Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μεγάλη ρέα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μεγάλη ρέα
Ενήλικη μεγάλη ρέα φωτογραφημένη στη Βραζιλία
Ενήλικη μεγάλη ρέα φωτογραφημένη στη Βραζιλία
Κατάσταση διατήρησης

Προ Απειλής (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Ρεόμορφα (Rheiformes)
Οικογένεια: Ρεΐδες (Rheidae)
Γένος: Ρέα (Rhea) (Brisson, 1760) F
Είδος: R. americana
Διώνυμο
Rhea americana (Ρέα η αμερικανική)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Rhea americana albescens
Rhea americana americana
Rhea americana araneipes
Rhea americana intermedia
Rhea americana nobilis

Η Μεγάλη ρέα είναι παλαιόγναθο ατροπιδοφόρο πτηνό της οικογενείας των Ρεϊδών, που απαντά αποκλειστικά στη Νότια Αμερική. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Rhea americana και περιλαμβάνει 5 υποείδη.[1]

  • Η μεγάλη ρέα είναι το μεγαλύτερο από τα 2 αρτίγονα μέλη του γένους Rhea της οικογενείας των Ρεϊδών, ατροπιδοφόρων πτηνών που απαντούν στη Νότια Αμερική. Το άλλο μέλος της οικογενείας είναι η μικρή ρέα, η οποία παλαιότερα ανήκε σε διαφορετικό γένος.
  • Καθοδική ↓ [2]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Rhea, είναι άμεση απόδοση της ελληνικής Ρέα. Η Ρέα (μυθολογία) ήταν σημαντική τιτανίδα θεότητα στα αρχαία χρόνια, μητέρα του Δία, αδελφή και σύζυγος του Κρόνου. Άγνωστος παραμένει ο λόγος ονοματοδοσίας του πτηνού, καθώς η ίδια η λέξη έχει άγνωστη ετυμολογία [3]. Πιθανόν, επειδή το πτηνό έχει απωλέσει την πτητική του ικανότητα και κινείται συνεχώς στο έδαφος, τη γη, να συσχετίζεται η ονομασία με τη θεά Γη, της οποίας η Ρέα ήταν θυγατέρα.[4] Κατ’ άλλην -πιθανότερη- εκδοχή, στην κωμωδία του Αριστοφάνη Όρνιθες, υπάρχει σκωπτική αντιπαράθεση μεταξύ της «Μεγάλης Μητέρας» (Ρέα) και του «Μεγάλου Όρνιθος» (Στρουθοκάμηλος), δηλαδή ο αρχαίος κωμικός «χειρίζεται» τη θεά Ρέα σαν πτηνό, στοιχείο που οδήγησε στην ονοματοδοσία του είδους.[5]

Η αγγλική λαϊκή ονομασία του είδους, όπως και η αντίστοιχη ελληνική παραπέμπουν στο μέγεθος του πτηνού, συγκρινόμενο με εκείνο της μικρής ρέας. Άλλες ονομασίες του είδους είναι Κοινή/Γκρίζα/Αμερικανική ρέα (Common/Grey/American rhea) και ema (Βραζιλία).

Ωστόσο, η συνηθέστερη λαϊκή ονομασία του πτηνού είναι, ñandú (στη γλώσσα guarani), που σημαίνει «αράχνη», πιθανόν λόγω της συνήθειας του πτηνού να ανοιγοκλείνει τις πτέρυγες, όταν τρέχει. Επίσης, στη γλώσσα Κέτσουα (Quechua), αποκαλείται suri ή surí και στη γλώσσα mapuche αποκαλείται choique, ονομασία με πιθανή προέλευση την Παταγονία.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεωγραφική κατανομή των υποειδών του είδους Rhea americana: Πορτοκαλί R. a. nobilis, Κίτρινο R. a. intermedia, Πράσινο σκούρο R. a. americana, Λαδί R. a. albescens, Κυανοπράσινο R. a. araneipes

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, στο έργο του Systema naturae, ως Struthio camelus americanus (Sergipe and Rio Grande do Norte, Brazil, 1758 [6]), δηλαδή ταξινομήθηκε ως υποείδος της στρουθοκαμήλου. Μεταφέρθηκε στο γένος Rhea από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723-1806), το 1760.

