Μεξικανικός κινηματογράφος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μεξικανικός κινηματογράφος
Υπαίθρια προβολή στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Γκουανταλαχάρα
No. κινηματογραφικών αιθουσών5,303 (2012)[1]
Κύριοι διανομείςParamount Int'L 20.3%
Warner Bros Int'L 16.2%
Fox (Disney) Int'L 14.6%[2]
Παραγωγή ταινιών[3]
Μυθοπλασία51 (69.9%)
Κινούμενα σχέδια6 (8.2%)
Ντοκιμαντέρ16 (21.9%)
Αριθμός καταχωρημένων  (2012)[4]
Συνολικά228,000,000
 • Κατά κεφαλήν2.0
Εγχώριες ταινίες10,900,000 (4.79%)
Gross box office[4]
Συνολικό779 εκατομμύρια δολάρια
Εγχώριες ταινίες36 εκατομμύρια δολάρια (4.62%)

Ο μεξικανικός κινηματογράφος (ισπανικά: Cine mexicano‎‎) χρονολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Προέδρου Πορφίριο Ντίας. Παρακολουθώντας μια επίδειξη ταινιών μικρού μήκους το 1896, ο Ντίας είδε αμέσως τη σημασία της προβολής της προεδρίας του προκειμένου να παρουσιάσει μια ιδανική εικόνα της στον μεξικανικό λαό. Με το ξέσπασμα της Μεξικανικής Επανάστασης το 1910, Μεξικανοί και ξένοι δημιουργοί βωβών ταινιών εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία να κινηματογραφήσουν τους ηγέτες και τις εκδηλώσεις της. Από το 1915 και μετά, ο μεξικανικός κινηματογράφος επικεντρώθηκε στην αφηγηματική ταινία.[5]

Κατά τη Χρυσή εποχή του μεξικανικού κινηματογράφου, το Μεξικό κυριάρχησε εκτός από τη λατινοαμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία. Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Γουαδαλαχάρα είναι το πιο διάσημο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Λατινικής Αμερικής και διοργανώνεται κάθε χρόνο στην πόλη Γκουανταλαχάρα του Μεξικού. Επίσης το Μεξικό έχει κερδίσει δύο φορές την υψηλότερη τιμή στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, έχοντας κερδίσει το Μεγάλο Βραβείο για την Μαρία Καντελάρια το 1946 και τον Χρυσό Φοίνικα το 1961 για την Βιριδιάνα του Λουίς Μπουνιουέλ, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο λατινοαμερικάνικο έθνος.

Η Πόλη του Μεξικού αποτελεί το τέταρτο μεγαλύτερο κέντρο κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών στη Βόρεια Αμερική, καθώς και το μεγαλύτερο στη Λατινική Αμερική. Το 2019, η ταινία Ρόμα του Αλφόνσο Κουαρόν έγινε η πρώτη μεξικανική και η τέταρτη ταινία της Λατινικής Αμερικής που κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Επίσης η Ρόμα κέρδισε το BAFTA Καλύτερης Ταινίας στα 72α βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Ο Εμίλιο "Ελ Ίντιο" Φερνάντες φημολογείται ότι ήταν το μοντέλο που πόζαρε για το αγαλματίδιο του Όσκαρ. Σύμφωνα με τον θρύλο, το 1928 ο σκηνοθέτης της MGM, Σέντρικ Γκίμπονς, ένα από τα αρχικά μέλη της Αμερικανικής Κινηματογραφικής Ακαδημίας, ήταν επιφορτισμένος με τη δημιουργία του τρόπαιου του βραβείου. Ο Γκίμπονς χρειαζόταν ένα μοντέλο για το αγαλματίδιο του και μέσω της μελλοντικής σύζυγό του, την ηθοποιό Ντολόρες ντελ Ρίο, γνώρισε τον Φερνάντες. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Φερνάντες έπρεπε να πειστεί να ποζάρει γυμνός για αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως «Όσκαρ».[6][7]

Βωβή εποχή (1896–1929)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Πορφιριάτο 1896-1911[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο μετά την προβολή της πρώτης κινούμενης εικόνας το 1895 χρησιμοποιώντας το κινητοσκόπιο του Τόμας Έντισον και την εφεύρεση του προβολέα κινηματογράφου από τον Ωγκύστ Λυμιέρ, οι Μεξικανοί άρχισαν να περιμένουν στην ουρά σε κινηματογράφους στην πρωτεύουσα για να δουν διεθνείς ταινίες του ενός λεπτού, όπως ήταν οι The Card Players, Arrival of a Train, και The Magic Hat.[8] Ο κινηματογράφος έφτασε στο Μεξικό επτά μήνες μετά την πρώτη του προβολή στη Γαλλία, που έφεραν οι Κλωντ Φερντινάντ, Μπον Μπερνάρντ και Γκαμπριέλ Βειρέ (οι τελευταίοι είχαν συμβληθεί με τους αδελφούς Λυμιέρ για να διαδώσουν τον κινηματογράφο σε Μεξικό, Βενεζουέλα, Γουιάνα και Αντίλλες).[9] Το Μεξικό εισήλθε στην παραγωγή της βωβής κινηματογραφικής βιομηχανίας με αρκετές ταινίες, αλλά πολλές από τις ταινίες μέχρι τη δεκαετία του 1920 έχουν χαθεί και δεν έχουν τεκμηριωθεί μέχρι σήμερα.

Σαλβαντόρ Τοσκάνο, ο πρώτος σκηνοθέτης του Μεξικού

Ο κινηματογράφος στο Μεξικό συνέχισε να επεκτείνεται γρήγορα μετά την άφιξή του. Στις 6 Αυγούστου 1896, ο Πρόεδρος Πορφίριο Ντίας κάλεσε τους Μπον Μπερνάρντ και Γκαμπριέλ Βεϊρέ στην κατοικία του στο κάστρο Τσαπουλτεπέκ, και οκτώ ημέρες αργότερα, έγινε η πρώτη προβολή για τον τύπο. Αυτή η προβολή περιελάμβανε ταινίες από τους αδελφούς Λυμιέρ, όπως το L'Arrivée d'un train en gare de La Ciotat, και στις 15 Αυγούστου, έγινε προβολή για το ευρύ κοινό.[10]

Ο Πρόεδρος Ντίας αναγνώρισε τη σημασία του κινηματογράφου και εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες τοποθετώντας τον στο κέντρο δράσης με τους υπουργούς του υπουργικού συμβουλίου.[11] Το 1906, εμφανίζεται στην πρώτη συνάντηση ενός Προέδρου των ΗΠΑ με τον ομόλογο του Μεξικού, ένα από τα πρώτα ρεπορτάζ που παρηχθήσαν στο Μεξικό και το οποίο γυρίστηκε από τους αδελφούς Άλβα.[12] Η πρώτη ταινία μυθοπλασίας που δημιουργήθηκε στο Μεξικό βασίστηκε σε μια αναδημιουργία της μονομαχίας μεταξύ δύο βουλευτών, που ονομάζεται Μονομαχία με όπλα στο δάσος Τσαπουλτεπέκ (Duelo a pistola en el bosque de Chapultepec).

Το Teatro de los Insurgentes παρουσιάζει μια οπτική ιστορία του θεάτρου στο Μεξικό στην πρόσοψη του κτηρίου.

