Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λονδίνου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λονδίνου
Χάρτης
Είδοςμουσείο φυσικής ιστορίας, εθνικό μουσείο[1], ερμπάριο[2] και non-departmental public body
Αρχιτεκτονικήνεορομανική αρχιτεκτονική
ΔιεύθυνσηCromwell Road, London, SW7 5BD[3]
Γεωγραφικές συντεταγμένες51°29′46″N 0°10′34″W
Διοικητική υπαγωγήΒασιλικός Δήμος του Κένσινγκτον και Τσέλσι
ΤοποθεσίαΝότιο Κένσινγκτον
ΧώραΗνωμένο Βασίλειο[4]
Έναρξη κατασκευής1881
Ολοκλήρωση1881
ΑρχιτέκτοναςAlfred Waterhouse
Προστασίαδιατηρητέο κτίριο Βαθμού 1 (από 1969)
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Λονδίνο είναι μουσείο στο οποίο εκτίθεται ευρύ φάσμα δειγμάτων από διάφορους τομείς της φυσικής ιστορίας. Είναι ένα από τα τρία μεγάλα μουσεία που βρίσκονται στην Εξιμπίσιον Ροόουντ (Exhibition Road) του νοτίου Κένσινγκτον. Τα άλλα δύο είναι το Μουσείο Επιστημών (Science Museum) και το Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου (Victoria and Albert Museum). Η κύρια πρόσοψη του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, ωστόσο, βρίσκεται στην Κρόμγουελ Ρόουντ (Cromwell Road).

Το μουσείο στεγάζει δείγματα σχετικά με τις βιοεπιστήμες και τις γεωεπιστήμες. Η συλλογή αποτελείται από περίπου 80 εκατομμύρια αντικείμενα τα οποία εντάσσονται σε πέντε κύριες συλλογές: βοτανική, εντομολογία, ορυκτολογία, παλαιοντολογία και ζωολογία. Το μουσείο είναι παγκοσμίου φήμης κέντρο έρευνας που ειδικεύεται στην ταξινόμηση, αναγνώριση και διατήρηση των δειγμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του ιδρύματος, πολλές από τις συλλογές έχουν μεγάλη ιστορική, καθώς και επιστημονική αξίας όπως τα δείγματα που συνέλεξε ο Κάρολος Δαρβίνος. Το μουσείο είναι ιδιαίτερα γνωστό για την έκθεση σκελετών δεινοσαύρων αλλά και για την περίτεχνη αρχιτεκτονική του, αποκαλούμενο μερικές φορές ως ο καθεδρικός ναός της φύσης - όπως υποδεικνύει και ο μεγάλος σκελετός του διπλόδοκου (Diplodocus) ο οποίος δεσπόζει στη θολωτή κεντρική αίθουσα. Η Βιβλιοθήκη του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας περιέχει εκτενείς συλλογές από βιβλία, περιοδικά, χειρόγραφα, έργα τέχνης και συλλογές που συνδέονται με την εργασία και την έρευνα των επιστημονικών κλάδων. Η πρόσβαση στη βιβλιοθήκη είναι δυνατή μόνο κατόπιν ραντεβού.

Αν και συνήθως αναφέρεται απλά ως Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, επίσημα αναφερόταν ως "Βρετανικό Μουσείο (Φυσική Ιστορία)" (British Museum (Natural History)) μέχρι το 1992 και παρά τον νομικό διαχωρισμό του από το Βρετανικό Μουσείο το 1963. Οι συλλογές του προήλθαν, αρχικά, από αυτές του Βρετανικού Μουσείου, ενώ το κτίριο - ορόσημο "Alfred Warehouse" κατασκευάστηκε και λειτούργησε το 1881 και αργότερα ενσωματώθηκε στο νέο ίδρυμα το Γεωλογικό Μουσείο. Το "κέντρο Δαρβίνου" (Darwin Centre) αποτελεί πιο πρόσφατη προσθήκη, η οποία εν μέρει σχεδιάστηκε ως πιο σύγχρονη εγκατάσταση προκειμένου να στεγάσει τις πιο πολύτιμες συλλογές του Μουσείου.