Αναγνωρίζονται 5 υποείδη, κυρίως από την έκταση του μαύρου χρώματος του λαιμού και από το ύψος τους.[7] Ωστόσο, πτηνά σε αιχμαλωσία σε κάποιες περιοχές κατανομής τους, διαφέρουν τόσο λίγο που, χωρίς τη γνώση του τόπου καταγωγής τους, είναι ουσιαστικά αδύνατο να ταξινομηθούν.

Γεωγραφική κατανομή υποειδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεγάλη ρέα απαντά στη Νότια Αμερική, κυρίως στο κεντρικό, ανατολικό και νοτιοανατολικό τμήμα της υποηπείρου, φθάνοντας νότια μέχρι τις 40°, περίπου.[8] Τα κράτη όπου κατανέμεται -όχι αναγκαστικά σε όλη τους την έκταση- είναι η Βραζιλία, η Παραγουάη, η Βολιβία, η Αργεντινή και η Παραγουάη. Οι υγιέστεροι πληθυσμοί πιστεύεται ότι απαντούν στην περιοχή της ζώνης chaco.[8]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Rhea americana albescens BΑ και Α Αργεντινή (νότια και ανατολικά της επαρχίας Ρίο Νέγρο)
2 Rhea americana americana Β και Α Βραζιλία (από το Μαρανιάο και Ρίο Γκράντε ντο Νόρτε, νότια προς Σάο Πάολο και Β. Παρανά)
3 Rhea americana araneipes Δ Παραγουάη (ζώνη chaco), ΒΑ και Α Βολιβία, ΝΔ και ΔΚ Βραζιλία (Ροντόνια, νότια προς Μάτο Γκρόσο ντο Σουλ)
4 Rhea americana intermedia ΝΑ Βραζιλία (νότιο Παρανά, νότια προς Ρίο Γκράντε ντο Σουλ), Ουρουγουάη
5 Rhea americana nobilis Α Παραγουάη (ανατολικά του ποταμού Παραγουάη)

Πηγές:[1][9][10]

Τα τυπικά οικοσυστήματα της μεγάλης ρέας περιλαμβάνουν την πάμπα, την τροπική σαβάνα campo cerrado και τα ανοικτά δάση των ζωνών chaco, συνήθως σε περιοχές με λειμώνες υψομέτρου η άλλου τύπου βλάστηση, αλλά και σε ανοικτά λιβάδια και καλλιεργημένα χωράφια, μέχρι τα 1200 μ.[8][11][12][13] Ωστόσο, περιπλανάται ακόμη και σε ελώδεις ή ερημικές εκτάσεις,[14] αλλά τείνει να αποφεύγει τα υγρά τροπικά δάση που βρίσκονται προς τις ακτές του Ατλαντικού (Mata Atlântica και Planalto).[15] Γενικά, οι πυκνότητες των πληθυσμών στις χορτολιβαδικές εκτάσεις είναι πολλές φορές μεγαλύτερες από εκείνες στις αγροτικές περιοχές, με τα πουλιά να καταλαμβάνουν το 51% των βοσκότοπων και λιγότερο από το 5% των γεωργικών θέσεων.[16] Για την αναπαραγωγή τους, οι μεγάλες ρέες προτιμούν περιοχές που γειτνιάζουν με ποτάμια, λίμνες και έλη.[8]

Οι λειμώνες βόσκησης του είδους κυριαρχούνται από τα αγρωστώδη των γενών Imperata και Paspalum,[17] καθώς και σαβάνα, θάμνους, ακόμα και ερημικά εδάφη, αν και προτιμά περιοχές με, τουλάχιστον, κάποια υψηλή βλάστηση, νότια έως 40 ° γεωγραφικό πλάτος. Οι μεγάλες ρέες απαντούν σε χαμηλό υψόμετρο, και σπάνια ανεβαίνουν πάνω από τα 1.200 μέτρα.

