Μαύρη Εκκλησία (Μπρασόβ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 45°38′27.64″N 25°35′16.91″E / 45.6410111°N 25.5880306°E / 45.6410111; 25.5880306

Μπισέρικα Νεάγκρα
Biserica Neagră και Schwarze Kirche
Χάρτης
Είδοςκαθεδρικός ναός και εκκλησία[1]
Αρχιτεκτονικήγοτθική αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες45°38′28″N 25°35′17″E
ΘρήσκευμαΛουθηρανισμός
Διοικητική υπαγωγήΜπρασόβ[1]
ΤοποθεσίαΜπρασόβ[2]
ΧώραΡουμανία[2][1]
Έναρξη κατασκευής1383
Γενικές διαστάσεις89 μέτρα × 38 μέτρα
Ύψος65 μέτρα
ΠροστασίαΙστορικό Μνημείο[2]
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα
Άποψη της Μαύρης Εκκλησίας, το 2014.

Η Μπισέρικα Νεάγκρα ή Μαύρη Εκκλησία (γερμανικά: Schwarze Kirche‎‎, ρουμανικά: Biserica Neagră‎‎) είναι εκκλησία στο Μπρασόβ, πόλη της νοτιοανατολικής Τρανσυλβανίας, στη Ρουμανία. Ανεγέρθηκε από τη γερμανική κοινότητα της πόλης, ενώ, παράλληλα, αποτελεί το κυριότερο γοτθικού αρχιτεκτονικού ρυθμού μνημείο της χώρας, καθώς και ο μεγαλύτερος και εκ των σημαντικότερων λουθηρανικών (Ευαγγελική Εκκλησία Αυγουστιανής Ομολογίας στη Ρουμανία) χώρων λατρείας στην ευρύτερη περιοχή.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχικώς ρωμαιοκαθολικού θρησκεύματος εκκλησία ήταν γνωστή ως Εκκλησία της Παναγίας, αντικαθιστώντας παλαιότερη κατασκευή η οποία χρησιμοποιείτο, επίσης, για λατρευτικούς σκοπούς.[3][4] Η ανέγερσή της ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, σε άγνωστη ημερομηνία, αν και περαιτέρω ανάλυση των διαφόρων ευρημάτων έχει οδηγήσει αριθμό ερευνητών στο συμπέρασμα πως οι εργασίες κατασκευής ξεκίνησαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1383 και 1385,[5] μέσω της πρόσληψης Βουλγάρων χτιστών και τεχνιτών, οι οποίοι και εγκαταστάθηκαν εντός της νεοϊδρυθείσας βουλγαρικής αποικίας του Μπρασόβ, το Σκέι Μπρασόβουλουι.[6][7] Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ένα γερμανικό παιδί παρενοχλούσε τους Βούλγαρους χτίστες ή τους έλεγε πως ένας εκ τοίχων της εκκλησίας έκλινε. Κάποια στιγμή, ένας ενοχλημένος από αυτή τη συμπεριφορά Βούλγαρος έσπρωξε στο κενό το παιδί από τον κωδωνοστάσιο της εκκλησίας, ενώ, στη συνέχεια, εντοίχισε το σώμα του εντός της εκκλησίας, προκειμένου να αποκρύψει το έγκλημά του.[8]

Είναι γνωστό το γεγονός πως, κατά τις απαρχές της λειτουργίας της, ιερέας της εκκλησίας ήταν ο επονομαζόμενος Θωμάς (αποβιώσας το 1410), του οποίου ο τάφος ευρίσκεται εντός του τμήματος του χοροστασίου.[9][10] Οι κατασκευαστικές εργασίες των γειτονικών οχυρώσεων, πιθανώς, ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, ολοκληρώνοντας, ως εκ τούτου, την κατασκευή του τρίτου φρουρίου της πόλης του Μπρασόβ.[11]