Όπως και άλλα δημόσια χρηματοδοτούμενα εθνικά μουσεία του Ηνωμένου Βασιλείου, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας δεν χρεώνει δικαιώματα εισόδου. Το μουσείο θεωρείται ως απαλλασσόμενο ίδρυμα και μη-κυβερνητικός δημόσιος οργανισμός που χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Πολιτισμού, Μέσων Ενημέρωσης και Αθλητισμού.[5]Η Αικατερίνη, Δούκισσα του Cambridge είναι προστάτις του μουσείου.[6] Στο Μουσείο υπηρετούν περίπου 850 υπάλληλοι. Οι δύο μεγαλύτερες στρατηγικές ομάδες είναι η ομάδα ενασχόλησης με το κοινό και η επιστημονική ομάδα. [7]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δημιουργία της συλλογής είχε ως βάση τη συλλογή του Σερ Χανς Σλόαν (Sir Hans Sloane), γιατρού από το Ώλστερ (1660-1753), ο οποίος επέτρεψε η σημαντική συλλογη του να αγοραστεί από τη βρετανική κυβέρνηση σε τιμή πολύ κατώτερη της αγοραίας αξίας της εκείνη την εποχή. Αυτή η αγορά χρηματοδοτήθηκε από μια λαχειοφόρο αγορά. Η Συλλογή Sloane, η οποία περιελάμβανε αποξηραμένα φυτά, ζώα και ανθρώπινους σκελετούς, στεγάστηκε αρχικά στο Montagu House, στο Μπλούμσμπερι (Bloomsbury), το 1756, στο οποίο στεγαζόταν το Βρετανικό Μουσείο.

Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής Sloane είχε εξαφανιστεί από τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Δρ Τζωρτζ Σω (George Shaw), Έφορος (keeper) Φυσικής Ιστορίας κατά την περίοδο 1806-1813, πώλησε πολλά δείγματα στο Βασιλικό Κολέγιο Χειρουργών της Αγγλίας (Royal College of Surgeons of England) ενώ αποτέφρωσε άλλα τμήματα του υλικού στον περίβολο του μουσείου. Οι διάδοχοί του ζητούσαν κατά καιρούς από τους διαχειριστές της συλλογής να τους επιτραπεί να καταστρέψουν άχρηστα δείγματα.[8] Το 1833 η ετήσια έκθεση αναφέρει ότι από τις 5.500 έντομα που απαριθμούνταν στον κατάλογο του Σλόαν, δεν παρέμενε κανένα. Η αδυναμία του τμήματος φυσικής ιστορίας να διατηρήσει τα δείγματά του έγινε πασίγνωστη: το Υπουργείο Οικονομικών αρνήθηκε να του διαθέσει δείγματα που είχαν αποκτηθεί με έξοδα της κυβέρνησης. Οι προσλήψεις προσωπικού μαστίζονταν από την ευνοιοκρατία υπέρ των ευγενών: Το 1862 διορίστηκε ο ανεψιός της ερωμένης του διαχειριστή ως Βοηθός Εντομολογίας, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ικανός να ξεχωρίσει μια πεταλούδα από ένα σκώρο.[9][10]

Ο Τζ. Ε. Γκρέι (J.E. Gray) (Έφορος Ζωολογίας 1840-1874) κατήγγειλε συμβάντα ψυχικών ασθενειών μεταξύ του προσωπικού: Ο Σω απείλησε να πατήσει κάθε κοχύλι που δεν περιλαμβανόταν στη 12η έκδοση του «Systema Naturae» του Λινναίου. Ένα άλλο μέλος του προσωπικού είχε αφαιρέσει όλες τις ετικέτες και τους αριθμούς εγγραφής από εντομολογικά δείγματα, τους οποίους είχε προσθέσει ένα άλλο μέλος του προσωπικού που το θεωρούσε ως ανταγωνιστή του. Η τεράστια συλλογή του κογχυολόγου Χιού Κάμινγκ (Hugh Cuming), που αποκτήθηκε από το μουσείο, μεταφέρθηκε από τη σύζυγο του Γκρέι σε ανοικτά δoχεία κατά μήκος της αυλής εν μέσω θυέλλης: όλες οι ετικέτες παρασύρθηκαν από τον άνεμο. Η ζημιά σε αυτή τη συλλογή λέγεται ότι δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.[11]

Προϊστάμενος Βιβλιοθηκονόμος εκείνη την εποχή ήταν ο Αντόνιο Πανίτσι (Antonio Panizzi): Η περιφρόνησή του για τα τμήματα φυσικής ιστορίας, την ιστορία και την επιστήμη εν γένει ήταν καθολική. Το ευρύ κοινό δεν ενθαρρυνόταν να επισκεφθεί τα εκθέματα του Μουσείου. Το 1835 σε μια εξεταστική επιτροπή του Κοινοβουλίου, ο Σερ Χένρι Έλλις (Sir Henry Ellis) δήλωσε η πολιτική αυτή εγκρίθηκε πλήρως από τον προϊστάμενο Βιβλιοθηκονόμο και τους ανωτέρους συναδέλφους του.