  • Μικρός πληθυσμός της μεγάλης ρέας είχε εισαχθεί στη Γερμανία. Από αυτόν τον πληθυσμό, 3 ζευγάρια δραπέτευσαν από ένα αγρόκτημα στο Groß Grönau του Σλέσβιχ-Χολστάιν, τον Αύγουστο του 2000. Τα πουλιά επέζησαν του χειμώνα και, έκτοτε, κατάφεραν να αναπαράγονται σε βιότοπο αρκετά παρόμοιο με εκείνον της νοτιοαμερικανικής τους επικράτειας. Τελικά πέρασαν τον ποταμό Βάκενιτς (Wakenitz) και εγκαταστάθηκαν στο Nordwestmecklenburg στην περιοχή γύρω και, κυρίως, βόρεια του χωριού Thandorf.[18] Έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 2012, έδειξε ότι ο πληθυσμός τους έχει αυξηθεί σε πάνω από 100 άτομα, εγκατεστημένα σε μόνιμη βάση.[19]
Το χαρακτηριστικό κεφάλι της μεγάλης ρέας

Η μεγάλη ρέα είναι ατροπιδοφόρο πτηνό που το παρουσιαστικό της θυμίζει μικρή στρουθοκάμηλο, με μέγεθος ικανό για να της δώσει τον «τίτλο» του μεγαλύτερου πτηνού στη Νότια Αμερική. Γενικά, το πτέρωμα είναι αφράτο και «αναμαλλιασμένο», σκούρο γκρίζο με αρκετές αποχρώσεις του καφέ, πιο σκούρο μαυριδερό στη βάση του λαιμού. Το κεφάλι, ο λαιμός, οι γλουτοί και οι μηροί είναι πτερωμένοι, αλλά οι ταρσοί ολοκληρωτικά γυμνοί. Σε γενικές γραμμές, τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά, με πιο σκούρα χρώματα. Ωστόσο, ακόμη και στην άγρια φύση -ιδιαίτερα στην Αργεντινή- υπάρχουν λευκιστικά (leucistic) άτομα, με άσπρο πτέρωμα και μπλε μάτια, ή και αλμπίνο άτομα. Οι πτέρυγες είναι αρκετά μεγάλες, αλλά χρησιμοποιούνται μόνο κατά το τρέξιμο, για να διατηρείται η ισορροπία του πουλιού κυρίως στις κλειστές στροφές, καθώς επίσης και κατά τη διάρκεια των ερωτικών επιδείξεων.

Όπως και στη στρουθοκάμηλο, το κεφάλι και το ράμφος είναι μικρά, ενώ οι ταρσοί μεγάλοι, ισχυροί και καλύπτονται από 22 οριζόντιες φολιδωτές «πλάκες» στο μπροστινό μέρος. Τα πόδια είναι, επίσης, ισχυρά και έχουν 3 δακτύλους, με τον οπίσθιο δάκτυλο να απουσιάζει. Οι νεοσσοί είναι γκρίζοι με σκούρες επιμήκεις ρίγες.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (125-) 127 έως 140 (-150) εκατοστά
  • Ύψος: 140 έως 170 (-183) εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: 8 έως 10,4 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 33,5 έως 37 εκατοστά
  • Βάρος: (20-) 25 έως 27 (-40) κιλά

