Μάχη του Ποταμού Βόρσκλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη του Ποταμού Βόρσκλα
Μάχη του Ποταμού Βόρσκλα.
Μικρογραφία από τον Προσωπικό αναλυτικό κώδικα.
Χρονολογία12 Αυγούστου 1399
ΤόποςΠοταμός Βόρσκλα (ευρισκόμενος εντός της σημερινής Ουκρανίας)
ΈκβασηΚαθοριστική νίκη των Τατάρων
Αντιμαχόμενοι
Λιθουανία,
Πολωνία,
Μολδαβία
Υπό τον Τοχταμύς δυνάμεις
Ηγετικά πρόσωπα
Μέγας Δούκας Βυτάουτας,
Τοχταμίς
Δυνάμεις
90.000 στρατιώτες
50 ηγεμόνες
38.000 στρατιώτες
Απώλειες
Άγνωστες
Βαριές (11 Τεύτονες Ιππότες)

Η Μάχη του Ποταμού Βόρσκλα ήταν μεγάλη μάχη της μεσαιωνικής ιστορίας της Ανατολικής Ευρώπης. Διεξήχθη στις 12 Αυγούστου 1399, μεταξύ των Τατάρων, υπό την ηγεσία των Εντιγκού και Τεμούρ Κουτλούγ, και των στρατευμάτων του Τοχταμίς και του Μέγα Δούκα Βυτάουτας της Λιθουανίας. Η μάχη ολοκληρώθηκε με την καθοριστική νίκη των Τατάρων.

Πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1380, οι σχέσεις μεταξύ του Τοχταμίς, Χαν της Χρυσής Ορδής, και του πρώην αφέντη του, Τιμούρ, κατέστησαν τεταμένες.[1] Το 1395, έπειτα από την ήττα του στον Πόλεμο μεταξύ Τοχταμίς και Τιμούρ, ο Τοχταμίς εκθρονίστηκε από την παράταξη του Χάνου Τεμούρ Κουτλούγ και του Εμίρη Εντιγκού, οι οποίοι είχαν την υποστήριξη του Τιμούρ. Ο Τοχταμίς διέφυγε στο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας και ζήτησε τη βοήθεια του Βυτάουτας στην ανακατάληψη της ηγεσίας της Ορδής με, ως αντάλλαγμα, την παραίτησή του από την εξουσία επί των εδαφών της Ρουθηνίας.[2] Η συγκεκριμένη πρόταση ερχόταν σε συμφωνία με τη φιλοδοξία του Βυτάουτας να καταστεί μονάρχης του συνόλου των εδαφών της Ρουθηνίας.[3] Ένα διασωθέν ίαρλυκ δείχνει πως ο Τοχταμίς είχε, ήδη, ζητήσει τη βοήθεια των Πολωνών-Λιθουανών το 1393.[4]

Οι εκστρατείες του Βυτάουτας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βυτάουτας συγκέντρωσε μεγάλο στράτευμα αποτελούμενο από Λιθουανούς, Ρουθήνιους, Πολωνούς, Μολδαβούς και Βλάχους. Προκειμένου να λάβει την υποστήριξη των Τευτόνων Ιπποτών, ο Βυτάουτας σύναψε τη Συνθήκη του Σαλύνας, παραδίδοντας τη Σαμογιτία στους Ιππότες. Ο γαμπρός του Βυτάουτας, Βασίλειος Α΄ της Μόσχας, τυπικά υποτελής των Τατάρων, δεν εντάχθηκε στη συμμαχία.[5] Οι από κοινού δυνάμεις οργάνωσαν τρεις εκστρατείες εντός των ταταρικών εδαφών, το 1397, το 1398 και το 1399.[4] Η πρώτη εκστρατεία έφθασε ως τη Μαύρη Θάλασσα και την Κριμαία. Ο Βυτάουτας συνέλαβε αρκετές χιλιάδες αιχμαλώτους χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση.[5] Οι μισοί εκ των αιχμαλώτων αυτών ήσαν εγκατεστημένοι πλησίον του Τρακάι και έλαβαν προνόμια προκειμένου να ασκούν την πίστη τους. Κοινότητες απογόνων τους, Λίπκα Τάταροι και Κριμαϊκοί Καραΐτες (Καραΐμ), έχουν επιζήσει έως σήμερα.

