Μάχη του Καπετρόν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Μάχη τoυ Καπετρόν ή Kαπετρού διεξήχθη ανάμεσα σε έναν Βυζαντινο-Γεωργιανό στρατό και τους Σελτζούκους Τούρκους στην πεδιάδα του Καπετρόν (σημερινό Χασάνκαλε/Πασινλέρ στη βορειοανατολική Τουρκία) το 1048. Το γεγονός ήταν το αποκορύφωμα μίας μεγάλης επιδρομής με επικεφαλής τον πρίγκιπα των Σελτζούκων Ιμπραήμ Ινάλ στη Βυζαντινή διοίκηση της Αρμενίας. Ένας συνδυασμός παραγόντων είχε ως αποτέλεσμα οι τακτικές Βυζαντινές δυνάμεις να είναι αριθμητικά σημαντικά λιγότερες έναντι των Τούρκων: οι τοπικοί θεματικοί στρατοί είχαν διαλυθεί, ενώ πολλά από τα επαγγελματικά στρατεύματα είχαν εκτραπεί στα Βαλκάνια για να αντιμετωπίσουν την εξέγερση του Λέοντα Τορνίκιου. Οι Βυζαντινοί διοικητές, Ααρών και Κατακαλών Κεκαυμένος, διαφώνησαν σχετικά με τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης της εισβολής. Ο Κεκαυμένος τάχθηκε υπέρ μίας άμεσης και προληπτικής επίθεσης, ενώ ο Ααρών ευνοούσε μία πιο αμυντική στρατηγική μέχρι την άφιξη των ενισχύσεων. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ επέλεξε την τελευταία επιλογή και διέταξε τις δυνάμεις του να υιοθετήσουν μία παθητική στάση, ενώ ζήτησε βοήθεια από τον Γεωργιανό ηγεμόνα Λιπάριτ Δ΄. Αυτό επέτρεψε στους Τούρκους να λεηλατήσουν κατά βούληση, λαφυραγωγώντας και καταστρέφοντας το μεγάλο εμπορικό κέντρο Άρτζε.

Μετά την άφιξη των Γεωργιανών, η συνδυασμένη Βυζαντινο-Γεωργιανή δύναμη έδωσε μάχη στο Καπετρόν (σημερινό Χασάνκαλε). Σε μία άγρια νυχτερινή μάχη, οι Χριστιανοί σύμμαχοι κατάφεραν να αποκρούσουν τους Τούρκους, και ο Ααρών και ο Κεκαυμένος, διοικώντας τις δύο πλευρές, καταδίωξαν τους Τούρκους μέχρι το επόμενο πρωί. Στο κέντρο ωστόσο ο Ινάλ κατάφερε να συλλάβει τον Λιπάριτ Δ΄, γεγονός για το οποίο οι δύο Βυζαντινοί διοικητές δεν ενημερώθηκαν, παρά μόνο αφού είχαν ευχαριστήσει τον Θεό για τη νίκη τους. Ο Ινάλ μπόρεσε να επιστρέψει ανενόχλητος στην πρωτεύουσα των Σελτζούκων στο Ράι, κουβαλώντας τεράστια ποσότητα σε λάφυρα. Οι δύο πλευρές αντάλλαξαν πρεσβείες, οδηγώντας στην απελευθέρωση του Λιπάριτ Δ΄ και την έναρξη των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των Βυζαντινών και των Σελτζουκικών Αυλών. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ έκανε βήματα για την ενίσχυση των ανατολικών συνόρων του· λόγω εσωτερικών στους Σελτζούκους συγκρούσεων οι τουρκικές εισβολές δεν ξανάρχισαν μέχρι το 1054. Οι Σελτζούκοι γνώρισαν αυξανόμενη επιτυχία, βοηθούμενοι από την εκ νέου εκτροπή των Βυζαντινών στρατευμάτων στα Βαλκάνια για την καταπολέμηση των Πετσενέγων, τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων εθνοτικών ομάδων των ανατολικών Βυζαντινών επαρχιών και τη μείωση του Βυζαντινού στρατού.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την κατάκτηση εδαφών στο σημερινό Ιράν από την αυτοκρατορία των Σελτζούκων, ένας μεγάλος αριθμός Oγούζων Τούρκων έφτασε στα Βυζαντινά σύνορα της Αρμενίας στα τέλη της δεκαετίας του 1040. Με όρεξη για λεηλασία και διάκριση στο πνεύμα της τζιχάντ, άρχισαν να κάνουν επιδρομές στις Βυζαντινές επαρχίες της Αρμενίας. [1] Ταυτόχρονα, οι ανατολικές άμυνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχαν αποδυναμωθεί από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (βασ. 1042–1055), ο οποίος είχε επιτρέψει στα θεματικά (επαρχιακά) στρατεύματα της Ιβηρίας και της Μεσοποταμίας να παραιτηθούν από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, έναντι πληρωμής. [2]