Η τροφή της μεγάλης ρέας αποτελείται κυρίως από φύλλα πλατύφυλλων δένδρων, σπέρματα και φρούτα όταν είναι η εποχή τους, αλλά και ζωική ύλη, κυρίως έντομα, σκορπιούς, μικρά τρωκτικά, ερπετά και μικρά πουλιά. Στα αγαπημένα φυτικά είδη περιλαμβάνονται ιθαγενή και εισηγμένα φυτά οικογενειών, όπως Amaranthaceae, Asteraceae, Bignoniaceae, Brassicaceae, Fabaceae, Lamiaceae, Myrtaceae και Solanaceae.[20] Φρούτα όπως, Duguetia furfuracea (Annonaceae) ή αβοκάντο μπορεί να είναι εποχιακά σημαντικά. Συνήθως, οι μεγάλες ρέες δεν τρώνε δημητριακά ή, γενικότερα, μονοκοτυλήδονα. Ωστόσο, τα φύλλα συγκεκριμένων ειδών, όπως της Brachiaria brizantha μπορεί να καταναλωθούν σε μεγάλες ποσότητες, καθώς και κάποιων Liliaceae (π.χ. Smilax brasiliensis). Ακόμα και σκληρή ή αγκαθωτή φυτική ύλη, όπως κόνδυλοι και γαϊδουράγκαθα τρώγονται με ευχαρίστηση. Όπως πολλά άλλα πουλιά που τρέφονται με σκληρή φυτική ύλη, η μεγάλη ρέα καταπίνει βότσαλα που βοηθούν στη σύνθλιψη της τροφής, για καλύτερη πέψη.

Σε χωράφια και φυτείες με είδη που δεν είναι της αρεσκείας της, π.χ., δημητριακά ή ευκαλύπτους, η μεγάλη ρέα μπορεί να αποβεί αρκετά ευεργετική για τους αγρότες. Τρώει κάθε μεγάλο ασπόνδυλο και έντομο που προξενεί ζημιές στα φυτά, όπως ακρίδες, σκαθάρια, κατσαρίδες κ.α. Μάλιστα, τα νεαρά άτομα καταναλώνουν περισσότερη ζωική ύλη από τους ενήλικες. Σε μικτά εδάφη cerrado και γεωργικών εκτάσεων στην πολιτεία Μίνας Ζεράις (Βραζιλία), καταγράφεται να προτιμάει τα σκαθάρια. Δεν είναι σαφές εάν αυτό ισχύει γενικά για το είδος, αφού για παράδειγμα στις πάμπες, η κατανάλωση σκαθαριών είναι πιθανότατα χαμηλότερη, απλά λόγω της εκεί χαμηλότερης διαθεσιμότητας, ενώ τα Ορθόπτερα είναι πιο σημαντικά. Επίσης, η μεγάλη ρέα είναι σε θέση να καταναλώνει Υμενόπτερα, σε μεγάλες ποσότητες. Αυτά τα έντομα περιλαμβάνουν είδη που μπορούν να προκαλέσουν επώδυνα τσιμπήματα, αλλά αυτό δεν φαίνεται να πειράζει τις ρέες. Μερικές φορές, μαζεύονται γύρω από θνησιμαία και τρέφονται με μύγες, αλλά είναι επίσης γνωστό ότι τρώνε τα ίδια τα θνησιμαία ή νεκρά ψάρια στην εποχή της ξηρασίας, όχι όμως σε μεγάλες ποσότητες.[8][20]

  • Οι μεγάλες ρέες έλκονται αρκετά από γυαλιστερά ή μεταλλικά αντικείμενα και, μερικές φορές, κατά λάθος τα καταπίνουν.[8][20]
Ενήλικη μεγάλη ρέα

Η μεγάλη ρέα είναι, γενικά, σιωπηλό πτηνό εκτός από την αναπαραγωγική περίοδο, οπότε αρθρώνει υπόκωφους θορύβους, ενώ οι νεοσσοί παράγουν χαρακτηριστικό σφύριγμα. Κατά τη διάρκεια της περιόδου μη-αναπαραγωγής οι μεγάλες ρέες σχηματίζουν κοπάδια από 10 έως και 100 άτομα. Όταν είναι σε σμήνη, τείνουν να είναι λιγότερο επιφυλακτικές, αλλά τα αρσενικά μπορούν να γίνουν επιθετικά προς άλλα αρσενικά. Όταν καταδιώκονται, τρέχουν γρήγορα σε σχήμα ζιγκ-ζαγκ, σηκώνοντας εναλλάξ τις πτέρυγες. Αυτά τα σμήνη διαλύονται κατά την αναπαραγωγική περίοδο.[6]

