Μάχη του Σίρμιου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Μάχη του Σίρμιου ή του Σεμλίν ή του Ζέμουν (ουγγρικά: zimonyi csata‎‎) διεξήχθη στις 8 Ιουλίου 1167 μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του βασιλείου της Ουγγαρίας. Οι Βυζαντινοί επέτυχαν μία αποφασιστική νίκη, αναγκάζοντας τους Ούγγρους να ζητήσουν ειρήνη με τους Βυζαντινούς όρους. Η μάχη εδραίωσε τον Βυζαντινό έλεγχο στα δυτικά Βαλκάνια.

Ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός, νικητής των Ούγγρων στη μάχη του Σίρμιου.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τα μέσα του 11ου αιώνα, το βασίλειο της Ουγγαρίας είχε επεκτείνει το έδαφος και την επιρροή του προς τα νότια, με σκοπό την προσάρτηση των περιοχών της Δαλματίας και της Κροατίας[1]. Αυτό, και οι ουγγρικές συμμαχίες με τα σερβικά πριγκιπάτα, ήταν η αιτία έντασης με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, η οποία θεωρούσε την επέκταση της Ουγγαρίας ως δυνητική απειλή για τη Βυζαντινή κυριαρχία στα Βαλκάνια. Οι Βυζαντινοί και οι Ούγγροι εξαπέλυσαν μία σειρά από εισβολές ο ένας στο έδαφος του άλλου και οι Βυζαντινοί βοηθούσαν τακτικά διεκδικητές του ουγγρικού θρόνου[2]. Οι τριβές και οι εστίες ανοιχτού πολέμου μεταξύ των Βυζαντινών και των Ούγγρων έφτασαν στο αποκορύφωμά τους τις δεκαετίες του 1150 και του 1160.

Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός προσπάθησε να επιτύχει με διπλωματία μία δυναστική διευθέτηση με το βασίλειο της Ουγγαρίας. Το 1163, υπό τους όρους μίας υπάρχουσας συνθήκης ειρήνης, ο μικρότερος αδελφός του βασιλιά Στέφανου Γ΄, ο Μπέλα, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, για να μεγαλώσει υπό την προσωπική κηδεμονία του ίδιου του Αυτοκράτορα. Ως συγγενής του Μανουήλ Α΄ (η μητέρα του Μανουήλ Α΄ ήταν μία Ουγγαρέζα πριγκίπισσα) και ως ο μνηστήρας της κόρης του, ο Μπέλα έγινε δεσπότης (τίτλος που δημιουργήθηκε πρόσφατα γι' αυτόν) και το 1165 ονομάστηκε διάδοχος του θρόνου, παίρνοντας το όνομα Αλέξιος[3]. Δεδομένου ότι ήταν επίσης ο διάδοχος του ουγγρικού θρόνου, η ένωση μεταξύ των δύο κρατών ήταν μία ξεχωριστή προοπτική. Όμως το 1167 ο βασιλιάς Στέφανος Γ΄ αρνήθηκε να δώσει στον Μανουήλ Α΄ τον έλεγχο των πρώην Βυζαντινών εδαφών, που είχαν παραχωρηθεί στον Μπέλα-Αλέξιο ως εισόδημα (appanage). Αυτό οδήγησε άμεσα σε πόλεμο, που τελείωσε με τη μάχη του Σίρμιου[4].

Το 1167 η κακή υγεία εμπόδισε τον Μανουήλ Α΄ να βγει στο πεδίο αυτοπροσώπως[5], επομένως διόρισε τον ανιψιό του Ανδρόνικο Κοντοστεφάνο, τον μέγα δούκα (ναύαρχο), στη διοίκηση του στρατού του, με εντολή να φέρει τον ουγγρικό στρατό σε μάχη[6].

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1167, ο Ρωμαϊκός στρατός υπό τον Ανδρόνικο Κοντοστέφανο κατάφερε να φέρει μία μεγάλη ουγγρική δύναμη στη μάχη κοντά στο Σίρμιο. Η πιο λεπτομερής σωζόμενη περιγραφή της μάχης έγινε από τον Ρωμαίο ιστορικό Ιωάννη Κίνναμο.