Ο μεξικάνικος κινηματογράφος συνέχισε να γίνεται πιο διαθέσιμος σε ολόκληρη τη χώρα, χάρη εν μέρει σε επιχειρηματίες όπως οι Γκιγιέρμο Μπεσερίλ, Κάρλος Μόνγκραντ και Σαλβαντόρ Τοσκάνο.[13] Η εποχή της πρώιμης δημιουργίας ταινιών του Μεξικού συνδέεται γενικά με τον Σαλβαντόρ Τοσκάνο Μπαραγκάν, ο οποίος παρουσίασε το μαγνητοσκοπημένο ρεπορτάζ. Το 1898 ο Τοσκάνο έκανε την πρώτη ταινία της χώρας με πλοκή, με τίτλο Ντον Χουάν Τενόριο. Κατά τη διάρκεια της Μεξικανικής Επανάστασης, ο Τοσκάνο ηχογράφησε πολλά αποσπάσματα των μαχών, τα οποία αργότερα έγιναν ένα πλήρες ντοκιμαντέρ το 1950 με τον τίτλο Αναμνήσεις από το Μεξικό από την κόρη του. Άλλες ταινίες μικρού μήκους δημιουργήθηκαν ή επηρεάστηκαν από Γάλλους δημιουργούς ταινιών.

Μέχρι το 1906, 16 κινηματογράφοι άνοιξαν τις πόρτες τους για να καλύψουν τη δημοτικότητα του κινηματογράφου στην Πόλη του Μεξικού, οι οποίοι ήταν δημοφιλείς από το 1911, όπου οι πολίτες χαμηλότερης τάξης θα έπαιρναν μέρος για να εκπαιδευτούν ως επίδοξοι ηθοποιοί. Πολιτικά συνδεδεμένες ταινίες εμφανίστηκαν το 1908, οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν προπαγανδιστικές από τα σημερινά πρότυπα. Σημαντικές μάχες γυρίστηκαν και μεταδόθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η οποία πυροδότησε τον ενθουσιασμό των Μεξικανών στον κινηματογράφο.[14] Επιπλέον, οι πρώτες προθέσεις για την τυποποίηση της μεξικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του 1905 και του 1906, με τη δημιουργία των πρώτων μεξικανικών εταιρειών διανομής. Μερικές από τις πιο σημαντικές εταιρείες ήταν οι Empresa Cinematográfica Mexicana, American Amusement Company, Compañía Explotadora de Cinematógrafos και Unión Cinematográfica .[15]

Η μεξικανική επανάσταση 1910-1917[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκηνή από την ταινία Επέτειος του θανάτου της πεθεράς του Ένχαρτ (1912).

Η δημοτικότητα που είχε ο κινηματογράφος στις αρχές του 20ού αιώνα συνέχισε να αυξάνεται, και μέχρι το 1911 χτίστηκαν δεκατέσσερα νέα κινηματογραφικά στούντιο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι τεχνικές των ντοκιμαντέρ βελτιώθηκαν, όπως είναι εμφανές από την παραγωγή των αδελφών Άλβα με τίτλο Revolución orozquista (1912). Η ταινία γυρίστηκε στα στρατόπεδα των ανταρτών και των ομοσπονδιακών δυνάμεων κατά τη διάρκεια της μάχης μεταξύ του στρατηγού Βικτοριάνο Ουέρτα και του ηγέτη των ανταρτών Πασκουάλ Ορόσκο.

Η ανάπτυξη του κινηματογράφου σταθεροποιήθηκε λόγω της έλλειψης διανομέων, της δυσκολίας κατασκευής νέου υλικού, και των κινδύνων που ενείχε η ευφλεκτότητα των φιλμ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών σκηνών. Μικρές εταιρείες αποτελούσαν πια την κινηματογραφική βιομηχανία, με τον Κάρλος Μογκράντ να ξεχωρίζει λόγω ταινιών, όπως Παρέλαση στρατευμάτων στο Σαν Λουίς Ποτόσι (Desfiles de tropas en San Luis Potosí), Καρναβάλι της Μερίδα (Carnaval de Mérida), και Περιπέτειες της εξάδας Ουράνγκα (Aventuras del sexteto Uranga).[16]

Παρά τη σχετική πρόοδο του κινηματογράφου κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η ηθικιστική και πατερναλιστική ιδεολογία της εκστρατείας του προέδρου Φρανσίσκο Μαδέρο για να σώσει τις κατώτερες τάξεις από την ανηθικότητα είχε ως αποτέλεσμα να εφαρμοστεί η λογοκρισία. Στα τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου 1911, τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου στην Πόλη του Μεξικού διόρισαν επιπλέον επιθεωρητές κινηματογράφου, οι μισθοί των οποίων θα πληρώνονταν από τους εκθέτες. Παράλληλα, ο επικεφαλής της Εθνικής Επιτροπής Ψυχαγωγίας πρότεινε την εφαρμογή της λογοκρισίας. Ωστόσο, το πραξικόπημα του Βικτοριάνο Ουέρτα κατά τη διάρκεια των λεγόμενων δέκα τραγικών ημερών του Φεβρουαρίου 1913 εμπόδισε τη νομοθετική αυτή πρωτοβουλία για τη λογοκρισία.

Αν και η επιβολή του Χουέρτα ήταν σύντομη, από τον Φεβρουάριο του 1913 έως τον Ιούλιο του 1914, ο μεξικανικός κινηματογράφος γνώρισε σημαντικές αλλαγές κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως η περαιτέρω επιβολή της λογοκρισίας και η στροφή από τις ταινίες ντοκιμαντέρ σε ταινίες ψυχαγωγίας. Η παραγωγή της ταινίας Επέτειος του θανάτου της πεθεράς του Ένχαρτ από τους αδελφούς Άλβα είναι ενδεικτική αυτής της στροφής των Μεξικανών κινηματογραφιστών. Οι αδελφοί Άλβα παρήγαγαν ταινίες όπως η Είσοδος του Μαδέρο στην πρωτεύουσα (La entrada de Madero a la capital) όπου χρησιμοποιήθηκαν οι εφευρέσεις του Ινταλέτσιο Νοριέγα Κολόμπρε, οι οποίες επέτρεψαν να συγχρονιστεί ένας φωνογράφος με τις προβαλλόμενες εικόνες.[17]

Η Λούπε Βέλες, ηθοποιός βωβού μεξικάνικου κινηματογράφου. Το Λα Ζαντούγκα ήταν η πρώτη ισπανόφωνη ταινία στην οποία συμμετείχε.

Ως προς τη λογοκρισία, η κυβέρνηση του Χουέρτα επέβαλε τον Ιούνιο του 1913 ένα ηθικό και πολιτικό διάταγμα λογοκρισίας. Αυτό το διάταγμα επιβλήθηκε λίγες μέρες μετά την πυροβολήση των στρατιωτών της εξουσιοδότησης μπροστά από την οθόνη κατά τη διάρκεια μιας προβολής της ταινίας Ο αετός και το φίδι (El aguila y la serpiente). Το διάταγμα ανέφερε την απαγόρευση της προβολής των ταινιών που έδειχναν τα ακόλουθα: «απόψεις που αντιπροσωπεύουν εγκλήματα, εάν δεν περιλαμβάνουν τιμωρία των ενόχων, απόψεις που προσβάλλουν άμεσα ή έμμεσα μια αρχή ή πρόσωπο, ήθος ή καλούς τρόπους, προκαλούν έγκλημα ή αδίκημα, ή με οποιονδήποτε τρόπο διαταράσσεται τη δημόσια τάξη (Μόρα 70)».