Η επέκταση των Σελτζούκων προς τα δυτικά ήταν μία συγκεχυμένη υπόθεση, καθώς συνοδεύτηκε από μαζική μετανάστευση τουρκικών φυλών. Αυτές οι φυλές ήταν μόνο ονομαστικά υποτελείς των ηγεμόνων των Σελτζούκων και οι σχέσεις τους κυριαρχούντο από μία πολύπλοκη δυναμική: ενώ οι Σελτζούκοι στόχευαν στην ίδρυση κράτους με τακτική διοίκηση, οι φυλές ενδιαφέροντο περισσότερο για λεηλασίες και νέες εκτάσεις βοσκοτόπων· ξεκίνησαν επιδρομές ανεξάρτητα της Αυλής των Σελτζούκων. Οι τελευταίοι ανέχοντο αυτό το φαινόμενο, καθώς βοηθούσε στην εκτόνωση των εντάσεων στα κεντρικά μέρη των Σελτζούκων. [3]

Μία πρώτη μεγάλης κλίμακας επιδρομή κατά της ανατολικής Βυζαντινής επαρχίας Βασπουρακάν μπορεί να είχε αναληφθεί γύρω στο 1045 από τον Κουταλμίς, εξάδελφο του Σελτζούκου ηγεμόνα Τουγκρίλ Μπεγκ. Ο Κουταλμίς νίκησε και συνέλαβε τον τοπικό Βυζαντινό διοικητή Στέφανο Λειχούδη. [4] Μία άλλη μεγάλης κλίμακας εισβολή, υπό τον ανιψιό του Τουγκρίλ, Χασάν τον Κωφό, [5] ξεκίνησε αμέσως μετά από το Ταμπρίζ στη Γεωργία. Όμως επιστρέφοντας μέσω του Βασπουρακάν, ο στρατός του Χασάν έπεσε σε ενέδρα και καταστράφηκε ανατολικά της λίμνης Βαν από τους τοπικούς Βυζαντινούς διοικητές, τον κατεπάνω του Βασπουρακάν Ααρών και τον κατεπάνω του Άνι και της Ιβηρίας, Κατακαλών Κεκαυμένο. [4] [6] [2] Αυτή η πρώτη επιδρομή χρονολογείται το 1045/46 [7] είτε το 1048. [2] [5]

Ακολούθησε ακόμη μεγαλύτερη εισβολή, υπό τον Ιμπραήμ Ινάλ, ετεροθαλή αδελφό του Τουγκρίλ Μπεγκ. [6] Οι Βυζαντινές πηγές τη θεωρούν αντίποινα για την ήττα του Χασάν, αλλά όπως επισημαίνει ο Αντώνιος Καλδέλλης, υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που είχαν σημασία επίσης: Ο Ιμπν αλ Αθίρ αναφέρει ότι ο Ιμπραήμ είχε αυτή τη στιγμή μεγάλη εισροή Ογκούζων από την Υπερωξιανή και μη μπορώντας να μεριμνήσει γι'΄αυτούς, τους έστειλε να επιτεθούν στις Βυζαντινές επαρχίες της Αρμενίας, υποσχόμενος ότι σύντομα θα ακολουθήσει με τα δικά του στρατεύματα. [8] [3]

