Μαντάμ Μποβαρύ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαντάμ Μποβαρύ
Η σελίδα τίτλου από την αρχική έκδοση του 1857
ΣυγγραφέαςΓκυστάβ Φλωμπέρ
ΤίτλοςMadame Bovary
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1851-1856
Ημερομηνία δημοσίευσης1857
Πολιτιστικό κίνημαΡεαλισμός
Μορφήμυθιστόρημα
Εμπνευσμένο απόΝτελφίν Ντελαμάρ
ΧαρακτήρεςΈμμα Μποβαρύ και Κάρολος Μποβαρύ
ΤόποςΓιονβίλ
LC ClassOL893707W
LΤ ID11837
BL Class894329
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Μαντάμ Μποβαρύ ή Η κυρία Μποβαρύ (πλήρης τίτλος στα γαλλικά: Madame Bovary: Mœurs de province: Η κυρία Μποβαρύ: Επαρχιακά ήθη) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Γκυστάβ Φλωμπέρ.

Κύριο πρόσωπο του βιβλίου είναι η Έμμα Μποβαρύ, η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να ξεφύγει από τη βαρετή και άδεια επαρχιακή ζωή, δημιουργεί εξωσυζυγικές σχέσεις, καταχρεώνεται σε δαπάνες για περιττές πολυτέλειες, χρεοκοπεί τον σύζυγό της και στο τέλος αυτοκτονεί.

Το μυθιστόρημα πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Revue de Paris σε συνέχειες στα τέλη του 1856. Το θέμα του μυθιστορήματος (συζυγική απιστία) προκάλεσε σκάνδαλο[1], με αποτέλεσμα ο συγγραφέας, ο διευθυντής του περιοδικού και ο τυπογράφος να κατηγορηθούν για προσβολή των δημοσίων ηθών. Στη δίκη που επακολούθησε, ο Φλωμπέρ αθωώθηκε, ενώ το μυθιστόρημα έγινε διάσημο και γνώρισε εμπορική επιτυχία τεράστια για την εποχή του.

Από τα πρώτα έργα του λογοτεχνικού ρεαλισμού, το μυθιστόρημα του Φλωμπέρ θεωρείται αριστούργημα και ένα από τα έργα με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία της λογοτεχνίας[2]. Στο Ελληνικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1923-1924, σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.

Πρόσωπα και πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα Μαντάμ Μποβαρύ διαδραματίζεται στη βόρεια Γαλλία, κοντά στη Ρουέν της Νορμανδίας. Το Α΄ Μέρος του μυθιστορήματος[3] ξεκινά με τον Κάρολο Μποβαρύ (Charles Bovary)[4], έναν ντροπαλό έφηβο που γίνεται περίγελως των συμμαθητών του και των δασκάλων του λόγω της επαρχιώτικης προφοράς, των φτωχικών ρούχων και των μετρίων έως ισχνών ικανοτήτων του. Ο Κάρολος προσπαθεί να αποκτήσει δίπλωμα γιατρού και, χάρη στην επιμονή και βοήθεια της μητέρας του, γίνεται επίτροπος στην Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας. Παντρεύεται τη γυναίκα που η μητέρα του επέλεξε γι' αυτόν, την άσχημη, γκρινιάρα, αλλά δήθεν πλούσια χήρα Ελοΐζ Ντιμπίκ (Héloïse Dubuc), και εγκαθίσταται ως γιατρός στο χωριό Τοστ (Tostes).

Κάποια ημέρα, ο Κάρολος επισκέπτεται έναν κτηματία με σπασμένο πόδι. Εκεί συναντά την Έμμα Ρουό (Emma Rouault), κόρη του τραυματία,. Η Έμμα είναι νέα, όμορφη, καλοντυμένη και με καλή εκπαίδευση σε οικοτροφείο για καλόγριες. Ο Κάρολος ελκύεται απ' αυτήν και επισκέπτεται τον τραυματία πατέρα της πολύ πιο συχνά απ' ό,τι είναι απαραίτητο, μέχρις ότου η ζήλια της Ελοΐζ τον αναγκάζει να σταματήσει τις επισκέψεις. Όταν η Ελοΐζ πεθαίνει απροσδόκητα, ο Κάρολος περιμένει κἀποιο διάστημα προτού ζητήσει την Έμμα σε γάμο. Ο πατέρας της Έμμας δίνει τη συγκατάθεσή του και η Έμμα και ο Κάρολος παντρεύονται.

