Μάχη του Μπακού
Μάχη του Μπακού (ρωσ. Битва за Баку, αγγ. Battle of Baku, αζε. Bakı uğrunda döyüş, αρμ. Բաքվի ինքնապաշտպանություն, τουρ. Bakü Muharebesi) | |||
---|---|---|---|
Α' Παγκόσμιος Πόλεμος | |||
Βρετανοί στρατιώτες στο Μπακού το 1918 | |||
Χρονολογία | 26 Αυγούστου — 14 Σεπτεμβρίου 1918 | ||
Τόπος | Μπακού | ||
Έκβαση | Νίκη της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Η κατάληψη του Μπακού από τον Ισλαμικό στρατό του Καυκάσου - πτώση της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
Απώλειες | |||
|
Η Μάχη του Μπακού (ρωσ. Битва за Баку, αγγ. Battle of Baku, αζε. Bakı döyüşü, αρμ. Բաքվի ինքնապաշտպանություն, τουρ. Bakü Muharebesi) αποτελεί στρατιωτική σύγκρουση, η οποία διεξήχθη στο Μπακού το έτος 1918. Αντίπαλοι σε αυτή τη μάχη ήταν ο Ισλαμικός στρατός του Καυκάσου, υπό την ηγεσία του Νουρί Κιλλιγκίλ, και ο στρατός της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, από τη μια πλευρά, και η Κομμούνα του Μπακού (αργότερα τη θέση της Κομμούνας πήρε η Δικτατορία της Κεντρικής Κασπίας) μαζί με δυνάμεις στρατού του Ηνωμένου Βασιλείου, υπό την ηγεσία του Βρετανού στρατηγού Λάιονελ Ντένστερβιλ, από την άλλη.[2][3] Οι Βρετανοί και οι σύμμαχοι τους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη, η οποία έγινε πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν.[4]
Προϊστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 2 (15) Νοεμβρίου 1917,[Σημ. 1] μια εβδομάδα μετά την πτώση της Προσωρινής Κυβέρνησης της Ρωσίας στο Πετρογκράντ, στο Μπακού δημιουργήθηκε τοπικό σοβιέτ εργατών, αγροτών και στρατιωτών, το οποίο διοικούσε ο Μπολσεβίκος Στεπάν Γκεόργκεβιτς Σαουμιάν. Τον Απρίλιο του 1918, το Σοβιέτ του Μπακού, χάρη στη βοήθεια του αρμενικού κόμματος «Ντάσνακτσουτιον» και χάρη στα αιματηρά γεγονότα του Μαρτίου, επέβαλε την εξουσία της στο Μπακού, και αργότερα δημιουργήθηκε το Σοβιέτ των Λαϊκών Κομισσάριων, γνωστό στη σοβιετική ιστοριογραφία με το όνομα «26 Κομισσάριοι του Μπακού». Για τη Σοβιετική Ρωσία μεγάλη σημασία είχε το πετρέλαιο στο Μπακού, για αυτό και ήταν έτοιμη να το μοιράσει με τη Γερμανία,[5] κάτι που δεν ικανοποιούσε το Ηνωμένο Βασίλειο - αντίπαλο της Γερμανίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αν και αρχικά οι ηγέτες των Αζέρων ήθελαν την αυτονομία τους ως ομοσπονδιακό υποκείμενο της Ρωσίας, αλλά μετά τα γεγονότα του Μαρτίου ζήτησαν ανεξαρτησία και πίστευαν πώς όχι η Ρωσική Επανάσταση, αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα τους βοηθούσε να υλοποιήσουν το στόχο τους.[6] Στις 28 Μαΐου 1918, στην Τιφλίδα δημιουργήθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν.[7] Το εθνικό σοβιέτ και η Δούμα των υπουργών της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν ανακοίνωσε ότι προσωρινή του πρωτεύουσα ήταν η Ελιζαβετπόλ, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Γκαντζά, μέχρι να καταλάβει την εξουσία στο Μπακού. Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία η διάλυση του Μετώπου του Καυκάσου εθεωρείτο ευκαιρία για επέκταση στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία, κάτι που οι ηγέτες της χώρας αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν, και οι οποίοι έβλεπαν τον Ανατολικό Καύκασο ως μέρος της μελλοντικής Τουρανικής Αυτοκρατορίας, στην οποία έπρεπε να ενσωματωθούν επίσης και ο Βόρειος Καύκασος, η Βόρεια Περσία και το Τουρκεστάν.[8]
Οι πιθανότητες επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε αυτή την περιοχή προκάλεσαν ανησυχίες στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία θεωρούσε πώς θα μπορούσε να χάσει τα εδάφη της Βρετανικής Ινδίας. Σύμφωνα με μυστική αγγλο-γαλλική συμφωνία, η οποία υπογράφτηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1917, η Ρωσία χωρίστηκε σε «περιοχές πράξεων», και βάση αυτής το Ηνωμένο Βασίλειο κατείχε τον Ντον, τον Καύκασο και το Τουρκεστάν, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής γύρω από τη Κασπία Θάλασσα.[9] Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρούσε πώς το Μπακού και η Κασπία είχαν «μεγάλη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική σημασία».[10]
Δυνάμεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κομμούνα του Μπακού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 21 Δεκεμβρίου 1917, το Σοβιέτ του Μπακού αποφάσισε να δημιουργήσει την Κόκκινη Φρουρά. Τα πρώτα της σώματα δημιουργήθηκαν στη Μαύρη Πόλη και στα Μπαλαχάνι.[11] Τον Φεβρουάριο του 1918, οι δυνάμεις της Κόκκινης Φρουράς ανέρχοταν στους 3.500 ανθρώπους.[12]
Σύμφωνα με τον Λαϊκό Κομισσάριο της Κομμούνας του Μπακού, Γκριγκόρι Νικολάεβιτς Κοργκάνοφ, στις 22 Μαΐου 1918, η Κόκκινη Φρουρά αποτελείτο από 19 σώματα πεζικού (μέχρι 18.000 ανθρώπους), 100 στρατιώτες του ιππικού, 9 εκατομμύρια σφαίρες και από μερικούς στρατιωτές της 4ης Μονάδας Στρατού της Μόσχας.[13] Σύμφωνα με τον Βρετανό στρατηγό Ντένστερβιλ, οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού ανέρχοταν στους 10 χιλιάδες ανθρώπους.[14]
Δικτατορία της Κεντρικής Κασπίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεγάλο μέρος του στρατού της Κομμούνας του Μπακού τέθηκε στην υπηρεσία της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας, όταν αυτή μπήκε στον πόλεμο. Σύμφωνα με τον Βρετανό στρατηγό Κλάττερμπανκ, στο Μπακού υπήρχαν 22 ρωσικά και αρμενικά σώματα στρατού. Σύμφωνα με τον Κλάττερμπανκ, οι πολιτικές συνθήκες της εποχής δεν επέτρεπαν την ένωση των ρωσικών και των αρμενικών σωμάτων στρατού.[15]
Μουσουλμανικό σώμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτες προσπάθειες για δημιουργία εθνικών μουσουλμανικών ομάδων στρατού έγινε στα τέλη του 1917. Στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1917, υπήρξε πρόταση από τους διοικητές του Μετώπου στον Καύκασο να δημιουργηθεί Μουσουλμανικό σώμα στην Ελιζαβέτπολ. Αυτή την ιδέα υποστήριξαν οι Κομισσάριοι του Νοτίου Καυκάσου και στις 18 Δεκεμβρίου (σύμφωνα με άλλες πηγές - 11 Δεκεμβρίου[16]) υπογράφτηκε διάταγμα για δημιουργία νέου στρατού, στον οποίο θα συμπεριλαμβάνεται και το Μουσουλμανικό σώμα. Η δημιουργία του στρατού άρχισε την επόμενη μέρα σύμφωνα με το Διάταγμα № 155 του Κύριου Διοικητή του στρατού στον Καύκασο, Μιχαήλ Αλεξέεβιτς Πρζεβάλσκι[17]