Τα γεγονότα αυτής της εκστρατείας αποδεικνύονται καλά μέσω των Ιστοριών των Αρμενίων ιστορικών Αριστάκη Λαστιβέρτση και Ματθαίου της Έδεσσας, και του Βυζαντινού αξιωματούχου Ιωάννη Σκυλίτζη. [6] Η εισβολή του Ιμπραήμ χρονολογείται συνήθως από τις σύγχρονες πηγές στο 1048 [7] [9] [10], αν και ορισμένες τη χρονολογούν στο 1049. [2] [11] [α]

Η εισβολή Σελτζούκων και η Βυζαντινή αντίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Mosaic of a standing, crowned and bearded man dressed in gem-encursted clothing and carrying a big bag of money
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄, ψηφιδωτό από την Αγία Σοφία.

Ο Σκυλίτσης αναφέρει, με εμφανή υπερβολή, ότι οι εισβολείς αριθμούσαν 100.000 άνδρες, που είναι πέντε φορές περισσότερους από την αληθινή δύναμη του Χασάν. [6] Προσθέτει επίσης τη λεπτομέρεια ότι παράλληλα με τους Τούρκους, ο στρατός των Σελτζούκων είχε επίσης πολλούς "Διλιμνίτες" (Νταϋλαμίτες) και "Kαβείρους" (πιθανότατα Χορασάνι Ιρανούς). Πράγματι ο Σκυλίτσης αναφέρει ότι ο Ιμπραήμ είχε δύο υποδιοικητές, έναν «Χοροσάντε» (πιθανώς παραφθορά του Χορασάνι), ο οποίος πιθανότατα διοικούσε το σώμα Χορασάνι και τον «Ασπάν Σαλάριο», σαφώς εξελληνισμό του περσικού στρατιωτικού βαθμού ισπασαλάρ . [14]

Όπως και η προηγούμενη επιδρομή, η δύναμη των Σελτζούκων πιθανότατα ξεκίνησε από το Ταμπρίζ και, ακολουθώντας την πορεία του ποταμού Αράξη, μπήκε στο Βασπουρακάν. Ο Ιμπν αλ-Ατίρ αναφέρει ότι επιδρομές αποσπασμάτων έφτασαν ως την Τραπεζούντα της Χαλδίας και τον Άκαμψι ποταμό στον βορρά, και τις περιοχές Ταρόν και Χορζιανή στο νότο, αλλά αυτό πιθανότατα αναφέρεται στις επιδρομές του Ογκούζων που ο Ιμπραήμ είχε στείλει έξω, παρά στο κύριο τμήμα τού στρατού του. [6] [7] [15] Ο κύριος στρατός τού Ιμπραήμ εισέβαλε στην περιοχή του Μπαζεάν και στην περιοχή μεταξύ Θεοδοσιούπολης, Άρτζε και της περιοχής Μανανάλις. [6]

Από τη Βυζαντινή πλευρά, ο Σκυλίτσης καταγράφει μία διαφορά απόψεων ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της εισβολής των Σελτζούκων: ο Κεκαυμένος -ο οποίος ήταν πιθανώς μία από τις κύριες πηγές του ιστορικού και γενικά ηρωοποιήθηκε από τον Σκυλίτση[16]- ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να τους αντιμετωπίσουν το συντομότερο δυνατό, όσο ήταν εφικτό, ενώ ήταν ακόμη κουρασμένοι από την πορεία τους και οι Βυζαντινοί ήταν ευδιάθετοι μετά την πρόσφατη νίκη τους. Ο Ααρών, από την άλλη πλευρά, ήταν υπέρ μίας αμυντικής στρατηγικής ενάντια σε έναν τόσο μεγάλο στρατό, συνιστώντας την απόσυρση πίσω από τις οχυρώσεις τους και τη διατήρηση των δυνάμεών τους, ωσότου ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ στείλει σαφείς οδηγίες. [14] [17]