Η Έμμα και ο Κάρολος Μποβαρύ την ώρα του δείπνου. Από έκδοση του 1905 με εικονογράφηση του Αλφρέντ ντε Ρισμόν (Alfred de Richemont).

Με τον γάμο, ο Κάρολος αποδεικνύεται καλοπροαίρετος· λατρεύει τη σύζυγό του, αλλά είναι αδέξιος και βαρετός. Η Έμμα λαχταρά την πολυτέλεια, ενώ η σκέψη της είναι επηρρεασμένη από την ανάγνωση λαϊκών ρομαντικών μυθιστορημάτων. Μετά τη συμμετοχή του ζεύγους στον χορό του μαρκησίου ντ' Αντερβιλιέ (d'Andervilliers), η Έμμα βρίσκει τη συζυγική ζωή μουντή και άχαρη. Ο Κάρολος αποφασίζει ότι η σύζυγός του χρειάζεται αλλαγή περιβάλλοντος και γι' αυτό μετακομίζουν στο μεγαλύτερο χωριό Γιονβίλ (Yonville-l'Abbaye ή απλά Yonville)[5].

Στο Β΄ Μέρος[6], η Έμμα γεννά στη Γιονβίλ μια κόρη, την Μπέρτα (Berthe). Όμως και η μητρότητα αποδεικνύεται απογοήτευση για την Έμμα, που εξακολουθεί να ονειρεύεται μεγάλη ζωή. Συναναστρέφεται έναν έξυπνο νεαρό που συναντάει στη Γιονβίλ, τον εκπαιδευόμενο φοιτητή νομικής Λεόν Ντιπουί (Léon Dupuis), που συμμερίζεται το πάθος της για τη λογοτεχνία και τη μουσική. Ανησυχώντας για την εικόνα της ως σύζυγος και μητέρα, η Έμμα δεν εκδηλώνει τα αισθήματά της στον Λεόν και αποκρύπτει την περιφρόνησή της για τον Κάρολο. Ο Λεόν απελπισμένος αναχωρεί για σπουδές στο Παρίσι.

Λίγο καιρό αργότερα, ένας πλούσιος και πονηρός γαιοκτήμονας, ο Ροδόλφος Μπουλανζέ (Rodolphe Boulanger), φέρνει στο ιατρείο του Καρόλου έναν εργάτη του για θεραπεία. Ο Ροδόλφος βλέπει την Έμμα και αποφασίζει να την κάνει ερωμένη του. Την προσκαλεί να κάνει μαζί του ιππασία για χάρη της υγείας της. Ο Κάρολος, ανήσυχος για την υγεία της συζύγου του και ανυποψίαστος, συμφωνεί με την πρόταση του Ροδόλφου. Στον πρώτο τους περίπατο με τα άλογα, η Έμμα και ο Ροδόλφος συνάπτουν σχέση. Αυτή, παρασυρμένη από τη ρομαντική φαντασία της, γρἀφει επιστολές στον εραστή της και τον επισκέπτεται συχνά. Μετά από τέσσερα χρόνια, του προτείνει να κλεφτούν. Όμως ο Ροδόλφος δεν συμμερίζεται τον ενθουσιασμό της, γιατί για τον ίδιο η Έμμα δεν ήταν παρά μια ακόμα κατάκτηση. Την παραμονή της προγραμματισμένης αναχώρησής τους, τερματίζει τη σχέση τους με μια υποκριτική επιστολή τοποθετημένη στο κάτω μέρος ενός καλαθιού με βερίκοκα που στέλνει στην Έμμα. Το γράμμα κλονίζει την τελευταία τόσο πολύ που αρρωσταίνει βαριά και σύντομα στρέφεται στη θρησκεία.

