Μονή Ξενιάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 39°03′36″N 22°46′44″E / 39.060082°N 22.778988°E / 39.060082; 22.778988

Μονή Ξενιάς
ΧώραΕλλάδα

Με την ονομασία Μονή Ξενιάς είναι γνωστά δύο μοναστήρια στη Μαγνησία, τα οποία βρίσκονται στις βορειοανατολικές παρυφές της Όθρυος και σε απόσταση 12 χιλιομέτρων το ένα από το άλλο. Ανήκουν διοικητικά στο Νομό Μαγνησίας και εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος και Αλμυρού.

Η Ανω Μονή Ξενιάς είναι παλαιότερο κτίσμα, ενώ η Κάτω Μονή αποτελούσε Μετόχι της κύριας μονής, το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Η ιστορία της Μονής Ξενιάς χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι κοινή μέχρι το έτος 1970, οπότε το ενιαίο μοναστήρι διαιρέθηκε και στο παλαιό μετόχι της εγκαταστάθηκε γυναικεία αδελφότητα. Έτσι σήμερα στην Άνω Μονή Ξενιάς κατοικούν μοναχοί και στην Κάτω Μονή Ξενιάς μοναχές. Σήμερα και τα δύο μοναστήρια είναι αφιερωμένα στην Κοίμηση της Θεοτόκου: η Άνω μονή πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ενώ η Κάτω στις 23 Αυγούστου, ημέρα απόδοσης της εορτής της Κοιμήσεως.

Μονή Άνω Ξενιάς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μοναστήρι της Άνω Ξενιάς βρίσκεται στο όρος Όθρυς, στα νότια όρια του νομού Μαγνησίας, ανάμεσα στα χωριά Κοκκωτοί και Βρύναινα της επαρχίας Αλμυρού και απέχει από το Βόλο 60 χιλιόμετρα και 25 χιλιόμετρα από τον Αλμυρό. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αγνοούν την ύπαρξή του, ενώ πολλοί το συγχέουν με το γνωστό μοναστήρι της Κάτω Ξενιάς, που βρίσκεται κοντά στην Εθνική Οδό. Η παρουσία λειψάνων παλαιοχριστιανικού Ναού, που ανάγονται πιθανότατα στον 7ον αιώνα, μαρτυρεί την μακραίωνη ιστορία του χώρου. Σύμφωνα πάντως με την επικρατούσα άποψη στην επιστημονική κοινότητα, η ίδρυση του μοναστηριού πρέπει να τοποθετηθεί στα τέλη του 10ου αιώνα, χωρίς αυτό να αποκλείει την ύπαρξη προγενέστερου ναού.

Το μοναστήρι, μέσα στην μακραίωνη ιστορία του, υπέστη αρκετές καταστροφές. Πρώτη μπορεί να θεωρηθεί η πυρπόλησή του από τον Καρδινάλιο Πελάγιο στα 1213 και η θανάτωση των 800 σύμφωνα με την παράδοση μοναχών της μονής. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας συνέβησαν τουλάχιστον δύο καταστροφές που συνδέονται με ανακαινίσεις του Καθολικού (= κεντρικού Ναού) καθώς και την λειτουργία κρυφού σχολείου. Η συμβολή της Ιεράς Μονής στην υπόθεση του κοινού αγώνα υπέρ της ελευθερίας κατά την διάρκεια της Κατοχής είχε ως συνέπεια την πυρπόληση όλων των κτιρίων της πλην του Καθολικού από απόσπασμα Ιταλών στρατιωτών στις 26 Μαΐου 1942. Ο σεισμός το καλοκαίρι του 1980, προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο Καθολικό, όπως ρωγμές στους τοίχους, αποκολλήσεις των τοιχογραφιών κλπ, καθώς και την κατάρρευση όλων των παλαιών κτιρίων που είχαν επισκευασθεί μετά την πύρινη λαίλαπα του 1942.