Είναι σαφές ότι οι Βυζαντινοί ήταν πολύ λιγότεροι, πιθανώς ως αποτέλεσμα όχι μόνο της μείωσης των ανατολικών επαρχιακών στρατευμάτων υπό τον Κωνσταντίνο Θ΄, αλλά και λόγω της εκτροπής μεγάλου μέρους των ταγματικών στρατευμάτων (ετοιμοπόλεμων, επαγγελματικών δυνάμεων) για την αντιμετώπιση της εξέγερσης των δυτικών στρατευμάτων υπό τον Λέοντα Τορνίκιο το 1047. [2] Ως αποτέλεσμα, η άποψη του Ααρών επικράτησε. Εστάλησαν μηνύματα στην Κωνσταντινούπολη για να ενημερώσουν τον Αυτοκράτορα και στο μεταξύ τα Βυζαντινά στρατεύματα στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα του Οουτρού στο Μπαζεάν, ενώ ο άμαχος πληθυσμός διατάχθηκε να βρει καταφύγιο στα τοπικά φρούρια. Πράγματι, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ έστειλε γρήγορα διαταγές να αποφύγουν τη δράση μέχρι την άφιξη των ενισχύσεων, δηλαδή των Γεωργιανών του Λιπάριτ Δ΄ δούκα του Κλδεκάρι, [β] στον οποίο ο Αυτοκράτορας έγραψε ζητώντας τη βοήθειά του. [14] [19]

Λεηλασία του Άρτζε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αδράνεια του Βυζαντινού στρατού είχε τραγικές συνέπειες, καθώς οι Σελτζούκοι ήταν σε θέση να κυκλοφορούν ελεύθερα και να επιτίθενται στο φρούριο Άρτζε, μία πλούσια πόλη με αγορές, που προσέλκυε εμπόρους από τη Συρία και την Αρμενία. Οι κάτοικοι αντιστάθηκαν με επιτυχία για λίγο, καθώς οι Σελτζούκοι δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν τα οδοφράγματα, που είχαν στηθεί βιαστικά. Οι προτροπές του Κεκαυμένου να πάει προς βοήθεια της πόλης απορρίφθηκαν, σύμφωνα με τον Σκυλίτση, από τους συναδέλφους του στρατηγούς λόγω εντολής του Αυτοκράτορα. Τέλος, οι Σελτζούκοι έριξαν εύφλεκτο υλικό και πυρσούς στην πόλη, και έτσι οι υπερασπιστές, που βρέθηκαν ανάμεσα σε μία μανιασμένη φωτιά και τους Τούρκους τοξότες, λύγισαν και τράπηκαν σε φυγή. Η πόλη καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε και οι κάτοικοί της σφαγιάστηκαν. Ο Σκυλίτσης γράφει ότι "περίπου 150.000 ψυχές φέρεται να χάθηκαν" από σπαθί ή πυρκαγιά, αν και αυτός ο αριθμός είναι σαφώς υπερβολικός. [14] [17] [16]

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Medieval miniature showing a group of lance-carrying cavalry pursuing another group of lancers, with their dead on the ground
Μάχη μεταξύ Βυζαντινών και Μουσουλμάνων στην Αρμενία στα μέσα του 11ου αι., μικρογραφία από το χειρόγραφο του Σκυλίτζη στη Μαδρίτη.