Ερωτοτροπίες και ζευγάρωμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη διάλυση των σμηνών, σχηματίζονται τρεις «χαλαρές» ομάδες: μοναχικά αρσενικά, σμήνη από 2-15 θηλυκά και ένα (1) μεγάλο κοπάδι από ζώα ενός έτους. Καθώς πλησιάζει η εποχή του ζευγαρώματος, τα αρσενικά γίνονται πιο επιθετικά μεταξύ τους και αρχίζουν το φλερτάρισμα των θηλυκών, φωνάζοντας και ανορθώνοντας το σώμα τους, διατηρώντας τον λαιμό τους ευθύ και «αναταράσσοντας» το πτέρωμά τους. Σηκώνουν τις φτερούγες τους και μπορεί να τρέξουν κάποια απόσταση, κτυπώντας τις μεθοδικά. Μετά από αυτό, συνεχίζουν να καλούν κάποιο συγκεκριμένο θηλυκό, ενώ αρχίζουν να περπατούν μαζί της ή μπροστά της, ενώ απλώνουν τις πτέρυγες και σκύβουν το κεφάλι. Καθώς το «τελετουργικό» συνεχίζεται, το αρσενικό γίνεται πιο επίμονο και κινητικό, κουνώντας έντονα τον λαιμό του και σχηματίζοντας «οχτάρια», γύρω από το θηλυκό. Από τη στιγμή που το έχει προσελκύσει, το αρσενικό ζευγαρώνει με το θηλυκό και, στη συνέχεια, την οδηγεί στη φωλιά.

Τα θηλυκά μετακινούνται διαρκώς κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, ζευγαρώνουν με κάποιο αρσενικό και, μετά την απόθεση του αβγού, ζευγαρώνουν με άλλο αρσενικό. Τα αρσενικά, από την άλλη, προσέχουν και παρακολουθούν τις φωλιές, αναλαμβάνοντας την επώαση και τη φροντίδα των νεοσσών, όλα μόνοι τους. Πάντως, όπως δείχνουν πρόσφατα στοιχεία, είναι πιθανόν κάποιο κυρίαρχο αρσενικό να «επιστρατεύει» ένα υποτακτικό αρσενικό στη φωλιά αντ’ αυτού, ενώ ο ίδιος ξεκινά το κυνήγι δεύτερου θηλυκού.[6] Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι, οι φωλιές χρησιμοποιούνται συλλογικά και μπορεί να περιέχουν μέχρι και 80 αβγά, συνολικά, που εναποτίθενται από μια ντουζίνα θηλυκών. Έτσι, κάθε θηλυκό μπορεί να γεννάει από 5-10 αυγά.[8] Ωστόσο, το μέσο μέγεθος της ωοτοκίας είναι 26 αβγά, από 7 διαφορετικά θηλυκά.[6]

Rhea americana

Όταν έλθει η ώρα, το θηλυκό γεννάει αβγό, που έχει διαστάσεις 13 × 9 εκατοστά και βάρος 600 γραμμάρια, κατά μέσον όρο, επομένως έχει λιγότερο από τον μισό όγκο του αβγού της στρουθοκαμήλου. Το κέλυφος είναι κιτρινοπράσινο στην αρχή, αλλά σύντομα αποκτά θαμπό κρεμ χρώμα, όταν εκτίθεται στο φως. Η φωλιά είναι μια απλή, ρηχή και πλατιά κοιλότητα στο έδαφος, σε κρυφό σημείο. Την κατασκευάζει το αρσενικό το οποίο, μαζεύει επισταμένως κλαδιά, γρασίδι και φύλλα ολόγυρα έτσι που, τελικά, η περιοχή γύρω από τη φωλιά μοιάζει με διάδρομο πυρασφάλειας (sic). Κατόπιν, το αρσενικό κάθεται σε αυτήν και «φαίνεται» επιθετικό προς το θηλυκό, όταν εκείνη προσεγγίζει για να εναποθέσει το αβγό. Σταδιακά χαλαρώνει και τής επιτρέπει να σκύψει και να τοποθετήσει το αβγό στην άκρη της φωλιάς, ενώ κατόπιν ο ίδιος το τσουλάει μέσα στο εσωτερικό της φωλιάς. Η περίοδος επώασης είναι 29-43 ημέρες.