Η Αγία Τράπεζά της, αρχικώς, περιελάμβανε έναν μόνο στύλο, ωστόσο ο ρόλος του τελευταίου ως υποστήριγμα ολόκληρης της κατασκευής, όπως συνέβαινε με τους γερμανικούς καθεδρικούς ναούς των οποίων την ανέγερση είχε αναλάβει ο Χανς Στέττχαϊμερ (άποψη την οποία έχουν εκφράσει ερευνητές όπως οι Ερνστ Κύλμπραντ και Άνταλ Χέκλερ), βρίσκεται υπό αμφισβήτηση.[12] Η κατασκευή του κλίτους, από την πλευρά της, διήρκεσε περισσότερο καιρό, ενώ οι εργασίες διεκόπησαν για διάφορα χρονικά διαστήματα, γεγονός το οποίο υποχρέωσε, το 1423, τον Πάπα Μαρτίνο Ε΄ να προχωρήσει στην έκδοση συγχωροχαρτιών για όσους εμπλέκονταν με την ανέγερση της εκκλησίας, ως κίνητρο για την επανέναρξη των κατασκευαστικών εργασιών. Το 1474, έγγραφο προερχόμενο από τον Σίξτο Δ΄ ανέφερε πως οι εργασίες εξακολουθούσαν να μην προοδεύουν με την επιθυμητή ταχύτητα.[13]

Αριθμός οκταγωνικών κιόνων, οι οποίοι επανασχεδιάστηκαν τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια της περιόδου των κατασκευαστικών εργασιών, ολοκλήρωσαν την κατασκευή τους προς το 1444.[14] Ένας εξ αυτών φέρει τον θυρεό του στρατιωτικού ηγέτη Ιωάννη Ουνιάδη, ο οποίος αναφέρεται ως ένας εκ των ευεργετών της εκκλησίας.[15] Η πλέον εντατική φάση των κατασκευαστικών εργασιών έλαβε χώρα κατά την περίοδο προ και μετά του 1450, στην οποία και περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, η ολοκλήρωση της κατασκευής του ιδιαιτέρως σημαντικού αριθμού πυλών, συμπεριλαμβανομένης της βόρειας «Χρυσής Πύλης», καθώς και του γειτονικού της ιερού της Ιεράς Θυσίας.[16] Η ανατολική πύλη της εκκλησίας, η κατασκευή της οποίας αποτελούσε επιθυμία του Βασιλέα της Ουγγαρίας, Ματθία Κορβίνου, ολοκληρώθηκε το 1476.[17] Μεταξύ του 1500 και του 1515, το σκευοφυλάκιο της εκκλησίας επεκτάθηκε περαιτέρω.[18]

Άποψη της Μαύρης Εκκλησίας, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

Αποπερατωθείσα κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα (λίγο μετά το 1476), η εκκλησία αποτελεί εκπρόσωπο της ύστατης φάσης του γοτθικού αρχιτεκτονικού ρυθμού.[19][20][21] Είχε σχήμα τρίκλιτης βασιλικής, όπου και τα τρία κλίτη ήσαν ίδιου ύψους,[12] όπως συνέβαινε αρκετά συχνά κατά τη διάρκεια του 15ου και του 16ου αιώνα εντός των γερμανικών εδαφών, από τα οποία και κατάγονταν οι περισσότεροι εκ των αρχιτεκτόνων και χτιστών. Αρκετά τμήματα του κτιρίου παρουσιάζουν ομοιότητες με την εκκλησία του Σέμπες, καθώς και την Εκκλησία Αγίου Μιχαήλ της Κλουζ-Ναπόκα,[22][23][24][25] όπως και την Δομινικανή Εκκλησία του Κόσιτσε.[26][27][28] Το αρχιτεκτονικό σχέδιο της συγκεκριμένης εκκλησίας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για άλλα θρησκευτικά κτίρια της ευρύτερης περιοχής, ενώ, παράλληλα, θεωρείται πιθανό λιθοξόος ο οποίος, αρχικώς, είχε εργαστεί για την ανέγερση της εκκλησίας, στη συνέχεια, να εργάστηκε για την ανέγερση της εκκλησίας του Γκίμπαβ.[29]