Όταν η Έμμα αναρρώνει σχεδόν πλήρως, πηγαίνει μαζί με τον Κάρολο στην κοντινή Ρουέν για να παρακολουθήσουν παράσταση όπερας. Η όπερα ξαναζωντανεύει τα πάθη της Έμμας όταν εκεί συναντά τον Λεόν, ο οποίος τώρα εκπαιδεύεται και εργάζεται στην πόλη.

Στο Γ΄ Μέρος του μυθιστορήματος[7], ο Λεόν και η Έμμα ξεκινούν ερωτική σχέση. Ενώ ο Κάρολος νομίζει ότι η Έμμα παρακολουθεί μαθήματα πιάνου, η σύζυγός του πάει στη Ρουέν κάθε εβδομάδα για να συναντήσει τον Λεόν, πάντα στο ίδιο δωμάτιο του ίδιου ξενοδοχείου, το οποίο οι δύο αρχίζουν να βλέπουν σαν το σπίτι τους. Η ερωτική σχέση είναι εκστατική στην αρχή, αλλά ο Λεόν αρχίζει να βαριέται τις συναισθηματικές υπερβολές της Έμμας, ενώ η Έμμα αρχίζει να αμφιβάλει για τον Λεόν. Η Έμμα απολαμβάνει τη φαντασίωσή της για είδη πολυτελείας με αγορές που γίνονται με πίστωση από τον πονηρό έμπορο κύριο Λερέ (Monsieur Lheureux), ο οποίος τη βοηθάει να αποκτήσει πληρεξούσιο για την περιουσία του Καρόλου. Με το πληρεξούσιο, το χρέος της Έμμας αυξάνεται μέσα σε λίγα χρόνια από 1.000 σε 8.000 φράγκα[8].

Όταν ο Λερέ ζητάει να πληρωθεί για το χρέος των Μποβαρύ, η Έμμα προσπαθεί να βρει χρήματα από πολλούς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των Λεόν και Ροδόλφου, αλλά όλοι την απορρίπτουν με διάφορες προφάσεις. Σε απόγνωση, η Έμμα πείθει τον βοηθό του τοπικού φαρμακοποιού να της δώσει «αρσενικό»[9] δήθεν για να εξολοθρεύσει αρουραίους, το τρώει και πεθαίνει με τρομερούς πόνους μερικές ώρες αργότερα, παρά τις προσπάθειες του συζύγου της και το ευχέλαιο του αββά Μπουρνιζιέν (Bournisien).

Ο Κάρολος, αποκαρδιωμένος, παραδίδεται στη θλίψη και διατηρεί το δωμάτιο της Έμμας όπως ήταν, για να κρατήσει τη μνήμη της ζωντανή. Κατόπιν σταματά να εργάζεται και ζει με την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του. Τα υπόλοιπα αγαθά του κατασχέθηκαν για να αποπληρώσουν τον Λερέ. Όταν βρίσκει τις ερωτικές επιστολές του Ροδόλφου και του Λεόν, καταρρέει εντελώς. Πεθαίνει, και η εφτάχρονη κόρη του Μπέρτα μετακομίζει στη γιαγιά της, η οποία όμως πεθαίνει λίγο καιρό αργότερα. Η Μπέρτα ζει έπειτα με μια φτωχή θεία της, που τη στέλνει να δουλέψει στην υφαντουργία. Το βιβλίο κλείνει με λίγα λόγια για τον τοπικό φαρμακοποιό Ομέ (Homais), που έκανε κρυφό ανταγωνισμό εναντίον του Καρόλου κερδίζοντας την εύνοια των ανθρώπων της Γιονβίλ, και ο οποίος τιμάται από το κράτος με παράσημο.

Έμπνευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σελίδα από το χειρόγραφο της Μαντάμ Μποβαρύ.

