Μέγαρο ντε Σουαζέλ (Παρίσι)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 48°52′15.31″N 2°20′19.43″E / 48.8709194°N 2.3387306°E / 48.8709194; 2.3387306

Μέγαρο ντε Σουαζέλ
Χάρτης
Είδοςιδιωτικό μέγαρο
Γεωγραφικές συντεταγμένες48°52′15″N 2°20′19″E
Διοικητική υπαγωγήΠαρίσι
ΧώραΓαλλία
Έναρξη κατασκευής1704
Κατεδάφιση1780[1]
ΙδιοκτήτηςΠιερ Κροζά, Ετιέν-Φρανσουά ντε Σουαζέλ και Λουί Φρανσουά Κροζά
ΑρχιτέκτοναςΖαν-Σιλβαίν Καρτώ
ΔημιουργόςΑντουάν Βαττώ
ΧρηματοδότηςΠιερ Κροζά
Commons page Πολυμέσα

Το Μέγαρο ντε Σουαζέλ (αρχικά ονομαζόταν Μέγαρο ντε Κοζά) ήταν ένα Παρισινό αρχοντικό, που κατασκευάστηκε το 1704[2] με σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Ζαν-Σιλβάν Καρτού, για τον πλούσιο τραπεζίτη και συλλέκτη τέχνης Πιέρ Κοζά.[3] Βρίσκονταν στη δυτική πλευρά της οδού Ρισελιέ, νότια της διασταύρωσης με τη Μεγάλη Λεωφόρο (κοντά στη σημερινή 91 και 93 οδό Ρισελιέ, μεταξύ της οδού Ντ’ Αμβουάζ και της οδού Αγίου Μάρκου στο 2ο διαμέρισμα του Παρισιού).[4] Ο Δούκας του Σουαζέλ απέκτησε την έπαυλη το 1750. Κατεδαφίστηκε το 1780, η ιδιοκτησία υποδιαιρέθηκε και το Θέατρο Όπερας-Κομίκ, κατασκευάστηκε εκεί που πριν ήταν ο κήπος.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κονσέρτο στο Μέγαρο Κοζά, πίνακας του 1720 από τον Νικολά Λανκρέ

Η πρόσοψη του δρόμου είχε μέτριο πλάτος, αλλά η ιδιοκτησία διευρύνθηκε αρκετά προς τα πίσω. Ένα προαύλιο σε σχήμα U προηγούνταν της εισόδου της αυλής που ένωνε τις ακριανές πτέρυγες του αρχοντικού, καθώς και το κεντρικό οικονομικό τετράγωνο στο δυτικό άκρο. Το σπίτι ήταν αρκετά φωτεινό, καθώς είχε τρεις εξωτερικές προσόψεις που πρόσφεραν θέα στον κήπο προς τα βόρεια, δυτικά και νότια.

Ο ζωγράφος Ζαν-Αντουάν Ουέτο, τον οποίο ο Κοζά υποστήριξε γενναιόδωρα, δημιούργησε τέσσερις οβάλ πίνακες που απεικόνιζαν τις εποχές, για την τραπεζαρία. Ο Κάρολος ντε Λα Φούς, ο οποίος έζησε στην έπαυλη ως φιλοξενούμενος του Κοζά και πέθανε εκεί το 1716, ζωγράφισε στο θολωτό ταβάνι την «La Naissance de Minerve» (Η Γέννηση της Μινέρβα).[5] Ως φιλοξενούμενος του Κοζά τα έτη 1715–1716, ο γλύπτης Πιέρ Λε Γκρο ο Νεότερος, διακόσμησε το ερμάριο της έπαυλης, καθώς και το παρεκκλήσι στο υπέροχο καταφύγιο του Κοζά, το κάστρο του Μουμροσί.[6]

Η πινακοθήκη στη δυτική πλευρά του κύριου ορόφου, στο κεντρικό οικονομικό τετράγωνο, είχε καθρέφτες που αντανακλούσαν στον κήπο όπως η αίθουσα των καθρεφτών στις Βερσαλλίες. Ένας κήπος με φρούτα περνούσε κατά μήκος της λεωφόρου στα βόρεια, καθώς και ένας κήπος κουζίνας (δηλαδή ένα μέρος στο οποίο καλλιεργούνταν λαχανικά ή βότανα, για χρήση στην κουζίνα) στην άλλη πλευρά της λεωφόρου, τον οποίο ο Κοζά, με μεγάλο κόστος είχε συνδέσει με τον επίσημο κήπο με ένα υπόγειο πέρασμα.[7]

Το ενδιαφέρον του Κοζά για τις τέχνες περιλάμβανε τη μουσική και πραγματοποιούσε συχνές συναυλίες στο σπίτι του στο Παρίσι και στο Μουμροσί. Ο καλλιτέχνης Νικολά Λανκρέ δημιούργησε ένα σκίτσο σε καμβά από μία από αυτές τις διάσημες συναυλίες, που πραγματοποιήθηκε γύρω στο 1720 στη Μεγάλη Γκαλερί με θέα στον κήπο. Οι ερμηνευτές αποτελούνταν από μια τραγουδίστρια και από δέκα μουσικούς, που έπαιζαν τσέμπαλο, φαγκότο, έξι βιολιά, κοντραμπάσο και τσέλο(Βιολοντσέλο).[8]

Σουαζέλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ετιέν Φρανσουά, δούκας του Σουαζέλ, απέκτησε το αρχοντικό το 1750, μετά το γάμο του με τη Λουίζ Ονορίν Κοζά, κόρη του Λουί Φρανσουά Κροζά, μαρκήσιου ντυ Σατέ.[9] Ο Σουαζέλ έκανε πολλές βελτιώσεις στο σπίτι μέχρι να γίνει ένα από τα πιο πολυτελή στο Παρίσι.[10] Το εσωτερικό του σπιτιού, απεικονίστηκε πάνω στο περίφημο διακοσμητικό κουτί Σουαζέλ από τον μινιατουρίστα Λουί-Νικολά Βαν Μπλάρενμπεργκ (1770–1771). Οι τοίχοι ήταν πιθανών καλυμμένοι με απλή ξύλινη επένδυση, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν ήδη κτιστεί από τους αδελφούς Κοζά, και τα πατώματα ήταν κατασκευασμένα από εξωτικά ξύλα. Η έπαυλη στέγαζε μια μεγάλη συλλογή από σημαντικούς πίνακες ζωγραφικής,[11] που αποτελούνταν κυρίως από ολλανδικές, φλαμανδικές και γαλλικές εικόνες, συμπεριλαμβανομένων οκτώ έργων του Ρέμπραντ.[12] Ιταλικοί πίνακες που κληρονόμησε η σύζυγος του από τον πατέρα της τοποθετήθηκαν στη Μεγάλη Πινακοθήκη στο εξοχικό τους κτήμα, το Κάστρο του Σάντελου.

Μινιατούρες από το διακοσμητικό κουτί Σουαζέλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θέατρο Όπερας-Κομίκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχεδιάγραμμα για ένα έργο του Ζακιάν (του 1781, ανεκτέλεστο) για το θέατρο της Όπερας-Κόμικ. Η σημερινή της τοποθεσία, δείχνει την Έπαυλη Σουεζέλ μεταξύ της οδού Ντ’ Αμβουάζ στα βόρεια και της οδού Αγίου Μάρκου στα νότια.

Γύρω στο 1780, ντροπιασμένος και σε οικονομική δυσκολία, ο Σουαζέλ αποφάσισε με τη βοήθεια του τραπεζίτη φίλου του, Ζαν-Ζοζέφ ντε Λαμπόρντ, να υποδιαιρέσει την περιουσία του για ανάπτυξη. Το βορεινό κομμάτι του κήπου, που έφτανε ως στη λεωφόρο οροθετήθηκε, και νότια από τον ξενώνα της Δούκισσας του Γκραμόν, Μπεατρίξ ντε Σουαζέλ-Σταινβίλ , έγινε το Θέατρο Όπερας-Κομίκ, το οποίο άνοιξε το 1783.[13]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Alexandre Gady: «Les Hôtels particuliers de Paris du moyen âge à la belle époque» (Γαλλικά) Parigramme. Παρίσι. 2008. σελ. 309. ISBN-13 978-2-84096-213-7.
  2. Fournier 1855, p. 249.
  3. Leclair 1996, σελ. 208; Gallet 1995, σελίδες 105–107 ("Jean-Sylvain Cartaud"). Gallet has a misprint: ""la maison du financier Antoine [sic, actually Pierre] Crozat, celui qu'on a appelé par euphémisme Crozat le Pauvre, car il était à peine moins pourvu que son frère Antoine."
  4. For the street number, see Hautecœur 1950, σελ. 161 The kitchen garden was north of the grand boulevard on a site, which is now in the 9th arrondissement of Paris]]
  5. Germaid Ruck, Lafosse, Charles de, in: Allgemeines Künstlerlexikon, vol. 82, de Gruyter, Berlin 2014, p. 475.
  6. Gerhard Bissell, Pierre le Gros, 1666–1719, Reading, Berkshire 1997, pp. 16–17, 119.
  7. Gallet 1995, σελ. 105.
  8. Baetjer 2009, σελίδες 54–56.
  9. Pons 1996, σελίδες 151, 695; Chisholm 1911, σελ. 261
  10. Pons 1996, σελ. 151; "Acquisitions 1986, Paintings, 37. Jacob Van Ruisdael, The Sluice", The J. Paul Getty Museum Journal, volume 15 (1987), p. 178.
  11. Pons 1996, σελ. 151.
  12. Anonymous 1996; Watson 1966, σελίδες 146–147
  13. Gallet 1995, σελ. 266; Wild 1989, σελ. 135

Βιβίογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]