Αφρικής και της Ινδίας), οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Γαλλία, το Βασίλειο της Ιταλίας και η Ιαπωνική Αυτοκρατορία.

Βάσει των όρων της περιορίζονταν ο αριθμός νέων θωρηκτών, καταδρομικών μάχης και αεροπλανοφόρων που μπορούσαν να ναυπηγήσουν τα συμβαλλόμενα μέρη. Δεν υπήρχε περιορισμός στο πλήθος των πλοίων άλλων κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένων των καταδρομικών, των αντιτορπιλικών και των υποβρυχίων, αρκεί το εκτόπισμά εκάστου πλοίου να μην ξεπερνούσε τους 10.000 t.

Μεταγενέστερες διασκέψεις για τον περιορισμό των ναυτικών εξοπλισμών αποσκοπούσαν στην επιβολή πρόσθετων περιορισμών. Οι όροι της Συνθήκης της Ουάσιγκτον τροποποιήθηκαν από τη Ναυτική Συνθήκη του Λονδίνου του 1930 και τη Δεύτερη Ναυτική Συνθήκη του Λονδίνου του 1936. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 η Ιαπωνία και η Ιταλία αποκήρυξαν τις συμφωνίες ενώ η Γερμανία αποκήρυξε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και ξεκίνησε τον επανεξοπλισμό της. Κατόπιν αυτών όσα επέτασσε η Συνθήκη ματαιώθηκαν στην πράξη.

Ιστορικό υπόβαθρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Βρετανία εξακολουθούσε να έχει το μεγαλύτερο και ισχυρότερο ναυτικό στον κόσμο, ακολουθούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και με αρκετή διαφορά από την Ιαπωνία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Επίσης, ο γερμανικός Στόλος Ανοιχτής Θαλάσσης είχε παραδοθεί τον Νοέμβριο του 1918 στο Βασιλικό Ναυτικό. Οι Σύμμαχοι είχαν διαφορετικές απόψεις για την τελική τύχη των πλοίων του ηττημένου Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού, με τους Γάλλους και τους Ιταλούς να επιθυμούν να μοιραστεί ο στόλος μεταξύ των νικητριών δυνάμεων και τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς να επιδιώκουν την καταστροφή του. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν σε μεγάλο βαθμό άνευ αντικειμένου όταν την 21η Ιουνίου 1919 τα γερμανικά πληρώματα βύθισαν τα περισσότερα από τα πλοία τους, που κρατούνταν στο Σκάπα Φλόου.

Η είδηση αυτή εξόργισε τους Γάλλους και τους Ιταλούς, με τους πρώτους να εκφράζουν αμφιβολίες για τις βρετανικές εξηγήσεις ότι ο στόλος που φρουρούσε τους Γερμανούς έλειπε εκείνη την ημέρα σε ασκήσεις. Οι Βρετανοί όπως και οι Σύμμαχοί τους καταδίκασαν τις ενέργειες αυτές και δεν προέκυψαν αξιόπιστα στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι είχαν συνεργαστεί ή επιτρέψει στους Γερμανούς να προχωρήσουν με το σχέδιό τους. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών που υπογράφηκε μια εβδομάδα αργότερα, στις 28 Ιουνίου 1919, επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς στα μεγέθη και στους αριθμούς των πολεμικών πλοίων που είχε το δικαίωμα να ναυπηγεί και να διατηρεί η νεοσύστατη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.[1]

Παρόλο που οι πέντε νικήτριες δυνάμεις συμμάχησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την εξάλειψη της γερμανικής απειλής το ενδεχόμενο μιας νέος κούρσας ναυτικών εξοπλισμών ανάμεσά τους ήταν πλέον υπαρκτό.[2] Η κυβέρνηση του προέδρου Γούντροου Ουίλσον είχε ήδη ανακοινώσει σχέδια για την επέκταση του Αμερικανικού Ναυτικού από το 1916 έως το 1919, τα οποία θα οδηγούσαν σε έναν τεράστιο στόλο πενήντα σύγχρονων θωρηκτών.[3] Σε απάντηση η ιαπωνική κυβέρνηση ενέκρινε το 1920 την υλοποίηση του προγράμματος «οκτώ-οκτώ» μέσω του οποίου το Ιαπωνικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό θα αποκτούσε οκτώ σύγχρονα θωρηκτά και οκτώ καταδρομικά μάχης. Ξεκίνησε η ναυπήγηση τεσσάρων θωρηκτών και τεσσάρων καταδρομικών μάχης, όλα τους σαφώς μεγαλύτερα και ισχυρότερα από τα πλοία που θα αντικαθιστούσαν.[4] Από την πλευρά τους οι Βρετανοί προγραμμάτισαν για το 1921 τέσσερα θωρηκτά και τέσσερα καταδρομικά μάχης, με επιπλέον τέσσερα θωρηκτά να ακολουθούν το επόμενο έτος.[2]