Νεοσσοί μεγάλης ρέας
  • Όλα τα αβγά εκκολάπτονται μέσα σε 36 ώρες το ένα από το άλλα, ακόμη και αν τα αβγά σε κάποια συγκεκριμένη φωλιά βρίσκονται εκεί για διάστημα δύο εβδομάδων. Όπως φαίνεται, όταν οι πρώτοι νεοσσοί είναι έτοιμοι να εκκολαφθούν, αρχίζουν να αρθρώνουν χαρακτηριστικούς ήχους που μοιάζουν με εκείνους που κάνουν οι φελλοί όταν ανοίγεται ένα μπουκάλι ή με ελαφρά πυροτεχνήματα, ακόμη και μέσα στο αβγό, διεγείροντας τη συντονισμένη εκκόλαψη.

Οι νεοσσοί, περίπου τρεις μήνες μετά την εκκόλαψη, έχουν αποκτήσει το μισό μέγεθος των γονέων τους, ενώ φθάνουν σε σεξουαλική ωριμότητα στους 14 μήνες, περίπου.

Οι φυσικοί θηρευτές των ενηλίκων μεγάλων ρεών περιορίζονται στο πούμα και τον ιαγουάρο. Άγρια σκυλιά, είναι γνωστό ότι, μπορούν να σκοτώνουν νεότερα πουλιά, ενώ το ιερακόμορφο Caracara plancus θεωρείται ύποπτο ότι λυμαίνεται τους νεοσσούς. Τα αρμαντίλλο τρέφονται μερικές φορές με τα αβγά της μεγάλης ρέας.[17] Άτομα σε αιχμαλωσία φαίνεται να εμφανίζουν σημαντική οικολογική αδράνεια (ecological naïvete). Αυτή η «αφοβία» τα καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτα στα αρπακτικά όταν τα πτηνά απελευθερωθούν στο φυσικό τους περιβάλλον, στα προγράμματα επανένταξης. Πειραματισμοί κλασικής εξάρτησης με νεαρές μεγάλες ρέες και ομοιώματα αρπακτικών μπορεί να αποτρέψει αυτή την κατάσταση σε κάποιο βαθμό, αλλά η «προσωπικότητα» κάθε ατόμου -αν είναι θαρραλέο ή ντροπαλό- επηρεάζει την επιτυχία της εν λόγω εκπαίδευσης. Το 2006, ένα πρωτόκολλο τέθηκε σε εφαρμογή, για την κατάρτιση αποφυγής πιθανών θηρευτών, καθώς και για τον εντοπισμό των πλέον κατάλληλων ατόμων προς απελευθέρωση.[21]

Ο πληθυσμός των μεγάλων ρεών έχει μειωθεί σημαντικά στην άγρια φύση, εν μέρει λόγω του κυνηγιού για το κρέας και της εξαγωγής δερμάτων. Πάνω από 50.000 δέρματα διακινήθηκαν το 1980, τα περισσότερα από την Παραγουάη, με την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ να αποτελούν τις κύριες καταναλώτριες χώρες.[8] Τα τελευταία χρόνια, η μεγάλης κλίμακας μετατροπή των μεγάλων νοτιοαμερικανικών λειμώνων για τη γεωργία και την κτηνοτροφία [22] έχουν μειώσει και κατακερματίσει σημαντικά τους διαθέσιμους βιότοπους του είδους, ιδιαίτερα στις πάμπες και τα cerrado.