Ως αποτέλεσμα των περιορισμών που τέθηκαν στο περιεχόμενο των ταινιών καθώς και της ριζοσπαστικοποίησης των μερών που εμπλέκονταν στις ένοπλες συγκρούσεις, οι εικονολήπτες και οι παραγωγοί άρχισαν να εκφράζουν τη γνώμη τους μέσω των ταινιών που παρήγαγαν. Για παράδειγμα, η ευνοιοκρατία απέναντι στους Ζαπατίστας απεικονίστηκε στην ταινία Αίμα αδερφής (Sangre Hermana) (1914). Λόγω του εντυπωσιακού περιεχομένου αυτής της ταινίας, είναι προφανές ότι οι παραγωγοί δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον να προβάλλουν τα γεγονότα με τέτοιο τρόπο ώστε το κοινό να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.

Μετεπαναστατική παραγωγή ταινιών 1917-29[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μεξικανός ηθοποιός Ραμόν Νοβάρο.

Οι κινηματογραφικές παραγωγές αυτής της περιόδου αντανακλούσαν το ιταλικό στυλ ταινιών τέχνης, που ήταν μελοδράματα βασισμένα σε μυθοπλασία. Η ταινία Το φως (La Luz, του Εζεκιέλ Καράσκο, 1917, με πρωταγωνίστρια την Έμα Παδίγια) ήταν η πρώτη ταινία που επιχείρησε να υιοθετήσει αυτό το στυλ, παρόλο που θεωρήθηκε ως λογοκλοπή του Η πυρκαγιά (Il Fuoco) του Πιέρο Φόσκο. Ο Παραναγουά αποδίδει την επιρροή που είχε ο ιταλικός κινηματογράφος στον μεξικανικό κινηματογράφο με τις ομοιότητες μεταξύ των πολιτικών καταστάσεων και των δύο χωρών. Και οι δύο χώρες ήταν σε κατάσταση χάους και αταξίας - υπήρχε πόλεμος στην Ιταλία και επανάσταση στο Μεξικό. Για άλλη μια φορά η λογοκρισία επαναχρησιμοποιήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1919. Οι ταινίες που απεικόνιζαν πράξεις αθανασίας ή προκαλούσαν συμπάθεια προς το πρόσωπο του εγκληματία απαγορεύτηκαν.

Το 1917, το πρώην αστέρι του θεάτρου βαριετέ, Μιμί Δέρμπα, ίδρυσε τα στούντιο Azteca, τα οποία παρήγαγαν αξιοσημείωτες ταινίες μεταξύ 1917 και 1923. Το πιο επιτυχημένο από αυτά ήταν Σε αυτοάμυνα (En defensa Propia) (1921).

Ο κυβερνητικός προϋπολογισμός έπρεπε να περικοπεί ως αποτέλεσμα της εξέγερσης και οι κινηματογραφικές παραγωγές του Υπουργείου Παιδείας και Γεωργίας μειώθηκαν. Μέχρι το 1924, οι αφηγηματικές ταινίες ήταν στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών από το 1917.

Κατά τη δεκαετία του 1920 πολύ λίγες ταινίες παρήχθησαν, δεδομένου του πολιτικού κλίματος που ήταν ακόμα πολύ ταραγμένο και της αναζωπύρωσης της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αστέρια όπως ο Ραμόν Νοβάρο, η Ντολόρες ντελ Ρίο και η Λούπε Βέλες, έγιναν μεγάλοι σταρ των αξιόλογων ταινιών του Χόλυγουντ τη δεκαετία του 1920 και του 1930. Άλλοι μεξικανοί σταρ εμφανίστηκαν σε πολλές ταινίες που ήταν απλώς ισπανόφωνες εκδόσεις ταινιών του Χόλυγουντ.

Το 1994, το μεξικανικό περιοδικό Σόμος δημοσίευσε μια λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες του κινηματογράφου του Μεξικού στην 100η έκδοσή του. Η παλαιότερη ταινία που επιλέχθηκε ήταν το Το γκρι αυτοκίνητο. Για να γίνει η επιλογή, το περιοδικό προσκάλεσε 25 ειδικούς του μεξικανικού κινηματογράφου. Οι δώδεκα κορυφαίες ταινίες κατά σειρά που επιλέχθηκαν ήταν το Πάμε με τον Πάντσο Βίγια! (Vámonos con Pancho Villa!), Ο ξεχασμένος (Los Olvidados), Ο σύντροφος Μεντόζα (El compadre Mendoza), Τυχοδιώκτρια (Aventurera), Μία οικογένεια σαν τις άλλες (Una familia de tantas), Ναζαρίν (Nazarín), Αυτός (El), Η γυναίκα του λιμανιού (La mujer del puerto), Τόπος δίχως όρια (El lugar sin límites), Υπάρχει η λεπτομέρεια (Ahí está el detalle), Πρωταθλητής δίχως στέμμα (Campeón sin corona), και Ερωτευμένος (Enamorada).

Η Χρυσή Εποχή (1930-1960)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λουπίτα Τοβάρ στην ταινία Αγία (1932). Η πρώτη ομιλούσα ταινία του Μεξικού.

Τη δεκαετία του 1930, όταν επιτεύχθηκε η ειρήνη και ένας βαθμός πολιτικής σταθερότητας, η κινηματογραφική βιομηχανία απογειώθηκε και γυρίστηκαν αρκετές ταινίες. Η απόπειρα του Χόλυγουντ να δημιουργήσει ταινίες για τη Λατινική Αμερική απέτυχε κυρίως λόγω του συνδυασμού ισπανόφωνων ηθοποιών διαφορετικών εθνικοτήτων με προφορά άγνωστη στον μεξικάνικο λαό. Οι πρώτοι Μεξικανοί κινηματογραφιστές επηρεάστηκαν και ενθαρρύνθηκαν από την επίσκεψη του Σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν στη χώρα τους το 1930.[18]

Το 1931 πραγματοποιήθηκε η πρώτη ομιλούσα μεξικανική ταινία, μια προσαρμογή του μυθιστορήματος του Φρεντερίκο Γκαμπόα Σάντα, σε σκηνοθεσία Αντόνιο Μορένο και πρωταγωνίστρια τη μεξικανο-χολυγουντιανή σταρ Λουπίτα Τοβάρ.[19] Μέχρι το Ζήτω το Μεξικό (¡Que viva México!) (1931) του Σεργκέι Αϊζενστάιν, το κοινό του Μεξικού παρακολουθούσε κυρίως δημοφιλή μελοδράματα, ωμές κωμωδίες, καθώς και ισπανόφωνες εκδοχές ταινιών του Χόλυγουντ.

Η επίσκεψη του Αϊζενστάιν στο Μεξικό ενέπνευσε σκηνοθέτες όπως ο Εμίλιο Φερνάντες και ο εικονολήπτης Γκαμπριέλ Φιγκερόα, και ο αριθμός των μεξικανικών ταινιών αυξήθηκε και βελτιώθηκε. Κατά τη δεκαετία του 1930 η μεξικανική κινηματογραφική βιομηχανία πέτυχε σημαντικές επιτυχίες με ταινίες όπως Η γυναίκα του λιμανιού (La Mujer del Puerto) (1934), Δικτύωση (Redes) του Φρέντ Ζίνμαν (1934), Τζανίτζιο (Janitzio) (1934), Δύο μοναχοί (Dos Monjes) (1934), Εκεί στο μεγάλο ράντσο (Allá en el Rancho Grande) (1936), Πάμε με τον Πάντσο Βίγια! (Vámonos con Pancho Villa!) (1936) από την τριλογία ταινιών για την Μεξικανική Επανάσταση του Φερνάντο ντε Φουέντες, και η Λα Ζαντούνγκα (1938).