Το βιβλίο είναι εμπνευσμένο, κατά κάποιον τρόπο, από την πραγματική ιστορία του Ευγένιου Ντελαμάρ (Eugène Delamare) και της Ντελφίν Κουτιριέ (Delphine Couturier) από το χωριό Ρυ της Νορμανδίας. Ο πρώτος ήταν επίτροπος Υγείας (officier de santé) και μαθητής του πατέρα του Φλωμπέρ[10]. Ο Ντελαμάρ παντρεύτηκε μια χήρα, η οποία πέθανε λίγο καιρό μετά τον γάμο. Κατόπιν παντρεύτηκε τη νεαρή Ντελφίν, που τον απατούσε, τον καταχρέωσε και πέθανε στα 27 της αφήνοντας πίσω μια μικρή κόρη. Λίγους μήνες αργότερα πέθανε και ο ίδιος ο Ντελαμάρ. Οι γαλλικές εφημερίδες της εποχής έγραφαν για πολύ καιρό γι' αυτό το δράμα[11].

Το 1849, οι φίλοι του Φλωμπέρ Λουί Μπουγέ (Louis Bouilhet) και Μαξίμ Ντι Καν (Maxime Du Camp), πρότειναν στον συγγραφέα πιάσει κάποια «πεζό θέμα» και να το μετατρέψει σε μυθιστόρημα με «τόνο φυσικό». Ταυτόχρονα τού πρότειναν την τραγωδία του ζεύγους Ντελαμάρ–Κουτιριέ ως την πλέον κατάλληλη ιστορία[12][13]. Ωστόσο, το ζεύγος Ντελαμάρ–Κουτιριέ δεν αναφέρεται πουθενά στις επιστολές ή στις σημειώσεις του Φλωμπέρ. Άλλες πιθανές πηγές έμπνευσης του Φλωμπέρ είναι κάποια κυρία Λαφάρζ (Mme Lafarge), που είχε δηλητηριάσει τον βάναυσο σύζυγό της και είχε γίνει θέμα στις εφημερίδες της εποχής, και η Λουίζα Πραντιέ (Louise Pradier), νεαρή σύζυγος του γλύπτη Τζέιμς Πραντιέ (James Pradier), η οποία ήταν φίλη και πιθανώς ερωμένη του Φλωμπέρ. Τέλος, στο πρόσωπο της Έμμας, η κριτική βρίσκει στοιχεία των άλλων ερωμένων του συγγραφέα: της Ελἰζας Σλεσιγκέρ (Élisa Schlésinger) και της Λουίζας Κολέ (Louise Colet)[11].

Ύφος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ύφος και η ακριβολογία ήταν εξαιρετικής σημασίας για τον Φλωμπέρ[14]. Σε επιστολή του προς την Κολέ στις 16 Ιανουαρίου 1852, αναφέρει πως το έργο που ετοίμαζε θα ήταν «ένα βιβλίο για το τίποτα, ένα βιβλίο χωρίς εξωτερικές εξαρτήσεις, που θα διατηρούσε τη συνοχή του από μόνο του μέσω της εσωτερικής δύναμης του ύφους του»[15]. Και αλλού έγραψε πως ήθελε το μυθιστόρημά του να είναι περισσότερο έργο «κριτικής» και «ανατομίας»[16], για «να αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ψυχή με την αμεροληψία που χρησιμοποιεί κανείς στις φυσικές επιστήμες»[17]. Οι στόχοι αυτοί έκαναν τον Φλωμπέρ «τον πρώτο χρονικά των μη εικονιστικών μυθιστοριογράφων»[18].

Μολονότι ο Φλωμπέρ απέφυγε το ύφος του Μπαλζάκ, η Μαντάμ Μποβαρύ έγινε αδιαμφισβήτητα πρότυπο του λογοτεχνικού ρεαλισμού. Η Έμμα θεωρείται ως η ενσάρκωση ενός ρομαντικού προσώπου και κατά κάποιο τρόπο ο Φλωμπέρ έχει ταυτιστεί με αυτήν[19]. Όμως ο Φλωμπέρ συχνά χλευάζει τη ρομαντική ονειροπόληση και τον παραλογισμό στη λογοτεχνία. Σήμερα η ακρίβεια της φράσης του «Η κυρία Μποβαρύ είμαι εγώ» («Madame Bovary, c'est moi») αμφισβητείται, ενώ ο ίδιος είχε γράψει πως στο μυθιστόρημά του «δεν υπήρχε τίποτα» από όσα του άρεσαν[20].