Η νέα κούρσα εξοπλισμών δεν είχε την υποστήριξη της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ. Το Κογκρέσο απέρριψε το σχέδιο επέκτασης του Ναυτικού του Ουίλσον και έπειτα από τα αποτελέσματα προεδρικών εκλογών του 1920 η χώρα στράφηκε στον απομονωτισμό, χωρίς να υπάρχει πρόθεση για ουσιαστική επέκταση του στόλου.[5] Επίσης θα ήταν πολύ δύσκολο για τη Βρετανία να αντέξει το δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος των νέων εξοπλισμών.[6]

Στα τέλη του 1921 οι Ηνωμένες Πολιτείες πληροφορήθηκαν ότι η Βρετανία σχεδίαζε διάσκεψη για να συζητηθεί η στρατηγική κατάσταση στον Ειρηνικό και την Άπω Ανατολή. Προκειμένου να προλάβει τους Βρετανούς και να ικανοποιήσει τις εσωτερικές απαιτήσεις για μια παγκόσμια διάσκεψη αφοπλισμού, η κυβέρνηση του Ουόρεν Χάρντινγκ συγκάλεσε τη Ναυτική Διάσκεψη της Ουάσιγκτον τον Νοέμβριο του 1921,[7] που κατέληξε στη σύναψη της Ναυτικής Συνθήκης της Ουάσιγκτον καθώς και σε μια επιπλέον Συνθήκη των Τεσσάρων Δυνάμεων που αφορούσε την Ιαπωνία και μια Συνθήκη των Εννέα Δυνάμεων για την Κίνα.[8]

Στην πρώτη ολομέλεια που συγκλήθηκε την 21η Νοεμβρίου 1921, ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Τσαρλς Έβανς Χιουζ παρουσίασε τις προτάσεις της χώρας του δηλώνοντας με αποφασιστικότητα: «Ο τρόπος να αφοπλιστείς είναι να αφοπλιστείς».[9] Το φιλόδοξο αυτό σλόγκαν έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από το κοινό και πιθανότατα συντόμευσε τη διάσκεψη, συμβάλλοντας ώστε οι προτάσεις του να υιοθετηθούν σε μεγάλο βαθμό. Στη συνέχεια πρότεινε τα εξής:

  • Δεκαετή παύση στην ναυπήγηση θωρηκτών και καταδρομικών μάχης, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης αναστολής όλων των εργασιών ναυπήγησης κύριων μονάδων επιφανείας.
  • Τη διάλυση υπαρχόντων ή υπό ναυπήγηση θωρηκτών ώστε να διαμορφωθεί μια αναλογία 5:5:3:1,67:1,67 μεταξύ των στόλων Βρετανίας, Ηνωμένων Πολιτειών, Ιαπωνίας, Γαλλίας και Ιταλίας αντιστοίχως.
  • Τη συνεχιζόμενη επιβολή ορίων στο μέγιστο εκτόπισμα των κύριων μονάδων επιφανείας καθώς και των μικρότερων σκαφών βάσει της αναλογίας 5:5:3.

Κύριες μονάδες επιφανείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι προτάσεις για τις κύριες μονάδες επιφανείας έγιναν σε μεγάλο βαθμό αποδεκτές από τη βρετανική αντιπροσωπεία. Υπήρχε τεράστια πίεση να γίνου αποδεκτοί καθώς το ενδεχόμενο πολέμου με τους Αμερικανούς θεωρούνταν απίθανο, καθώς υπήρχαν ελάχιστες διαφορές στην πολιτική των δύο αγγλόφωνων δυνάμεων· οι συνεχιζόμενες δαπάνες για το ναυτικό δεν ήταν δημοφιλείς στη Βρετανία και σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία που ήδη είχε προχωρήσει σε σημαντικές περικοπές δαπανών εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου.[10]