Μόλις ο Λιπάριτ Δ΄ έφτασε με τον στρατό του, ο συνδυασμένος Βυζαντινο-Γεωργιανός στρατός μετακόμισε από το Ουρτρού στην πεδιάδα πριν από το φρούριο του Καπετρόν (σημερινό Χασάνκαλε). [1] Ο Ιμπν αλ-Ατίρ ισχυρίζεται ότι τα Βυζαντινο-Γεωργιανά στρατεύματα αριθμούσαν 50.000 άνδρες, ενώ ο Aριστάκης Λαστιβέρτσι ανεβάζει τον αριθμό σε 60.000. [20] Όπως και με τον Σελτζουκικό στρατό, και οι δύο αριθμοί είναι σαφώς υπερβολικοί. [21] [γ]

Και πάλι, σύμφωνα με τον Σκυλίτση, η συμβουλή του Kεκαυμένου να επιτεθούν στα απομονωμένα τουρκικά αποσπάσματα καθώς έφταναν δεν ελήφθη υπόψη, επειδή ήταν Σάββατο (18 Σεπτεμβρίου) και ο Λιπάριτ Δ΄ τη θεώρησε άτυχη ημέρα και αρνήθηκε να πολεμήσει. [17] [21] Αυτό έδωσε χρόνο στους Τούρκους να συγκεντρώσουν ολόκληρο τον στρατό τους και να σχηματίσουν γραμμές μάχης, προτού προχωρήσουν προς τον Βυζαντινο-Γεωργιανό στρατό, ο οποίος τώρα αναγκάστηκε «να προετοιμαστεί για να δώσει μάχη, εκών άκων». [23] Ο Κεκαυμένος διηύθυνε τη δεξιά πτέρυγα και αντιμετώπισε στην τουρκική πλευρά όπου ήταν ο ίδιος ο Ιμπραήμ. Ο Λιπάριτ Δ΄ κατείχε το κέντρο, απέναντι από τον Ασπάν Σαλάριο, ενώ τη Βυζαντινή αριστερή πτέρυγα διοικούσε ο Ααρών, που θα αντιμετώπιζε τον Χοροσάντε. [21] [23]

Η μάχη ξεκίνησε αργά το βράδυ και κράτησε όλη τη νύχτα. Ο Ααρών και ο Κεκαυμένος, με τη διοίκηση των αντίστοιχων πλευρών τους, νίκησαν τους Τούρκους και τους καταδίωξαν «μέχρι το κοράκι», σκοτώνοντας τον Τούρκο διοικητή Χοροσάντε. Στο κέντρο, όμως, ο Ιμπραήμ κατάφερε να συλλάβει τον Λιπάριτ Δ΄, ο οποίος όταν τραυματίστηκε, έπεσε από το άλογό του. Αυτό δεν έγινε γνωστό στους δύο Βυζαντινούς διοικητές, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Γεωργιανός πρίγκιπας κυνηγούσε τον εχθρό όπως εκείνοι. Δεν ενημερώθηκαν για τα αληθινά γεγονότα, παρά μόνο αφού είχαν σταματήσει την προσπάθειά τους να ευχαριστήσουν τον Θεό για τη νίκη τους. [10] [23] [24] Ο Ματθαίος της Έδεσσας, του οποίου η αφήγηση είναι έντονα αντιβυζαντινή, ισχυρίζεται ότι ο Λιπάριτ Δ΄ προδόθηκε από τους Βυζαντινούς διοικητές, ενώ ο Αριστάκης ισχυρίζεται ότι η αντιπαλότητα μεταξύ των Βυζαντινών διοικητών οδήγησε τον Ααρών να εγκαταλείψει τη θέση του στη μέση της μάχης, οδηγώντας στη σύλληψη του Λιπάριτ Δ΄. Ο απολογισμός του Σκυλίτση ωστόσο είναι πολύ πιο λεπτομερής, και θεωρείται πιο αξιόπιστος από τους σύγχρονους μελετητές. [24]

