Μυριάποδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μυριάποδο)
Μυριάποδα
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Late Silurian–Recent
Αντιπρόσωποι των τεσσάρων ομοταξιών των μυριάποδων
Αντιπρόσωποι των τεσσάρων ομοταξιών των μυριάποδων
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Αρθρόποδα (Arthropoda)
Υποσυνομοταξία: Μυριάποδα (Myriapoda)
Latreille, 1802
Ομοταξίες [1]

Τα μυριάποδα είναι υποσυνομοταξία των αρθρόποδων η οποία περιλαμβάνει τα χιλιόποδα και τις σαρανταποδαρούσες και άλλα. Η ομάδα περιλαμβάνει πάνω από 13.000 είδη, τα οποία είναι όλα χερσαία.[2] Αν και το όνομά τους υποδεικνύει ότι έχουν μύρια (10.000) πόδια, ο αριθμός των ποδιών ποικίλει από 750[3] μέχρι λιγότερα από 10.

Το αρχείο απολιθωμάτων των μυριάποδων φτάνει μέχρι την ύστερη Σιλούρια, αν και γενετικές μελέτες υποδεικνύουν ότι διαφοροποιήθηκαν στο Κάμβριο,[4] και υπάρχουν απολιθώματα της Κάμβριας εποχής τα οποία μοιάζουν με μυριάποδα.[2] Το παλαιότερο απολίθωμα που αποδίδεται σε μυριάποδο είναι το χιλιόποδο Pneumodesmus newmani, από την ύστερη σιλούρια (428 εκατομμύρια χρόνια πριν). Το P. newmani είναι επίσης το παλαιότερο γνωστό χερσαίο ζώο.[5][6]

Ανατομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κεφάλι μιας σαρανταποδαρούσας

Τα μυριάποδα έχουν ένα ζεύγος κεραιών και, στις περισσότερες περιπτώσεις, απλούς οφθαλμούς. Το στόμα βρίσκεται στην κάτω πλευρά του κεφαλιού. Ένα ζεύγος γνάθων βρίσκεται μέσα στο στόμα. Τα μυριάποδα αναπνέουν μέσω σπειραμάτων τα οποία συνδέονται με τραχειακό σύστημα παρόμοιο με αυτό των εντόμων. Έχουν επιμήκη σωληνόμορφη καρδιά η οποία εκτείνεται κατά μήκος του σώματος, αλλά λίγα, έως καθόλου, αιμοφόρα αγγεία. Τα χιλιόποδα διαφέρουν από τις άλλες ομάδες, καθώς τμήματα του σώματός τους έχουν συγχωνευθεί, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι κάθε τμήμα έχει δύο ζεύγη ποδιών. Τα μαλπιγιανά σωληνάρια εκκρίνουν αζωτούχες ουσίες στο πεπτικό σύστημα το οποία αποτελεί ένα μακρύ σωλήνα. Αν και η κοιλιακή νευρική χορδή έχει ένα γάγγλιο σε κάθε τμήμα, ο εγκέφαλος είναι σχετικά φτωχά ανεπτυγμένος.[7]

Κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος, τα αρσενικά μυριάποδα παράγουν ένα πακέτο σπέρματος, το σπερματοφόρο, το οποίο πρέπει να μεταφέρουν στο θηλυκό εξωτερικά. Αυτή η διαδικασία είναι περίπλοκη και ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Τα θηλυκά γεννούν αυγά τα οποία εκκολάπτονται ως μικρές εκδοχές των ενηλίκων, με λίγα τμήματα και σταδιακά προσθέτουν επιπλέον τμήματα και άκρα καθώς αναπτύσσονται, μέχρι να φτάσουν στην ενήλικη μορφή.[7]

Οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μυριάποδα είναι περισσότερο άφθονα σε υγρά δάση, όπου έχουν αναλάβει το ρόλο να διασπούν τη αποσυντιθέμενη φυτική ύλη, αν και μερικά ζουν σε λιβάδια, ημιερημικά περιβάλλοντα ή ακόμη και ερήμους.[8] Ένα πολύ μικρό ποσοστό είναι παραλιακό.[9][10] Τα περισσότερα είναι σαπροφάγα, με την εξαίρεση των σαραντοποδαρουσών, οι οποίες είναι κυρίως νυκτόβιοι θηρευτές. Τα παυρόποδα και τα σύμφυλα είναι μικρά ζώα τα οποία ζουν στο έδαφος.