Σήμερα στην Μονή εγκαταβιούν τέσσερις μοναχοί, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των κτιριακών της εγκαταστάσεων, εκτός από το Καθολικόν, έχει ανοικοδομηθεί εκ θεμελίων.

Η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι η εφέστιος εικόνα της Ιεράς Μονής, αποτελεί παλλάδιον του Μοναστηριού, έργο άριστης βυζαντινής τέχνης και είναι αχρονολόγητη. Αν και φέρει ασημένιο κάλυμμα που κατασκευάστηκε στο Βόλο το 1900, εντούτοις εντυπωσιακός είναι ο μεγάλος αριθμός των προσώπων που εικονίζονται στην όλη σύνθεση, 30 συνολικά. Σύμφωνα με την παράδοση, η Εικόνα βρέθηκε μέσα σε κισσούς στον τόπο που στη συνέχεια κτίστηκε ο πρώτος Ναός, γι’ αυτό τον λόγο η Μονή αρχικά ονομάστηκε «Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Κισσιωτίσσης», ονομασία που αναγράφεται σε παλαιά σφραγίδα της Μονής.

Το Καθολικόν της Μονής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καθολικό είναι το μόνο παλαιό κτίριο της μονής. Τα υπόλοιπα καταστράφηκαν από τους Ιταλούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το καθολικό στη σημερινή του μορφή προδίδει μια ιστορία που ξεπερνά τα χίλια χρόνια, όπως συμπεραίνεται από την μελέτη αρκετών επιμέρους στοιχείων του: κάτοψη, τμήματα της πρώτης τοιχοποιίας και μαρμάρινα γλυπτά. Δεν σώζεται στην αρχική του μορφή, παρόλο που έχει διατηρήσει την πρωταρχική του κάλυψη. Διάφορες κατά καιρούς καταστροφές επέβαλλαν ανακαινιστικές προσπάθειες, από τις οποίες τελευταία αποτελεί η αγιογράφηση του ναού στα 1663.

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός είναι εξωτερικά λιτός, με επίπεδους τοίχους και τρεις κόγχες στα ανατολικά. Στα δυτικά ένας ξυλόστεγος εξωνάρθηκας προφυλάσσει την είσοδό του και τις τοιχογραφίες του εξωτερικού δυτικού τοίχου. Το εσωτερικό του χωρίζεται στον κυρίως ναό, στο ιερό βήμα και τον στενόμακρο νάρθηκα. Ο νάρθηκας (αρχιτεκτονική) (ή λιτή) συνδέεται με τον κυρίως ναό με τρεις θύρες, μία στο κέντρο και δύο πλευρικές. Κατά την τουρκοκρατία το αριστερό μέρος του κλείστηκε με έναν εγκάρσιο τοίχο και αποτέλεσε το Κρυφό Σχολειό. Τέσσερις κίονες στο κέντρο του κυρίως ναού συγκρατούν το σύστημα των τόξων που βαστάζει την ξύλινη οροφή, η οποία έχει αντικαταστήσει τους τρούλους, πέντε κατά την παράδοση, που παλιότερα στέγαζαν το οικοδόμημα. Από την κάτοψη του ναού και την διάταξη των τόξων φαίνεται ότι ο ναός ανήκει στον ρυθμό του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, ρυθμό ιδιαίτερα προσφιλή στην Κωνσταντινούπολη τον 9ο και τον 10ο αιώνα. Δείγματα τέτοιων ναών της «Κωνσταντινουπολίτικης σχολής» συναντάμε στην Ελλάδα μόνο σε μοναστήρια που χτίστηκαν από βυζαντινούς αυτοκράτορες, με αρτιότερα δείγματα το καθολικό της μονής Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος και το ναό της Παναγίας στη μονή Οσίου Λουκά στη Λιβαδειά. Με τον τελευταίο μάλιστα ναό, η ομοιότητα του σχεδίου της κάτοψης και οι ίδιες διαστάσεις οδηγούν στην υποψία ότι και στα δύο μνημεία ίσως χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια σχέδια, αν όχι και οι ίδιοι πρωτομάστορες. Οι κόγχες του ιερού βήματος, ημικυκλικές στο εσωτερικό, στην εξωτερική τους όψη είναι τρίπλευρες οι οι δύο μικρότερες και πεντάπλευρη η μεσαία.