Ο Γκίλμπερτ Ρόλαντ ξεκίνησε στο Πυρσός (1950), ένα ριμέικ του Ερωτευμένος. Η ταινία είναι επίσης γνωστή ως Ο ληστής στρατηγός στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Κατά τη δεκαετία του 1940 αναπτύχθηκε το πλήρες δυναμικό της βιομηχανίας. Οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες απέκτησαν δημοφιλία και αποτελούσαν ακόμη και πρόσωπα με πολιτική επιρροή. Η βιομηχανία έλαβε ώθηση ως συνέπεια της ανακατεύθυνσης των προσπαθειών του Χόλυγουντ προς τις προπαγανδιστικές ταινίες, και των ευρωπαϊκών χωρών να επικεντρωθούν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το Μεξικό κυριάρχησε στην κινηματογραφική αγορά στη Λατινική Αμερική για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1940 χωρίς ανταγωνισμό από την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η παραγωγή ταινιών στο Μεξικό τριπλασιάστηκε. Το γεγονός ότι η Αργεντινή και η Ισπανία είχαν φασιστικές κυβερνήσεις έκαναν τη μεξικανική κινηματογραφική βιομηχανία τον μεγαλύτερο παραγωγό ισπανόφωνων ταινιών στον κόσμο το 1940. Παρόλο που η κυβέρνηση του Μεξικού ήταν αντιδραστική, ενθάρρυνε την παραγωγή ταινιών που θα βοηθούσαν στη διατύπωση μιας πραγματικής μεξικανικής ταυτότητας, σε αντίθεση με την οπτική γωνία των ταινιών του Χόλυγουντ.

Η Χρυσή Εποχή του μεξικάνικου κινηματογράφου καταγράφηκε τη δεκαετία του 1940 και μετά. Ο πιο γνωστός ηθοποιός κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν ο Μάριο Μορένο, γνωστός ως Καντινφλάς. Με την ταινία Υπάρχει η λεπτομέρεια (1940) ο Καντινφλάς απέκτησε δημοφιλία και έγινε γνωστός ως ο «Μεξικανός Τσάρλι Τσάπλιν». Οι ταινίες του ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς στην Ισπανία και στη Λατινική Αμερική και επηρέασαν πολλούς σύγχρονους ηθοποιούς. Μέχρι να εμφανιστεί ο «Tιν-Tαν» στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οπότε και η δημοτικότητά του μειώθηκε.

Οι Μεξικανοί ηθοποιοί ήταν επίσης στο επίκεντρο του μεξικανικού κινηματογράφου. Η Σάρα Γκαρσία ήταν η «γιαγιά του Μεξικού». Ξεκίνησε να παίζει στις βωβές ταινίες το 1910, στην συνέχεια μεταφέρθηκε στο θέατρο και τελικά απέκτησε αναγνώριση με την ταινία Δεν είναι αρκετό να είσαι μητέρα (No basta ser madre) το 1937. Η Ντολόρες ντελ Ρίο, μια άλλη ηθοποιός, έγινε γνωστή μετά την καριέρα της στο Χόλυγουντ τη δεκαετία του 1930 και για τους ρόλους της σε μερικές ταινίες σε σκηνοθεσία του Εμίλιο Φερνάντες. Η Μαρία Φέλιξ (γνωστή ως «Η κυρία»), απέκτησε δημοφιλία μετά τον ρόλο της στην ταινία Κυρία Μπάρμπαρα (Doña Bárbara) το 1943, ενώ απέκτησε μεγαλύτερη δημοτικότητα στις ευρωπαϊκές χώρες.

Ο Χόρχε Νεγκρέτε βοήθησε στη ανάδειξη του είδους της ταινίας με καβαλάρηδες. Ήταν ένας από τους ιδρυτές και ο σημαντικότερος πρόεδρος της Μεξικανικής Ένωσης Ηθοποιών.

Το 1943, η βιομηχανία του Μεξικού παρήγαγε εβδομήντα ταινίες, που ήταν οι περισσότερες για μια ισπανόφωνη χώρα. Δύο αξιοσημείωτες ταινίες που κυκλοφόρησαν το 1943 από τον σκηνοθέτη Εμίλιο Φερνάντες ήταν Αγριολούλουδο (Flor silvestre) (1942) και η Μαρία Κανδελαρία (María Candelaria) (1944) του Γκαμπριέλ Φουγκερόα, και οι δύο ταινίες με πρωταγωνίστρια την ηθοποιό Ντολόρες ντελ Ρίο. Οι ταινίες έκαναν μεγάλη επιτυχία ειδικά με τη δεύτερη να κερδίζει το κορυφαίο βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών. Άλλες γνωστές ταινίες του σκηνοθέτη Φερνάντες ήταν Το μαργαριτάρι (La perla) (1945), ο Ερωτευμένος (Enamorada) (1946), Ο φυγάς (The Fugitive) (1947) αμερικανο-μεξικανικής παραγωγής σε σκηνοθεσία Τζον Φορντ, Κρυμμένος Ποταμός (Río Escondido) (1947), Πολυαγαπημένη (La Malquerida) (1949) και Μικρή πόλη (Pueblerina) (1949).

Το 1948 υπήρξε μια σημαντική αναγνώριση για την τριλογία του μεξικανικού κινηματογράφου Εμείς οι φτωχοί, Εσείς οι πλούσιοι και ο Πέπε ο ταύρος, με πρωταγωνιστές τους Μεξικανούς ηθοποιούς Πέδρο Ινφάντε και Εβίτα Μούνιος και σε σκηνοθεσία Ίσμαελ Ροντρίγκες.

Εξίσου δημοφιλής κωμικός με τον Καντινφλάς ήταν ο Γερμάν Βαλντές, γνωστός ως "Τιν-Ταν". Ο Τιν-Ταν έπαιζε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα που εμφανιζόταν με κοστούμι ζουτ στις ταινίες του. Σε αντίθεση με τον Καντινφλάς, ο Τιν-Ταν έπαιζε πάντα ως Μεξικανός-Αμερικανός. Χρησιμοποιούσε αργκό σε πολλές από τις ταινίες του με υβρίδιο αγγλικών με ισπανικά (spanglish), μια διάλεκτο που πολλοί Μεξικανοί κάτοικοι περιφρονούσαν.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1940, ο Ισπανός σκηνοθέτης Χουάν Ορόλ ξεκίνησε την παραγωγή ταινιών με Κουβανούς και Μεξικάνους χορευτές. Αυτό το κινηματογραφικό είδος ονομάστηκε "rumberas" (με χορευτές αφρο-καραϊβικού μουσικού ρυθμού) και ήταν πολύ δημοφιλές στο λατινοαμερικανικό κοινό. Οι πιο γνωστοί ηθοποιοί αυτού του εξωτικού είδους ήταν η Μαρία Αντονιέτα Πονς, η Μέτσε Μπάρμπα, η Νινόν Σεβίγια, η Αμάλια Αγκιλάρ και η Ρόσα Καρμίνα.

