Με την οχιά στο χέρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με την οχιά στο χέρι
Το εξώφυλλο της έκδοσης του 1948
ΣυγγραφέαςΕρβέ Μπαζέν
ΤίτλοςVipère au poing
Γλώσσαγαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσηςΙουνίου 1948
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΑνζού
Επόμενοd:Q3210861

Με την οχιά στο χέρι (γαλλικός τίτλος: Vipère au poing) είναι ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ερβέ Μπαζέν, που εκδόθηκε το 1948. Το βιβλίο περιγράφει την παιδική ηλικία και την εφηβεία του νεαρού Ζαν, τη σχέση του με την οικογένειά του και συγκεκριμένα τη μητέρα του, σκληρή γυναίκα και χωρίς αγάπη.[1]

Το βιβλίο είχε τεράστια εμπορική επιτυχία στη Γαλλία και το θέμα του προκάλεσε σκάνδαλο. Έχει διασκευαστεί σε ταινία δύο φορές. [2]

Περίληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καλοκαίρι του 1922, ο Ζαν και ο Φερντινάν μεγαλώνουν με τη γιαγιά τους στον οικογενειακό πύργο του Μπελ-Ανζερί, βόρεια της Ανζέ. Ο θάνατος της γιαγιάς αναγκάζει τους γονείς τους, Ζακ και Πωλ Ρεζώ, να επιστρέψουν από την Κίνα, όπου ο πατέρας δίδασκε νομικά σε πανεπιστήμιο της Σαγκάης, για να φροντίσουν τα παιδιά τους.[3]

Με ανυπομονησία και περιέργεια, τα δύο παιδιά περιμένουν τους γονείς τους και το αδερφάκι που δεν γνωρίζουν στην εξέδρα του σταθμού. Ρίχνονται πάνω στη μητέρα τους για να τη φιλήσουν, αλλά απωθούνται βίαια από την τελευταία που θέλει να κατέβει ήσυχα από το τρένο. Ο νέος τους μικρός αδερφός, ο Μαρσέλ, τους χαιρετίζει σχεδόν ψυχρά. Μόνο ο πατέρας τους τους φιλάει.

Η ζωή στον πύργο αναδιοργανώνεται: λειτουργία στο ιδιωτικό παρεκκλήσι στις 5 το πρωί και στις 21:30 το βράδυ. Κατά τη διάρκεια της ημέρας τα παιδιά θα μελετούν με τον δάσκαλο-κληρικό που μένει μαζί τους. Επίσης, τα παιδιά δεν θα πίνουν πια καφέ με γάλα, τα μαλλιά τους κόβονται για λόγους υγιεινής και, για ασφάλεια, αφαιρούνται οι σόμπες, τα παπλώματα και τα μαξιλάρια από το δωμάτιό τους. Κατάσχονται όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα. Όσο για τις ώρες αναψυχής, πρέπει να αφιερωθούν στη συντήρηση του πάρκου. Για να μην φθείρουν τα παπούτσια και τις κάλτσες τους, τους αναγκάζει να φορούν βαριά τσόκαρα, τα οποία «μπορούν» να φορέσουν με άχυρο αν κάνει κρύο. Όταν η γκουβερνάντα τους διαμαρτύρεται, η μητέρα την απολύει αμέσως.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, τα παιδιά λιμοκτονούν, κρυώνουν, στερούνται κάθε άνεση, κάθε τρυφερότητα και υπόκεινται συνεχώς σε εκφοβισμό, τιμωρία ή ταπείνωση από τη μητέρα τους. Τα παιδιά τη μισούν και πλέον την αποκαλούν Φολκός, (από το folle=τρελή και το cochon=γουρούνι) όνομα που δίνουν οι χωρικοί σε γουρούνα που γεννά και κατατρώει αμέσως τα μικρά της.

Έτσι, τα δύο παιδιά διαπιστώνουν ότι η μητέρα τους είναι μια φρικτή γυναίκα, που μισεί τη ζωή και τα παιδιά της. Είναι εξαιρετικά αυστηρή μαζί τους, εσκεμμένα άδικη σε σημείο σκληρότητας. Ο πατέρας τους είναι ένας αδύναμος άντρας που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, υποτάσσεται στη θέληση της γυναίκας του και περνά τον χρόνο του μελετώντας εντομολογία.

Σταδιακά, η κατάσταση μετατρέπεται σε έναν διεστραμμένο εσωτερικό πόλεμο. Η μητέρα αρπάζει κάθε αφορμή για σκληρότητα στους γιους της, και ειδικά με τον Ζαν. Ο Ζαν και ο αδερφός του επιχειρούν να τη σκοτώσουν δύο φορές: μία με υπερβολική δόση φαρμάκου (που της προκάλεσε μόνο διάρροια) και μια άλλη φορά προσπαθώντας να την πνίξουν στο ποτάμι, κάνοντάς το να φαίνεται ατύχημα. Αυτή σώζεται.