Πολλά από αυτά τα σφάλματα διορθώθηκαν από τον παλαιοντολόγο Ρίτσαρντ Όουεν (Richard Owen), ο οποίος διορίστηκε Έφορος των φυσικών τμημάτων ιστορίας του Βρετανικού Μουσείου το 1856. Οι αλλαγές του οδήγησε τον Μπιλ Μπράιζον (Bill Bryson) να γράψει ότι "κάνοντας το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ένα ίδρυμα για όλους, ο Όουεν άλλαξε το όραμά μας για τον προορισμό των μουσείων".[12]

Σχεδιασμός και αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Όουεν παρατήρησε ότι τα τμήματα φυσικής ιστορίας χρειάζονταν περισσότερο χώρο, και αυτό συνεπαγόταν τη στέγασή του σε ξεχωριστό κτίριο, καθώς ο χώρος στο Βρετανικό Μουσείο ήταν περιορισμένος. Αγοράστηκε οικόπεδο στο νότιο Κένσινγκτον, και το 1864 διεξήχθη διαγωνισμός για το σχεδιασμό του νέου μουσείου. Η νικητήρια συμμετοχή υποβλήθηκε από τον πολιτικό μηχανικό Φράνσις Φόουκ (Francis Fowke), ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα. Τα σχέδιά του εξαγοράστηκαν από τον Άλφρεντ Γουοτερχάουζ (Alfred Waterhouse) που αναθεώρησε σημαντικά τα αρχικά σχέδια, και σχεδίασε τις προσόψεις σύμφωνα με τη δική του ιδιοσυγκρασία σε ρωμανικό στυλ που εμπνεύστηκε από τις συχνές επισκέψεις του στην ηπειρωτική Ευρώπη.[13] Τα αρχικά σχέδια που περιλάμβαναν πρτέρυγες και στις δύο πλευρές του κύριου κτιρίου, αλλά τα σχέδια αυτά σύντομα εγκαταλείφθηκαν για δημοσιονομικούς λόγους. Ο χώρος αυτοί καταλαμβάνονται σήμερα από τις Γαλαρίες της Γης (Earth Galleries) και το Κέντρο Δαρβίνου (Darwin Centre).

Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1873 και ολοκληρώθηκαν το 1880. Το νέο μουσείο άνοιξε το 1881, αν και η μεταφορά από το παλαιό μουσείο δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι το 1883.

Τόσο οι εσωτερικοί και εξωτερικοί χώροι του κτιρίου Waterhouse κάνουν εκτεταμένη χρήση πλακιδίων από τερακότα για να αντισταθούν στις γεμάτες καπνό καιρικές συνθήκες του βικτωριανού Λονδίνου, που κατασκευάστηκαν από την εταιρεία "Gibbs και Canning Ltd" με έδρα στο Τάμγουορθ. Τα πλακίδια και τα τούβλα διαθέτουν πολλά ανάγλυφα χλωρίδας και πανίδας, με σύγχρονα και εξαφανισμένα είδη στη δυτική και ανατολική πτέρυγα αντίστοιχα. Αυτός ο ρητός διαχωρισμός έγινε κατόπιν αιτήματος του Όουεν, και έχει θεωρηθεί ως προσπάθεια σύγχρονης διάψευσης του Δαρβίνου να συνδέσει τα υπάρχοντα είδη με αυτά του παρελθόντος μέσα από τη θεωρία της φυσικής επιλογής.[14]

Ο κεντρικός άξονας του μουσείου είναι ευθυγραμμισμένος με τον πύργο του Imperial College του Λονδίνου (πρώην Imperial Institute) και το Royal Albert Hall και το Albert Memorial βορειότερα. Όλα αυτά τα κτίσματα αποτελούν μέρος συγκροτήματος, ευρέως γνωστού ως «Albertopolis» .