Άλλες σχετικές ταινίες κατά τη διάρκεια αυτών των ετών περιλαμβάνουν την ταινία Βρεγμένες πλάτες (Espaldas mojadas) του Αλεχάνδρο Γκαλίντο, Τυχοδιώκτρια (Aventurera) με πρωταγωνίστρια τη Νινόν Σεβίγια, Δύο τύποι φροντίδας (Dos tipos de cuidado) (1951), Το σάλι της μοναξιάς (El Rebozo de Soledad) (1952) και Οι ξεχασμένοι (Los Olvidados) (1950), μια ιστορία για εξαθλιωμένα παιδιά στην Πόλη του Μεξικού σε σκηνοθεσία του Μεξικανού ισπανικής καταγωγής ανερχόμενου σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, μια πολύ σημαντική προσωπικότητα στην πορεία του μεξικανικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1940 και του 1950. Μερικές από τις πιο σημαντικές ταινίες του Μπουνιουέλ της περιόδου αυτής ήταν η Ανάβαση στον παράδεισο (Subida al cielo) (1952), Αυτός (El) (1953), Δοκίμιο ενός εγκλήματος (Ensayo de un Crime) (1955) και Ναζαρίν (Nazarín) (1958).

Οι ταινίες της περιόδου, αν και ως επί το πλείστον κωμωδίες ή δράματα, άγγιξαν όλες τις πτυχές της μεξικανικής κοινωνίας, από τον δικτάτορα του 19ου αιώνα Πορφίριο Ντίας και το δικαστήριό του, μέχρι ιστορίες αγάπης που πάντα περιέχουν στοιχεία δράματος.

Από το 1960 μέχρι το 1980[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σημαντικός άντρας με τον Ιάπωνα ηθοποιό Τοσίρο Μιφούνε και την Μεξικανή ηθοποιό Φλορ Σιλβέστρε (Αγριολούλουδο). Η ταινία περιστρέφεται γύρω από ένα φεστιβάλ διαχείρισης στην μεξικανική πολιτεία Οαχάκα, με το θέμα της ταινίας να έχει να κάνει με κάτι σαν το «βασιλιάς για μια μέρα».

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και του 1970 παρήχθησαν πολλές ταινίες τρόμου και δράσης με διάφορους ηθοποιούς από τους οποίους ξεχώρισε ο επαγγελματίας παλαιστής Ελ Σάντο. Ο Λουίς Μπρουνιουέλ κυκλοφόρησε τις τελευταίες του μεξικανικές ταινίες Ο εξουλοθρευτής άγγελος (El ángel exterminador) (1962) και Ο Σιμόν της ερήμου (Simón del desierto) (1965).

Ο Μάριο Αλμάδα, Μεξικανός ηθοποιός ταινιών γουέστερν. Το 2013 έλαβε το βραβείο Χρυσή Άριελ για την προσφορά του στην κινημοτογραφική βιομηχανία.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 άνθισαν έργα αξιόλογων Μεξικανών νέων σκηνοθετών, όπως ο Αρτούρο Ριπστέϊν (Το κάστρο της καθαρότητας (El castillo de la pureza) (1972), Τόπος δίχως όρια (El lugar sin Límites) (1977), ο Λουίς Αλκορίζα (Ταραχουμάρα (1965), Φε (Fé), Ελπιδα και φιλανθρωπία (Esperanza y Caridad) (1973), ο Φελίπε Καζάλς (Las poquianchis (1976), El Apando (1976), ο Χόρχε Φονς (Τα κουτάβια (Los cachorros) (1973), Κόκκινη αυγή (Rojo Amanecer) (1989), ο Πολ Λεντούκ (Καλάμι, Εξεγερμένο Μεξικό (1972), Φρίντα, Ζωντανή φύση), ο Αλεχάνδρο Τζοντορόφσκι (Ο τυφλοπόντικας (El topo) (1972), Άγιο αίμα (Santa Sangre) (1989), ο Χιλιανός σκηνοθέτης Μιγκέλ Λίτιν (Γράμματα από τη Μαρούσια (1976), ο Χάϊμε Χουμπέρτο Χερμοσίγιο (Το πάθος σύμφωνα με τη Βερενίκη (La pasión según Berenice) (1972), Η κυρία Χελίντα και ο γιος της (Doña Herlinda y su hijo) (1984) και πολλοί άλλοι. Οι ταινίες των σκηνοθετών αυτών αντιπροσώπευαν το Μεξικό σε αξιόλογα διεθνή φεστιβάλ ταινιών. Αμερικανοί σκηνοθέτες όπως ο Τζον Χιούστον σε κάποιες αγγλικές τους ταινίες χρησιμοποίησαν μεξικάνικες σκηνές, για παράδειγμα στην ταινία Under the Volcano (1984).

Αυτό που είναι τώρα το Videocine ιδρύθηκε το 1979 ως Televicine από τον Εμίλιο Ασκαράγα Μίλμο, η οικογένεια του οποίου ίδρυσε την Televisa, με την οποία η Videocine είναι συνιδιοκτήτρια. Η εταιρεία έγινε ο μεγαλύτερος παραγωγός και διανομέας θεατρικών ταινιών στο Μεξικό και παραμένει ως τέτοια μέχρι και σήμερα. Μέχρι τη δημιουργία της Videocine, είχε γίνει ο κανόνας για μια μεξικανική ταινία να φτάνει το μεγαλύτερο μετα-θεατρικό κοινό της μέσω μεταφοράς των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της σε οποιοδήποτε από τα δίκτυα Televisa.

Η ταινία του 1961 Ο Σημαντικός Άνθρωπος (αρχικός τίτλος Animas Trujano) ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας[20] και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1962. Η ταινία Ταραχουμάρα (Όλο και πιο μακριά) κέρδισε το βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Καννών το 1965.[21] Η ταινία αυτή επιλέχθηκε επίσης εκ μέρους του Μεξικού για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία στα 38α βραβεία Όσκαρ, αλλά δεν έγινε δεκτή ως υποψήφια.[22] Μερικές ταινίες που προτάθηκαν για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας της εποχής ήταν το Μακάριο (1960), Το Μαργαριτάρι του Τλαϊουκάν (αρχικός τίτλος Tlayucan) (1962), και Γράμματα από τη Μαρούσια (αρχικός τίτλος Actas de Marusia) (1975).

Νέος μεξικανικός κινηματογράφος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Γκουανταλαχάρα.
Η Γκουανταλαχάρα φιλοξενεί το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Γουαδαλαχάρα και είναι η πατρίδα του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο.
Η Cinépolis είναι η μεγαλύτερη αλυσίδα κινηματογράφων στο Μεξικό. Είναι επίσης η μεγαλύτερη αλυσίδα στη Λατινική Αμερική και η τέταρτη μεγαλύτερη στον κόσμο.

Ο μεξικανικός κινηματογράφος υπέφερε τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων, έως ότου οι κυβερνητικές χορηγίες της βιομηχανίας και η δημιουργία κρατικών ταινιών βοήθησαν στη δημιουργία του Νέου Μεξικανικού Κινηματογράφου (Nuevo Cine Mexicano) τη δεκαετία του 1990. Η περίοδος από τη δεκαετία του 1990 έως και σήμερα θεωρείται ως η καλύτερη εποχή του κινηματογράφου αυτού.