Η στέψη του βασιλιά Στεφάνου Γ΄ της Ουγγαρίας.

Ο Ρωμαϊκός στρατός απαρτιζόταν κατά το 1/3 από ξένους και κατά τα 2/3 από γηγενείς μονάδες[7]. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κίνναμο, στη μάχη συμμετείχαν Τούρκοι, Κουμάνοι, Βάραγγες φρουροί, Ιταλοί μισθοφόροι από τη Λομβαρδία, Σέρβοι πεζοί και ιππείς, Γερμανοί μισθοφόροι, ακόμη και μερικοί δυτικοί ιππότες μισθοφόροι[8]. Ήταν διατεταγμένος σε τρία τμήματα, όπως ήταν η συνηθισμένη πρακτική, σε κάποια απόσταση από τον ποταμό Σάβα, ο οποίος βρισκόταν προς τα πίσω. Η κύρια γραμμή μάχης θωρακίστηκε από ένα προπέτασμα από τοξότες -Τούρκους και Κουμάνους- και μερικούς δυτικούς ιππότες μισθοφόρους, που αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή του στρατού. Το κέντρο, το οποίο αποτελούσε την οπισθοφυλακή στην πορεία, διοικούνταν από τον ίδιο τον Κοντοστεφάνο και αποτελούνταν από τις αυτοκρατορικές μονάδες φρουράς, συμπεριλαμβανομένων των Βαράγγων και των Εταιρειών, μονάδων μισθοφόρων από τη Λομβαρδία (πιθανότατα λογχοφόρους) και μία συμμαχική μονάδα 500 οπλισμένων Σέρβων πεζικαρίων[9][α]. Ασυνήθιστα, ο Κοντοστέφανος είχε επίσης τους συντρόφους του Αυτοκράτορα (τους οικείους ή τα οικιακά στρατεύματα) υπό την εντολή του[11].

Η αριστερή πλευρά, η οποία ήταν το δεύτερο τμήμα στην πορεία, αποτελούνταν από κανονικές Ρωμαϊκές και συμμαχικές μονάδες διατεταγμένες σε τέσσερις ταξιαρχίες υπό τους Δημήτριο και Γεώργιο Βρανά, Tατίκιο Ασπιέτη[β] και Kογκ Βασίλ. Στα δεξιά -ήταν το τρίτο τμήμα της πορείας- τοποθετήθηκαν οι εκλεκτές Ρωμαϊκές μονάδες και οι Γερμανοί μισθοφόροι, μαζί με μερικές τουρκικές μονάδες. Η διαίρεση αυτή διοικείτο από τον χαρτουλάριο Ανδρόνικο Λαμπαρδά[γ] και, πιθανότατα, τον Ιωάννη Κοντοστέφανο, τον αδελφό του μεγάλου δουκός. Κοντά σε κάθε τμήμα πτέρυγας και ακολουθώντας την τυπική Ρωμαϊκή πρακτική, τοποθετήθηκαν μονάδες για να καλύπτουν τις Ρωμαϊκές πλευρές ή να ξεπεράσουν τον εχθρό και να επιτεθούν στα οπίσθιά του, εάν παρουσιαστεί η ευκαιρία (προκουρσάτορες στη δεξιά πλευρά και αμυντικοί (defensores) στα αριστερά, από παλαιότερες στρατιωτικές πραγματείες)[12]. Τρεις ταξιαρχίες πεζικού και τοξότες, με πλήθος θωρακοφόρων Τούρκων (πιθανότατα πεζών), συντάχθηκαν πίσω από το κέντρο σε εφεδρεία[13][14].