Το σώμα έπρεπε να αποτελείτο από εθελοντές. Διοικητής του σώματος διορίστηκε ο Αλί-Αγκά Σιχλίνσκι. Έδρα του σώματος έγινε η Τιφλίδα. Το Μουσουλμανικό σώμα αποτελείτο από την 1η και 2η Ομάδα πεζικού, στις οποίες ήταν ενσωματωμένο από 4 σώματα στρατού, από μια ομάδα ιππικού από 3 σώματα ιππικού, το 1ο και το 2ο Σώμα Πυροβολικού.[18]
Η δημιουργία του σώματος έπρεπε να γίνεται σε όλο τον Νότιο Καύκασο, καθώς και στο Μπακού. Στις 24 Φεβρουαρίου 1918, στο Μπακού από την Τιφλίδα έφτασε το 1ο μουσουλμανικό σώμα πεζικού, με διοικητή τον στρατηγό Ταλίνσκι[19] Όταν έφτασαν στον Μπακού, από τον σιδηροδρομικό σταθμό, οι διοικητές του σώματος συνελήφθησαν από τους Μπολσεβίκους.[20] Αλλά, εξαιτίας της πίεσης των μη ευχαριστημένων μουσουλμάνων, οι διοικητές απελευθερώθηκαν αλλά βρισκόταν υπό παρακολούθηση από τους Μπολσεβίκους. Οι Ρώσοι αξιωματικοί παρέμειναν στη φυλακή, και δέχθηκαν πίεση με στόχο να γίνουν στρατιωτικοί του Σοβιέτ στο Μπακού. Ο Κονσταντίν Κονοπλιόφ, ο μοναδικός στρατιωτικός, ο οποίος γλίτωσε τη σύλληψη, συναντήθηκε με τον Ταλίνσκι. Σύμφωνα με διαταγή του Ταλίνσκι, ο Κονσταντίν έφτασε στην Τιφλίδα και ενημέρωσε για το περιστατικό τον διοικητή του Μουσουλμανικού σώματος Σιχλίνσκι. Σύμφωνα με διαταγή από τις 11 Μαρτίου 1918, η 1η μονάδα πεζικού μεταφέρθηκε στη Σαμάχα.[21]
Ο Α. Σιχλίνσκι καταγράφει στα απομνημονεύματα του:
Δεν είχαμε αρκετούς αξιωματικούς, οι οποίοι να μιλούν στην αζερική γλώσσα, ενώ οι στρατιώτες δεν ήξεραν καθόλου τη ρωσική γλώσσα...[22]
Η δημιουργία του Μουσουλμανικού σώματος έληξε στα τέλη του Απριλίου του 1918. Διοικητής του σώματος έγινε ο Ευγκένι Μεντσούκοφ, διοικητής της πρώτης μονάδας πεζικού - ο Ταλσίνσκι, διοικητής της δεύτερης μονάδας πεζικού - ο Ιμπραγκίμ-αγκά Οσούμποφ. Στις 26 Ιουνίου, σύμφωνα με διάταγμα του Σοβιέτ των Υπουργών της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, το Μουσουλμανικό σώμα μετανομάστηκε σε Ατομικό Αζέρικο Σώμα.[23]
Λαϊκή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τον Ε. Φ. Λουντσουβέιτ, ο στρατός της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, μέχρι τον Μάη του 1918, περιλαμβάνονταν από τα Σώματα Ιππικού των Τατάρων και του Σέκινσκ, δύο σώματα πεζικού, στα οποία υπηρετούσαν πρώην Τούρκοι αιχμάλωτοι πολέμου, καθώς και από 250 αξιωματικούς.[24] Σύμφωνα με μαρτυρίες του Τούρκου στρατηγού Νουρί πασά, ο στρατός της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν δεν ήταν μεγάλος. Σύμφωνα με αυτόν, το Μουσουλμανικό σώμα περιλάμβανε 1000 ανθρώπους, και οι περισσότεροι ήταν πρώην Τούρκοι αιχμάλωτοι.[25]
Ισλαμικός στρατός του Καυκάσου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τον Αμερικανό ιστορικό Ταντέους Σβεντοχόφσκι, ο Ισλαμικός στρατός του Καυκάσου αποτελείτο από 16 μέχρι και 18 χιλιάδες στρατιώτες, από τους οποίους του 1/3 ήταν Τούρκοι πρώην αιχμάλωτοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν Αζέροι.[26] Σύμφωνα με τον στρατηγό Ντένστερβιλ, ο Ισλαμικός στρατός του Καυκάσου αποτελείτο από 12 χιλιάδες στρατιώτες, από τους οποίους οι μισοί ήταν Τούρκοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν μουσουλμάνοι του Νότιου Καυκάσου. Εκτός αυτού, σύμφωνα με τον στρατηγό, υπήρχαν και Ρώσοι αξιωματικοί, οι οποίοι πήραν το μέρος του Ισλαμικού στρατού για να αντιστέκονται στους Μπολσεβίκους και να μην αφήσουν τους Γερμανούς να καταλάβουν το Μπακού.[27]
Οι πρώτες επιθέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προϊστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1917, οι Τούρκοι αξιωματικοί, λαμβάνοντας υπόψη τις συμφωνίες ειρήνης μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και των Κεντρικών Δυνάμεων, οι οποίες υπογράφτηκαν στο Μπρεστ, πρότειναν στους Κομισσάριους του Νότιου Καυκάσου να υπογράψουν συμφωνία ειρήνης στο Μέτωπο του Καυκάσου. Η συμφωνία ειρήνης υπογράφτηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1917 στο Ερζιντζάν.
Στα μέσα του Ιανουαρίου του 1918, ένας Τούρκος στρατηγός, απεσταλμένος από τον Ισμαήλ Εμβέρ, πρότεινε στους Κομισσάριους του Νότιου Καυκάσου να αρχίσουν συζητήσεις για συμφωνία ειρήνης - οι Τούρκοι υπολόγιζαν να υπογράψουν μια συμφωνία με ευνοϊκούς όρους και να ενημερώσουν τη Σοβιετική Ρωσία και τις Κεντρικές Δυνάμεις, οι οποίες υπέγραφαν ειρήνη στο Μπρέστ. Η καταστροφή του στρατού στον Καύκασο ανάγκασε τους Κομισσάριους να δεχτούν την πρόταση των Τούρκων. Στις 12 Φεβρουαρίου 1918, οι Τούρκοι, παρά τη συμφωνία ειρήνης, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία ανέλαβε την προστασία των Μουσουλμάνων, άρχισαν επίθεση. Εκείνη την ώρα, ο ρωσικός στρατός είχε σκορπιστεί και τη θέση του πήραν αρμενικά σώματα στρατού. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν το μέτωπο και άρχισαν να κινούνται στον Καύκασο. Στις 19 Φεβρουαρίου, οι Κομισσάριοι πρότειναν να υπογράψουν συμφωνία ειρήνης στη Τραπεζούντα[28]
Στις 3 Μαρτίου 1918, η Σοβιετική Ρωσία υπέγραψε τη Συνθήκη του Μπέρστ, σύμφωνα με την οποία οι Ρώσοι έπρεπε να αφήσουν τα τουρκικά εδάφη, τα οποία κατέλαβαν κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και τις περιφέρειες Καρς και Μπατούμι, τα οποία οι Ρώσοι έλαβαν μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο 1877-1878. Στις 11 Μαρτίου έπεσε το Ερζερούμ. Τον Απρίλιο, μονάδες του 6ου τουρκικού και αρμενικού σώματος (διοικητής - Γιακούμπ Σέφκι πασάς) πέρασαν τα ρωσοτουρκικά σύνορα.[29] Στις 5 Απριλίου, οι Τούρκοι κατέλαβαν το Σαρικάμις και ανάγκασαν τον στρατηγό Φόμα Ιβάνοβιτς Ναζαρμπέκοφ να υποχωρήσει στο Καρς. Στις 7 Απριλίου, κατέλαβαν το Βαν, ενώ ο στρατός στα νότια κατευθύνθηκε στο Μπατούμι.[30]