Οι αγρότες θεωρούν, μερικές φορές, τις μεγάλες ρέες ως επιβλαβή ζώα, επειδή τρώνε πλατύφυλλα καλλιεργούμενα φυτά, όπως λάχανα, σέσκουλα κλπ.[23] και τις θανατώνουν όταν εισβάλλουν στα κτήματά τους. Η καύση των καλλιεργειών στη Νότια Αμερική συμβάλλει, επίσης, στην πτώση των πληθυσμών τους.[24]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μεγάλες ρέες που έχουν εισαχθεί στη Γερμανία προστατεύονται νομικά κατά παρόμοιο τρόπο με τα αυτόχθονα είδη. Γενικά, στο νέο τους «σπίτι» αντιμετωπίζονται θετικά, καθώς η βόσκησή τους θεωρείται ότι, συμβάλλει στη διατήρηση της ποικιλότητας των οικοτόπων των αραιοκατοικημένων λιβαδιών που γειτνιάζουν με τη λίμνη Schaalsee.[18]

Η μεγάλη ρέα θεωρείται Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ) είδος σύμφωνα με την IUCN, με τους πληθυσμούς της Αργεντινής και της Ουρουγουάης να έχουν πληγεί περισσότερο από τη μείωση αυτή.[2]

Εμπορική εκμετάλλευση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος εκτρέφεται στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, όπως γίνεται με το εμού και τη στρουθοκάμηλο. Τα κύρια προϊόντα είναι το κρέας και τα αβγά, αλλά εξάγεται και μια μορφή ελαίου που χρησιμοποιείται για καλλυντικά και σαπούνια, όπως και το δέρμα του πτηνού που φαίνεται να έχει εμπορική αξία.