Ο Ούγγρος διοικητής, Ντένες κόμης του Μπακς (που ονομάζεται Διονύσιος στις Ρωμαϊκές πηγές), έθεσε τον στρατό του, ο οποίος περιελάμβανε Γερμανούς συμμάχους[15], σε τρεις μεραρχίες σε ενιαία ευρεία γραμμή μάχης. Παρόλο που οι Ρωμαϊκές πηγές λένε ότι ανακάτεψε πεζικό και ιππικό χωρίς διάκριση, αυτό πιθανότατα αντικατοπτρίζει μία παράταξη μάχης, με το πεζικό να συντάχθηκε στο κέντρο και πίσω από το ιππικό, στην οποία διάταξη οι Ούγγροι βασίστηκαν σαφώς για την αποτελεσματικότητα της επίθεσής τους[16]. Ο Χωνιάτης περιγράφει τον ουγγρικό στρατό ότι αποτελείτο από ιππείς, τοξότες και ελαφρύ πεζικό. Οι ουγγρικοί στρατοί της εποχής συχνά στερούντο πεζικού και οι Ρωμαϊκές πηγές αναφέροντο πιθανώς στους υπηρέτες και άλλους ακολούθους του στρατοπέδου, ως πεζικό. Οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής του ουγγρικού ιππικού περιγράφονται ως βαριά θωρακοφόροι και τοποθετημένοι σε θωρακοφόρα άλογα[17].

Η μάχη ξεκίνησε με τους Ρωμαίους τοξότες με άλογα να προχωρούν για να συμπλακούν και να διαταράξουν τις αντίπαλες γραμμές και έτσι να τους προκαλέσουν σε επίθεση, πριν από την οποία έπρεπε να αποσυρθούν. Αυτό ήταν επιτυχές και ολόκληρη η ουγγρική γραμμή προχώρησε. Η Ρωμαϊκή αριστερή πτέρυγα, με εξαίρεση τις ταξιαρχίες με επικεφαλής τον Κογκ Βασίλ και τον Τατίκιο, απωθήθηκε αμέσως και έσπασε, πιθανώς σε προσποιητή φυγή, προς τον ποταμό, όπου γρήγορα ανασυντάχθηκε. Στο κέντρο και στα Ρωμαϊκά δεξιά, πραγματοποιήθηκε η ουγγρική επίθεση. Στη συνέχεια η Ρωμαϊκή δεξιά πτέρυγα αντεπιτέθηκε, και ταυτόχρονα οι ανασυγκροτημένες Ρωμαϊκές αριστερές μονάδες επανήλθαν επίσης στη σύγκρουση, επιτιθέμενοι στους Ούγγρους που ήταν καρφωμένοι από τις δύο ταξιαρχίες που δεν είχαν αποσυρθεί. Ο Ανδρόνικος Λαμπαρδάς στη συνέχεια οδήγησε επίθεση στα στρατεύματα γύρω από τον Ούγγρο διοικητή και τον ακινητοποίησε. Ακολούθησε μία θανατηφόρα αντιπαράθεση, με το Ρωμαϊκό βαρύ ιππικό να καταφεύγει στη χρήση των τρομακτικών σιδερένιων γάντζων του. [18]. Η μάχη είχε φτάσει σε ένα αποφασιστικό σημείο. Ο Κοντοστέφανος, αναγνωρίζοντας την κρισιμότητα της μάχης, ανέπτυξε τώρα τις εναπομείνασες εφεδρείες του. Αντεπιτέθηκε στο κέντρο και διέταξε το πεζικό σε όλο το μέτωπο, απωθώντας τις ουγγρικές δυνάμεις πίσω. Τα εχθρικά τμήματα άρχισαν τότε να διαλύονται με αταξία και ολόκληρος ο ουγγρικός στρατός τράπηκε σε φυγή[19][20].

Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν το κύριο ουγγρικό λάβαρο, το οποίο ήταν τοποθετημένο σε ένα αμάξι με βόδια παρόμοιο με το ιταλικό καρότσιο. Ο πολεμικός ίππος του κόμη Ντένες επίσης συνελήφθη, αν και ο Ούγγρος διοικητής κατάφερε να διαφύγει. Πολλοί από τους Ούγγρους που έφυγαν, σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν από έναν Ρωμαϊκό στολίσκο, που δρούσε στον ποταμό τον οποίο οι Ούγγροι έπρεπε να διασχίσουν για να φτάσουν σε ασφάλεια. Πέντε ανώτεροι Ούγγροι διοικητές με τον τίτλο ζουπάν συνελήφθησαν, μαζί με άλλους 800 στρατιώτες. Πάνω από δύο χιλιάδες πανοπλίες πάρθηκαν από τους νεκρούς και αμέτρητα κράνη, ασπίδες και ξίφη[21]. Την επόμενη ημέρα ο Ρωμαϊκός στρατός λεηλάτησε το εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο του εχθρού του[13][14].