Στον βόρειο τοίχο του ναού σώζονται λείψανα της πρώτης τοιχοποιίας, η οποία ακολουθεί το ισόδομο πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Είναι και αυτό ένα στοιχείο αρχαϊκότητας, που συναντάμε από τον 9ο αι. σε ναούς της Καστοριάς, αλλά και αργότερα στην Παναγία Σκριπού στη Βοιωτία και στο ναό της Παναγίας στη μονή του Οσίου Λουκά. Οι άλλοι τοίχοι του ναού έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους επισκευαστεί, ύστερα από την καταστροφή της μονής από τους Σταυροφόρους στα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204.

Γλυπτά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός στην πρώτη του μορφή είχε περίτεχνη μαρμάρινη διακόσμηση. Από τον μεγάλο αριθμό των γλυπτών που σώζονται μέχρι σήμερα, μόνο οι δύο από τους κίονες στο εσωτερικό του κυρίως ναού βρίσκονται στην αρχική τους θέση, μαζί με τα κιονόκρανα που τους επιστέφουν. Άλλα μέλη βρίσκονται σε δεύτερη χρήση, όπως π.χ. το υπέρθυρο της εισόδου και οι δύο κίονες του κυρίως ναού, ενώ πολλά φυλάσσονται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο προαύλιο της μονής. Το θεματολόγιο του γλυπτού διακόσμου, αλλά και η εξαίρετη ποιότητα της εκτέλεσης του έργου σε όλα σχεδόν τα γλυπτά που υπάρχουν εδώ, συναντώνται σε μονές της Κωνσταντινούπολης του 10ου αι, καθώς επίσης στο καθολικό της μονής Βατοπεδίου και στη μονή του Οσίου Λουκά, μνημεία και αυτά του τέλους του 10ου αι. Έπειτα από αυτή τη σύγκριση μπορούμε να εντάξουμε και τα γλυπτά του καθολικού της μονής Άνω Ξενιάς στην ίδια χρονική περίοδο, από τα μέσα του 10ου μέχρι τις αρχές του 11ου αι.

Τοιχογραφίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας του καθολικού της Άνω Ξενιάς αποτελεί και ο ζωγραφικός του διάκοσμος. Πρόκειται για ένα μεγάλο σύνολο παραστάσεων και αγίων που εκτυλίσσεται στον κυρίως ναό και το ιερό βήμα (ο νάρθηκας δεν έχει τοιχογραφίες), ο αριθμός των οποίων ξεπερνά τις τριακόσιες, παρά το σχετικά μικρό χώρο που είχε στη διάθεσή του ο καλλιτέχνης. Το θεματολόγιο εκτυλίσσεται σε επάλληλες ζώνες. Στη χαμηλότερη ολόσωμοι άγιοι, πιο πάνω άγιοι σε προτομή μέσα σε κυκλικά πλαίσια (μετάλλια), ψηλότερα οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου και στην τελευταία ζώνη σκηνές από τη ζωή και το πάθος του Χριστού. Τα τόξα καλύπτονται από μαρτύρια αγίων, το ιερό βήμα από ιεράρχες και παραστάσεις σχετικές με τη Θεία Λειτουργία, ενώ στον δυτικό τοίχο του κυρίως ναού δεσπόζει η μεγάλη σύνθεση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Μία επιγραφή, πάνω από την θύρα που οδηγεί στον κυρίως ναό, μας πληροφορεί ότι ο ναός αγιογραφήθηκε το 1663 από τον «ζωγράφο» Ιωάννη «διά συνδρομής και δαπάνης και μόχθου» δύο ιερομονάχων της μονής, του Ηγουμένου Μαξίμου και του Προηγουμένου Κωνσταντίου. Το σύνολο των τοιχογραφιών, που ακολουθεί τα πρότυπα της Κρητικής σχολής με κυριότερο εκπρόσωπό της τον Θεοφάνη, διακρίνεται για την καθαρότητα και αρτιότητα του σχεδίου, την διαύγεια των χρωμάτων, την σταθερότητα και σιγουριά του καλλιτέχνη στην εκτέλεση του έργου του.