Η ιαπωνική αντιπροσωπεία ήταν διχασμένη. Το ναυτικό δόγμα της χώρας απαιτούσε τη διατήρηση στόλου ίσου με το 70% του μεγέθους του αμερικανικού, ποσοστό που θεωρούνταν το ελάχιστο αναγκαίο για να ηττηθούν οι Αμερικανοί σε ενδεχόμενο πόλεμο. Οι Ιάπωνες υπολόγιζαν σε δύο ξεχωριστές εμπλοκές, πρώτα με τον Στόλο του Ειρηνικού και έπειτα με τον Στόλο του Ατλαντικού. Υπολόγιζαν ότι μια αναλογία 7:5 στην πρώτη εμπλοκή θα τους έδινε αρκετό περιθώριο νίκης ώστε να μπορέσουν να επικρατήσουν και στη δεύτερη. Συνεπώς μια αναλογία 3:5 ήταν απαράδεκτη καθώς το συνολικό μέγεθος στόλου σε αναλογία 3:5 θα σήμαινε αναλογία 6:5 στην πρώτη περίπτωση. Παρόλα αυτά ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας, Κατό Τομοσαμπούρο, προτιμούσε να αποδεχθεί τους όρους της Συνθήκης παρά την προοπτική μιας κούρσας εξοπλισμών με τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς η σχετική βιομηχανική ισχύς των δύο εθνών θα οδηγούσε την Ιαπωνία σε ήττα έναν οδηγούνταν σε τέτοιο ανταγωνισμό και πιθανώς σε οικονομική κρίση. Με τις απόψεις αυτές διαφωνούσε εντόνως ο Kanji Kato, πρόεδρος της Ανώτατης Σχολής Πολέμου του Ναυτικού, ο οποίος ο οποίος εκτελούσε χρέη κύριου ναυτικού συμβούλου στην ιαπωνική αντιπροσωπεία και εκπροσωπούσε την ισχυρή άποψη του «μεγάλου ναυτικού».[11] Βάσει αυτής της λογικής η Ιαπωνία όφειλε να προετοιμαστεί όσο το δυνατόν πληρέστερα για την αναπόφευκτη σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες μπορούσαν να ναυπηγήσουν περισσότερα πολεμικά πλοία λόγω της ανώτερης βιομηχανικής τους ισχύος.[11] Ο Κατό Τομοσαμπούρο κατάφερε τελικά να πείσει την ιαπωνική ανώτατη διοίκηση να αποδεχθεί τις προτάσεις των Αμερικανών, που αποτέλεσαν όμως για χρόνια πεδίο εσωτερικής αντιπαράθεσης στις τάξεις του Αυτοκρατορικού Ναυτικού.[12]

Η γαλλική αντιπροσωπεία αρχικά αντέδρασε αρνητικά στην ιδέα της μείωσης του συνολικού εκτοπίσματος των κύριων μονάδων επιφανείας στους 175.000 t και απαίτησε 350.000 t, δηλαδή λίγο πάνω από το όριο που τέθηκε για την Ιαπωνία. Εν τέλει χάρη στις παραχωρήσεις σχετικά με τα καταδρομικά και τα υποβρύχια οι Γάλλοι αποδέχθηκαν τα όρια για τα μεγαλύτερα πλοία.[13] Ένα ακόμη ζήτημα που θεωρήθηκε κρίσιμο από τους Γάλλους αντιπροσώπους ήταν η επιδίωξη της Ιταλίας για ουσιαστική ισοτιμία, το οποίο θεωρήθηκε αβάσιμο· ωστόσο, η πίεση από τις αμερικανικές και τις βρετανικές αντιπροσωπείες έκανε τους Γάλλους να το αποδεχθούν. Αυτό θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία από την ιταλική κυβέρνηση, αλλά η ισοτιμία δεν επρόκειτο ποτέ να επιτευχθεί πραγματικά.[14]

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων έγινε πολύς λόγος για την ένταξη ή τον αποκλεισμό μεμονωμένων πολεμικών πλοίων. Ειδικότερα, η ιαπωνική αντιπροσωπεία επιθυμούσε έντονα να διατηρήσει το νεότευκτο θωρηκτό Mutsu, το οποίο είχε χρηματοδοτηθεί με μεγάλο ενθουσιασμό από το κοινό, συμπεριλαμβανομένων δωρεών από μαθητές.[15]

Καταδρομικά και αντιτορπιλικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χιουζ πρότεινε να ακολουθηθούν οι ίδιες αναλογίες για τα καταδρομικά και τα αντιτορπιλικά. Κάτι τέτοιο απορρίφθηκε ασυζητητί από τους Βρετανούς και τους Γάλλους. Η βρετανική αντιπρόταση, σύμφωνα με την οποία η Βρετανία θα δικαιούταν 450.000 tκαταδρομικών λόγω των αναγκών της Αυτοκρατορίας της αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία μόνο 300.000 και 250.000 αντίστοιχα, αποδείχθηκε εξίσου αμφιλεγόμενη. Έτσι, η ιδέα του περιορισμού του συνολικού εκτοπίσματος ή του πλήθους των καταδρομικών απορρίφθηκε ολοκληρωτικά.[13]