Χάρτης των μεσογειακών εδαφών, που δείχνουν τον Ρωμαϊκό έλεγχο των δυτικών Βαλκανίων, π. δεκαετία του 1170.

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ούγγροι ζήτησαν ειρήνη με Ρωμαϊκούς όρους και αναγνώρισαν τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας στη Βοσνία, τη Δαλματία, την Κροατία νότια του ποταμού Kρκα καθώς και το Φραγκοχώριο (Φρούσκα Γκόρα))[22]. Συμφώνησαν επίσης να παρέχουν ομήρους για καλή συμπεριφορά· να πληρώσουν στη Ρωμανία φόρο και να προμηθεύσουν στρατεύματα, όταν τους ζητηθεί. Η μάχη του Σίρμιου ολοκλήρωσε την προσπάθεια του Μανουήλ Α΄ να εξασφαλίσει τα βόρεια σύνορά του.

Όταν γεννήθηκε ο γιος του Μανουήλ Α΄, ο Μπέλα στερήθηκε τον τίτλου τού δεσπότη και τη θέση του ως διαδόχου του Αυτοκρατορικού θρόνου. Το 1172 ο Στέφανος Γ΄ απεβίωσε και ο Μπέλα, με τη βοήθεια του Αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄, κατέλαβε το θρόνο του βασιλείου της Ουγγαρίας. Ο Μπέλα έπρεπε να ορκιστεί ότι δεν θα έβλαπτε ποτέ τον Μανουήλ Α΄ και παρέμεινε πιστός στην Αυτοκρατορία μέχρι το τέλος του Μανουήλ Α΄, αλλά στη συνέχεια κατέκτησε και προσάρτησε εδάφη, που είχαν προηγουμένως οι Ρωμαίοι[23].

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ο Μπιρκενμάγιερ συμπεραίνει την παρουσία των Βαράγγων, αλλά δεν επιβεβαιώνει την παρουσία της «Εταιρείας»[10].
  2. Αυτός ο στρατηγός ήταν απόγονος ή πήρε το όνομά του από τον Τούρκο στρατηγό του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, Τατίκιο.
  3. Ο Λαμπαρδάς ήταν «σεβαστός», «οικείος βεστιαρίτης» και «χαρτουλάριος».

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Makk 1989, σελ. 10.
  2. Makk 1989, σελίδες 22-27.
  3. Makk 1989, σελίδες 86-88.
  4. Makk 1989, σελίδες 89-90.
  5. Kinnamos 1976
  6. Kinnamos 1976.
  7. Birkenmeier 2002.
  8. Janin, H.· Carlson, U. (2014). Mercenaries in Medieval and Renaissance Europe. McFarland, Incorporated, Publishers. ISBN 978-1-4766-1207-2. 
  9. Haldon 2001, σελ. 138.
  10. Birkenmeier 2002, σελ. 119, 124.
  11. Birkenmeier 2002
  12. Magoulias 1984, σελ. 87.
  13. 13,0 13,1 Kinnamos 1976.
  14. 14,0 14,1 Birkenmeier 2002.
  15. Makk 1989, σελ. 100.
  16. Kinnamos 1976.
  17. Magoulias 1984.
  18. Magoulias 1984, σελ. 89.
  19. Haldon 2001, σελ. 139.
  20. Birkenmeier 2002, σελ. 120.
  21. Kinnamos 1976.
  22. Treadgold 1997.
  23. Stephenson 2000, σελ. 183.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωταρχικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δευτερεύουσες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]