Κατά τη διάρκεια της περιόδου της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, οι καθολικού δόγματος θρησκευτικές λειτουργίες αντικαταστάθηκαν με λουθηρανικές, εξέλιξη στην οποία συνέβαλε και η επιρροή του Γιοχάννες Χόντερ. Αργότερα, άγαλμα εις μνήμην του Χόντερ κατασκευάστηκε από τον Χάρρο Μάγκνουσσεν και τοποθετήθηκε επί της μίας πλευράς του κτιρίου. Η εκκλησία καταστράφηκε εν μέρει κατά τη διάρκεια μεγάλης πυρκαγιάς οι οποία προκλήθηκε από τις εισβάλλουσες δυνάμεις των Αψβούργων, στις 21 Απριλίου 1689, (κατά τη διάρκεια της περιόδου του Μεγάλου Τουρκικού Πολέμου).[30][31] Στη συνέχεια, έγινε γνωστή ως Μαύρη Εκκλησία. Μεγάλο μέρος του εσωτερικού τμήματος του κτιρίου υπέστη τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί ο αρχικός αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του.[12]

Έπειτα από την πυρκαγιά του 1689, η Μπισέρικα Νεάγκρα επισκευάστηκε με τη βοήθεια χτιστών προερχόμενων από το Ντάντσιχ, καθώς οι τοπικοί τεχνίτες δεν ήσαν σε θέση, βάσει επιπέδου τεχνικών γνώσεων, προκειμένου να ολοκληρώσουν τους μεγάλου μεγέθους θόλους, οι οποίοι και, τελικώς, κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τον μπαρόκ αρχιτεκτονικό ρυθμό.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη της εισόδου της Μαύρης Εκκλησίας.

Η Μπισέρικα Νεάγκρα είναι μήκους 89 μέτρων και πλάτους 38 μέτρων, ενώ το μοναδικό κωδωνοστάσιό της είναι ύψους 38 μέτρων. Η Μαύρη Εκκλησία διαθέτει, επίσης, καμπάνα συνολικού βάρους έξι τόνων, η οποία και αποτελεί την μεγαλύτερη σε ολόκληρη τη Ρουμανία, ένα επιβλητικό εκκλησιαστικό όργανο 4.000 σωλήνων, το οποίο κατασκευάστηκε το 1839 από τον Καρλ Άουγκουστ Μπούχχολτς (1796-1884), και το οποίο χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια εβδομαδιαίων συναυλιών, καθώς και μία ευρεία συλλογή «τρανσυλβανικών» χαλιών, τα οποία και αποτελούν δωρεές, χρονολογούμενες κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταξύ του 15ου και του 17ου αιώνα, Τρανσυλβανών Σαξόνων εμπόρων, ορισμένα εκ των οποίων χρησιμοποιήθηκαν για την διακόσμηση των τοίχων, καθώς και των δαπέδων της εκκλησίας, έπειτα από τη Μεταρρύθμιση.[32]

Το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού τμήματος του κτιρίου είναι κατασκευασμένο από εύθρυπτο μυλόλιθο, γεγονός το οποίο και οδήγησε, με την πάροδο του χρόνου, στην επιδείνωση της κατάστασης συντήρησης αριθμού εκ των εξωτερικών αγαλμάτων, καθώς και αρχιτεκτονικών στοιχείων της τοιχοποιίας.[5] Μεταξύ των παλαιότερων σωζόμενων τμημάτων της εκκλησίας περιλαμβάνονται αριθμός γλυπτών, τα τόξα, τμήματα της τοιχοποιίας όπως τα τρίλοβα, καθώς και αριθμός πυλών, ενώ το στεφάνωμα των πυλών αποτελεί απομίμηση του γοτθικού αρχιτεκτονικού ρυθμού και χρονολογείται στον 18ο αιώνα.[13]