Την επιχείρηση για την κατάληψη του Μπακού ανέλαβε ο Νουρί πασάς, ο οποίος στις 4 Μαΐου έφτασε στη Τέμπριζ, και από εκεί με μια ομάδα αξιωματικοί - στα τουρκικά μέτωπα, τα οποία πολεμούσαν στο μέτωπο Ολουχάνλι - Καζάχ. Εκεί, η 5η Μονάδα του Καυκάσου (διοικητής - Μιουρσέιλ πασάς) τέθηκε στην υπηρεσία του και κατευθύνθηκε από το Καζάφ στην Ακσταφά. Όταν έφτασε στην Ελιζαβέτπολ, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ο Ισλαμικός στρατός του Καυκάσου, του οποίου τη διοίκηση ανέλαβε ο Νουρί πασάς.[31]
Στις 25 Μαΐου 1918, σώματα της 5ης Μονάδας του Καυκάσου επιτέθηκαν στην Ελιζαβέτπολ. Την ίδια μέρα, από το Έβλαχ, έφτασε και ο Νουρί πασάς μαζί με αξιωματικούς, όπου θεσπίστηκε ο Ισλαμικός στρατός του Καυκάσου.[32] Στις 28 Μαΐου ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν, και στις 4 Ιουνίου, η Λαϊκή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν υπέγραψε συμφωνία φιλίας και συνεργασίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία έπρεπε «να βοηθά με στρατό την κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν, αν αυτό χρειαστεί».[33] Οι Τούρκοι αξιωματούχοι δήλωσαν πώς «εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι και μουσουλμάνοι πεθαίνουν στο Μπακού εξαιτίας των ληστών, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους επαναστάτες».[34]
Αρχή των ενεργών στρατιωτικών επιχειρήσεων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 6 Ιουνίου 1918 ο λαϊκός κομισσάριος στα θέματα στρατού και στόλου του ΣΝΚ[Σημ. 2] του Μπακού, Γκριγκόρι Κοργκάνοφ, έδωσε διαταγή στους στρατιώτες της Κομμούνας του Μπακού να επιτεθούν στην Ελιζαβέτπολ.[35]
Τμήματα του Κόκκινου Στρατού στον Καύκασο (13 χιλιάδες άνθρωποι), στις 10 Ιουνίου 1918, κινήθηκαν από την περιοχή του Αντζικάμπουλ στην Ελιζαβέτπολ. Στις 12 Ιουνίου, με μάχες κατέλαβαν τον σιδηρόδρομο και το χωριό Κιουρνταμίρ, και μια εβδομάδα αργότερα - έφτασαν το χωριό Καραμάρα. Σε γράμμα του ΣΝΚ του Μπακού προς τον Β. Ι. Λένιν:
Ο στρατός μας και ο στόλος μας θα υπερασπίζονται τη Σοβιετική κυβέρνηση.[36]
Μεγάλο μέρος των στρατιωτών καθώς και όλοι οι διοικητές ήταν Αρμένιοι, υποστηρικτές ή μέλη του αρμενικού κόμματος «Ντάσνακτσουτιον». Ένας από τους διοικητές του Κόκκινου Στρατού, ο Αμαζάσπ Σρβαντστιάν, συμμετείχε σε ανταρτικούς αγώνες κατά των Τούρκων και θεωρούσε τους Μουσουλμάνους ως ένα από τους κυριότερους εχθρούς, μόνο και μόνο επειδή ήταν Μουσουλμάνος.[35] Σύμφωνα με ένα από τους Αρμένιους Μπολσεβίκους, οι πράξεις των Αρμενίων, όπως οι εκτελέσεις χωρίς λόγο των Μουσουλμάνων, προκάλεσαν την εχθρότητα των Μουσουλμάνων προς τη Σοβιετική κυβέρνηση, και σε αυτές τις συνθήκες η επίθεση στο Γκιαντζού (πρώην Ελιζαβέτπολ) θα ήταν μεγάλο λάθος.[35]
Στις 16 Ιουνίου, η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν μεταφέρθηκε από την Τιφλίδα στο Γκιάντζου, και τρεις μέρες αργότερα κηρύχθηκε κατάσταση πολέμου στο Αζερμπαϊτζάν.[37] Το Ομοσπονδιακό Σοβιέτ του Αζερμπαϊτζάν ζήτησε πολεμική υποστήριξη από την Τουρκία, η οποία δημιούργησε τον Ισλαμικό Στρατό του Καυκάσου, ο οποίος ενώθηκε μαζί με την 5η τουρκική μονάδα του Καυκάσου, την 15η τουρκική μονάδα του Τσαναχγκαλίνσκ και με το Μουσουλμανικό σώμα.[38]
Μετά από μάχες 3 ημερών (16-18 Ιουνίου 1918) στο Καραμαριάμ, μονάδες του Ισλαμικού στρατού του Καυκάσου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο Γκεοκτσάι, αφού έχασαν 1.000 στρατιώτες - αυτό ήταν αναπάντεχο για την τουρκική διοίκηση. Στα τέλη του μηνός, η τουρκική διοίκηση μετέφερε στο Γκιαντζού ακόμα 15.000 στρατιώτες.[39]
Στις μάχες στο Γκεοκτσάι (27 Ιουνίου - 1 Ιουλίου 1918), μονάδες του Ισλαμικού στρατού του Καυκάσου κατατρόπωσαν την 1η Μονάδα του Καυκάσου του Κόκκινου Στρατού, η οποία υποχώρησε στο Καραμαριάμ. Στις 2 Ιουνίου, σοβιετικές δυνάμεις άφησαν την Αχσού, και στις 10 Ιουνίου, μετά από μάχες 3 ημερών, άφησαν το Κιουρνταμίρ και στις 14 Ιουνίου - τον σταθμό του Κεράρ. Τον Ιούλιο, οι μάχες διεξαγόταν σε 3 μέτωπα - στο Σεμαχίνσκ, στο Σελντίνσκ και στο Κιουρνταμίρ (κεντρικό μέτωπο). Στα αριστερό και στο δεξιό μέτωπο, οι Τούρκοι επιτίθονταν μόνοι τους, ενώ στο κεντρικό μαζί με στρατιά μουσουλμάνων, υπό τη διοίκηση του Γκαμπίμπ-μπεκ Σαλίμοφ. Οι στρατιώτες του Κόκκινου στρατού, μετά από σκληρές μάχες, υποχώρησαν και η γραμμή του μετώπου έφτασε στο Μπακού.[40]
Η κυβέρνηση της Σοβιετικής Ρωσίας προσπαθούσε να πείσει τη Γερμανία να σταματήσει την επίθεση του τουρκικού στρατού. Από γράμμα του Βλαντιμίρ Λένιν στον Ιωσήφ Βισσαριόνοβιτς Στάλιν:
Σήμερα, 30 Ιουνίου, λάβαμε μήνυμα από τον Ιόφφε από το Βερολίνο, ότι είχε συζήτηση με τον Κιούλμαν. Σύμφωνα με αυτόν, φαίνεται πώς οι Γερμανοί είναι σύμφωνοι να πείσουν τους Τούρκους να σταματήσουν τις μάχες. Υπόσχονται να μην αφήσουν τους Τούρκους στο Μπακού, αλλά θέλουν να πάρουν πετρέλαιο. Δώστε έμφαση σε αυτό το μήνυμα και σας παρακαλώ να το μεταφέρετε στον Σάουμαν, αλλιώς υπάρχουν πιθανότητες να χάσουμε το Μπακού. Βέβαια, θα δώσουμε το πετρέλαιο στους Γερμανούς.[41]
Ο Στάλιν μετέφερε το μήνυμα στον Σάουμαν, και στο γράμμα του (8 Ιουλίου 1918) έγραψε πώς «οι Γερμανοί, για να αφήσουν ήσυχο του Μπακού, θέλουν πετρέλαιο. Εμείς, βέβαια, θα τους δεχθούμε να τους δώσουμε πετρέλαιο».[42]
Ο Γερμανός πρέσβης στην Τιφλίδα, Βέρνερ φον ντερ Σούλενμπουργκ, καταγράφει:
Φαίνεται παράξενο, το γεγονός οι Τούρκοι να καταλάβουν το Μπακού; πιθανόν - κάτι που θα ήταν επιθυμητό - να δεχτούν τρομερή ήττα από τους Μπολσεβίκους. Αν καταφέρουμε να υπογράψουμε συμφωνία με τους Μπολσεβίκους, τότε θα αποκτήσουμε και το πετρέλαιο που θέλουμε. Αν όμως αναγκαστούν να υποχωρήσουν, θα κάψουν όλες τις πετρελαιοπηγές και ούτε εμείς ούτε οι Τούρκοι θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούμε το πετρέλαιο.[43]
Στις 27 Αυγούστου υπογράφτηκε η συμφωνία μεταξύ της ΡΣΟΣΔ και της Γερμανίας. Το άρθρο 14 αυτής της συμφωνίας έλεγε:
Η Γερμανία δεν θα βοηθήσει καμία τρίτη υπερδύναμη, και θα προσπαθήσει να την εμποδίσει να περάσει τις επόμενες γραμμές: από την Κούρα στα χωριά του Πετροπάφλοσκοε, από τα σύνορα του Σεμαχίνσκι μέχρι το Αγκριόμπ, και τα σύνορα μεταξύ του Μπακού, του Σεμαχίνσκι και του Κουμπίν Η Ρωσία θα παράγει πετρέλαιο στο Μπακού και θα δίνει ένα ποσοστό στη Γερμανία.[44]