Διαχωρισμός από το Βρετανικό Μουσείο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακόμα και μετά το άνοιγμά του, το μουσείο Φυσικής Ιστορίας παρέμεινε, σύμφωνα με τον νόμο, τμήμα του Βρετανικού Μουσείου με την επίσημη ονομασία Βρετανικό Μουσείο (Φυσική Ιστορία), συντομογραφικά στην αγγλική επιστημονική βιβλιογραφία ως BM (ΝΗ). Το 1866 υπεβλήθη αναφορά στον Υπουργό Οικονομικών, η οποία υπεγράφη από τους επικεφαλής της Royal Society, της Linnean Society και της Ζωολογικής Εταιρείας του Λονδίνου (Zoological Society of London) καθώς και από φυσιοδίφες, συμπεριλαμβανομένων των Δαρβίνου, Άλφρεντ Ράσελ Ουάλας και Τόμας Χένρι Χάξλεϊ, με την οποία ζητούσαν την ανεξαρτησία του Μουσείου από το διοικητικό συμβούλιο του Βρετανικού Μουσείου, και οι έντονες συζητήσεις για το θέμα συνεχίστηκαν για σχεδόν εκατό χρόνια. Τέλος, με την ψήφιση νόμου σχετικά με το Βρετανικό Μουσείο το 1963, το Βρετανικό Μουσείο (Φυσικής Ιστορίας) έγινε ανεξάρτητο Μουσείο με το δικό του Διοικητικό Συμβούλιο Εφόρων, αν και - παρά την προτεινόμενη τροποποίηση του νόμου στη Βουλή των Λόρδων - το παλαιό όνομα διατηρήθηκε. Το 1989 το Μουσείο μετονομάστηκε σε Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και σταμάτησε η χρήση του τίτλου του Βρετανικού Μουσείου (Φυσικής Ιστορίας), τόσο για την προβολή του όσο και για τις εκδόσεις του για το αναγνωστικό κοινό. Μόνο με τη νομοθετική πράξη "Museums and Galleries Act" του 1992 ο επίσημος τίτλος του Μουσείου έγινε "Μουσείο Φυσικής Ιστορίας".

Γεωλογικό Μουσείο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1986 το Μουσείο απορρόφησε το παρακείμενο Γεωλογικό Μουσείο της Βρετανικής Υπηρεσίας Γεωλογικών Ερευνών (British Geological Survey), το οποίο είχε επί μακρό χρονικό διάστημα αγωνιστεί να επεκταθεί στον περιορισμένο διαθέσιμο χώρο στην περιοχή. Το Γεωλογικό Μουσείο έγινε παγκοσμίως γνωστό για τις εκθέσεις του, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ένα μοντέλο ενεργού ηφαιστείου και μια συσκευή δημιουργίας σεισμών (σχεδιασμένη από τον Τζέιμς Γκάρντνερ (James Gardner)), ενώ στεγάζει και την πρώτη έκθεση στον κόσμο (Θησαυροί της Γης) που λειτουργεί μέσω υπολογιστή. Οι αίθουσες του μουσείου ανακατασκευάστηκαν εξ αρχής και η λειτουργία του ξεκίνησε πάλι το 1996 από τις "Αίθουσες της Γης" (The Earth Galleries), ​​με τις άλλες εκθέσεις στο κτίριο Waterhouse που έφεραν τον τίτλο Οι αίθουσες της ζωής (The Life Galleries). Οι προθήκες Ορυκτολογίας του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό χωρίς αλλαγές, ως παράδειγμα των τεχνικών παρουσίασης του 19ου αιώνα.

Ο κεντρικός σχεδιασμός του αιθρίου από τον Νιλ Πότερ (Neal Potter) κατάφερε να καταπολεμήσει την απροθυμία των επισκεπτών να επισκεφθούν τις επάνω αίθουσες εκθεμάτων ελκύοντάς τους τους μέσω ενός μοντέλου της Γης που αποτελείται από τυχαία διαταγμένες πλάκες που απαρτίζουν μια κυλιόμενη σκάλα. Το νέο σχέδιο που καλύπτει τους τοίχους είναι από ανακυκλωμένο σχιστόλιθο και με αμμοβολή έχουν αποτυπωθεί τα μεγάλα άστρα και οι πλανήτες. Τα σημαντικότερα γεωλογικά εκθέματα των μουσείων εκτίθενται μέσω από των τοίχων. Έξι γνωστές φυσιογνωμίες συνιστούν το "σκηνικό συζήτησης" σχετικά με το πώς οι προηγούμενες γενεές έχουν δει τη Γη.