Δημοσίευση και δίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φλωμπέρ ξεκίνησε να γράφει το Μαντάμ Μποβαρύ στις 18 Σεπτεμβρίου 1851 και το ολοκλήρωσε τεσσεράμισι χρόνια αργότερα, στις 30 Απριλίου 1856[21][22]. Αμέσως μόλις το τελείωσε, το έστειλε στο λογοτεχνικό περιοδικό Revue de Paris (Παρισινή Επιθεώρηση), όπου και δημοσιεύθηκε σε έξι συνέχειες, ανά δεκαπενθήμερο από την 1η Οκτωβρίου έως και τις 15 Δεκεμβρίου 1856.

Ο Μαξίμ Ντι Καν, που μεσολάβησε για τη δημοσίευση στο Revue de Paris, βρήκε πως το μυθιστόρημα ήταν υπερβολικά μεγάλο και συντόμευσε ορισμένα μέρη. Επίσης, για τον φόβο των αστυνομικών Αρχών, ο γραμματέας του περιοδικού περιέκοψε τη σκηνή της ερωτικής συνεύρεσης της Έμμας με τον Λεόν μέσα στην άμαξα και μερικά άλλα μέρη του μυθιστορήματος. Οι περικοπές εκνεύρισαν τον Φλωμπέρ και τον έκαναν να προσθέσει μια σημείωση στην τελευταία συνέχεια ότι δημοσιεύθηκαν «μόνον αποσπάσματα» και όχι το συνολικό έργο[23].

Παρά την αυτολογοκρισία, ο συγγραφέας, ο διευθυντής του περιοδικού Λεόν Λοράν-Πισά (Léon Laurent-Pichat) και ο τυπογράφος του περιοδικού Αύγουστος-Αλέξης Πιλέ (Auguste-Alexis Pillet) συνελήφθησαν με την κατηγορία των ανήθικων δημοσιεύματα που προσβάλλουν τα δημόσια και θρησκευτικά ήθη[24][25]. Η δίκη έγινε στο Παρίσι από τις 29 Ιανουαρίου έως τις 7 Φεβρουαρίου 1857[26].

Η οικογένεια του πατέρα του Φλωμπέρ είχε ισχυρές σχέσεις με κύκλους της της γαλλικής εξουσίας. Την υπεράσπιση των κατηγορουμένων ανέλαβε ο Ζιλ Σενάρ (Jules Sénard), πρώην πρόεδρος της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και πρώην υπουργός Εσωτερικών της χώρας[27]. Η θέση της υπεράσπισης ήταν πως ο Φλωμπέρ είχε καλές προθέσεις και ότι η Μαντάμ Μποβαρύ ήταν έργο ηθικό, αφού η μοιχαλίδα πρωταγωνίστρια στο τέλος πεθαίνει. Ο εισαγγελέας Ερνέστος Πινάρ (Ernest Pinard) υποστήριξε ότι όχι μόνο ήταν το μυθιστόρημα ανήθικο, αλλά ότι επίσης ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία ήταν προσβολή της τέχνης και της ευπρέπειας[28]. Ο δικαστής αθώωσε τους κατηγορουμένους, αλλά σημείωσε πως υπάρχουν «όρια στη λογοτεχνία, που ακόμα και η πιο ελαφριά δεν πρέπει να ξεπερνά»[29].

Κυκλοφορία και εμπορική επιτυχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δίκη είχε ως συνέπεια να γίνει πολύ γνωστό το μυθιστόρημα. Ο Φλωμπέρ υπέγραψε συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο του Μισέλ Λεβί (Michel Lévy) για 800 φράγκα και το μυθιστόρημα βγήκε σε βιβλίο, σε 15.000 αντίτυπα τον Απρίλιο του 1857[30].

Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ακολούθησαν επανεκδόσεις από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Παρά τη δικαστική αθώωση, το 1864 η Μαντάμ Μποβαρύ συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων της Καθολικής Εκκλησίας[31]. Το 1873, και αφού ο Φλωμπέρ είχε έρθει σε ρήξη με τον οίκο Λεβί, η Μαντάμ Μποβαρύ κυκλοφόρησε σε οριστική έκδοση από τον οίκο Σαρπαντιέ (Charpentier et Cie). Η έκδοση του 1873 αποτέλεσε τη βάση όλων των μετέπειτα εκδόσεων. Το μυθιστόρημα μεταφράστηκε στα Γερμανικά το 1858, για να ακολουθήσουν μεταφράσεις σε πολλές άλλες γλώσσες.