Το 1398, ο στρατός του Βυτάουτας διέσχισε τον Ποταμό Δνείπερο και επιτέθηκε στη Βόρεια Κριμαία, φτάνοντας προς τα ανατολικά αυτής έως τον Ποταμό Ντον.[6] Με στόχο την ισχυροποίηση της θέσης του, ο Βυτάουτας προχώρησε στην κατασκευή κάστρου στις εκβολές του Δνείπερου. Εμπνεόμενος από τις επιτυχίες του, ο Βυτάουτας διακήρυξε «Σταυροφορία εναντίον των Τατάρων» και τον Μάιο του 1399 έλαβε την ευλογία του Πάπα Βονιφάτιου Θ΄. Η Παπική ευλογία για τη Σταυροφορία ήταν σημαντική πολιτική επιτυχία για τη Λιθουανία, μια χώρα η οποία είχε προσηλυτιστεί στον Χριστιανισμό μόλις το 1387, ενώ είχε υποστεί Σταυροφορία για διάστημα περίπου εκατό ετών.[7] Η εκστρατεία οργανώθηκε με επίκεντρο το Κίεβο. Το 1399, ο στρατός του Βυτάουτας βάδισε εκ νέου εναντίον της Ορδής κατά μήκος του Ποταμού Δνείπερου. Στις 5 Αυγούστου, ο στρατός του συνάντησε τους Τάταρους στο ύψος του Ποταμού Βόρσκλα, ολίγον βορειότερα της Πολτάβα (σχεδόν στην ίδια τοποθεσία με τη Μάχη της Πολτάβα το 1709).[4]

Μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν οι δύο στρατοί συναντήθηκαν, ο Τεμούρ Κουτλούγ πρότεινε τριήμερη εκεχειρία ώστε και οι δυο πλευρές να προετοιμάσουν τις δυνάμεις τους. Ωστόσο, επρόκειτο για τέχνασμα προκειμένου να κερδηθεί χρόνος μέχρις ότου καταφθάσουν οι υπό τον Εντιγκού ενισχύσεις.[8] Ο Βυτάουτας σχεδίαζε την ανέγερση μεγάλου φρουρίου βαγονιών, προκειμένου να αναχαιτίσει τους επελαύνοντες ιππείς, και στη συνέχεια να τους καταστρέψει μέσω κανονιών και πυροβολικού. Ο στρατός του Βυτάουτας ήταν αρτίως εξοπλισμός,[9] μικρότερος, ωστόσο, αριθμητικά.[8] Ωστόσο, ο Τεμούρ Κουτλούγ προσποιήθηκε υποχώρησή του (δοκιμασμένη και προμελετημένη ταταρική στρατιωτική τακτική), με τον Βυτάουτας να εγκαταλείπει το φρούριο βαγονιών του, προκειμένου να τον καταδιώξει. Όταν οι Λιθουανικές δυνάμεις ήσαν, πλέον, σε αρκετά μακρινή απόσταση από το φρούριο βαγονιών, οι δυνάμεις του Εντιγκού εμφανίστηκαν εκ των όπισθεν και περικύκλωσαν τον Λιθουανικό στρατό. Σε εκείνο το σημείο, ο Τοχταμίς αποφάσισε πως πως η μάχη είχε χαθεί και διέφυγε με τους στρατιώτες του. Οι Τάταροι, τότε, έκαναν χρήση του δικούς τους πυροβολικού προκειμένου να καταστρέψουν το Λιθουανικό ιππικό, ενώ, ταυτόχρονα, κατέλαβαν το φρούριο βαγονιών των Λιθουανών.[10]

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βυτάουτας μετά βίας διέφυγε ζωντανός, ωστόσο αρκετοί εκ της οικογενείας του ηγεμόνες (συμπεριλαμβανομένων των ξαδέρφων του, Δημητρίου Α΄ Στάρσι και Αντρέι του Πόλοτσκ) και σύμμαχοι (όπως για παράδειγμα ο Στέφανος Α΄ της Μολδαβίας και δύο εκ των αδερφών του) σκοτώθηκαν στη μάχη. Εκτιμάται πως περίπου 50 ηγεμόνες πολέμησαν υπό τις διαταγές του Βυτάουτας, ενώ περίπου 20 εξ'αυτών σκοτώθηκαν.[4] Οι νικητές Τάταροι πολιόρκησαν το Κίεβο, το οποίο, ωστόσο, τους κατέβαλε φόρο για την άρση της πολιορκίας.[4] Οι Τάταροι λεηλάτησαν προς τα δυτικά ευρισκόμενες περιοχές έως το Λουτσκ, καταδιώκοντας τον Τοχταμίς, ο οποίος πέρασε τα επόμενα επτά ή οκτώ έτη κρυβόμενος, ενώ φονεύθηκε το 1407 ή το 1408.