Αλλά, οι Τούρκοι, όταν συνειδητοποίησαν πώς η Γερμανία δεν θα επηρεάσει την κατάσταση στην περιοχή, συνέχισαν την επίθεση στο Μπακού. Για να σώσουν την κατάσταση, οι Μπολσεβίκοι δέχθηκαν την πρόταση βοήθειας από τον Λάζαρ Φιόντοροβιτς Μπιτσεράχοφ, ο οποίος στις αρχές του 1918, δημιούργησε στη Περσία ένα μικρό σώμα (1.000 στρατιώτες), το οποίο υπηρετούσε τους Βρετανούς. Στις 5 Ιουλίου, το σώμα του Μπιτσεχάροφ έφτασε στην Αλιάτ και στις 7 Ιουλίου έφθασε στο μέτωπο. Το σώμα συμμετείχε στη μάχη του Κιουρνταμίρ, όπου το Σοβιέτ του Μπακού ηττήθηκε.[45]
Αλλαγή κυβέρνησης στο Μπακού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ήττες από τον Ισλαμικό στρατό του Καυκάσου, η κρίση που ξέσπασε στο Μπακού και οι αντιθέσεις με την Κομμούνα του Μπακού έφεραν στην αλλαγή κυβέρνησης στην πόλη. Οι Κομισσάριοι του Μπακού δεν ήταν σε θέση να ελέξουν την κατάσταση, και η Σοβιετική Ρωσία δεν μπορούσε να τους βοήθησει εξαιτίας προβλημάτων στα μέτωπα. Σύμφωνα με τον Αμερικανό ιστορικό Φίρουζ Καζεμζάντε, μέχρι τον Μάη του 1918, το Μπακού ήταν «μπολσεβικό νησί και αντιμπολσεβική θάλασσα».[35] Ο πληθυσμός της πόλης χωρίστηκε σε 4 ομάδες. Η μεγαλύτερη από αυτές - μουσουλμάνοι (Αζέροι) - δεν ήθελε να υπερασπιστεί σε μάχη κατά των Τούρκων, το Μπακού. Οι Αρμένιοι, η δεύτερη ομάδα, ήταν έτοιμοι να υπερασπιστεί το Μπακού. Η τρίτη ομάδα αποτελείτο από τους Ρώσους, οι οποίοι δεν άνηκαν στους Μπολσεβίκους (μονάρχοι, Μενσεβίκοι, δημοκρατικοί και εσέροι), οι οποίοι μισούσαν τους Τούρκους και συμπαθούσαν την Αντάντ. Η τέταρτη ομάδα αποτελείτο από Μπολσεβίκους, οι οποίοι ήθελαν να κρατήσουν το Μπακού όσο το δυνατό πιο περισσότερο και να μεταφέρουν πετρέλαιο στη Σοβιετική Ρωσία και οι οποίοι αρνήθηκαν τη βοήθεια των Βρετανών.[35] Η Σοβιετική Ρωσία, παρά τα προβλήματα στο μέτωπο του Καυκάσου, βοηθούσε την κυβέρνηση του Μπακού. Στις 19 Ιουλίου, στο Μπακού από το Τσαρίτσιν έφτασε το σώμα του Γκριγκόρι Κονσταντίνοβιτς Πετρόφ.[46]
Στις 20 Ιουλίου, μονάδες του Ισλαμικού στρατού του Καυκάσου κατατρόπωσαν το στρατό του Σοβιέτ του Μπακού από το Σεμάχα, και μια εβδομάδα αργότερα έφτασαν σε απόσταση 16 χιλιομέτρων από το Μπακού. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης - σοσιαλιστές-επαναστάτες και οι Μενσεβίκοι - σε έκτακτο συνέδριο του Σοβιέτ του Μπακού, στις 25 Ιουλίου, πρότεινε «να προσκληθούν οι Άγγλοι στο Μπακού και να δημιουργηθεί εξουσία από όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα μαζί», και την πρόταση αυτή υποστήριξε η πλειοψηφία - 259 ψήφοι υπέρ από τους σοσιαλιστές-επαναστάτες και τους Μενσεβίκους έναντι σε 236 ψήφους κατά από τους Μπολσεβίκους.[47] Παράλληλα, περίπου 3.000 στρατιώτες των Αρμένιων εθνικιστών αρνήθηκαν να βοηθήσουν στο μέτωπο, ενώ ο διοικητής των μονάδων του Κόκκινου στρατού στο Μπακού, Αβετίσοφ, ζήτησε από το Σοβιέτ του Μπακού να αρχίσει συζητήσεις με την τουρκική διοίκηση.[48]
Σε γράμμα του Σάουμαν προς τον Λένιν, από τις 27 Ιουλίου:
Η κατάσταση στο μέτωπο χειροτερεύει μέρα με τη μέρα.. Στο μέτωπο του Σεμαχίνσκι, οι στρατιώτες μας υποχώρησαν στο Μπακού. Η κατάσταση γίνεται σοβαρή.. Μετά την αρχή της επανάστασης η κατάσταση στην πόλη έγινε σοβαρή.. Φαίνεται πώς θα αρχίσει εμφύλιος πόλεμος. Η αγγλική βοήθεια προκαλεί αντιθέσεις. Για να σωθεί το Μπακού για τη Ρωσία, χρειάζομαστε βοήθεια από το στρατό της Ρωσίας. Απέναντι μας μάχονται οι Γερμανοί και οι Τούρκοι[49]
Αυτές τις μέρες στο Μπακού από το Άστραχαν έφτασαν 80 πυροβόλα, 10.000 τουφέκια και 200.000 σφαίρες.[50] Στις 29 Ιουλίου, οι Σοβιετικοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο Μπαλαντζάρι. Στις 30 Ιουλίου 1918, ο Μπιτσεράχοφ υποχώρησε στο Νταγεκστάν.
Οι Μπολσεβίκοι αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε συνομοσπονδία και σε έκτακτο συνέδριο του Σοβιέτ του Μπακού, στις 31 Ιουλίου, δήλωσαν πώς για να σώσουν την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ρωσίας και τον στρατό της έπρεπε να παραδώσουν το Μπακού.[51]
Η εξουσία στο Μπακού από τις 1 Αυγούστου 1918 μεταδόθηκε στη Προσωρινή Δικτατορία της Κεντρικής Κασπίας, το οποίο αποτελείτο από σοσιαλιστές-επαναστάτες, τους Μενσεβίκους, τους Εβραίους, τους Αρμένιους και τους Ρώσους.
Η μπολσεβική κυβέρνηση στο Σοβιέτ του Μπακού θεώρησε επικίνδυνο να βρίσκεται στην πόλη. Στις 31 Ιουλίου, οι Κομισσάριοι και οι στρατιώτες των Μπολσεβίκων μεταφέρθηκαν στο Άστραχαν, το οποίο ήταν υπό τη διοίκηση των Μπολσεβίκων. Αλλά, λόγω διαταγής της κυβέρνησης της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας, ο Σάουμαν συνελήφθη αλλά αφέθηκε γρήγορα, για να μην υπάρξουν συγκρούσεις με τους Μπολσεβίκους. Η Δικτατορία της Κεντρικής Κασπίας διόρισε υπουργό άμυνας τον στρατηγό Γιάκοφ Γκερασίμοβιτς Μπαγκρατούνι, ενώ διοικητής του στρατού έγινε ο στρατηγός Ντοκουτσάεφ.[52]
Αλλά, και η νέα κυβέρνηση του Μπακού δεν ήταν σε θέση να σταματήσει τον Ισλαμικό στρατό του Καυκάσου, οι στρατιώτες της κυβέρνησης συνέχιζαν να υποχωρούν στο Μπακού. Ο Αβετίσοφ ζήτησε να παραδώσουν την πόλη. Το Αρμενικό Εθνικό Σοβιέτ ήταν έτοιμο να παραδώσει την πόλη, αλλά εξαιτίας της πίεσης από τη Δικτατορία της Κεντρικής Κασπίας αρνήθηκε να παραδωθεί, και συνέχισε να ελπίζει ότι οι Βρετανοί θα τους βοηθούσαν.[53]
Η άφιξη των Βρετανών στρατιωτών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η έξοδος της Ρωσίας από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στην Αντάντ. Η βρετανική κυβέρνηση φοβήθηκε πώς η επέκταση Γερμανών ή Τούρκων στην Κεντρική Ασία θα απειλούσε τα βρετανικά εδάφη στην Ινδία, αφού πρώτα θα κατέλαβε το Μπακού.[54] Για αυτό αποφασίστηκε να σταλθεί στην Τιφλίδα ένα σώμα με διοικητή τον στρατηγό Λάιονελ Ντένστερβιλ, για να κατατροπώσει τους Γερμανούς και τους Τούρκους στρατιώτες. Αλλά, όταν οι Γερμανοί έφτασαν στην Τιφλίδα, τα σχέδια των Βρετανών άλλαξαν και αποφάσισαν να υπερασπιστούν το Μπακού.