Κριτικές και αναγνώριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Ο Φλωμπέρ ανατέμνει τη Μαντάμ Μποβαρύ». Γελοιογραφία που δημοσιεύθηκε στο γαλλικό περιοδικό La Parodie το 1869.

Το μυθιστόρημα Μαντάμ Μποβαρύ έγινε αρχικά δεκτό με πολύ άσχημα σχόλια από τους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού. Ο Σαιντ-Μπεβ (Charles-Augustin Sainte-Beuve) αναγνώρισε τη λογοτεχνική δεινότητα του Φλωμπέρ[32], αλλά ταυτοχρόνως τον κατηγόρησε ότι ήταν ιδιαίτερα «σκληρός». Άλλοι πάλι τον κατηγόρησαν ότι μιμήθηκε τον Μπαλζάκ, πως η τέχνη του ήταν «δεύτερης κατηγορίας», για «βαρβαρισμούς και σολοικισμούς» στη γλώσσα και για «κακό ύφος»[33]. Δεν έλειψαν και οι πολιτικές επικρίσεις όπως εκείνη του ντε Πονμαρτέν (Armand de Pontmartin): «Ο κ. [Εντμόν] Αμπού είναι η μπουρζουαζία. Ο κ. Φλωμπέρ είναι η δημοκρατία στο μυθιστόρημα. [] Η Μαντάμ Μποβαρύ είναι η αρρωστημένη ανάταση των αισθήσεων και της φαντασίας στη δυσαρεστημένη δημοκρατία.»[34]

Οι μόνοι σύγχρονοι του Φλωμπέρ που αναγνώρισαν την αξία της Μαντάμ Μποβαρύ ήταν ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Μπωντλαίρ. Ο μεν πρώτος είπε πως «η Μαντάμ Μποβαρύ είναι [μεγάλο] έργο» («une œuvre»)[35]. Ο δεύτερος είπε πως το μυθιστόρημα εκφράζει «τα πλέον ζεστά, τα πλέον καυτά αισθήματα σε μια περιπέτεια πλέον τετριμμένη»[36].

H Μαντάμ Μποβαρύ καθιερώθηκε ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα μυθοπλασίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1914, ο Χένρι Τζέιμς έγραψε: «Η Μπαντάμ Μποβαρύ έχει μια τελειότητα που όχι μόνο σφραγίζει, αλλά [] ενθουσιάζει όσο και αψηφά την κρίση.»[37] Ο Μαρσέλ Προυστ επαίνεσε την «καθαρότητα» του στυλ του Φλωμπέρ, ενώ ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ σημείωσε ότι «στυλιστικά είναι η πεζογραφία που κάνει ό,τι υποτίθεται πρέπει να κάνει η ποίηση»[38].

Κατά τους Τζόρτζιο ντε Κίρικο[39] και Τζούλιαν Μπαρνς[40], η Μαντάμ Μποβαρύ είναι το τελειότερο μυθιστόρημα όλων των εποχών. Τέλος, ο Μίλαν Κούντερα έγραψε στον πρόλογο του βιβλίου του Το Αστείο: «Με τη δουλειά του Φλωμπέρ η πεζογραφία έχασε το στιγματισμό της αισθητικής κατωτερότητας. Από τότε, η τέχνη του μυθιστορήματος θεωρήθηκε ίση με την τέχνη της ποίησης.»[41]

Μεταφορά στο θέατρο και τον κινηματογράφο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος, ο Φλωμπέρ προσεγγίστηκε από ανθρώπους του γαλλικού θεάτρου που ήθελαν να μεταφέρουν το έργο στη σκηνή. Όμως ο Φλωμπέρ δεν συμφωνούσε με την ιδέα. Το μυθιστόρημα ανέβηκε στο θέατρο για πρώτη φορά στη Ρουέν το 1906, 26 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, χωρίς να σημειώσει σημαντική επιτυχία[42].