Οι Βρετανοί πρότειναν επίσης έναν ποιοτικό περιορισμό στη ναυπήγηση νέων καταδρομικών. Πρότειναν το εκτόπισμά τους να μην ξεπερνά τους 10.000 t και το διαμέτρημα των πυροβόλων τους τις 8 ίντσες. Σκοπός τους ήταν να διατηρήσουν τα πλοία της κλάσης Hawkins που ναυπηγούνταν εκείνη την περίοδο. Η πρόταση αυτή συνέπιπτε με τις αμερικανικές ανάγκες σε καταδρομικά ώστε να καλύπτονται οι απαιτήσεις τους στον Ειρηνικό καθώς και με τα ιαπωνικά σχέδια για την κλάση Furutaka. Κατά συνέπεια η συγκεκριμένη πρόταση έγινε άμεσα αποδεκτή.[13]

Μια από τις κυριότερες απαιτήσεις της Βρετανίας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ήταν η πλήρης κατάργηση των υποβρυχίων, που είχαν αποδειχθεί πολύ αποτελεσματικά ενάντια στη Βρετανική Αυτοκρατορία στον Μεγάλο Πόλεμο. Η αξίωση αυτή δεν έγινε αποδεκτή, κυρίως λόγω της αντίθεσης της Γαλλίας που επεδίωξε τη δυνατότητα ναυπήγησης υποβρυχίων συνολικού εκτοπίσματος έως και 90.000 t.[16] Εν τέλει η Διάσκεψη δεν κατέληξε σε κάποιο περιορισμό σχετικά με τις ναυπηγήσεις υποβρυχίων.[17]

Βάσεις στον Ειρηνικό

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το Άρθρο XIX της Συνθήκης απαγορεύονταν στους Βρετανούς, τους Ιάπωνες και τους Αμερικανούς να κατασκευάσουν νέες οχυρώσεις ή ναυτικές βάσεις στην περιοχή του Ειρηνικού. Οι υφιστάμενες οχυρώσεις στη Σιγκαπούρη, στις Φιλιππίνες και στη Χαβάη μπορούσαν να παραμείνουν. Αυτή ήταν σημαντική επιτυχία για την Ιαπωνία, καθώς νέες βρετανικές ή αμερικανικές βάσεις θα μπορούσαν να αποτελούσαν σημαντικό πρόβλημα σε περίπτωση μελλοντικού πολέμου. Η συγκεκριμένη διάταξη της Συνθήκης ήταν καθοριστικής σημασίας για την αποδοχή από την Ιαπωνία των περιορισμών που της επιβλήθηκαν στη ναυπήγηση θωρηκτών.[18]

Περιορισμοί στο συνολικό εκτόπισμα
ΧώραΘωρηκτά &
καταδρομικά μάχης
Αεροπλανοφόρα
Βρετανική Αυτοκρατορία533.000 t137.000 t
Ηνωμένες Πολιτείες533.000 t137.000 t
Ιαπωνική Αυτοκρατορία320.000 t82.000 t
Γαλλία178.000 t61.000 t
Ιταλία178.000 t61.000 t

Η συνθήκη επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς τόσο στο εκτόπισμα όσο και στη ναυπήγηση νέων κύριων μονάδων επιφανείας και αεροπλανοφόρων. Επίσης επέβαλε όρια στο μέγιστο εκτόπισμα κάθε πλοίου. Βάσει τον περιορισμών στο εκτόπισμα, όπως αυτοί ορίστηκαν στα Άρθρα IV και VII οι αναλογία δυνάμεων ήταν περίπου 5:5:3:1,75:1,75 για το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Γαλλία και την Ιταλία αντιστοίχως.[19]

Τα ποσοτικά όρια για κάθε τύπο πλοίου ήταν τα αντίστοιχα:

  • Τα θωρηκτά και τα καταδρομικά μάχης περιορίζονταν στους 35.000 t κανονικού (standard) εκτοπίσματος και σε πυροβόλα μέγιστου διαμετρήματος 16 ιντσών (Άρθρα V και VI).
  • Τα αεροπλανοφόρα περιορίζονταν στους 27.000 t και μπορούσαν να φέρουν έως 10 βαριά πυροβόλα, μέγιστου διαμετρήματος 8 ιντσών. Επιπλέον, επιτρέπονταν σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος να μετατρέψει δύο υπάρχοντα κύτη θωρηκτών σε αεροπλανοφόρα, μέγιστου εκτοπίσματος 33.000 t έκαστο (Άρθρα IX και X). Για τους σκοπούς της Συνθήκης, ως αεροπλανοφόρο οριζόταν κάθε πολεμικό πλοίο με εκτόπισμα άνω των 10.000 t που είχε κατασκευαστεί αποκλειστικά για την αποπροσνήωση αεροσκαφών. Συνεπώς μικρότερα αεροπλανοφόρα, εκτοπίσματος έως και 10.000 t, δεν λαμβάνονταν υπόψη στον υπολογισμό των ορίων (Άρθρο XX, μέρος 4). Επιπλέον, όλα τα αεροπλανοφόρα που βρίσκονταν τότε σε υπηρεσία ή υπό κατασκευή (Argus, Eagle, Furious, Hermes, Langley και Hōshō) χαρακτηρίστηκαν ως «πειραματικά» και μπορούσαν να αντικατασταθούν χωρίς περιορισμό ηλικίας, σε αντίθεση με τα άλλα θωρηκτά (Άρθρο VIII).
  • Όλα τα υπόλοιπα πολεμικά πλοία περιορίζονταν σε μέγιστο εκτόπισμα 10.000 τόνων και μέγιστο διαμέτρημα πυροβόλων 8 ιντσών (Άρθρα XI και XII).

Η συνθήκη καθόριζε επίσης, στο Κεφάλαιο II, τα μεμονωμένα πλοία που θα διατηρούσε κάθε ναυτικό, συμπεριλαμβανομένης του δικαιώματος των Ηνωμένων Πολιτειών να ολοκληρώσουν δύο ακόμη θωρηκτά της κλάσης Colorado και του Ηνωμένου Βασιλείου να ολοκληρώσει δύο νέα πλοία σύμφωνα βάσει των ορίων της Συνθήκης (τα δύο θωρηκτά κλάσης Nelson). Στο Κεφάλαιο II καθορίζονταν επίσης οι τρόποι με τους οποίους ένα πλοίο θεωρούνταν ακατάλληλο για στρατιωτική χρήση. Εκτός από την βύθιση ή την διάλυση, ένας περιορισμένος αριθμός πλοίων μπορούσε να μετατραπεί σε πλοία-στόχους ή εκπαιδευτικά εφόσον ο οπλισμός, η θωράκιση και τα λοιπά ουσιώδη για πολεμικές επιχειρήσεις μέρη τους αφαιρούνταν πλήρως.

Το τρίτο Μέρος και συγκεκριμένα στην Ενότητα II καθορίζονταν ποια πλοία έπρεπε να διαλυθούν για να συμμορφωθούν οι χώρες με τους όρους της Συνθήκη καθώς και πότε επιτρέπονταν η αντικατάσταση υπάρχοντων σκαφών. Συνολικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να διαλύσουν 30 υπάρχοντα ή υπό ναυπήγηση θωρηκτά, η Βρετανία 23 και η Ιαπωνία 17.

Η συνθήκη σηματοδότησε το τέλος μιας μακράς περιόδου διαρκούς ναυπήγησης νέων θωρηκτών. Πολλά πλοία που βρίσκονταν υπό κατασκευή διαλύθηκαν ή μετατράπηκαν σε αεροπλανοφόρα. Τα όρια της συνθήκης έγιναν σεβαστά και στη συνέχεια επεκτάθηκαν με τη Ναυτική Συνθήκη του Λονδίνου το 1930. Μόνο στα μέσα της δεκαετίας του 1930 που οι ναυτικές δυνάμεις άρχισαν ξανά να ναυπηγούν θωρηκτά και η ισχύς και το μέγεθος των νέων πλοίων άρχισαν και πάλι να αυξάνονται. Η Δεύτερη Ναυτική Συνθήκη του Λονδίνου (1936) επιχείρησε να επεκτείνει τα όρια της Συνθήκης της Ουάσιγκτον έως το 1942, αλλά η αποχώρηση της Ιαπωνίας και της Ιταλίας την κατέστησε σε μεγάλο βαθμό κενή περιεχομένου. Οι επιπτώσεις στη ναυπήγηση καταδρομικών ήταν μικρότερες. Η συνθήκη εγκαινίασε μια κούρσα ναυπήγησης καταδρομικών με πυροβόλα των 8 ιντσών και εκτόπισμα 10.000 t, γεγονός που προκάλεσε περαιτέρω ανησυχία.[20] Μεταγενέστερες ναυτικές συνθήκες προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα περιορίζοντας το μέγιστο εκτόπισμα καταδρομικών, αντιτορπιλικών και υποβρυχίων.

