Μλάντεν (βοϊβόδας)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μλάντεν
βοϊβόδας
ΓέννησηΔεύτερο μισό του 13ου αιώνα
Κόσοβο
ΘάνατοςΜετά το 1326
Άγνωστη τοποθεσία
ΕπίγονοιΜπράνκο και Ρατοσλάβα
ΘρησκείαΑνατολική Ορθοδοξία
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Μλάντεν (Σερβικά Κυριλλικά: Младен, π. 1323–26) ήταν Σέρβος ευγενής, ο οποίος υπηρέτησε τον Βασιλέα Στέφαν Ντετσάνσκι (βασίλευσε μεταξύ 1322–1331), κατέχοντας τον τίτλο του ζουπάνου και αργότερα του βοϊβόδα. Ήταν πατέρας του Μπράνκο Μλαντένοβιτς, έτερου ευγενή.

Ο Μλάντεν και ο αδερφός του, Νίκολα, κατάγονταν από οικογένεια η οποία είχε στην κατοχή της εδάφη στην Ντρένιτσα του Κοσόβου, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Στέφαν Μίλουτιν (βασίλευσε μεταξύ 1282–1321). Η οικογένεια κέρδισε σε ισχύ κατά την περίοδο εξουσίας του Βασιλέα Στέφαν Ντετσάνσκι (βασίλευσε μεταξύ 1322–1331). Ο Μλάντεν αναφέρεται, το 1323, ως κυβερνήτης του Τρεμπίνγιε και της Ντρατσέβιτσα, ενώ ο αδερφός του, Νίκολα, αναφέρεται ως διατελών χρέη κυβερνήτη στην Βόρεια Αλβανία το 1329.[1] Η επικύρωση από τον Βασιλέα Στέφαν Ντετσάνσκι των δικαιωμάτων των εμπόρων της Ραγούσας με ημερομηνία την 25η Μαρτίου 1326, διεξήχθη παρουσία του βοϊβόδα Μλάντεν, του τέπτσιγια Βλάντογιε και του τσέλνικ Τζούρας Ίλιγιτς.[2] Η ιεραρχία της Σερβικής Αυλής ήταν η παρακάτω: στάλιβατς, τσέλνικ, κάζνατς, τέπτσιγια και βοϊβόδας, ο οποίος ήταν ο ανώτατος τίτλος.[3] Παρά το γεγονός πως η οικογένεια ήταν σε θέση να ασκεί επιρροή, ωστόσο, δεν ευρισκόταν μεταξύ των πλέον ισχυρών οικογενειών της Σερβικής Αυλής.[1] Παραμένει άγνωστο κατά πόσο ο Μλάντεν επέζησε, ώστε να είναι σε θέση να υπηρετήσει τον Βασιλέα Στέφαν Ντούσαν, όπως συνέβη με αρκετούς άλλους ευγενείς όπως τον βοϊβόδα Βόγιν και τον τσέλνικ Γκράντισλαβ Βόγισιτς.[4]

Η τελευταία χρονολογικά αναφορά στο όνομά του ανάγεται στο 1326. Απέκτησε έναν υιό, τον Μπράνκο, και μία κόρη, την Ρατοσλάβα.[1] Η Ρατοσλάβα νυμφεύθηκε τον ζουπάνο Άλτομαν, υιό του βοϊβόδα Βόγιν.[5] Ο Μπράνκο ήταν μεταξύ των ευγενών, οι οποίοι έλαβαν τίτλους της Βυζαντινής Αυλής με την στέψη του Στέφαν Ντούσαν ως Αυτοκράτορα (1346), λαμβάνοντας τον τίτλο του σεβαστοκράτωρα.[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Fajfrić 2000b.
  2. Blagojević 2001, σελ. 27.
  3. Blagojević 2001, σελ. 211.
  4. Blagojević 2001, σελ. 37.
  5. Fajfrić 2000a, ch. 47, paragraph 2.
  6. Ćorović 2001, ch. 3, VII; Fajfrić 2000a, ch. 39

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]