Σχέση με τον άνθρωπο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύριο λήμμα: Ρέα (πτηνό)
  1. 1,0 1,1 Howard and Moore, p. 35
  2. 2,0 2,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22678073/0
  3. ΠΛΜ, 51:471
  4. Gotch
  5. http://www.hbw.com/species/greater-rhea-rhea-americana
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Davies
  7. Blake
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 8,7 Folch
  9. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22678073
  10. http://ibc.lynxeds.com/species/greater-rhea-rhea-americana
  11. Canevari et al. 1991
  12. Sick 1993
  13. Parker et al. 1996
  14. Accordi & Barcellos
  15. Bencke
  16. Giordano et al. 2008
  17. 17,0 17,1 Mercolli & Yanosky
  18. 18,0 18,1 Schuh
  19. http://www.3sat.de/page/?source=/nano/umwelt/168192/index.html
  20. 20,0 20,1 20,2 Azevedo et al
  21. Azevedo & Young
  22. Da Silva
  23. Elliot
  24. Goriup
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003
  • Helm Dictionary of Scientific Bird Names
  • Alfred Newton A Dictionary of Birds, 1896
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Accordi, Iury Almeida; Barcellos, André. Composição da avifauna em oito áreas úmidas da Bacia Hidrográfica do Lago Guaíba, Rio Grande do Sul [Bird composition and conservation in eight wetlands of the hidrographic basin of Guaíba lake, State of Rio Grande do Sul, Brazil] . Revista Brasileira de Ornitologia (in Portuguese with English abstract) 14 (2): 101–115.
  • Azevedo, Cristiano Schetini de; Penha Tinoco, Herlandes; Bosco Ferraz, João; Young, Robert John (2006). The fishing rhea: a new food item in the diet of wild greater rheas (Rhea americana, Rheidae, Aves). Revista Brasileira de Ornitologia (in English with Portuguese abstract) 14 (3): 285–287.
  • Azevedo, Cristiano Schetini de; Young, Robert J. (2006). Shyness and boldness in greater rheas Rhea americana Linnaeus (Rheiformes, Rheidae): the effects of antipredator training on the personality of the birds. Revista Brasileira de Zoologia (in English with Portuguese abstract) 23 (1): 202–210. doi:10.1590/S0101-81752006000100012.
  • Bellis, L, Martella M. B. and Navarro J. L. 2004. Habitat use by wild and captive-reared greater rheas Rhea americana in agricultural landscapes in Argentina. Oryx 38(3): 304-310.
  • Bencke, Glayson Ariel (2007-06-22). Avifauna atual do Rio Grande do Sul, Brasil: aspectos biogeográficos e distribucionais [The Recent avifauna of Rio Grande do Sul: Biogeographical and distributional aspects] . Quaternário do RS: integrando conhecimento, Canoas, Rio Grande do Sul, Brazil.
  • Blake, Emmet Reid (1977). Manual of Neotropical Birds: Spheniscidae (penguins) to Laridae (gulls and allies) . University of Chicago Press. pp. 8–9. ISBN 0-226-05641-4.
  • Canevari, M. 1991. Nueva guia de las aves Argentinas. Fundación Acindar, Buenos Aires.
  • da Silva, J. M. C. 1995. Birds of the Cerrado Region, South America. Steenstrupia 21: 69-92.
  • Davies, S.J.J.F. (2003). Rheas. In Hutchins, Michael. Grzimek's Animal Life Encyclopedia. 8 Birds I Tinamous and Ratites to Hoatzins (2 ed.). Farmington Hills, MI: Gale Group. pp. 69–73. ISBN 0-7876-5784-0.
  • Elliott, Andrew (1992). Genus Rhea, In Josep del Hoyo, Jordi Sargatal, José Cabot. Handbook of the Birds of the World 1. Lynx Edicions. pp. 84–88. ISBN 84-87334-10-5.
  • Folch, A. 1992. Rheidai (Rheas). In: del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. (ed.), Handbook of the birds of the world, pp. 84-89. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Giordano, P. F.; Bellis, L. M.; Navarro, J. L.; Martella, M. B. 2008. Abundance and spatial distribution of Greater Rhea Rhea americana in two sites on the pampas grasslands with different land use. Bird Conservation International 18(1): 63-70.
  • Giordano, P. F.; Navarro, J. L.; Martella, M. B. 2010. Building large-scale spatially explicit models to predict the distribution of suitable habitat patches for the Greater Rhea (Rhea americana), a Near-threatened species. Biological Conservation 143: 357-365.
  • Goriup, Paul D. (1988). Ecology and conservation of grassland birds. BirdLife International. p. 61. ISBN 0-946888-11-6.
  • Gotch, A.F. (1995) [1979]. Rheas: Latin Names Explained. A Guide to the Scientific Classifications of Reptiles, Birds & Mammals. New York, NY: Facts on File. p. 177. ISBN 0-8160-3377-3.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org.
  • Lowen, J. C.; Bartrina, L.; Clay, R. P.; Tobias, J. A. 1996. Biological surveys and conservation priorities in eastern Paraguay (the final reports of Projects Canopy '92 and Yacutinga '95). CSB Conservation, Cambridge, U.K.
  • Mercolli, Claudia; Yanosky, A. Alberto (2001). Greater rhea predation in the Eastern Chaco of Argentina. Ararajuba 9 (2): 139–141.
  • Parker, T. A.; Stotz, D. F.; Fitzpatrick, J. W. 1996. Ecological and distributional databases. In: Stotz, D.F.; Fitzpatrick, J.W.; Parker, T.A.; Moskovits, D.K. (ed.), Neotropical bird ecology and conservation, pp. 113-436. University of Chicago Press, Chicago.
  • Schuh, Hans (2003-03-20). Alleinerziehender Asylant [Single-parent asylum seeker] . Die Zeit.
  • Sick, H. 1993. Birds in Brazil: a natural history. Princeton University Press, Princeton.
  • Stotz, D. F.; Fitzpatrick, J. W.; Parker, T. A.; Moskovits, D. K. 1996. Neotropical birds: ecology and conservation. University of Chicago Press, Chicago.