Αν και γενικά δεν θεωρούνται επικίνδυνα για τους ανθρώπους, πολλά χιλιόποδα παράγουν επιβλαβείς εκκρίσεις (οι οποίες συχνά περιλαμβάνουν βενζοκινόνες) οι οποίες σε σπάνιες περιπτώσεις μπορούν να προκαλέσουν φουσκάλες και αποχρωματισμό του δέρματος.[11] Οι μεγάλες σαρανταποδαρούσες, αν και μπορούν να προκαλέσουν επίπονο δήγμα, οι θάνατοι είναι εξαιρετικά σπάνιοι.[12]

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχει διχογνωμία σχετικά με ποια ομάδα αρθρόποδων συγγενεύει εγγύτερα με τα μυριάποδα.[13] Σύμφωνα με μία υπόθεση, τα μυριάποδα είναι θυγατρικός κλάδος των πανκαρκινοειδών, μια ομάδα που περιλαμβάνει τα καρκινοειδή και τα εξάποδα. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, η οποία υποστηρίζεται από γενετικές μελέτες, η συγγενέστερη ομάδα είναι τα χηλικέρατα.[14]

Υπάρχουν τέσσερις ομοταξίες μυριάποδων, οι οποίες περιλαμβάνουν πάνω από 12.000 είδη[15]:

Αν και κάθε ομοταξία μυριάποδων θεωρείται μονοφυλετική, οι σχέσεις μεταξύ τους είναι αβέβαιες.[16]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Myriapoda». ITIS. 
  2. 2,0 2,1 Ben Waggoner (21 Φεβρουαρίου 1996). «Introduction to the Myriapoda». University of California, Berkeley. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2016. 
  3. Paul E. Marek; Jason E. Bond (June 8, 2006). «Biodiversity hotspots: rediscovery of the world's leggiest animal». Nature 441 (7094): 707. doi:10.1038/441707a. PMID 16760967. Bibcode2006Natur.441..707M. http://www.nature.com/nature/journal/v441/n7094/abs/441707a.html. 
  4. Markus Friedrich; Diethard Tautz (2002). «Ribosomal DNA phylogeny of the major extant arthropod classes and the evolution of myriapods». Nature 376 (6536): 165–167. doi:10.1038/376165a0. PMID 7603566. Bibcode1995Natur.376..165F. 
  5. Rowland Shelley & Paul Marek (1 Μαρτίου 2005). «Millipede Fossils». East Carolina University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2016. 
  6. Garwood, Russell J.; Edgecombe, Gregory D. (September 2011). «Early Terrestrial Animals, Evolution, and Uncertainty». Evolution: Education and Outreach (New York: Springer Science+Business Media) 4 (3): 489–501. doi:10.1007/s12052-011-0357-y. ISSN 1936-6426. http://www.academia.edu/891357/. Ανακτήθηκε στις 2015-07-21. 
  7. 7,0 7,1 Robert D. Barnes (1982). Invertebrate Zoology. Philadelphia, PA: Holt-Saunders International. σελίδες 810–827. ISBN 0-03-056747-5. 
  8. «Myriapod». Britannica Concise Encyclopedia. 
  9. Barber, A.D. (2009). «Littoral myriapods: a review». Soil Organisms 81 (3): 735–760. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2016-03-03. https://web.archive.org/web/20160303234850/http://www.senckenberg.de/files/content/forschung/publikationen/soilorganisms/volume_81_3/33_barber.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-08-25. 
  10. Barber, A.D. (Ed) (2013). «World Database of Littoral Myriapoda». World Register of Marine Species. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2013. CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  11. «Strange and Unusual Millipedes». herper.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουλίου 2007. 
  12. Sean P. Bush, Bradley O. King, Robert L. Norris & Scott A. Stockwell (2001). «Centipede envenomation». Wilderness & Environmental Medicine 12 (2): 93–99. doi:10.1580/1080-6032(2001)012[0093:CE]2.0.CO;2. PMID 11434497. http://www.wemjournal.org/article/S1080-6032%2801%2970700-4/abstract. 
  13. Gregory D. Edgecombe (2004). «Morphological data, extant Myriapoda, and the myriapod stem-group». Contributions to Zoology 73 (3): 207–252. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2016-06-11. https://web.archive.org/web/20160611193858/http://www.ctoz.nl/vol73/nr03/a02. Ανακτήθηκε στις 2016-08-25. 
  14. Alexandre Hassanin (2006). «Phylogeny of Arthropoda inferred from mitochondrial sequences: strategies for limiting the misleading effects of multiple changes in pattern and rates of substitution». Molecular Phylogenetics and Evolution 38 (1): 100–116. doi:10.1016/j.ympev.2005.09.012. PMID 16290034. 
  15. A. D. Chapman (2005). Numbers of Living Species in Australia and the World (PDF). Department of the Environment and Heritage. σελ. 23. ISBN 0-642-56850-2. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 25 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2011. 
  16. Jerome C. Regier, Heather M. Wilson & Jeffrey W. Shultz (2005). «Phylogenetic analysis of Myriapoda using three nuclear protein-coding genes». Molecular Phylogenetics and Evolution 34 (1): 147–158. doi:10.1016/j.ympev.2004.09.005. PMID 15579388. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]