Τον Ιανουάριο του 1918, ο Ντένστερβιλ έφθασε στη, πολιορκημένη από τους Βρετανούς, Βαγδάτη, όπου δημιούργησε ένα σώμα στρατού, το οποίο ονόμασε «Ντένστερφορς» («Δυνάμεις του Ντένστερβιλ»). Στο «Ντένστερφορς» εντάχθηκαν έμπειροι στρατιώτες και αξιωματικοί, από τις αποικίες στην Αυστραλία, στον Καναδά, στη Νέα Ζηλανδία, στη Νότια Αφρική και στην Ινδία. Τον Φλεβάρη του 1918, ο Ντέστερβιλ και το σώμα του έφθασαν στην περσική πόλη Ενζέλι, αλλά, λόγω των καταστάσεων που επικρατούσαν στην πόλη και η εχθρότητα των ηγετών της πόλης προς τους Βρετανούς, ανάγκαστηκε να μεταφερθεί στη Χαμαντάν, και από εκεί στο Καζβίν. Αφού έλαβε πρόσκληση από τη Δικτατορία της Κεντρικής Κασπίας, ο Ντένστερβιλ μετέφερε το σώμα του από το Καζβίν στο Μπακού.[55]
Λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπιζε στα μέτωπα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν σε θέση να στείλει μεγάλες δυνάμεις στον Καύκασο. Οι δυνάμεις του «Ντένστερφορς» ανέρχονταν στους 1.000 στρατιώτες, οι οποίοι είχαν στη διάθεση τους τα αρατωμένα αυτοκίνητα «Όστιν-Πουτίλοβετς»[56] και δύο αεροσκάφη «Martinsyde G.100».[4] Στις 4 Αυγούστου, στο Μπακού έφθασε η πρώτη ομάδα Βρετανών στρατιωτών, υπό την ηγεσία του Στόκς. Στις 17 Αυγούστου, στο Μπακού από την Ενζέλι, με το καράβι «Πρόεδρος Κριούγκερ», έφτασαν οι κύριες δυνάμεις με τον Ντένστερβιλ.
Την ίδια μέρα, οι Κομισσάριοι του Μπακού προσπάθησαν να φύγουν στο Άστραχαν. Αλλά, τα 17 (ή 30) καράβια με στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού και με πολεμοφόδια περικυκλώθηκε στο νησί Ζιλόι από το στόλο της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας, και στάλθηκε πίσω στο λιμάνι, όπου οι μπολσεβικές δυνάμεις αφοπλίστηκαν και στάλθηκαν στο Άστραχαν.[53] Η κυβέρνηση της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας δεν μπορούσε να κρατήσει στις φυλακές τον μεγάλο αριθμό των Μπολσεβίκων, καθώς επίσης δεν ήθελε την παρουσία τους στην πόλη. Τα καράβια ήταν, σύμφωνα με τον Ντένστερβιλ, γεμάτα με πολεμοφόδια καθώς και πολύτιμα αγαθά, και κατά τη γνώμη του Ντένστερβιλ, οι Μπολσεβίκοι ζητούσαν πολεμοφόδια, για να κλέβουν αγαθά από την πόλη.[57] Οι Κομισσάριοι του Μπακού και Μπολσεβίκοι με αρχηγό τον Σάουμαν συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Η Δικτατορία της Κεντρικής Κασπίας αποφάσισε να τους κατηγορήσει στο πολεμικό δικαστήριο για λιποταξία. Η Δικτατορία της Κεντρικής Κασπίας έλαβε την υποστήριξη διάφορων κομιτέτων και οι κομισσάριοι ονομάστηκαν «προδότες και εχθροί του λαού», οι οποίο τη δύσκολη στιγμή σταμάτησαν το μέτωπο, και προσπάθησαν να μεταφέρουν πολεμοφόδια για άμυνα. Σύμφωνα με τον Φίρουζ Καζεμζάντε, στα τέλη του καλοκαιριού του 1918, όπως έδειξαν τα γεγονότα, το προλεταριάτο του Μπακού μετατράπηκε σε εχθρό για τους Μπολσεβίκους και αρνήθηκε να τους βοηθήσει.[35]
Ο Ντένστερβιλ ύψωσε στο καράβι του τη σημαία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά τον επισκέπτηκαν αμέσως μέλη του τοπικού επαναστατικού κομιτέτ, για να δουν, αν ο στρατηγός είναι αντεπαναστάτης. Ο στρατηγός απάντησε πώς δεν ήταν αντεπαναστάτης, αλλά πως δεν ήταν και επαναστάτης, για αυτό και δεν ύψωσε την κόκκινη σημαία. Ως αποτέλεσμα, αποφασίστηκε να υψωθεί ανάποδη ρωσική σημαία. Φαίνεται πώς οι τοποικοί επαναστάτες δεν ήξερα, πώς η ανάποδη ρωσική σημαία θα γινόταν η σημαία της Σερβίας, και πώς τα βρετανικά καράβια θα είχαν υψωμένα τη σερβική σημαία.[57]
Λόγω των μικρών βρετανικών δυνάμεων, ο στρατηγός Ντένστερβιλ θεώρησε πώς κύρια αποστολή του ήταν να υψώσει το ηθικό των αμυνόμενων στο Μπακού. Σύμφωνα με τον Σούρεν Σάουμαν, οι Βρετανοί, για να υψώσουν το ηθικό των συμπατριωτών τους στο Μπακού, σκαρφίστηκαν ένα κόλπο. Έστειλαν μια μικρή μονάδα στρατού στο Μπακού, για να παρελαύνει και να περνά από την ίδια πλατεία αρκετές φορές, για να θεωρηθεί πώς στην πόλη στάλθηκαν μεγάλες δυνάμεις από το Ηνωμένο Βασίλειο[58] Ο Ντένστερβιλ δήλωσε στο αρμενικό κομιτέτ, πώς οι Βρετανοί δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν με μεγάλες δυνάμεις το Μπακού, καθώς είχαν να αντιμετώπισουν προβλήματα σε άλλα μέτωπα καθώς και στη Βαγδάτη. Η τοπική κυβέρνηση έλπιζε πώς οι Βρετανοί θα στείλουν μεγάλες δυνάμεις στο Μπακού για την άμυνα της πόλης. Παράλληλα, ο Ντένστερβιλ έμεινε άφωνος από την απειθαρχία που επικρατούσε στο στρατό της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας. Ο στρατηγός καταγράφει στα ημερολόγια του, πώς, όταν οι στρατιώτες έλαβαν διαταγή να πάνε στο μέτωπο, αυτοί δεν ικανοποιήθηκαν και αποφάσισαν να ψηφίσουν αν έπρεπε να εκτελέσουν τη διαταγή ή όχι. Το 70% των στρατιώτων αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαταγή, ενώ το υπόλοιπο 30% των στρατιωτών, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν τη διαταγή, άνοιξε πυρ εναντίον τους. Οι σφαίρες πετούσαν γύρω από τα αγγλικά θωρακισμένα, και ο διοικητής των θωρακισμένων μετέφερε στον Ντένστερβιλ: «Αν δεν σταματήσουν να πυροβολούν, θα ανοίξω πρυ εναντίον όλων τους». Και ο στρατηγός απάντησε: «Σε παρακαλώ, κάνε το».[3]
Η πολιορκία του Μπακού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Τούρκοι και οι Αζέροι έφθασαν στα περίχωρα του Μπακού. Σε γράμμα της στρατιωτικής διοίκησης της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας, από τις 6 Αυγούστου:
Στις 4 Αυγούστου, μετά από σκληρές μάχες 5 ημερών, οι στρατιώτες μας υποχώρησαν. Τα ξημερώματα της επομένης (5 Αυγούστου), οι Τούρκοι κατέλαβαν τον λόφο Παταμντάρ και την Μπίμπι-Έιμπατ, και οι στρατιώτες μας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν...[59]
Στο Μπακού ξέσπασε πανικός. Ο στρατός και η κυβέρνηση της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας ήταν αδύνατοι να σταματήσουν την επίθεση των Τούρκων. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Σάουμαν, οι συνολικές δυνάμεις των σοβιετικών στο Μπακού ανέρχονταν στους 3.000 ανθρώπους.[60] Το σώμα του Πετρόφ, χάρη στη βοήθεια του πυροβολικού, οργάνωσε αντεπίθεση. Μετά από σκληρές μάχες, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τις θέσεις, τις οποίες κατέλαβαν τις προηγούμενες μέρες. Από τις αναμνήσεις του διοικητή της 5ης μονάδας του Καυκάσου, Ριουστιού μπεή:
Ο αντίπαλος, χάρη στη βοήθεια του πυροβολικού του, πέρασε σε αντεπίθεση και ανάγκασε το 10ο και το 13ο σώμα να υποχωρήσουν... Οι απώλειες ήταν μεγάλες. Αν ο αντίπαλος κυνηγούσε τις μονάδες που υποχώρησαν, θα υπήρχε πιθανότητα να καταλάβουν την περιοχή Έιμπατ-Μπαλαντζάρι.[61]
Σύμφωνα με τον Ριουστιού μπέη, εκείνη τη μέρα σκοτώθηκαν 148 Τούρκοι, από τους οποίους οι 9 ήταν αξιωματικοί, και τραυματίστηκαν 463 Τούρκοι, από τους οποίους οι 19 ήταν αξιωματικοί. Επίσης, εκείνη τη μέρα, οι Τούρκοι είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες και στο πυροβολικό.[62] Στις 15-16 Αυγούστου, οι μάχες στις περιοχές της Μπίμπι-Έιμπατ, του Παταμντάρ και των Μεγάλων πυλών έγιναν πιο σκληρές.[63]
Στις 26 Αυγούστου, ο Ισλαμικός στρατός του Καυκάσου επιτέθηκε στους Βρετανούς, οι οποίοι απέκρουσαν 4 επιθέσεις των αντιπάλων τους, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Σύμφωνα με τον Ντένστερβιλ, στη μάχη σκοτώθηκαν 3 αξιωματικοί και 70 Βρετανοί στρατιώτες.[3] Την ίδια μέρα, οι Τούρκοι έφθασαν στο Νοβχάνι και επιτέθηκαν στον λόφο, ανατολικά του Μπιναγκάντι. Οι Βρετανοί μετέφεραν εκεί από το Ντιγκιάχ ένα σώμα τους, αλλά όταν έφθασαν στην πόλη είδαν τους Αρμένιους να υποχωρούν. Οι Βρετανοί κατάφεραν να απεκρούσουν την επίθεση, και έχασαν 10 στρατιώτες, αλλά στις 31 Αυγούστου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.[4] Σύμφωνα με τουρκικά αρχεία, ο τουρκικός στρατός τον Αύγουστο του 1918 έχασε 1130 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου 30 αξιωματικών.[64]
Μη ευχαριστημένος από τις πράξεις των στρατιωτών της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας, όταν παράλληλα οι Βρετανοί πέθαιναν, υπερασπίζοντας το Μπακού, ο Ντένστερβιλ έστειλε γράμμα στον Ντοκουτσάεφ. Ο τελευταίος κάλεσε τον Βρετανό στρατηγό σε στρατιωτικό συμβούλιο, όπου ο Ντένστερβιλ δήλωσε, πώς, αφού κανένας εκτός από τους Βρετανούς μάχεται, η μετέπειτα αντίσταση είναι άχρηστη, καθώς οι Βρετανοί θα φύγουν από την πόλη, και οι δικτάτοροι θα πρέπει να σκεφτούν πώς να παραδώσουν την πόλη στους Τούρκους.[3] Αλλά, η διοίκηση της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας δεν επέτρεπε στους Βρετανούς να αφήσουν την πόλη και απειλούσε να καταστρέψει, με επίθεση πυροβολικού, τα καράβια τους. Παράλληλα, η διοίκηση του Ισμαλικού στρατού του Καυκάσου ετοίμαζε το στρατό για τελική επίθεση. Στις 8 Σεπτεμβρίου, στο μέτωπο του Μπακού έφτασαν μονάδες του 15ου σώματος του Τσαναχγκαλίνσκι, με 5541 στρατιώτες και 191 αξιωματικούς.[65] Στις 10 Σεπτεμβρίου, έφθασε ο στρατηγός Νουρί πασάς. Το κύριο χτύπημα έπρεπε να γίνει από την 5η Μονάδα του Καυκάσου του Μουρσάλ πασά, στην οποία ήταν ενσωματωμένα το 9ο, το 10ο, το 13ο σώμα πεζικού του Καυκάσου, το 56ο σώμα πεζικού, καθώς και πυροβολικό. Στη 15η μονάδα του Σουλεϊμάν Ιζζέτ μπέη συμπεριλαμβάνονταν το 38ο σώμα πεζικού, το 106ο σώμα του Καυκάσου και μονάδα πυροβολικού. Σε αυτές τις ομάδες συμπεριλαμβάνονταν επίσης τα σώματα ιππικού των Τατάρων (διοικητής - Νουχ-μπέκ Σόφιεφ) και του Λέζγκινσκι (διοικητής - Χοσρόφ Μιρζά Καντζάρ), πρών σώματα του Ατομικού Αζερικού Σώματος. Σύμφωνα με τον Λούντσουβεϊτ, η τουρκική διοίκηση στο Μπακού είχε στη διάθεση της στρατό 10.000 ανθρώπων και 40 πυροβόλα.[66]
Μετά από λίγες μέρες, ένας Άραβος στρατιώτες, ο οποίος έφυγε από το τουρκικό στρατό, δήλωσε πώς στις 14 Αυγούστου, ο Ισλαμικός στρατός του Καυκάσου θα αρχίσει την πολιορκία της πόλης. Οι Βρετανοί κινητοποίησαν όλες τις θέσεις, αλλά δεν ήξεραν από που θα αρχίσει η επίθεση. Τα ξημερώματα, στις 14 Σεπτεμβρίου, το τουρκικό πυροβολικό άρχισε να βομβαρδίζει όλες τις θέσεις των αμυνόμενων. Οι Τούρκοι στρατιώτες κατατρόπωσαν τους αμυνόμενους στις Μεγάλες πύλες και κατέλαβαν τους λόφους κοντά στην πόλη. Οι προσπάθειες των Βρετανών να σταματήσουν την τουρκική επίθεση δεν είχαν αποτέλεσμα. Βλέποντας, πώς οι Τούρκοι κατέλαβαν τις θέσεις των στρατιωτών του, ο Ντένστερβιλ διέταξε τα καράβια του να ετοιμαστούν για υποχώρηση. Εκμεταλλευόμενοι την ησυχία, οι Βρετανοί, χάρη στο σκοτάδι, μπήκαν στα καράβια τους, στις 23:00, και υποχώρησαν. Παρά την επίθεση των καραβιών της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας, οι Βρετανοί κατάφεραν να ξεφύγουν.[4][35] Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση της Δικτατορίας της Κεντρικής Κασπίας έφευγε από την πόλη. Οι ηγέτες των Μπολσεβίκων κατάφεραν να βγάλουν από τη φυλακή τους Κομισσάριους τους Μπακού, οι οποίοι έπλευσαν με το καράβι «Τουρκμέν». Στην αρχή, σκόπευαν να πάνε στο Άστραχαν, αλλά λόγω έλλειψης πετρελαίου αναγκάστηκαν να πλεύσουν ως το Κρανσοβόντσκ, όπου οι κομισσάριοι συνελήφθηκαν από τους τοπικούς εσέρους και σκοτώθηκαν.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1918, στο Μπακού μπήκαν οι μονάδες του Ισλαμικού στρατού του Καυκάσου.[67] Αιχλαμωτίστηκαν 36 αξιωματικοί (17 Αρμένιοι, 9 Ρώσοι και 10 Γεωργιανοί) και 1651 στρατιώτες (1151 Αρμένιοι, 383 Ρώσοι, 4 Βρετανοί και 113 στρατιώτες άλλων εθνικοτήτων).[68] Η κατάληψη της πόλης συνοδεύτηκε με εκκαθάρσεις των Αρμενιών, ως απάντηση για τη γενοκτονία των Μουσουλμάνων στο Μπακού (Μάρτιος 1918), η οποία έγινε από τους Σοβιετικούς στρατιώτες.[69][70][71] Στις 16 Σεπτεμβρίου, στα περίχωρα της πόλης, διεξήχθη παρέλαση του 5ου σώματος πεζικού του Καυκάσου και του 15ου σώματος πεζικού.[72]
Αποτελέσματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κύριο αποτέλεσμα της μάχης στο Μπακού ήταν η επιβολή της κυριαρχία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊζάν σε μεγάλο μέρος της χώρας. Το Μπακού έγινε η πρωτεύουσα του νέου κράτους, και στις 17 Σεπτεμβρίου 1918, έφτασε στην πόλη (από το Γκαντζά ) η κυβέρνηση της χώρας.[35]
