Μαρία Ελισάβετ του Μεκλεμβούργου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαρία Ελισάβετ του Μεκλεμβούργου
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση24  Μαρτίου 1646[1]
Θάνατος27  Απριλίου 1713[1]
Μπαντ Γκάντερσχαϊμ
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΓονείςΑδόλφος Φρειδερίκος Α΄ του Μεκλεμβούργου και Μαρία-Αικατερίνη του Μπράουνσβαϊγκ-Ντάννενμπερκ
ΑδέλφιαΦρειδερίκος του Μεκλεμβούργου-Γκράμπο
Αδόλφος Φρειδερίκος Β΄ του Μεκλεμβούργου-Στρέλιτς
Χριστίνα του Μεκλεμβούργου
Anna Sophia of Mecklenburg-Schwerin
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Μαρία-Ελισάβετ, γερμ.: Maria Elisabeth von Mecklenburg (24 Μαρτίου 1646 - 27 Απριλίου 1713) από τον Οίκο του Μεκλεμβούργου ήταν κόρη του δούκα του Μεκλεμβούργου-Σβερίν. Το 1712, μετά την απρόοπτη εγκυμοσύνη και την παραίτηση της τρομερής Ερριέττας-Χριστίνας του Μπράουνσβαϊγκ-Βόλφενμπυτελ, η Mαρία-Ελισάβετ έγινε πριγκίπισσα-ηγουμένη του αβαείου Γκάντερσχαϊμ, αλλά απεβίωσε τον επόμενο χρόνο. [2] [3] [4]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μαρία-Ελισάβετ ήταν η πέμπτη κόρη (3η από τον 2ο γάμο) του Αδόλφου-Φρειδερίκου Α΄ δούκα του Μεκλεμβούργου και της Μαρίας-Αικατερίνης (1616–1665), κόρης του Ιουλίου-Ερνέστου δούκα του Μπράουνσβαϊγκ-Ντάνενμπουργκ (1571–1636). [2]

Αφού η μεγαλύτερη αδελφή της, η Χριστίνα, έγινε ηγουμένη του Γκάντερσχαϊμ το 1681, η Mαρία-Ελισάβετ έλαβε ως παρηγορία μία μικρότερη θέση στις 18 Δεκεμβρίου 1682: έγινε Cμέλος του Συλλόγου στο αυτοκρατορικό, ελεύθερο και κοσμικό (Προτεσταντικό, έτσι όχι υπό μοναστικούς όρκους, αλλά παρ' όλα αυτά θρησκευτικό) ίδρυμα του Γκάντερσχαϊμ. Εκλέχθηκε πρύτανης (dekanin) στις 24 Νοεμβρίου 1685, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν αναπληρώτρια της ηγουμένης. Ωστόσο όταν η ηγουμένη, η αδελφή της, απεβίωσε το 1693, η Μαρία-Ελισάβετ έχασε τη διαδοχή, επειδή ο εξάδελφός της Αντώνιος-Ούλριχ δούκας του Μπράουνσβαϊγκ-Βόλφενμπυτελ, προώθησε την τοποθέτηση της δικής του κόρης Ερριέττας-Χριστίνας. Η Μαρία-Ελισάβετ άρχισε να περνά λιγότερο χρόνο στο αβαείο Γκάντερσχαϊμ και βρισκόταν συχνότερα στο Μεκλεμβούργο. Οι απουσίες της παραβίαζαν τα καθήκοντά της έναντι της μονής και στις 30 Ιουλίου 1709 ο Σύλλογος απείλησε να παύσει το εισόδημά της. [2] Η απειλή φαίνεται ότι δεν πραγματοποιήθηκε.

Το 1704 κατάφερε να γίνει βοηθός ηγουμένη στο αβαείο Ρυν, όπου η θέση ήταν κενή από το τέλος της προηγούμενης ηγουμένης -που ήταν επίσης αδελφή της Mαρίας-Ελισάβετ- το 1701. Υπήρξαν προτάσεις ότι η Μαρία-Ελισάβετ είχε λάβει τη θέση «με πονηρία». Ο διορισμός της στην ηγουμενία συνάντησε αντιπολίτευση από τον Φρειδερίκο-Γουλιέλμο δούκα του Μεκλεμβούργου-Σβερίν και τον ανιψιό του, ο οποίος θεωρούσε ότι μετά το τέλος της ηγουμένης Ιουλιανής-Σίβυλλας το 1701, τα έσοδα από τον Ρυν έπρεπε να περιέλθουν στο δουκάτο. Η διαφορά που προέκυψε, κατέληξε στο Αυτοκρατορικό Δικαστήριο (Reichskammergericht). Το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 15 Σεπτεμβρίου 1705, που υποστήριζε αποτελεσματικά τη Μαρία-Ελισάβετ: αυτή διατήρησε τον διορισμό της ως βοηθού ηγουμένης (και τα έσοδα από το αβαείο Ρυν που τον συνόδευαν) έως το 1712.