Παλαιότερο χρονολογικά γλυπτό φαίνεται να είναι σχεδόν ολοκληρωτικά φθαρμένη προτομή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, η οποία βρίσκεται εντός του τμήματος του χοροστασίου της εκκλησίας, το οποίο και παρουσιάζει ομοιότητες με τη βοημική γοτθική τέχνη, όπως αυτή παρουσιάζεται εντός των έργων των Γιόχαν και Πέτερ Πάρλερ.[33] Ένας περισσότερο επιβλητικός γοτθικός αρχιτεκτονικός ρυθμός χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των εξωτερικών αγαλμάτων, πιο συγκεκριμένα εκείνα τα οποία αναπαριστούν τον φερόμενο ως ιδρυτή της Μπισέρικα Νεάγκρα, Θωμά, και τον Καθολικό προστάτη άγιο της Τρανσυλβανίας, Νικόλαο.[33] Άλλα αγάλματα ανάλογου αρχιτεκτονικού ρυθμού περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη Γέννηση, τον Σωτήρα του Κόσμου, έναν αρχάγγελο, καθώς και αναπαραστάσεις αγίων οι οποίοι πιστεύεται πως είναι οι Τέσσερις Ευαγγελιστές (έργο το οποίο, πιθανώς, ολοκληρώθηκε σταδιακά, κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταξύ 1430 και 1450).[34][35] Νεότερης χρονολογίας μεσαιωνικά γλυπτά, το οποία δημιουργήθηκαν μετά το 1450 και τα οποία παρουσιάζουν ορισμένες αναγεννησιακές επιρροές, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το βόρειο ανάγλυφο, το οποίο αναπαριστά τον Ιησού Χριστό εντός του Δευτέρου Ναού της Ιερουσαλήμ, καθώς και αριθμό άλλων προσώπων τα οποία, επίσης, αναπαριστώνται επί της ίδιας προσόψεως.[36] Άγαλμα της Παναγίας και του Ιησού, το οποίο και είναι διακοσμημένο στη βάση του με το έμβλημα του Μπρασόβ, στέκει με κατεύθυνση προς το κτίριο του πρώην δημαρχείου, καθώς πρόκειται για την προστάτιδα αγία της πόλης.

Εν μέρει κατεστραμμένη τοιχογραφία, η φιλοτέχνηση της οποίας φαίνεται να ολοκληρώθηκε προς το 1477, βρίσκεται πλησίον της νοτιοανατολικής πύλης, ενώ περιλαμβάνει τους θυρεούς του Ματθία Κορβίνου και της συζύγου του, Βεατρίκης.[37] Παρουσιάζει, επίσης, την Γέννηση του Χριστού, μαζί αναπαραστάσεις της Αγίας Αικατερίνης και της Αγίας Βαρβάρας.[38] Εν αντιθέσει με την εντός της εκκλησίας τοιχογραφίας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η οποία αποτελεί παράδειγμα ύστερης γοτθικής τέχνης, η συγκεκριμένη εξωτερική τοιχογραφία είναι εντόνως επηρεασμένη από την τέχνη της Αναγέννησης.[37] Η Μπισέρικα Νεάγκρα περιλαμβάνει, επίσης, ένα αρτοφόριο από χυτοσίδηρο, γοτθικής τεχνοτροπίας, μία κολυμβήθρα (η κατασκευή της οποίας ολοκληρώθηκε το 1472, ενώ αποτελούσε δωρεά εμπόρου γνωστού ως Γιοχάννες Ρέβντελ), δύο μεγάλου μεγέθους δισκοπότηρα (και τα δύο τους χρονολογούμενα, περίπου, από το 1504), καθώς και αριθμό φελονίων από μπροκάρ (καατσκευασμένων κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταξύ των τελών του 15ου αιώνα και των μέσων του 16ου αιώνα).[39][40][41][42]

Ο συγκεκριμένος καθεδρικός ναός αποτελεί σημαντικό σύμβολο του Μπρασόβ, καθώς και μουσείο ανοικτό για τους επισκέπτες. Κάθε Κυριακή, λουθηρανική θρησκευτική λειτουργία λαμβάνει χώρα εντός της εκκλησίας για λογαριασμό της ολιγάριθμης γερμανικής κοινότητας της πόλης.

Φωτοθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 19646. Ανακτήθηκε στις 31  Ιουλίου 2018.
  2. 2,0 2,1 2,2 Wiki Loves Monuments monuments database. 6  Νοεμβρίου 2017. tools.wmflabs.org/heritage/api/api.php?action=search&format=json&srcountry=ro&srlang=ro&srid=BV-II-a-A-11412.
  3. Vătășianu 1959, σελ. 69
  4. Vătășianu 1959, σελ. 228-229
  5. 5,0 5,1 Vătășianu 1959, σελ. 228
  6. (Γερμανικά) Heltmann, Heinz· Servatius, Gustav (1993). Reiseführer Siebenbürgen. Τάουρ μπάι Ίννσμπρουκ: Wort und Welt Verlag. σελ. 365. 
  7. (Βουλγάρικα) Милетич, Любомир (1896). «Нови влахо-български грамоти отъ Брашовъ: Брашов и брашовските българите („шкеи", bolgárszeg)». Дако-ромънитѣ и тѣхната славянска писменость. Сборникъ за Народни Умотворения, Наука и Книжнина. 2. Σόφια. σελ. 16. Den ersten Anfang des Anbanes dieser Vorstadt setzen alle Nachrichten, die ich finde, in die Zeit des 14 Seculi, in welchem die hiesige Stadkirche 1385 gebauet za werden anfing. Da es nämlich bei diesem wichtigen Bau an genugsamen Handleuthen aus iler Ursache fehlte … waren die Kronstädter genöthigt, sich aus den benachbarten Provinzen Arbeitsleute kommen zu lassen. Auf diese Veranlassung kammen aus Bulgarien die von uns sogenannten Belger hieher, welche … an diesem Orte, welchen wir noch die Belgerey nennen, mit Vergünstigung des löblichen Magistrates sich wohnhaft niederzulassen 
  8. (Βουλγάρικα) Балкански, Т. (2010). «Окръг Брашов». Трансилванските (седмиградските) българи. Етнос. Език. Етнонимия. Ономастика. Просопографии. Βελίκο Τάρνοβο: IK "Znak '94". σελ. 44. 
  9. Vătășianu 1959, σελ. 228-229
  10. Vătășianu 1959, σελ. 322
  11. Vătășianu 1959, σελ. 285
  12. 12,0 12,1 12,2 Vătășianu 1959, σελ. 229
  13. 13,0 13,1 Vătășianu 1959, σελ. 230
  14. Vătășianu 1959, σελ. 230-231
  15. Vătășianu 1959, σελ. 231
  16. Vătășianu 1959, σελ. 231
  17. Vătășianu 1959, σελ. 526
  18. Vătășianu 1959, σελ. 527
  19. Vătășianu 1959, σελ. 228
  20. Vătășianu 1959, σελ. 229
  21. Vătășianu 1959, σελ. 230-231
  22. Vătășianu 1959, σελ. 229-230
  23. Vătășianu 1959, σελ. 231
  24. Vătășianu 1959, σελ. 238
  25. Vătășianu 1959, σελ. 526
  26. Vătășianu 1959, σελ. 231
  27. Vătășianu 1959, σελ. 237
  28. Vătășianu 1959, σελ. 239
  29. Vătășianu 1959, σελ. 237-238
  30. Vătășianu 1959, σελ. 228
  31. Vătășianu 1959, σελ. 526
  32. (Γερμανικά) Ziegler, Ágnes· Ziegler, Frank-Thomas (2019). Gott zu Ehren und der löblichen Zunft zur Zierde und Gebrauch. Μπρασόβ. ISBN 9786068582559. 
  33. 33,0 33,1 Vătășianu 1959, σελ. 322
  34. Vătășianu, σελ. 322
  35. Vătășianu 1959, σελ. 325
  36. Vătășianu, σελ. 732
  37. 37,0 37,1 Vătășianu 1959, σελ. 763
  38. Vătășianu 1959, σελ. 763
  39. Vătășianu 1959, σελ. 853
  40. Vătășianu 1959, σελ. 856
  41. Vătășianu 1959, σελ. 876
  42. Vătășianu 1959, σελ. 880-881

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • (Ρουμανικά) Vătășianu, Virgil (1959). Istoria artei feudale în țările romîne. 1. Βουκουρέστι: Editura Academiei RPR. OCLC 536121. 

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]