Το σώμα «Ντένστερφορς» διαλύθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1918, και οι στρατιώτες του μεταφέρθηκαν στη Βόρεια Περσία, ενώ ο Ντένστερβιλ μεταφέρθηκε στην Ινδία.[73]
Η απώλεια του Μπακού ήταν αισθητό χτύπημα για τους Μπολσεβίκους, οι οποίοι έχασαν το πετρέλαιο στον Καύκασο, και για τους Βρετανούς, οι οποίοι δεν ήθελαν την επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή.[74] Αλλά, η κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή δεν έμενε να κρατήσει πολύ. Ο τουρκικός στρατός αναγκάστηκε να αφήσει την περιοχή, λόγω της συνθήκης του Μούδρου, η οποία υπογράφτηκε στις 30 Οκτωβρίου 1918, μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 17 Νοεμβρίου 1918, όταν οι Τούρκοι έφυγαν από την πόλη, οι Βρετανοί κατέλαβαν την εξουσία και βρισκόταν εκεί μέχρι το 1919, αλλά αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τη Λαϊκή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν ως τη νόμιμη εξουσία στη χώρα.[75]
Στα μέσα του Απριλίου του 1920, μονάδες της 11ης Στρατιάς του Κόκκινου Στρατού, οι οποίοι κατατρόπωσαν το στρατό του Ντενίκιν, έφθασαν στα βόρεια σύνορα του Αζερμπαϊτζάν. Στις 27 Απριλίου, οι Σοβιετικοί πέρασαν τα σύνορα του Αζερμπαϊτζάν, και αφού δεν συνάντησαν αντίσταση, έφθασαν στο Μπακού.[76] Η Λαϊκή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν έπαψε να υπάρχει, και δημιουργήθηκε η Αζερική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Το τοπικό σοβιέτ των εργατών δημιουργήθηκε στις 2 Νοεμβρίου σύμφωνα με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο, και στις 15 Νοεμβρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο, το οποίο χρησιμοποιείτο ακόμα από τη Ρωσία
- ↑ Τα αρχικά ΣΝΚ σημαίνουν Σοβιέτ Λαϊκών Κομισσάριων, ρωσικά Σοβιέτ Ναρόντνιχ Κομισσάροφ
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Harv Missen (1984) σελ. 2766-2772(Αγγλικά)
- ↑ 2,0 2,1 L. C. Dunsterville. From Baghdad to the Caspian in 1918. The Geographical Journal, Vol. 57, No. 3 (Mar., 1921), pp. 153—164(Αγγλικά)
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 The Diaries of General Lionel Dunsterville 1911—1922(Αγγλικά)
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 HistoryNet. World War I: Battle for Baku(Αγγλικά)
- ↑ Телеграмма В. И. Ленина И. В. Сталину Αρχειοθετήθηκε 2014-04-20 στο Wayback Machine.. В. И. Ленин. Полное собрание сочинений, том 50. стр. 109(Ρωσικά)
- ↑ Tadeusz Swietochowski. Russian Azerbaijan, 1905—1920: The Shaping of a National Identity in a Muslim Community. Cambridge University Press, 2004. ISBN 0521522455, 9780521522458, σελ. 119.(Αγγλικά)
- ↑ Протоколы заседаний мусульманских фракций Закавказского Сейма и Азербайджанского Национального Совета 1918 г. — Баку, 2006, σελ. 123—125(Ρωσικά)
- ↑ Tadeusz Swietochowski. Russian Azerbaijan, 1905—1920: The Shaping of a National Identity in a Muslim Community. Cambridge University Press, 2004. ISBN 0521522455, 9780521522458, σελ. 131—132.(Αγγλικά)
- ↑ Гражданская война и военная интервенция в СССР. — М., 1983, σελ. 38.(Ρωσικά)
- ↑ Волков Ф. Д. Тайны Уайтхолла и Даунинг-стрит. М., 1980, σελ. 50(Ρωσικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Армия Азербайджана (1918—1920). — Баку, 1998, σελ. 30(Ρωσικά)
- ↑ Кадишев А. Б. Интервенция и гражданская война в Закавказье. — М., 1960, σελ. 28(Ρωσικά)
- ↑ Лудшувейт Е. Ф. Турция в годы первой мировой войны 1914—1918 гг. Военно-политический очерк. — Москва, 1966, σελ. 208—209(Ρωσικά)
- ↑ L. C. Dunsterville. The Adventures of Dunsterforce. London, Edward Arnold, 1920. σελ. 167(Αγγλικά)
- ↑ Lisa Smedman. Dunsterforce. Vancouver Courier newspaper. Αρχειοθετήθηκε 2009-03-05 στο Wayback Machine.(Αγγλικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Кавказская исламская армия и Азербайджан. — Баку, 1999, σελ. 36(Ρωσικά)
- ↑ Волхонский М., Муханов В. По следам Азербайджанской Демократической Республики. — М.: Европа, 2007, ISBN 978-5-9739-0114-1, σελ. 62(Ρωσικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Армия Азербайджана (1918—1920). — Баку, 1998, σελ. 50(Ρωσικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Кавказская исламская армия и Азербайджан. — Баку, 1999, σελ. 22(Ρωσικά)
- ↑ А. Стеклов. Армия мусаватского Азербайджана. — Баку, 1928, σελ. 4(Ρωσικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Армия Азербайджана (1918—1920). — Баку, 1998, σελ. 53—55(Ρωσικά)
- ↑ Али Ага Шихлинский. Мои воспоминания. — Баку, 1944, σελ. 187
- ↑ Собрание узаконений и распоряжений правительства Азербайджанской Республики. — Баку, 1919 — выпуск 1, σελ. 23(Ρωσικά)
- ↑ Лудшувейт Е. Ф. Турция в годы первой мировой войны 1914—1918 гг. Военно-политический очерк. — Москва, 1966, σελ. 210—211(Ρωσικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Кавказская исламская армия и Азербайджан. — Баку, 1999, σελ. 108(Τουρκικά)(Ρωσικά)
- ↑ Tadeusz Swietochowski. Russian Azerbaijan, 1905—1920: The Shaping of a National Identity in a Muslim Community. Cambridge University Press, 2004. ISBN 0-521-52245-5, 9780521522458, σελ. 130(Αγγλικά)
- ↑ L. C. Dunsterville. The Adventures of Dunsterforce. London, Edward Arnold, 1920. σελ. 167—168(Αγγλικά)
- ↑ Волхонский М., Муханов В. По следам Азербайджанской Демократической Республики. — М.: Европа, 2007, ISBN 978-5-9739-0114-1, σελ. 73(Ρωσικά)
- ↑ Лудшувейт Е. Ф. Турция в годы первой мировой войны 1914—1918 гг. Военно-политический очерк. — М., 1966. — σελ. 174.(Ρωσικά)
- ↑ Кадишев А. Б. Интервенция и гражданская война в Закавказье. — М., 1960. — σελ. 48.(Ρωσικά)
- ↑ Лудшувейт Е. Ф. Турция в годы первой мировой войны 1914—1918 гг. Военно-политический очерк. — М., 1966. — σελ. 209—2210.(Ρωσικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Кавказская исламская армия и Азербайджан. — Баку, 1999. — С. 106.