Σημερινή κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Καθολικόν της μονής Άνω Ξενιάς διατηρείται σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. Ύστερα από τις καταστροφές που προξένησε ο σεισμός του 1980 και χάρη στην πρωτοβουλία και το ενδιαφέρον του Ηγουμένου της Αρχιμ. Νεκταρίου Ντόβα, με δαπάνες της μονής και με την επίβλεψη της Ζ΄ Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, όλες οι ζημιές αποκαταστάθηκαν και οι τοιχογραφίες συντηρήθηκαν.

Μονή Κάτω Ξενιάς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποτελούσε από την ίδρυσή του, περί τον 13ο αιώνα, μετόχι της Μονής «Κισσιωτίσσης» (όπως ονομαζόταν τότε η Μονή Ξενιάς). Μετά το σεισμό του 1980 το μοναστήρι μεταφέρθηκε σε περακείμενο λόφο, σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από το αρχικό κτίσμα. Τα παλαιά -ερειπωμένα σήμερα- κτίρια της μονής, σε τετράγωνη διάταξη, χτίστηκαν την περίοδο 1908-1928 και περικλείουν το Καθολικό. Το Καθολικόν της παλαιάς μονής, αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, αναστηλώθηκε μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1980 και είναι επισκέψμο στο κοινό. Το αρχικό του κτίσμα, σύμφωνα με τα γλυπτά που βρίσκονται εντοιχισμένα, πρέπει να τοποθετηθεί στον 13ο αιώνα, ενώ υπήρξαν ανοικοδομήσεις ή/και ανακαινίσεις κατά τον 17ο και κατά τον 20ό αιώνα.

Το 1867, έπειτα από πυρπόληση της Μονής (Άνω) Ξενιάς από τους Τούρκους, οι μοναχοί κατέφυγαν στο Μετόχι της μονής, τον Άγιο Νικόλαο, μεταφέροντας τις θαυματουργές εικόνες της Παναγίας Βρεφοκρατούσας και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και όσα κειμήλια μπόρεσαν να διασώσουν. Σύντομα το παλαιό μετόχι έγινε γνωστό ως Μονή Ξενιάς.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βελέτζας Χερουβείμ, Αρχιμανδρίτης: Το μοναστήρι της Άνω Ξενιάς, έκδ. Ι. Μ. Άνω Ξενιάς, Βόλος, 2000.
  • Βοκοτόπουλος Παναγιώτης: Η Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική εις την δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Βυζαντινά Μνημεία 2, Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1975.
  • Γιαννόπουλος Νικόλαος: Η Ιερά Μονή Ξενιάς εν Θεσσαλία, Θεσσαλικά Χρονικά, Δ΄ (1934), σ. 64-85.
  • Delvoye Charles: Βυζαντινή Τέχνη, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1991.
  • Krautheimer Richard: Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, μτφρ. Φανή Μαλλούχου – Τουφάνο, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991.
  • Μουτσόπουλος Ν. Κ.: Εκκλησίες της Καστοριάς, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1992.
  • Μπούρα Λασκαρίνα: Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού της Παναγίας στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, Αθήνα 1980.
  • Παζαράς Θεοχάρης: Τα βυζαντινά γλυπτά του Καθολικού της Μονής Βατοπαιδίου, Θεσσαλονίκη 1999.
  • Παζαράς Θεοχάρης: Ανάγλυφες σαρκοφάγοι και επιτάφιες πλάκες της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου στην Ελλάδα, έκδ. Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1988.
  • Χατζηδάκης Μανόλης: Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), Αθήνα, 1987.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]