Η μητέρα επιστρατεύει δύο εφημέριους ως προσωπικούς παιδαγωγούς των γιων της και αυτοί, αντί να βοηθήσουν στην ανακούφιση των δεινών των παιδιών, χειροτερεύουν την κατάσταση. Όταν η μητέρα ζητά τη μαστίγωση του Ζαν ως τιμωρία, αυτός δραπετεύει και καταφεύγει στον παππού του, έναν γερουσιαστή που ζει σε πολυτελή περιοχή του Παρισιού, αλλά αντιμετωπίζει την αδιαφορία. Ο πατέρας του τον παίρνει πίσω.

Ο Ζαν είναι τώρα 15. Ανακαλύπτει το σεξ με τη Μαντλέν, την κόρη ενός αγρότη της περιοχής. Δεν την αγαπά, γιατί δεν εμπιστεύεται καμία γυναίκα, σε όλες βλέπει τη μητέρα του.

Στο αποκορύφωμα της σύγκρουσης μεταξύ τους, η μητέρα προσπαθεί να κατηγορήσει τον γιο της για κλοπή και έτσι να τον στείλει σε αναμορφωτήριο: έκρυψε το πορτοφόλι της στο παιδικό δωμάτιο αλλά ο Ζαν - που την είδε - της το επιστρέφει και αποκτά αυτό που θέλει, αλλά και αυτό που θέλει και η μητέρα τους: να στείλει αυτόν και τον αδελφό του οικότροφους σε σχολείο.

Ο Ζαν ολοκληρώνει τα απομνημονεύματά του λέγοντας ότι ενώ φαίνεται ότι κέρδισε, στην πραγματικότητα η μητέρα του έχει καταστρέψει ολόκληρο το είναι του. Σε όλη του τη ζωή, δεν θα μπορέσει να νιώσει εμπιστοσύνη και αγάπη.

Ο επίλογος κάνει τον παραλληλισμό μεταξύ της πραγματικής οχιάς που κρατούσε ο Ζαν στην αρχή του μυθιστορήματος και της συμβολικής που αντιπροσωπεύει τη μητέρα του.[4]

Κοινωνική κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα είναι ένα έντονο κατηγορητήριο της γαλλικής επαρχιακής αστικής κοινωνίας των αρχών του 20ου αιώνα. Το μίσος του Ερβέ Μπαζέν γι' αυτό το κοινωνικό περιβάλλον είναι προφανές. Απεικονίζει μια οικογένεια όπου η υποκρισία είναι ανεξέλεγκτη και η τήρηση των θρησκευτικών τελετουργιών είναι πολύ πιο σημαντική από αρετές όπως η αγάπη ή η συμπόνια. Ενώ οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι παρουσιάζονται καλόκαρδοι, η απεικόνιση της αστικής τάξης και του εκκλησιαστικού κόσμου είναι γενικά απεχθής. Οι διάφοροι ιερείς ως παιδαγωγοί συνεργάζονται με τη μητέρα του αφηγητή παραβλέποντας ή και συμμετέχοντας στις σκληρότητές της και προδίδουν την έλλειψη αρετής τους με πράξεις όπως η πορνεία με νεαρές γυναίκες.[5]

Ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα το 1948, ο Ερβέ Μπαζέν δήλωσε ότι ήταν αυτοβιογραφικό. Ωστόσο, όταν κυκλοφόρησαν τα άλλα δύο μυθιστορήματα Ο θάνατος του μικρού αλόγου και Η κραυγή της κουκουβάγιας, που αποτελούν την τριλογία της οικογένειας Ρεζώ, ανασκεύασε τη δήλωσή του και ισχυρίστηκε ότι ήταν μόνο μυθιστορήματα, αν και σε μεγάλο βαθμό ήταν εμπνευσμένα από την οδυνηρή παιδική του ηλικία με μια σκληρή και αυταρχική μητέρα.[6]

Στη Γαλλία συμπεριλαμβάνεται στα κλασικά μυθιστορήματα της γαλλικής λογοτεχνίας και διδάσκεται στο γυμνάσιο.[7]

Διασκευή σε ταινία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε δύο φορές στην οθόνη: Το 1971 ως τηλεοπτική ταινία σε σκηνοθεσία Πιέρ Καρντινάλ. Το 2004 ακολούθησε μια κινηματογραφική μεταφορά από τον Φιλίπ ντε Μπροκά.

Ελληνική μετάφραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1984 από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τίτλο Με την οχιά στο χέρι.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]