- ↑ Азербайджанская Демократическая Республика (1918—1920). Внешняя политика. (Документы и материалы). — Баку, 1998. — σελ. 16.(Ρωσικά)
- ↑ Документы и материалы по внешней политике Закавказья и Грузии. — Тф., 1919. — σελ. 309.(Ρωσικά)
- ↑ 35,0 35,1 35,2 35,3 35,4 35,5 35,6 35,7 Firuz Kazemzadeh. Struggle For Transcaucasia (1917—1921), New York Philosophical Library, 1951.(Αγγλικά)
- ↑ Кадишев А. Б. Интервенция и гражданская война в Закавказье. — М.: Наука, 1960. — σελ. 95(Ρωσικά)
- ↑ Азербайджанская Демократическая Республика (1918—1920). Армия. (Документы и материалы). — Баку, 1998. — σελ. 16.(Ρωσικά)
- ↑ Мустафа-заде Рахман С. (2006). Две республики: Азербайджано-российские отношения в 1918-1922 гг. М. σελ. 36. ISBN 5-87902-097-5.(Ρωσικά)
- ↑ Волхонский М., Муханов В. По следам Азербайджанской Демократической Республики. — М.: Европа, 2007. — ISBN 978-5-9739-0114-1, σελ. 87(Ρωσικά)
- ↑ Волхонский М., Муханов В. По следам Азербайджанской Демократической Республики. — М.: Европа, 2007. — ISBN 978-5-9739-0114-1, σελ. 88(Ρωσικά)
- ↑ Телеграмма В. И. Ленина И. В. Сталину Αρχειοθετήθηκε 2014-04-20 στο Wayback Machine.. В. И. Ленин. Полное собрание сочинений, том 50. - σελ. 109.(Ρωσικά)
- ↑ Документы по истории гражданской войны в СССР.— М., 1941, т.1, σελ. 290(Ρωσικά)
- ↑ Цит. по: Пипия Г. В. Германский империализм в Закавказье в 1910—1918 гг. - М.: Наука, 1978. - σελ. 130. Αρχειοθετήθηκε 2008-03-08 στο Wayback Machine.(Ρωσικά)
- ↑ Документы внешней политики СССР. Том 1. — М.: Госполитздат, 1959.(Ρωσικά)
- ↑ Кадишев А. Б. Интервенция и гражданская война в Закавказье. — М., 1960. — σελ. 118.(Ρωσικά)
- ↑ Кадишев А. Б. Интервенция и гражданская война в Закавказье. — М., 1960, σελ. 120—121(Ρωσικά)
- ↑ Шаумян С. Г. Статьи и речи. 1917—1918. — Баку, 1929. — С.232., цит. по: Волхонский М., Муханов В. По следам Азербайджанской Демократической Республики. — М.: Европа, 2007. — ISBN 978-5-9739-0114-1, σελ. 89(Ρωσικά)
- ↑ Волхонский М., Муханов В. По следам Азербайджанской Демократической Республики. — М.: Европа, 2007. — ISBN 978-5-9739-0114-1, σελ. 89(Ρωσικά)
- ↑ Шаумян С. Г. Избранные произведения. — М., 1958, т. 2, 1917—1918 гг., σελ. 368—369(Ρωσικά)
- ↑ Кадишев А. Б. Интервенция и гражданская война в Закавказье. — М., 1960, σελ. 126(Ρωσικά)
- ↑ Шаумян С. Г. Там же(Ρωσικά)
- ↑ Г. А. Хетагуров. Правда о генерале Бичерахове(Ρωσικά)
- ↑ 53,0 53,1 Микоян А. И. Так было. — М.: Вагриус, 1999.(Ρωσικά)
- ↑ Percy Sykes. The British Flag on the Caspian: A Side-Show of the Great War. Foreign Affairs, Vol. 2, No. 2 (Dec. 15, 1923), σελ. 282—294(Αγγλικά)
- ↑ Байков Б. Л. Воспоминания о революции в Закавказье Αρχειοθετήθηκε 2011-11-07 στο Wayback Machine.(Ρωσικά)
- ↑ E. Bartholomew. Early Armoured Cars. Osprey Publishing, 1988. ISBN 0852639082, 9780852639085, σελ. 30.(Αγγλικά)
- ↑ 57,0 57,1 L. C. Dunsterville. The Adventures of Dunsterforce. London, Edward Arnold, 1920.(Αγγλικά)
- ↑ Шаумян Сурен. Бакинская коммуна. — Баку, 1927, σελ. 56(Ρωσικά)
- ↑ Азербайджанская Демократическая Республика (1918—1920). Армия. (Документы и материалы). — Баку, 1998, σελ. 197—198(Ρωσικά)
- ↑ Шаумян Сурен. Бакинская коммуна. — Баку, 1927, σελ. 55(Ρωσικά)
- ↑ Кадишев А. Б. Интервенция и гражданская война в Закавказье. — М., 1960, σελ. 131—132(Ρωσικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Кавказская исламская армия и Азербайджан. — Баку, 1999, σελ. 281(Ρωσικά)
- ↑ Мустафа-заде Рахман С. (2006). Две республики: Азербайджано-российские отношения в 1918-1922 гг. М. σελ. 42. ISBN 5-87902-097-5.(Ρωσικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Армия Азербайджана (1918—1920). — Баку, 1998, σελ. 139(Ρωσικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Армия Азербайджана (1918—1920). — Баку, 1998, σελ. 132(Ρωσικά)
- ↑ Лудшувейт Е. Ф. Турция в годы Первой мировой войны 1914—1918 гг. Военно-политический очерк. — Москва, 1966, σελ. 254—255(Ρωσικά)
- ↑ Азербайджанская Демократическая Республика (1918—1920). Армия. (Документы и материалы). — Баку, 1998, σελ. 199—200(Ρωσικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Кавказская исламская армия и Азербайджан. — Баку, 1999, σελ. 356(Ρωσικά)
- ↑ Азербайджан и Россия. Общества и государства. Майкл Смит. Память об утратах и азербайджанское общество Αρχειοθετήθηκε 2011-03-10 στο Wayback Machine.(Ρωσικά)
- ↑ Kazemzadeh, F. The Struggle For Transcaucasia: 1917—1921, The New York Philosophical Library, 1951, σελ. 143(Αγγλικά)
- ↑ Tadeusz Swietochowski. Russian Azerbaijan, 1905—1920: The Shaping of a National Identity in a Muslim Community. Cambridge University Press, 2004. ISBN 0521522455, 9780521522458(Αγγλικά)
- ↑ Мехман Сулейманов. Армия Азербайджана (1918—1920). — Баку, 1998, σελ. 138(Ρωσικά)
- ↑ Priscilla Mary Roberts. World War One. ABC-CLIO, 2006. ISBN 1851098798, 9781851098798, σελ. 604(Αγγλικά)
- ↑ Bülent Gökay. The Battle for Baku (May-September 1918): A Peculiar Episode in the History of the Caucasus. Middle Eastern Studies, Vol. 34, No. 1 (Jan., 1998), σελ. 30-50(Αγγλικά)
- ↑ Firuz Kazemzadeh. Struggle For Transcaucasia (1917—1921), New York Philosophical Library, 1951, σελ. 167.(Αγγλικά)
- ↑ Michael P. Croissant. The Armenia-Azerbaijan conflict: causes and implications. Greenwood Publishing Group, 1998. ISBN 0-275-96241-5, 9780275962418, σελ. 18(Αγγλικά)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Станислав Тарасов, Дмитрий Ермолаев. Закавказье в дни Смуты: Первое правительство Азербайджана в Гяндже (1918) // ИА REGNUM. (Ρωσικά)
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Missen., Leslie (1984). Dunsterforce. Marshall Cavendish Illustrated Encyclopedia of WWI, vol ix. Marshall Cavendish Corporation. σελίδες 2766–2772. ISBN 0-86307-181-3. (Αγγλικά)
- L. C. Dunsterville. The Adventures of Dunsterforce. London, Edward Arnold, 1920. (Αγγλικά)
- Captain Cecil G. Judge. With General Dunsterville in Persia and Transcaucasus (Αγγλικά)
- Балаев, А. Г. Азербайджанское национальное движение в 1917—1918 гг. Институт Археологии и Этнографии АН Азербайджана. Баку: Елм, 1998.[νεκρός σύνδεσμος] (Ρωσικά)
- THE BATTLE FOR BAKU (May-September 1918): A PECULIAR EPISODE IN THE HISTORY OF THE CAUCASUS (BÜLENT GÖKAY)(Αγγλικά)