Η ήττα του Βυτάουτας στον Βόρσκλα έθεσε τέλος στον επεκτατισμό των Λιθουανών προς το νότιο τμήμα της Ρουθηνίας. Επίσης, το κράτος του απώλεσε την πρόσβαση προς τη Μαύρη Θάλασσα, καθώς οι Τάταροι ανακατέλαβαν τη νότια στέπα έως και τα σύνορα της Μολδαβίας,[11] εδάφη τα οποία τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Χρυσής Ορδής έως ότου το Χανάτο της Κριμαίας ανεξαρτητοποιήθηκε από την κυριαρχία της περίπου σαράντα δύο χρόνια αργότερα. Μετά τη μάχη, ο Γιούρι του Σμολένσκ εξεγέρθηκε εναντίον της Λιθουανίας, ενώ το Σμολένσκ δεν ανακατελήφθη παρά πέντε χρόνια αργότερα. Το Βέλικι Νόβγκοροντ και το Πσκοβ επίσης εξεγέρθηκαν εναντίον της Λιθουανικής εξουσίας, οδηγώντας τον Βυτάουτας σε πόλεμο εναντίον του Μεγάλου Δουκάτο της Μόσχας.[4]

Ο Βυτάουτας υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για διάλυση της Ενώσεως του Κρέβο και να συμμαχήσει εκ νέου με τον ξάδερφό του και Βασιλέα της Πολωνίας, Γιογκάιλα.[12] Η Πολωνική-Λιθουανική Ένωση επικυρώθηκε εκ νέου μέσω της Ενώσεως του Βίλνιους και του Ραντόμ. Επίσης, ο Βυτάουτας μετέβαλε τα επεκτατικά σχέδιά του από τα νότια προς τα ανατολικά (εναντίον της Μόσχας) και τα δυτικά (εναντίον των Τευτόνων Ιπποτών). Πιστεύεται πως ο Βυτάουτας έμαθε τη στρατιωτική τακτική της προσποιούμενης υποχώρησης στη διάρκεια της συγκεκριμένης μάχης και επιτυχώς τη χρησιμοποίησε προς όφελος του ιδίου στη Μάχη του Γκρούνβαλντ (1410), η οποία και αποτέλεσε σημαντική ήττα για τους Τεύτονες Ιππότες.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Halperin, Charles J. (1987). Russia and the Golden Horde. Indiana University Press. σελ. 57. ISBN 978-0-253-20445-5. 
  2. Vernadsky, George (1969). A History of Russia. Yale University Press. σελ. 75. ISBN 0-300-00247-5. 
  3. Lukowski, Jerzy· Hubert Zawadzki (2001). A Concise History of Poland. Cambridge University Press. σελ. 38. ISBN 0-521-55109-9. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 Ivinskis, Zenonas (1978). Lietuvos istorija iki Vytauto Didžiojo mirties (στα Λετονικά). Rome: Lietuvių katalikų mokslo akademija. σελίδες 314–319. LCC 79346776. 
  5. 5,0 5,1 5,2 Sužiedėlis, Simas, επιμ. (1970–1978). «Tatars». Encyclopedia Lituanica. V. Boston, Massachusetts: Juozas Kapočius, σσ. 377. LCC 74-114275. 
  6. Itinerarium Witolda, 85.
  7. Kiaupa, Zigmantas· Jūratė Kiaupienė· Albinas Kunevičius (2000) [1995]. The History of Lithuania Before 1795 (Αγγλική έκδοση). Vilnius: Lithuanian Institute of History. σελίδες 135–136. ISBN 9986-810-13-2. 
  8. 8,0 8,1 Rambaud, Alfred· Graeme Mercer Adam (1904). The History of Russia from the Earliest Times to 1877. A.L. Burt. σελίδες 135–136. OCLC 2526956. 
  9. Prawdin, Michael· Chaliand, Gerard (2006). The Tatar Empire: Its Rise and Legacy. Transaction Publishers. σελ. 472. ISBN 1-4128-0519-8. 
  10. Posilge, 230; Dlugosz, XII, 526-529; Rhode, Die Ostgrenze Polens, I, 357-359; Russia and the Tatar Yoke, 111-112.
  11. Posilge, 216, 222
  12. Stone, Daniel (2001). The Polish–Lithuanian State, 1386–1795. A History of East Central Europe. University of Washington Press. σελίδες 10–11. ISBN 0-295-98093-1. 

Συντεταγμένες: 48°54′15″N 34°7′18″E / 48.90417°N 34.12167°E / 48.90417; 34.12167