Μαζούτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το μαζούτ είναι βαρύ, χαμηλής ποιότητος πετρελαϊκό καύσιμο, το οποίο χρησιμοποιείται σε μονάδες παραγωγής ενέργειας και άλλες εφαρμογές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δυτική Ευρώπη, το μαζούτ αναμειγνύεται ή διαλύεται, παράγοντας το ντίζελ.

Το μαζούτ χρησιμοποιείται ως καύσιμο για τη θέρμανση σπιτιών στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και στα κράτη της Άπω Ανατολής, τα οποία δεν έχουν τις τεχνικές δυνατότητες να το αναμείξουν ή να το διαλύσουν σε πιο συμβατικά πετροχημικά. Στη Δύση, υπάρχουν πολλοί φούρνοι που τροφοδοτούνται με μαζούτ.

Το μαζούτ-100 είναι πετρελαϊκό καύσιμο το οποίο κατασκευάζεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές ΓΚΟΣΤ, όπως τις ΓΚΟΣΤ 10585-75 (ανενεργή πλέον) ή την ΓΚΟΣΤ 10585-2013 (σύμφωνα με δεδομένα για τον Δεκέμβριο 2019[1] [2]είναι ενεργή). Το μαζούτ παράγεται σχεδόν εξολοκλήρου στην πρώην Σοβιετική Ένωση, καθώς σχεδόν όλο το μαζούτ παράγεται από τη Ρωσική Ομοσπονδία, το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν και τοΤουρκμενιστάν.[3] Αυτό το προϊόν χρησιμοποιείται συνήθως για την παραγωγή ατμού από μεγαλύτερους λέβητες, καθώς η ενεργειακή τους αξία είναι υψηλή.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «RussianGost | Official Regulatory Library - GOST 10585-2013 – Petroleum fuel. Mazut. Specifications». www.russiangost.com. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2019. 
  2. Irina, K (27 Αυγούστου 2021). «Meganorms.com - Russian and CIS standards, norms, laws in English». GOST 10585-2013 in English | Download PDF | MEGANORMS.COM. MEGANORMS.COM. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Αυγούστου 2021. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2021. CS1 maint: Unfit url (link)
  3. Definition of mazut in English Αρχειοθετήθηκε 2018-03-21 στο Wayback Machine. by Oxford Dictionaries, ..Origin: Late 19th century; earliest use found in Chambers's Journal of Popular Literature. From Russian mazut fuel oil, perhaps from an Azerbaijani Turkish derivative ultimately of Arabic zayt oil (plural zuyūt); probably unrelated to Russian regional mazutina oily stain (Tver′ region, 1897), Russian mazat′ to oil, to smear...