Στον κινηματογράφο, βγήκε για πρώτη φορά το 1932, στα Αγγλικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τίτλο Ανίερη αγάπη (Unholy Love) και σε σκηνοθεσία του Άλμπερτ Ρέι. Το 1934, κυκλοφόρησε η γαλλική ταινία Μαντάμ Μποβαρύ, σε σκηνοθεσία του Ζαν Ρενουάρ. Το 1936 το έργο ανέβηκε στο θέατρο Μονπαρνάς του Παρισιού, με σκηνοθέτη τον Γκαστόν Μπατί (Gaston Baty)[42]. Ακολούθησαν άλλες περίπου δέκα κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές στη Γερμανία, στην Αργεντινή, στην Ιταλία, στην Ινδία κ.ά. που βασίζονται, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Φλωμπέρ)[42]. Η πιο πρόσφατη κινητογραφική μεταφορά της Μαντάμ Μποβαρύ έγινε το 2014 από τη σκηνοθέτρια Σοφί Μπαρτ, με την Πολωνή ηθοποιό Μία Βασικόβσκα στον ομώνυμο ρόλο[43].

Η Μαντάμ Μποβαρύ ἐχει γίνει επίσης όπερα (Γαλλία, 1951) και βιβλίο-κόμικ (Ηνωμένο Βασίλειο, 1999).

Κυκλοφορία στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξώφυλλο α΄ έκδοσης στα Ελληνικά σε μετάφραση Κ. Θεοτόκη (1923)

Στην Ελλάδα, το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στην εφημερίδα Νέα Ελλάς το 1913-1914, χωρίς να αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή[44]. Ακολούθησε η έκδοση σε βιβλίο, σε δύο τόμους από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Ι. Βασιλείου το 1923-1924. Ως μεταφραστής και των δύο τόμων αναφέρεται ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Όμως ο β΄ τόμος μάλλον μεταφράστηκε από άλλον, αφού στο μεταξύ ο Θεοτόκης είχε πεθάνει[45].

Στην Αθήνα, παραμονές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-1941, το Θέατρο Κοτοπούλη ανέβασε τη Μαντάμ Μποβαρύ, σε διασκευή του Γκαστόν Μπατί, μετάφραση του Λέοντα Κουκούλα και σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν. Οι παραστάσεις του έργου διακόπηκαν γρήγορα εξαιτίας του πολέμου[46].

Το 1957, με αφορμή τα 100 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία της Μαντάμ Μποβαρύ, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος έγραψε ότι με το έργο αυτό θεμελιώθηκε «ο ψυχογραφικός και αντικειμενοπαθής ρεαλισμός»[14]. Και ο Γιώργος Πράτσικας έγραψε στη Νέα Εστία πως η Έμμα είναι μια διαχρονική ηρωίδα[47].

Μετά τη μετάφραση του Θεοτόκη, η Μαντάμ Μποβαρύ κυκλοφόρησε στα Ελληνικά σε άλλες δέκα μεταφράσεις[48].

Σημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γρηγοριάδης 2020.
  2. Wood 2008, 39.
  3. Flaubert 1972, σελ. 21-104.
  4. Τα ονόματα προσώπων και τόπων του μυθιστορήματος παρουσιάζονται εδώ σύμφωνα με τη μετάφραση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, στην απλοποιημένη μονοτονική έκδοση του 2006 (Φλωμπέρ 2006). Ονόματα υπαρκτών προσώπων παρουσιάζονται εδώ στα Ελληνικά σύμφωνα με το χρονολόγιο του Φλωμπέρ που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Διαβάζω (Ντυράν 1986).
  5. Παραδοσιακά ταυτίζεται με το χωριό Ρυ (Ry) της Νορμανδίας.
  6. Flaubert 1972, σελ. 105-298.
  7. Flaubert 1972, σελ. 299-441.
  8. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του χρέους, αναφέρεται πως στα μέσα του 19ου αι. το μεροκάματο ενός εργάτη στη Γαλλία κυμαίνονταν από 1 έως 5 φράγκα (Chevallier 1887, σελ. 33, 51).
  9. Πρόκειται για αρσενικικό οξύ H3AsO4 (Γαλλικά: acide arsénieux), δηλητήριο σε μορφή λευκής σκόνης.
  10. Ο πατέρας του Φλωμπέρ ήταν διάσημος χειρουργός γιατρός.
  11. 11,0 11,1 Nadeau 1972a, σελ. 453-456.
  12. Conard 1910, σελ. 484.
  13. Αζάκ 1986, σελ. 21-24.
  14. 14,0 14,1 Παναγιωτόπουλος 1957.
  15. Flaubert 1852, le 16 janvier.
  16. Flaubert 1854, janvier.
  17. Flaubert 1853, le 12 octobre.
  18. Porter & Gray 2002, σελ. 130.
  19. Larousse χ.χ.
  20. Leclerc 2014.
  21. Nadeau 1972a, σελ. 447.
  22. Ντυράν 1986, σελ. 13-14.
  23. Nadeau 1972b, σελ. 459.
  24. Pinard 1972, σελ. 466.
  25. Τούντα 1985.
  26. Lalouette 2007
  27. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ο Φλωμπέρ αφιέρωσε το μυθιστόρημα στον Σενάρ, όταν το έργο κυκλοφόρησε σε βιβλίο.
  28. Pinard 1972, σελ. 467-468.
  29. Nadeau 1972b, σελ. 460.
  30. Nadeau 1972b, σελ. 460-461.
  31. Index Librorum Prohibitorum 1948.
  32. Κατά τον Σαιντ-Μπεβ, «ο κ. Γκυστάβ Φλωμπέρ χειρίζεται την πέννα όπως άλλοι το νυστέρι» (Nadeau 1972b, σελ. 461).
  33. Nadeau 1972b, σελ. 462-463.
  34. Ο Εντμόν Αμπού (Edmond About) ήταν Γάλλος δημοσιογράφος και λογοτέχνης της εποχής του Φλωμπέρ. Το απόσπασμα του ντε Πονμαρτέν προέρχεται από τον Nadeau (1972b, σελ. 462-463).
  35. Hugo 1961.
  36. Baudlaire 1857.
  37. James 1914.
  38. Bowie 2004, σελ. vii.
  39. Siniscalco 1985.
  40. Barnes 2010.
  41. Kundera 2001.
  42. 42,0 42,1 42,2 Lefebvre 1991.
  43. Ανώνυμος 2015.
  44. Κονδύλη 1986.
  45. Σπυροπούλου 2015.
  46. Πρωταγωνιστές ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη (στον ρόλο της Έμμας), ο Λυκούργος Καλλέργης (Κάρολος), ο Γιώργος Παππάς (Ροδόλφος), ο Δημήτρης Μυράτ (Λεόν) και ο Βασίλης Λογοθετίδης (Ομέ). Δόθηκαν παραστάσεις από τις 26 Οκτωβρίου έως τις 24 Νοεμβρίου 1940. Στη συνέχεια το έργο αντικαταστάθηκε από πολεμική επιθεώρηση για την εμψύχωση του κόσμου (Κυριάκος 2012, σελ. 33-34, 55).
  47. Πράτσικας 1958, σελ. 252-254.
  48. Μτφ. Νίκου Σαρλή, Κρόνος 1954. Μτφ. Κώστα Κουλουφάκου, Εκδ. Αφοί Συρόπουλοι & Κ. Κουμουνδουρέας 1962. Μτφ. Αλίκης Βρανά, Εκδ. Δαρεμάς χ.χ. Μτφ. Ιάνη Λο Σκόκκο, Πάπυρος 1971. Μτφ. Μπάμπη Λυκούδη, Εξάντας 1989. Μτφ. Τζένης Μπαριάμη, De Agostini Hellas 2005. Μτφ. Βασιλικής Κοκκίνου, Μίνωας 2017. Μτφ. Μαρίνας Κουνεζή, The Athens Review of Books. Μτφ. Ρίτας Κολαΐτη, Ψυχογιός 2023 (Μανδηλαρά 2024).

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διεθνής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]