Παρόλο που δεν συμπεριλήφθηκε επισήμως στη Συνθήκη, οι Αμερικανοί αντιπρόσωποι είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν θα την συνυπέγραφαν αν οι Βρετανοί δεν τερμάτιζαν τη συμμαχία τους με τους Ιάπωνες,[21] κάτι που ούτως ή άλλως θα συνέβαινε διότι η Αυτοκρατορική Διάσκεψη του 1921 νωρίτερα μέσα στη χρονιά είχε ήδη αποφασίσει να μην ανανεωθεί η Συμμαχία.[22]

Παραβιάσεις της Συνθήκης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1935 το Γαλλικό Ναυτικό ξεκίνησε τη ναυπήγηση του θωρηκτού Richelieu το οποίο σε συνδυασμό με τα δύο υπό ναυπήγηση σκάφη της κλάσης Dunkerque αύξησε το συνολικό εκτόπισμα πάνω από το όριο των 70.000 t που προβλεπόταν για τη Γαλλία μέχρι τη λήξη της Συνθήκης. Η τοποθέτηση της τρόπιδας του Jean Bart τον Δεκέμβριο του 1936 αύξησε την έκταση της παραβίασης της Γαλλίας κατά επιπλέον 35.000 t, έστω κι αν αυτό συνέβη λιγότερο από τρεις εβδομάδες πριν τη λήξη της Συνθήκης. Η γαλλική κυβέρνηση απέρριψε τις βρετανικές ενστάσεις για τις παραβιάσεις, επισημαίνοντας ότι η Βρετανία είχε συνάψει συμφωνία με τη Γερμανία το 1935, η οποία αποδόμησε μονομερώς τις ρήτρες ναυτικού αφοπλισμού της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Ο γερμανικός ναυτικός επανεξοπλισμός απειλούσε τη Γαλλία και -σύμφωνα με τη γαλλική οπτική- εφόσον η Βρετανία παραβίαζε ελεύθερα τις υποχρεώσεις της, η Γαλλία δεν θα δεσμευόταν με ανάλογο τρόπο.[23]

Η Ιταλία παραβίαζε κατ’ επανάληψη τα όρια εκτοπίσματος για τα μεμονωμένα πλοία, αλλά προσπάθησε να παραμείνει εντός του ορίου των 10.000 τόνων για τα καταδρομικά της κλάσης Trento που ναυπηγήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Ωστόσο, με τα επόμενα καταδρομικά κλάσης Zara εγκαταλείφθηκαν όλα τα προσχήματα καθώς το εκτόπισμά τους ξεπερνούσαν κατά πολύ τους 11.000 t. Οι παραβιάσεις συνεχίστηκαν με τα θωρηκτά της κλάσης Littorio. Εντούτοις το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό ισχυρίζονταν ψευδώς πως το εκτόπισμα των πλοίων του ήταν εντός των προβλεπομένων ορίων.[24]

Αρκετές δυνάμεις προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν κενά στους όρους της Συνθήκης, αν και είναι συζητήσιμο κατά πόσο αυτά αποτελούσαν τεχνικά παραβιάσεις. Στην περίπτωση του αεροπλανοφόρου Ryūjō ήταν μια οι Ιάπωνες προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τον ορισμό του αεροπλανοφόρου ως «πολεμικού πλοίου με εκτόπισμα άνω των 10.000 τόνων», ναυπηγώντας ένα σκάφος εκτοπίσματος μικρότερου των 10.000 t παρακάμπτοντας τους περιορισμούς της Συνθήκης. Αργότερα έγιναν μετασκευές στο Ryūjō ώστε να καταστεί επαρκές με συνέπεια το εκτόπισμά του να ξεπεράσει το όριο των 10.000 t. Αυτό το κενό έκλεισε με τη Ναυτική Συνθήκη του Λονδίνου και έτσι δεν ακολουθήθηκε αυτή η προσέγγιση σε κανένα άλλο πλοίο πέραν του ιαπωνικού αεροπλανοφόρου.

Οι Αμερικανοί μετέτρεψαν τα καταδρομικά μάχης Lexington και Saratoga σε αεροπλανοφόρα που υποτίθεται ότι δεν θα ξεπερνούσαν τους 33.000 t, ως μετατροπές. Εν τέλει ξεπεράστηκε το όριο αυτό και οι Ηνωμένες Πολιτείες εκμεταλλεύτηκαν τους κανονισμούς για την «ανακατασκευή» πλοίων ώστε να προσθέσουν επιπλέον 3.000 τόνους στο επιτρεπόμενο μέγιστο εκτόπισμα, υποστηρίζοντας ότι «ανακατασκευάζονταν» κατά την ίδια την κατασκευή τους. Καμία άλλη δύναμη δεν επιχείρησε ποτέ να χρησιμοποιήσει αυτό το επιχείρημα.