Το 1712 η 42χρονη ηγουμένη του Γκάντερσχαϊμ]], η Ερριέττα-Χριστίνα του Μπράουνσβαϊγκ-Βόλφενμπυτελ, παραιτήθηκε ξαφνικά, λόγω της γέννησης ενός νόθου τέκνου της. Μετά την εξασφάλιση της υπογεγραμμένης συγκατάθεσής της για απόσυρσή της, στις 29 Οκτωβρίου 1712, ο Σύλλογος εξέλεξε ομόφωνα τη Μαρία-Ελισάβετ να τη διαδεχθεί στις 3 Νοεμβρίου 1712. Η νέα ηγουμένη "ενθρονίστηκε" στις 15 Δεκεμβρίου 1712. Ωστόσο η Μαρία-Ελισάβετ απεβίωσε την επόμενη άνοιξη, στις 27 Απριλίου 1713. Η επίσημη περιβολή της με τα σχετικά διάσημα από τον αυτοκράτορα πραγματοποιήθηκε μετά το τέλος της, στις 14 Νοεμβρίου 1713. Διάδοχός της ως ηγουμένη ήταν η Ελισάβετ της Σαξονίας-Μάινινκεν. [2]

Ενώ ήταν ακόμη εν ζωή, η ηγουμένη Χριστίνα είχε μεριμνήσει για την κατασκευή ενός μπαρόκ τάφου για την ίδια και τη μικρότερη αδελφή της στο stiftskirche (ιδρυματική εκκλησία, που συχνά ταυτίζεται με τον καθεδρικό ναό) στο Γκάντερσχαϊμ. Σύμφωνα με τον ιστορικό της τέχνης Φρήντριχ Σλη, το περίτεχνο ύφος του τάφου έμοιαζε με εκείνο της ετεροθαλούς αδελφής τής Χριστίνας, της Σοφίας-Αγνής (1625–1694), στο αβαείο Ρυν. [5] Οι επιγραφές σε στίχους αλεξανδρινούς (12σύλλαβους) αναφέρονται στο θέμα του τέλους και της παροδικότητας, και συντέθηκαν από τον πάστορα Άρνολντ-Γκότφριντ Μπάλενστετ (1660-1722) [6] .Η σορός της ηγουμένης Χριστίνας είχε τοποθετηθεί σε αυτόν τον τάφο στις 3 Αυγούστου 1693. Ακολούθησε η σαρκοφάγος της Μαρίας-Ελισάβετ στις 11 Οκτωβρίου 1713. [2] [7] Μερικούς αιώνες αργότερα, το 1892, ο Φρειδερίκος-Φραγκίσκος Γ΄ μεγάλος δούκας του Mεκλεμβούργου-Σβερίν, είχε αποκαταστήσει τον τάφο.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 (Αγγλικά) CERL Thesaurus. Consortium of European Research Libraries. cnp01938650. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Hans Goetting (Bearbeitung) (1973). Äbtissinnen .... Marie Elisabeth, Prinzessin zu Mecklenburg-Schwerin 1712-1713 (PDF). Walter de Gruyter & Co., Berlin. σελίδες 353–356. ISBN 3-11-004219-3. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2019. 
  3. Martin Iversen Christensen (compiler) (13 Μαρτίου 2017). «1712-13 Princess-Abbess Marie Elisabeth zu Mecklenburg-Schwerin of Gandersheim (Germany)». Worldwide Guide to Women in Leadership. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2019. 
  4. «Epitaph für die Äbtissinnen Christine und Marie Elisabeth, Prinzessinnen zu Mecklenburg-Schwerin». Kanonissenstift Gandersheim. Kanonissenstift Gandersheim. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2019. 
  5. Friedrich Schlie: *Die Kunst- und Geschichts-Denkmäler des Grossherzogthums Mecklenburg-Schwerin. V. Band: Die Amtsgerichtsbezirke Teterow, Malchin, Stavenhagen, Penzlin, Waren, Malchow und Röbel. Schwerin, 1902 p. 613
  6. DIO 2, Kanonissenstift Gandersheim, Nr. 62 (Christine Wulf)
  7. Friedrich Wigger (compiler) (1885). «... Rühn». Verzeichniß der Grabstätten des Großherzoglichen Hauses von Meklenburg in Jahrbücher des Vereins für Mecklenburgische Geschichte und Altertumskunde, Band 50, pp. 327-342. Dokumentenserver der Landesbibliothek Mecklenburg-Vorpommern. σελ. 339. Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2019.