Ενώ ο Ιμπραήμ κατάφερε να διαφύγει με τους άνδρες του και τους αιχμαλώτους στο φρούριο Καστροκώμη (Οκόμι), περίπου 40 χλμ. ανατολικά της Θεοδοσιόπολης, οι Βυζαντινοί διοικητές πραγματοποίησαν ένα συμβούλιο πολέμου και αποφάσισαν να χωρίσουν τις δυνάμεις τους και να επιστρέψουν στις αντίστοιχες βάσεις τους: ο Ααρών με τους άνδρες του επέστρεψε στο Βασπουρακάν και ο Κεκαυμένος με τις δυνάμεις του στο Άνι. [10] [23] [8]

Το συνολικό αποτέλεσμα της μάχης ήταν ανάμεικτο: ενώ οι Βυζαντινοί επικράτησαν των Σελτζούκων ομολόγων τους, η κατάληψη του Λιπάριτ Δ΄ και η επιτυχής απόδραση τού Ιμπραήμ οδήγησαν πολλές από τις μεσαιωνικές πηγές να το θεωρήσουν Βυζαντινή ήττα. [24]

Συνέπεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Political map of the Caucasus region, with the various countries labelled and depicted in different colours
Πολιτικός χάρτης της περιοχής του Καυκάσου, π. 1060.

Σύμφωνα με τον Σκυλίτση, ο Ιμπραήμ επέστρεψε στο Ρέι σε μόλις πέντε ημέρες, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ενώπιον του αδελφού του. [25] Ο Ιμπν αλ-Ατίρ αναφέρει -με προφανή υπερβολή για σκοπούς προπαγάνδας- ότι ο Ιμπραήμ έφερε πίσω 100.000 αιχμαλώτους και μία μεγάλη λεία, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου αριθμού αλόγων, κοπαδιών και αγαθών, καθώς και 8.000 θώρακες πανοπλίας, φορτωμένων στις πλάτες 10.000 καμηλών. [26] [27]

Η καταστροφή που άφησε πίσω της η επιδρομή των Σελτζούκων ήταν τόσο τρομακτική, που ο Βυζαντινός μεγιστάνας Ευστάθιος Βόιλας περιέγραψε το 1051/52 εκείνες τις περιοχές ως "βρώμικες και ανεξέλεγκτες ... κατοικημένες από φίδια, σκορπιούς και άγρια θηρία". [28] Οι μουσουλμανικές πηγές, από την άλλη πλευρά, ακολουθούν τις συμβάσεις των αφηγήσεων τζιχάντ τονίζοντας την επιτυχία της εκστρατείας για να φτάσουν βαθιά στο βυζαντινό έδαφος -δήθεν μόλις 15 ημέρες πορεία από την Κωνσταντινούπολη- και τονίζοντας το ποσό της λεηλασίας και των αιχμαλώτων που κατασχέθηκαν. Αυτές οι επιτυχίες δημοσιεύθηκαν ευρέως για να εξυπηρετήσουν πολιτικούς σκοπούς: η επικάλυψη με τον μανδύα της τζιχάντ κατά του αιώνιου εχθρού του Ισλάμ νομιμοποίησε τους νεοσύστατους Σελτζούκους και ενίσχυσε τους ισχυρισμούς τους ότι είναι η κατεξοχήν δύναμη στον μουσουλμανικό κόσμο, ιδιαίτερα στον επιλεγμένο ρόλο τους ως πρωταθλητές της σουνιτικής ορθοδοξίας εναντίον του σιιτικού Φατιμιδικού χαλιφάτου. [1]

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ θρήνησε για τη σύλληψη του δούκα Λιπάριτ Δ΄ και προσπάθησε να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του, προσφέροντας πλούσια λύτρα. Ο ηγεμόνας των Σελτζούκων άφησε τον Λιπάριτ Δ΄ ελεύθερο και τού έδωσε τα λύτρα, αφού τού πήρε την υπόσχεση να μην πολεμήσει ξανά εναντίον των Τούρκων. [δ] [30] [31] Ο Τουγκρίλ -ίσως παρασύρθηκε από τους ισχυρισμούς τού αδελφού του ότι η εκστρατεία είχε ανεπιθύμητη επιτυχία [32]- έστειλε ένα σαρίφ (ευγενή) στην Κωνσταντινούπολη για να απαιτήσει φόρο τιμής (υποτέλεια) από τον Κωνσταντίνο Θ΄, αλλά ο απεσταλμένος στάλθηκε πίσω με άδεια χέρια. [25] [30] Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ωστόσο συμφώνησε να επιτρέψει στην Τουγκρίλ να υποστηρίξει την αποκατάσταση του τζαμιού της Βυζαντινής πρωτεύουσας και να τιμηθούν τα ονόματα του Αββασίδη χαλίφη Αλ-Καΐμ και του ίδιου του Τουγκρίλ στην προσευχή της Παρασκευής, αντί του Φατιμίδη χαλίφη. [33] [31]