Ξεκίνησε με ταινίες υψηλής ποιότητας των Αρτούρο Ριπστέϊν, Αλφόνσο Αράου, Αλφόνσο Κουαρόν και Μαρία Νοβάρο. Μεταξύ των ταινιών που παρήχθησαν εκείνη τη εποχή ήταν Μόνος με τον σύντροφό σου (Solo con tu pareja) (1991), Σαν νερό για σοκολάτα (Como agua para chocolate) (1992), Κρόνος (Cronos) (1993), Το δρομάκι των θαυμάτων (El callejón de los milagros) (1995), Βαθύ κατακόκκινο (Profundo carmesí) (1996), Σεξ, σεμνότητα και δάκρυα (Sexo, pudor y lágrimas) (1999), Η άλλη κατάκτηση (The Other Conquest) (2000), Το ίδιο φεγγάρι (La Misma Luna) (2007) και άλλα.

Πιο πρόσφατες ταινίες περιλαμβάνουν τις Χαμένες αγάπες (Amores perros) του Αλεχάνδρο Γκονσάλες Ινιάριτου, Θέλω και τη μαμά σου (Y tu mamá también) του Αλφόνσο Κουαρόν, Το πάθος του πατέρα Αμάρο (El crimen del Padre Amaro) του Κάρλος Καρέρα, Σκίσε τη ζωή μου (Arráncame la vida) του Ρομπέρτο Σνάιντερ, Biutiful (2010) (επίσης σε σκηνοθεσία Ινιάριτου), Χιδάλγκο: Η ιστορία που λέγεται πάντα (Hidalgo: La historia siempre contada) (2010), Πουθενά χωρίς την κόρη μου (Instructions Not Included) (2013), Καντινφλάς (2014), και το ριμέικ της μεξικανικής ταινίας τρόμου του 1975 Πιο μαύρο και από τη νύχτα (Más Negro que la Noche) (2014), η οποία ήταν επίσης η πρώτη τρισδιάστατη ταινία του Μεξικού.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η αυξανόμενη επιτυχία μιας ομάδας Μεξικανών σκηνοθετών στον κινηματογράφο του Χόλυγουντ, ειδικά με τους σκηνοθέτες όπως ο Αλφόνσο Κουαρόν, Αλεχάνδρο Γκονσάλες Ινιάριτου και Γκιγιέρμο ντελ Τόρο καθώς και κινηματογραφιστή Εμανουέλ Λουμπέσκι. Και οι τρεις σκηνοθέτες έχουν κερδίσει τόσο το Όσκαρ όσο και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Σκηνοθεσίας, ενώ ο Λουμπέσκι κέρδισε το Όσκαρ και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Φωτογραφίας για τρία συνεχόμενα χρόνια. Οι 3 σκηνοθέτες αναφέρονται συχνά ως οι «Τρεις φίλοι του κινηματογράφου», ενώ το καινοτόμο στυλ κινηματογραφίας του Λουμπέσκι κάνει τους κριτικούς να τον αποκαλούν συχνά ως έναν από τους μεγαλύτερους διευθυντές φωτογραφίας όλων των εποχών.

Από την άλλη πλευρά, η επιτυχία των ταινιών Εμείς οι ευγενείς (Nosotros los Nobles) και Πουθενά χωρίς την κόρη μου (Instructions Not Included) (2013), έδωσε τη θέση στην ανάπτυξη παρόμοιων έργων με τη συμμετοχή γνωστών Μεξικανών τηλεοπτικών σταρ όπως ο Ομάρ Τσαπάρο, ο Αδάλ Ραμόνες και ο Άδριαν Ουρίμπε. Οι ηθοποιοί αυτοί είναι γνωστοί κυρίως για τη συμμετοχή τους σε ρομαντικές κωμωδίες εστιασμένες σε ιστορίες τύπου τηλενουβέλας.

Τέλος, εξίσου επιτυχημένοι σκηνοθέτες δραματικών ταινιών θεωρούνται ο Κάρλος Ρεϊγκάδας ​​και ο Αλόνσο Ρουισπαλάσιος.

Το 2017, ο Αλφόνσο Κουαρόν ταξίδεψε πίσω στο Μεξικό για να γυρίσει την πιο γνωστή ταινία του, τη Ρόμα. Η ταινία, που διανεμήθηκε από το Netflix, αποτιμήθηκε θετικά από τους κριτικούς και είναι η δεύτερη μεξικανική ταινία που κερδίζει τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, με τον Κουαρόν να παίρνει τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Επίσης, είναι η πρώτη μεξικανική ταινία που προτάθηκε τόσο για Καλύτερη Ταινία όσο και για Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία στα Όσκαρ, ενώ απέσπασε συνολικά 10 υποψηφιότητες, συμπεριλαμβανομένης A' Γυναικείου Ρόλου για την μιξτέκα ηθοποιό Γιαλίτσα Απαρίσιο και Β' Γυναικείου Ρόλου για τη Μαρίνα ντε Ταβίρα.

Υποείδος μεξικανικού κινηματογράφου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα πολύ γνώριμο υποείδος του μεξικανικού κινηματογράφου είναι το λεγόμενο mexploitation. Το υποείδος αυτό περιλαμβάνει ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού που συνδυάζουν στοιχεία μιας ταινίας β' κατηγορίας με στόχο το κέρδος και μεξικανικής (υπο)κουλτούρας ή απεικονίσεις της μεξικανικής ζωής στο Μεξικό που έχει να κάνει με το έγκλημα, τη διακίνηση των ναρκωτικών, το χρήμα και το σεξ. Για παράδειγμα, οι ταινίες δράσης που έχουν να κάνουν με τα ναρκωτικά, περιλαμβάνουν φανταστικά καρτέλ ναρκωτικών που μάχονται το ένα το άλλο και την αστυνομία. Κατά τη διάρκεια του 2019, η Bancomext ανακοίνωσε τη χρηματοδότηση έως και 50% του κόστους παραγωγής ταινιών, συμπεριλαμβανομένων των μεξικανικών ταινιών δράσης. Στους γνωστούς ηθοποιούς μεξικανικών ταινιών δράσης περιλαμβάνονται οι αδελφοί Αλμάδα (Φερνάνδο και Μάριο), Χόρχε Ριβέρο, Ρόσα Γκλόρια Τσαγκογιάν (Λόλα η Τραϊλέρα), οι γεννημένοι στη Δομινικανή Δημοκρατία Ανδρές Γκαρσία, Μπερνάμπε Μελεντρές, και Μαξ Χερνάντες Jr.

Ο ρόλος των γυναικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σκηνοθέτις Μαρία Νοβάρο.
Η σκηνοθέτις και σεναριογράφος Μαριάνα Τσενίλο.
Η σκηνοθέτις, σεναριογράφος και παραγωγός Ίσα Λόπες.