Το Darwin Centre[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το "Darwin Centre" (Κέντρου "Δαρβίνος") (το όνομά του έλαβε από τον Κάρολο Δαρβίνο) σχεδιάστηκε ως ένα νέο σπίτι για τη συλλογή του μουσείου των δεκάδων εκατομμυρίων συντηρημένα δείγματα, καθώς και νέες θέσεις εργασίας για επιστημονικό προσωπικό του μουσείου, και νέες εκπαιδευτικές εμπειρίες των επισκεπτών. Χτισμένο σε δύο διακριτές φάσεις, με δύο νέα κτίρια δίπλα στο κεντρικό κτίριο Waterhouse, αυτό είναι το πιο σημαντικό νέο αναπτυξιακό έργο στην ιστορία του μουσείου.

Σε πρώτη φάση το άνοιξε για το κοινό το 2002, και στεγάζει δείγματα ζωικών οργανισμών τμήματος διατηρημένων σε αιθυλική αλκοόλη. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2008 και άνοιξε για το κοινό τον Σεπτέμβριο του 2009. Είχε σχεδιαστεί από τη δανική αρχιτεκτονική εταιρεία "CF Møller Architects" σε σχήμα γίγαντιαίου κουκουλιού μεταξοσκώληκα και στεγάζει τις συλλογές εντομολογίας και βοτανικής, τις αποκαλούμενες «στεγνές συλλογές».[15]

Αναμφίβολα το πιο διάσημο έκθεμα είναι είναι το γιγάντιο καλαμάρι μήκους 8,62 μέτρων, το οποίο χαϊδευτικά αποκαλείται "Archie".[16]

Το Studio Attenborough[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του μουσείου σχετικά με την εκπαίδευση και τις εργασίες συντήρησης, μια νέα αίθουσα πολυμέσων θα αποτελέσει ένα σημαντικό μέρος του Darwin Centre κατά τη δεύτερη φάση. Σε συνεργασία με την μονάδα φυσικής ιστορίας του BBC (η οποία είναι κάτοχος του μεγαλύτερου αρχείου ντοκιμαντέρ φυσικής ιστορίας), το Studio Attenborough - το όνομά της προέρχεται από τον διάσημο ραδιοτηλεοπτικό παρουσιαστή Σερ Ντέιβιντ Αττένμπορο (Sir David Attenborough). Θα παρέχει περιβάλλον πολυμέσων για εκπαιδευτικές εκδηλώσεις. Το μουσείο σχεδιάζει να συνεχίσει τις καθημερινές διαλέξεις και επιδείξεις του στην αίθουσα αυτή.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. vocaleyes.co.uk/research/heritage-access-2022/benchmark/. Ανακτήθηκε στις 8  Φεβρουαρίου 2023.
  2. Index Herbariorum. 1990. sweetgum.nybg.org/science/ih/herbarium-details/?irn=126148. Ανακτήθηκε στις 27  Αυγούστου 2019.
  3. www.nhm.ac.uk.
  4. vocaleyes.co.uk/research/heritage-access-2022/benchmark/. Ανακτήθηκε στις 9  Φεβρουαρίου 2023.
  5. «Museum governance». The Natural History Museum. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2010. 
  6. Today: Duchess Kate becomes patron of three new charities
  7. [1]
  8. Harrison, K. & Smith, E. 2008. Rifle-Green by Nature: A Regency Naturalist and his Family, William Elford Leach. London: The Ray Society. pp.265-6.
  9. Gunther, Albert 1975. A century of zoology at the British Museum. London.
  10. Gunther, Albert 1981. The founders of science at the British Museum, 1753–1900. Halesworth, London.
  11. Barber, L. 1980. The heyday of natural history 1820–1870. Cape, London: Chapter 'Omnium gatherum'
  12. Bryson (2003), p. 81.
  13. «Interior of the NHM». Royal Institute of British Architects. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2010. 
  14. «Decoration – Natural History Museum». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2011. 
  15. «Museum 'cocoon' prepares to open». BBC. 2 September 2008. http://news.bbc.co.uk/2/hi/science/nature/7594295.stm. Ανακτήθηκε στις 20 January 2009. 
  16. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Απριλίου 2006. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2015. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]