Στη περίπτωση των βρετανικών θωρηκτών κλάσης Nelson χρησιμοποιήθηκε το γεγονός πως ο ορισμός του εκτοπίσματος εξαιρούσε τα καύσιμα και το εφεδρικό νερό για την τροφοδότηση των λεβήτων. Τα συστήματα προστασίας από τις τορπίλες ήταν πιο αποτελεσματικά όταν περιλάμβαναν διαμερίσματα γεμισμένα με νερό για την απορρόφηση του σοκ μιας τορπιλικής πρόσκρουσης. Οι Βρετανοί σχεδίασαν τα πλοία τους έτσι ώστε το νερό των διαμερισμάτων αυτών να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στους λέβητες όποτε το βάρος αυτό δεν υπολογιζόταν στο όριο εκτοπίσματός τους.

Αποκήρυξη της Συνθήκης από την Ιαπωνία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι όροι της Συνθήκης ήταν δυσμενείς για την Ιαπωνία. Δεδομένης της ανώτερης αμερικανικής και βρετανικής βιομηχανική ισχύος, ένας μακροχρόνιος πόλεμος ήταν πολύ πιθανό να καταλήξει ήττα. Έτσι, η επίτευξη στρατηγικής ισοτιμίας δεν ήταν οικονομικά εφικτή.[25] Πολλοί Ιάπωνες θεωρούσαν επίσης την αναλογία 5:5:3 ως άλλη μια προσβολή από τη Δύση, όμως από την άλλη πλευρά μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ιαπωνία είχε στον Ειρηνικό μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνάμεων σε σχέση με το Αμερικανικό ή το Βρετανικό Ναυτικό. Η Συνθήκη αποτέλεσε αντικείμενο διαμάχης στα ανώτερα κλιμάκια του Αυτοκρατορικού Ναυτικού όπου σχηματίστηκαν δύο παρατάξεις: όσων υποστήριζαν πως η Ιαπωνία θα έπρεπε να παραμείνει στη συνθήκη και αυτών που θεωρούσαν πως ήταν αναγκαία η δραστική επέκταση του στόλου. Η αντίληψη περί αδικίας είχε ως αποτέλεσμα την αποκήρυξη από την Ιαπωνία της Δεύτερης Ναυτικής Συνθήκης του Λονδίνου το 1936.

Ο Ισορόκου Γιαμαμότο, που αργότερα υπήρξε ο αρχιτέκτονας της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ, υποστήριζε ότι η Ιαπωνία θα έπρεπε να παραμείνει στη Συνθήκη, ενώ ο Τσούιτσι Ναγκούμο αντιτάχθηκε. Η άποψη του Γιαμαμότο ήταν πιο σύνθετη, καθώς πίστευε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να ναυπηγήσουν πολύ περισσότερα πλοία από την Ιαπωνία χάρη στη βιομηχανική τους ισχύ και εν τέλει η αναλογία δυνάμεων να καταλύξει να είναι κατά πολύ δυσμενέστερη του 5:3. Μετά την υπογραφή της συνθήκης σχολίασε: «Όποιος έχει δει τα εργοστάσια αυτοκινήτων στο Ντιτρόιτ και τα κοιτάσματα πετρελαίου στο Τέξας καταλαβαίνωει πως η Ιαπωνία δεν έχει τη δύναμη να ανταγωνιστεί την Αμερική σε μια κούρσα εξοπλισμών». Αργότερα πρόσθεσε: «Η αναλογία λειτουργεί πολύ καλά για την Ιαπωνία – είναι μια συνθήκη που περιορίζει τους άλλους».[26] Πίστευε ότι θα χρειάζονταν άλλες μέθοδοι πέρα από τη ραγδαία αύξηση του ρυθμού των ναυπηγήσεων για να εξισορροπηθεί το ισοζύγιο ισχύος, κάτι που ίσως συνέβαλε στην από πλευράς του υπεράσπιση του σχεδίου επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ.