Οι γυναίκες παραγωγοί ταινιών στη Λατινική Αμερική και συγκεκριμένα στο Μεξικό υπέστησαν την απόλυτη παραμέληση από τη βιομηχανία και το κοινό του κινηματογράφου.[23] Η Μιμί Δέρμπα ίδρυσε μία από τις πρώτες μεξικανικές εταιρείες παραγωγής, την Azteca Films. Είχε μια επιτυχημένη καριέρα στo θέατρο βαριετέ πριν ξεκινήσει την παραγωγή ταινιών. Η Δέρμπα ήταν η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτις στο Μεξικό. Η επόμενη Μεξικανή σκηνοθέτις και σεναριογράφος ήταν η Ματίλντε Λαντέτα, η οποία ήταν η πρώτη γυναίκα που υπηρέτησε σε αυτούς τους ρόλους κατά τη Χρυσή Εποχή του μεξικανικού κινηματογράφου. Οι ταινίες της επικεντρώθηκαν στην απεικόνιση ισχυρών, ρεαλιστριών γυναικών σε έναν πατριαρχικό κόσμο. Η Λαντέτα κέρδισε το βραβείο Άριελ το 1957 για την Καλύτερη Πρωτότυπη Ιστορία για την ταινία Ο δρόμος της ζωής (El camino de la vida) την οποία συνυπέγραψε με τον αδελφό της Εδουάρδο. Την ίδια χρονιά η Λαντέτα κέρδισε το βραβείο Χρυσή Άριελ για την προσφορά της στην κινηματογραφική βιομηχανία, και την Ασημένια Άριελ για Ταινία Μείζονος Εθνικού Ενδιαφέροντος και Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Η ταινία κέρδισε δύο άλλα βραβεία το 1956 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου με την ονομασία Αλφόνσο Κορόνα Μπλέικ.[24]

Οι ταινίες εκείνης της περιόδου συχνά παρουσίαζαν μητέρες με ισχυρό χαρακτήρα, διατηρώντας παράλληλα την ιδέα της γυναικείας κατωτερότητας έναντι των ανδρών. Αυτό διαιώνισε την πεποίθηση ότι οι γυναίκες μπορούσαν να φτάσουν στο ίδιο επίπεδο δράσης με τους άνδρες μόνο αργότερα στη ζωή, όταν πια θα ήταν μητέρες ή γιαγιάδες. Αυτό αποτυπώθηκε σε ταινίες όπως Οι τρεις Γκαρσία (Los tres Garcia) (1947) και Λούπε Μπαλάσος (Lupe Balazos) (1964). Σε μεγάλο μέρος του κινηματογράφου εκείνης της εποχής, οι γυναίκες απεικονίζονταν εξαρτημένες από τους άνδρες για προστασία και τεκνοποίηση. Αυτό ήταν εμφανές στο πολιτισμικό συναίσθημα των Μεξικανών πριν τη δεκαετία του 1960.[25]

Τη δεκαετία του 1980 και του 1990 τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άλλη τροπή. Οι γυναίκες κινηματογραφίστριες στο Μεξικό πήραν τελικά την ευκαιρία να δημιουργήσουν και να παράγουν επαγγελματικές ταινίες μεγάλου μήκους. Οι δύο πιο δημοφιλείς ταινίες ήταν Το μυστικό της Ρομέλια (1988) σε σκηνοθεσία Μπούσι Κορτές και Τα βήματα της Άνα (1990) της Μαρίσα Σιστάκ. Αυτές οι δύο μεγάλου μήκους ταινίες θεωρήθηκαν οι πόρτες που άνοιξαν την ευκαιρία για γυναίκες κινηματογραφίστριες στο Μεξικό καθώς δημιούργησαν ένα νέο είδος με το οποίο οι άνθρωποι δεν ήταν εξοικειωμένοι, χαρακτηριζόμενο ως «γυναικείος κινηματογράφος». Η μεγάλη ανάπτυξη του «γυναικείου κινηματογράφου», δεν σήμαινε μόνο ότι θα υπήρχαν κι άλλες γυναίκες κινηματογραφίστριες ή δημιουργοί. Στην πραγματικότητα, δημιούργησε ένα νέο κινηματογραφικό είδος αναβαθμίζοντας συνολικά τις γυναίκες μέσα στην κινηματογραφική βιομηχανία.[23]

Οι περισσότερες γυναίκες σκηνοθέτιδες στο Μεξικό αυτοπροσδιορίζονται ως φεμινίστριες. Ο πρωταρχικός λόγος για πολλές από αυτές να αναλάβουν τη σκηνοθεσία μια ταινίας ήταν να απεικονίσουν ιστορίες γυναικών στην αρχική και αληθινή τους ουσία, καθώς και να προσπαθήσουν να επαναπροσαρμόσουν ρόλους γυναικών στην οθόνη του Μεξικού. Σύμφωνα με την Πατρίσια Τόρες Σαν Μαρτίν, μία κορυφαία μελετητή του κινηματογράφου, υπάρχει ένα νέο θέμα που αναδύεται μέσα στην κινηματογραφική βιομηχανία στο Μεξικό, το οποίο είναι γνωστό ως «νέα γυναικεία ταυτότητα». Αυτή η νέα δομική αλλαγή στον κινηματογράφο δημιούργησε μια γεωγραφική πολιτισμική αλλαγή στο Μεξικό λόγω της αλλαγής των πεποιθήσεων στη βιομηχανία του κινηματογράφου.[23] Η ταινία της σκηνοθέτιδας Μαρία Νοβάρο Ο κήπος της Εδέμ (El Jardín del Edén) (1994) τής έδωσε μια δεύτερη υποψηφιότητα για το βραβείο Άριελ Καλύτερης Ταινίας, την πρώτη για μια γυναίκα στο Μεξικό. Στην ταινία αυτή απεικονίζεται αυτή η θεματολογία. Τρεις πολύ διαφορετικές γυναίκες βρίσκονται στη μεξικανο-αμερικάνικη συνοριακή πόλη Τιχουάνα, η καθεμία με τον δικό της στόχο. Η μία είναι αγωνιζόμενη καλλιτέχνιδα Ελίζαμπεθ (Ροσάριο Σαγκράβ), η άλλη είναι η Τζέϊν (Ρενέ Κόλμαν) που ψάχνει τον αδερφό της, και η Σερένα (Γκαμπριέλα Ρόελ), μια χήρα που μόλις έφτασε στην πόλη με την οικογένειά της. Αν και η τριάδα προέρχεται από διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο - η Ελίζαμπεθ είναι Μεξικανοαμερικανίδα, η Τζέιν είναι Αμερικανίδα, και η Σερένα είναι Μεξικανή - και οι τρεις αναζητούν έναν νέο προσανατολισμό.

Η Μαριάνα Τσενίλο έγινε η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτις που κέρδισε το βραβείο Άριελ για την καλύτερη ταινία το 2010 για την ταινία της Η θέληση της Νόρα. Το βραβείο Άριελ το απονέμει η Μεξικανική Ακαδημία Κινηματογράφου. Στον κινηματογράφο του Μεξικού, θεωρείται ισοδύναμο με τα βραβεία Όσκαρ των Ηνωμένων Πολιτειών. Τέλος, η κινηματογραφίστρια Ίσα Λόπες έγραψε το σενάριο πολλών κινηματογραφικών ταινιών, με τρεις από αυτές να δημιουργούνται στο Μεξικό από τα μεγάλα στούντιο του Χόλυγουντ όπου τα δύο τα σκηνοθέτησε η ίδια. Οι ταινίες που σκηνοθέτησε ήταν Παρενέργειες (Efectos secundarios) (2006) από τη Warner Bros., και Σχεδόν ντίβες (Casi Divas) (2008) από τη Sony Pictures με μουσική από τον καταξιωμένο χολυγουντιανό συνθέτη Χανς Ζίμερ.