Αναμένοντας μία επικείμενη επανέναρξη των επιδρομών των Σελτζούκων, ο Αυτοκράτορας έστειλε πράκτορες για να οχυρώσουν τα ανατολικά του σύνορα, [25] [34] αλλά ο Τουγκρίλ απασχολήθηκε για κάποιο διάστημα με την εξέγερση του Ιμπραήμ, υποκινούμενη, σύμφωνα με τον Σκυλίτση, από τη ζήλια του ηγεμόνα των Σελτζούκων για τα επιτεύγματα του αδελφού του. [25] [32] Αυτή είναι πιθανότατα και η στιγμή [ε] που οι Βυζαντινοί εξαπέλυσαν επίθεση υπό τον ραίκτορα Νικηφόρο, εναντίον του παλαιού αντιπάλου τους Aμπούλ-Ασβάρ Σαβούρ ιμπν Φαντλ, εμίρη των Σαδαδιδών του Ντβιν. [9] [36] [8]

Παρ' όλα αυτά, η Βυζαντινή άμυνα στα ανατολικά αποδυναμώθηκε και πάλι καθώς στρατεύματα μεταφέρθηκαν στα Βαλκάνια για να αντιμετωπίσουν τις εισβολές των Πετσενέγων, που ξεκίνησαν εκείνη την εποχή. [37] Η σελτζουκικές επιδρομές ξανάρχισαν σε μεγάλη κλίμακα το 1054, με τον ίδιο τον Τογκρούλ-Μπεγκ να τους διοικεί: οι πόλεις της Παϊπέρτ και Πέρκρι λεηλατήθηκαν, και το Μαντζικέρτ πολιορκήθηκε. [2] Οι τουρκικές επιδρομές συνεχίστηκαν, με αυξανόμενη επιτυχία, καθώς τα γηγενή Βυζαντινά στρατεύματα μειωνόταν από την παραμέληση της κεντρικής κυβέρνησης. Αντικαθίσταντο ολοένα και περισσότερο από αναξιόπιστους μισθοφόρους και οι λανθασμένες πολιτικές επιδείνωσαν τις αντιπαλότητες και τις διαφορές μεταξύ Ελλήνων, Αρμενίων και Συρίων στην ανατολικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Καθώς η ισορροπία δυνάμεων άλλαξε, οι Σελτζούκοι άρχισαν να καταλαμβάνουν μεγάλα αστικά κέντρα στην Αρμενία, κυρίως το Άνι. [38] [8] Αυτό έθεσε τη βάση για την καταστροφική μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, η οποία άνοιξε τον δρόμο για τη σελτζουκική εισβολή και ο επόμενος Βυζαντινός εμφύλιος πόλεμος διευκόλυνε την κατάκτηση της Μ. Ασίας την επόμενη δεκαετία. [38]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Skylitzes places the battle on Saturday, 18 September in the "second year of the indiction", which is 1048, and Ibn al-Athir in AH 440, which began in June 1048. However, 18 September in 1048 was a Sunday, and both Skylitzes and Matthew of Edessa report that the battle took place on a Saturday. As a result, the 19th-century German historian August Friedrich Gfrörer, followed by other scholars since, proposed shifting the date to 18 September 1049, although this is not generally accepted. According to the German historian Wolfgang Felix, the "most convincing solution" for this discrepancy was proposed by the French scholar Paul Orgels in 1938, in which the battle began on Saturday evening (17 September 1048) and was carried on until the next morning.[12] Vladimir Minorsky also argues for dating the battle 1048, in the context of Byzantine operations against the Shaddadids after the battle, which he demonstrates, from a number of other references and associations of events, to have taken place before 1049.[13]
  2. Liparit was the most powerful Georgian noble, ruling a large portion of the Georgian kingdom under the nominal suzerainty of King Bagrat IV. An Byzantine ally, he had been given the title of magistros, and perhaps of kouropalates as well.[18]
  3. Matthew of Edessa and the 13th-century historian Sempad the Constable report that the Armenian nobleman Grigor Magistros also took part in the battle as a Byzantine commander, but this is not supported by other sources.[22]
  4. The sources provide slightly different, but not mutually exclusive, accounts on these events. Skylitzes reports that Constantine IX sent an embassy to Tughril Beg, headed by Aaron's secretary, George Drosos. Ibn al-Athir reports that the Emperor used the Marwanid emir of Diyar Bakr, Nasr al-Dawla, to mediate on his behalf, while Matthew of Edessa claims that Liparit was set free after he slew a black African champion in single combat, impressing Tughril with his valour. The Georgian Chronicles on the other hand suggest that Liparit's release was a calculated move to create dissension in Georgia, where after his capture the authority of King Bagrat IV had grown considerably. Indeed, after his release Liparit reclaimed his former authority against Bagrat.[29]
  5. Some authors have suggested a later date, π. 1050 (A.F. Gfrörer and M.H. Yinanç) or even π. 1055/56 (E. Honigmann)[35]

Bιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Beihammer 2017.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Vryonis 1971, σελ. 86.
  3. 3,0 3,1 Kaldellis 2017.
  4. 4,0 4,1 Kaldellis 2017, σελ. 197.
  5. 5,0 5,1 Leveniotis 2007, σελ. 147.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 Beihammer 2017, σελ. 77.
  7. 7,0 7,1 7,2 Cahen 1968, σελ. 68.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Leveniotis 2007.
  9. 9,0 9,1 Ter-Ghewondyan 1976, σελ. 123.
  10. 10,0 10,1 10,2 Beihammer 2017, σελ. 79.
  11. Leveniotis 2007, σελ. 150 (esp. note 447).
  12. Felix 1981, σελίδες 165 (note 99), 168.
  13. Minorsky 1977, σελ. 61.
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 Beihammer 2017, σελ. 78.
  15. Leveniotis 2007, σελ. 148.
  16. 16,0 16,1 ODB.
  17. 17,0 17,1 17,2 Wortley 2010.
  18. Leveniotis 2007, σελ. 148 (esp. note 437).
  19. Wortley 2010, σελ. 423.
  20. Felix 1981, σελ. 166 (note 101).
  21. 21,0 21,1 21,2 Leveniotis 2007, σελ. 150.
  22. Leveniotis 2007, σελίδες 150–151.
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 Wortley 2010, σελ. 425.
  24. 24,0 24,1 24,2 Leveniotis 2007, σελ. 151.
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 Wortley 2010, σελ. 426.
  26. Beihammer 2017, σελ. 80.
  27. Leveniotis 2007, σελ. 149.
  28. Blaum 2004, σελ. 1.
  29. Blaum 2004, σελίδες 8–9.
  30. 30,0 30,1 Minorsky 1977, σελ. 63.
  31. 31,0 31,1 Blaum 2004.
  32. 32,0 32,1 Blaum 2004, σελ. 10.
  33. Kaldellis 2017, σελ. 198.
  34. Leveniotis 2007, σελ. 152.
  35. Minorsky 1977, σελίδες 55, 60–61.
  36. Minorsky 1977.
  37. Vryonis 1971, σελ. 87.
  38. 38,0 38,1 Vryonis 1971.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]