Στις 29 Δεκεμβρίου 1934, η ιαπωνική κυβέρνηση ανακοίνωσε επισήμως πως σκόπευε να αποκηρύξει τη συνθήκη. Οι διατάξεις της παρέμειναν τυπικά σε ισχύ μέχρι το τέλος του 1936 και δεν ανανεώθηκαν.[27]

  1. «Part V. Military, Naval and Air Clauses». Treaty of Versailles. Wikisource. 28 Ιουνίου 1919. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Αυγούστου 2023. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2023.
  2. 1 2 Marriott 2005, σελ. 9.
  3. Potter 1981, σελ. 232.
  4. Evans & Peattie 1997, σελ. 174.
  5. Potter 1981, σελ. 233.
  6. Kennedy 1983, σελ. 274.
  7. Marriott 2005, σελ. 10.
  8. «Washington Conference | 1921–1922». Encyclopedia Britannica. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2019.
  9. Jones 2001, σελ. 119.
  10. Kennedy 1983, σελίδες 275–276.
  11. 1 2 «ワシントン会議から10年、こんなに日本が不利になるとは | 渡部昇一 | テンミニッツTV». 10mtv.jp (στα Ιαπωνικά). Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2024.
  12. Evans & Peattie 1997, σελίδες 193–196.
  13. 1 2 3 Marriott 2005, σελ. 11.
  14. Giorgerini, Giorgio (2002). Uomini sul fondo: storia del sommergibilismo italiano dalle origini a oggi. Milano: Mondadori. σελίδες 84–85. ISBN 978-88-04-50537-2.
  15. Evans & Peattie 1997, σελ. 197.
  16. Marriott 2005, σελίδες 10–11.
  17. Birn, Donald S. (1970). «Open Diplomacy at the Washington Conference of 1921–2: The British and French Experience». Comparative Studies in Society and History 12 (3): 297–319. doi:10.1017/S0010417500005879. https://archive.org/details/sim_comparative-studies-in-society-and-history_1970-07_12_3/page/296.
  18. Evans & Peattie 1997, σελ. 199.
  19. 25 L.N.T.S. at 205–06.
  20. Marriott 2005, σελ. 3.
  21. Howarth 1983, σελ. 167.
  22. Nish, Ian H. (1972), Alliance in Decline: A Study in Anglo-Japanese Relations 1908–23, London: The Athlone Press, σελ. 334, ISBN 0-485-13133-1
  23. Jordan & Dumas 2009, σελίδες 98–99, 152.
  24. Gardiner & Chesneau 1980, σελίδες 290–292.
  25. Paine 2017, σελ. 104-105.
  26. Howarth 1983, σελ. 152.
  27. Evans & Peattie 1997, σελ. 298.
  • Baker, A. D. III (1989). «Battlefleets and Diplomacy: Naval Disarmament Between the Two World Wars». Warship International XXVI (3): 217–255. ISSN 0043-0374. 
  • Duroselle, Jean-Baptiste (1963), From Wilson to Roosevelt: Foreign Policy of the United States, 1913-1945, Harvard University Press, ISBN 978-0-67432-650-7 
  • Evans, David; Peattie, Mark (1997), Kaigun: Strategy, Tactics and Technology in the Imperial Japanese Navy, 1887–1941, Annapolis: Naval Institute Press, ISBN 978-0-87021-192-8 .
  • Gardiner, Robert· Chesneau, Roger, επιμ. (1980). Conway's All the World's Fighting Ships 1922–1946. Annapolis: Naval Institute Press. ISBN 0-87021-913-8. 
  • Howarth, Stephen (1983), The Fighting Ships of the Rising Sun, Atheneum, ISBN 978-0-689-11402-1 
  • Jones, Howard (2001), Crucible of power: a history of US foreign relations since 1897, Rowman & Littlefield, ISBN 978-0-8420-2918-6, https://archive.org/details/crucibleofpower00jone 
  • Jordan, John (2011), Warships after Washington: The Development of Five Major Fleets 19221930, Seaforth Publishing, ISBN 978-1-84832-117-5 
  • Jordan, John· Dumas, Robert (2009). French Battleships 1922–1956. Barnsley: Seaforth Punblishing. ISBN 978-1-84832-034-5. 
  • Kaufman, Robert Gordon (1990), Arms Control During the Pre-Nuclear Era: The United States and Naval Limitation Between the Two World Wars, New York: Columbia University Press, ISBN 978-0-231-07136-9 
  • Kennedy, Paul (1983), The Rise and Fall of British Naval Mastery, London: Macmillan, ISBN 978-0-333-35094-2 
  • Marriott, Leo (2005), Treaty Cruisers: The First International Warship Building Competition, Barnsley: Pen & Sword, ISBN 978-1-84415-188-2 
  • Paine, S.C.M. (2017), The Japanese Empire: Grand Strategy from the Meiji Restoration to the Pacific War, Cambridge & New York: Cambridge, ISBN 978-1-107-01195-3 
  • Potter, E, επιμ.. (1981), Sea Power: A Naval History (2nd έκδοση), Annapolis: Naval Institute Press, ISBN 978-0-87021-607-7 
  • Limitation of Naval Armament, treaty, 1922