Ενεργές προσωπικότητες του μεξικανικού κινηματογράφου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ηθοποιοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκηνοθέτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Agrasánchez Jr., Rogelio (2001). Bellezas del cine mexicano/Beauties of Mexican Cinema. Archivo Fílmico Agrasánchez. ISBN 968-5077-11-8. 
  • Agrasánchez Jr., Rogelio (2006). Mexican Movies in the United StatesΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. McFarland & Company Inc. ISBN 0-7864-2545-8. 
  • Ayala Blanco, Jorge (1997) La aventura del cine mexicano: En la época de oro y después ed. Grijalba (ISBN 970-05-0376-3)
  • Dávalos Orozco, Federico (1996). Albores del Cine Mexicano (Beginning of the Mexican Cinema). Clío. ISBN 968-6932-45-3. 
  • De los Reyes, Aurelio. Los orígenes del cine en México (1896-1900). Mexico City: UNAM 1973.
  • De los Reyes, Aurelio. Un medio siglo de cine mexicano (1896-1947). Mexico City: Trillas 1987.
  • De los Reyes, Aurelio, David Ramón, María Luisa Amador, and Rodolfo Rivera. 80 años de cine en México. Mexico City: UNAM 1977.
  • García Riera, Emilio (1986) Época de oro del cine mexicano Secretaría de Educación Pública (SEP) (ISBN 968-29-0941-4)
  • García Riera, Emilio (1992–97) Historia documental del cine mexicano Universidad de Guadalajara, Consejo Nacional para la Cultura y las Artes (CONACULTA), Secretaría de Cultura del Gobierno del Estado de Jalisco y el Instituto Mexicano de Cinematografía (IMCINE) (ISBN 968-895-343-1)
  • García Gustavo y AVIÑA, Rafael (1993) Época de oro del cine mexicano ed. Clío (ISBN 968-6932-68-2)
  • Herschfield, Joanne (1996) Mexican Cinema, Mexican Woman (1940–1950) University of Arizona Press (ISBN 0-8165-1636-7)
  • Maciel, David R. Mexico's Cinema: A Century of Film and Filmmakers, Wilmington, Delaware: SR Books, 1999. (ISBN 0-8420-2682-7)
  • Mora, Carl J. Mexican Cinema: Reflections of a Society, 1896–2004, Berkeley: University of California Press, 3rd edition 2005. (ISBN 0-7864-2083-9)
  • Noble, Andrea, Mexican National Cinema, Taylor & Francis, 2005, (ISBN 0-415-23010-1)
  • Paranguá, Paulo Antonio (1995) Mexican Cinema British Film Institute (BFI) Publishing en asociación con el Instituto Mexicano de Cinematografía (IMCINE) y el Consejo Nacional para la Cultura y las Artes (CONACULTA) (ISBN 0-85170-515-4)
  • Pick, Zuzana M. Constructing the Image of the Mexican Revolution: Cinema and the Archive. Austin: University of Texas Press 2010. (ISBN 978-0-292-72108-1)
  • Pineda Franco, Adela. The Mexican Revolution on the World Stage: Intellectuals and Film in the Twentieth Century. Albany: SUNY Press 2019. (ISBN 978-1-4384-7560-8)
  • Ramírez Berg, Charles. Cinema of Solitude: A Critical Study of Mexican Film, 1967-1983. Austin: University of Texas Press 1992.
  • Reyes Nevares, Beatriz. The Mexican Cinema: Interviews with Thirteen Directors. Trans. by Carl J. Mora and Elizabeth Gard. Albuquerque: University of New Mexico Press 1976.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Infraestructura de exhibición y festivales» (PDF). Instituto Mexicano de Cinematografía. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2013. [νεκρός σύνδεσμος]
  2. «Table 6: Share of Top 3 distributors (Excel)». UNESCO Institute for Statistics. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2013. 
  3. «Table 1: Feature Film Production – Genre/Method of Shooting». UNESCO Institute for Statistics. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2013. 
  4. 4,0 4,1 «Exhibición y distribución» (PDF). Instituto Mexicano de Cinematografía. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2013. [νεκρός σύνδεσμος]
  5. De los Reyes, Aurelio. "Motion Pictures: 1896-1930" in Encyclopedia of Mexico. Chicago: Fitzroy Dearborn 1997, pp. 957-964
  6. «6 things you may not know about Oscar statuettes». forevergeek.com. Μαρτίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουνίου 2011. 
  7. Alvarez, Alex (22 Φεβρουαρίου 2013). «Meet the Mexican Model Behind the Oscar Statue». abcnews.go.com. ABC News. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2016. 
  8. Mora, Carl J. Mexican Cinema: Reflections of a Society 1896–1988, p. 5,6. Berkeley: University of California Press, 1989. (ISBN 0-520-04304-9)
  9. Dávalos Orozco, Federico (1996). Albores del cine mexicano. México, D.F.: Clío. σελ. 12. ISBN 968-6932-45-3. OCLC 37403415. 
  10. Dávalos Orozco, Federico (1996). Albores del cine mexicano. México, D.F.: Clío. σελ. 13. ISBN 968-6932-45-3. OCLC 37403415. 
  11. Dávalos Orozco, Federico (1996). Albores del cine mexicano. México, D.F.: Clío. σελ. 14. ISBN 9686932453. OCLC 37403415. 
  12. Dávalos Orozco, Federico (1996). Albores del cine mexicano. México, D.F.: Clío. σελ. 19. ISBN 9686932453. OCLC 37403415. 
  13. Dávalos Orozco, Federico (1996). Albores del cine mexicano. México, D.F.: Clío. σελ. 15. ISBN 9686932453. OCLC 37403415. 
  14. Mora p. 17-21
  15. Dávalos Orozco, Federico (1996). Albores del cine mexicano. México, D.F.: Clío. σελ. 18. ISBN 968-6932-45-3. OCLC 37403415. 
  16. Dávalos Orozco, Federico (1996). Albores del cine mexicano. México, D.F.: Clío. p. 17. ISBN 9686932453. OCLC 37403415.
  17. Dávalos Orozco, Federico (1996). Albores del cine mexicano. México, D.F.: Clío. p. 21. ISBN 9686932453. OCLC 37403415.
  18. «Mexican Cinema». web.archive.org. 8 Σεπτεμβρίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2021. CS1 maint: Unfit url (link)
  19. Ruíz, Vicki· Sánchez Korrol, Virginia (2006). Latinas in the United States : a historical encyclopedia. Bloomington: Indiana University Press. ISBN 0-253-11169-2. 74671044. 
  20. «The 34th Academy Awards | 1962». Oscars.org | Academy of Motion Picture Arts and Sciences (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Αυγούστου 2021. 
  21. «TARAHUMARA». Festival de Cannes (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Αυγούστου 2021. 
  22. Margaret Herrick Library, Academy of Motion Picture Arts and Sciences
  23. 23,0 23,1 23,2 Rashkin, Elissa (2001). Women filmmakers in Mexico : the country of which we dream. Austin: Austin: University of Texas Press. ISBN 978-0-292-77108-6. 
  24. El camino de la vida - IMDb, http://www.imdb.com/title/tt0134421/awards, ανακτήθηκε στις 2021-08-01 
  25. Pereda, Javier; Murrieta-Flores, Patricia (2011-07-09). «The Role of Lucha Libre in the Construction of Mexican Male Identity» (στα αγγλικά). Networking Knowledge: Journal of the MeCCSA Postgraduate Network 4 (1). doi:10.31165/nk.2011.41.68. ISSN 1755-9944. https://ojs.meccsa.org.uk/index.php/netknow/article/view/68. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]