Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάχη του ποταμού Γιαρμούκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μάχη του Γιαρμούκ)

Η μάχη του ποταμού Ιερομύακα (Γιαρμούκ), ή Ιερμουχθά (κατά τον Βυζαντινό ιστορικό Θεοφάνη), παραπόταμου του Ιορδάνη, στη Συρία, ήταν μεγάλη μάχη ανάμεσα στα στρατεύματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Αυτοκράτορα Ηράκλειου και τα αραβο-ισλαμικά στρατεύματα του Ρασινιδικού Χαλιφάτου του Ουμάρ Iμπν Aλ Χατάμπ, και ένα κρίσιμο σημείο της Ισλαμικής κατάκτησης της Λεβαντινής. Η μάχη αποτελείται από σειρές συγκρούσεων που διήρκεσαν για 6 ημέρες τον Αύγουστο 636 μ.Χ., κοντά στον ποταμό Ιερομύακα, κατά μήκος αυτού που είναι τώρα σύνορα μεταξύ Συρίας και Ιορδανίας και Συρίας και Ισραήλ, νοτιοανατολικά απ'τη Θάλασσα της Γαλιλαίας. Το αποτέλεσμα ήταν μία αποφασιστική Ισλαμική νίκη που τέλειωσε τη Βυζαντινή διοίκηση στη Συρία μετά από σχεδόν επτά αιώνες. Η μάχη του ποταμού Ιερομύακα θεωρείται μία από τις πιο αποφασιστικές μάχες στην στρατιωτική Ιστορία, και σημαδεύτηκε από τα πρώτα μεγάλα κύματα των πρώιμων Ισλαμικών κατακτήσεων μετά τον θάνατο του Ισλαμικού προφήτη Μωάμεθ, σηματοδοτώντας την γρήγορη εξάπλωση του Ισλάμ στην μέχρι τότε Χριστιανική/Βυζαντινή Λεβαντινή.

Για να ελέγξει την αραβική προέλαση και να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη, ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε στείλει μια τεράστια εκστρατεία στη Λεβαντινή τον Μάιο του 636. Καθώς πλησίαζε ο Βυζαντινός Στρατός, οι Άραβες αποσύρθηκαν τακτικά από τη Συρία και ανασύνταξαν όλες τις δυνάμεις τους στις πεδιάδες του ποταμού Ιερομύακα κοντά στην Αραβική Χερσόνησο, όπου ενισχύθηκαν, και νίκησαν τον αριθμητικά ανώτερο Βυζαντινό Στρατό. Η μάχη θεωρείται ευρέως ως η μεγαλύτερη στρατιωτική νίκη του Χαλίντ Ιμπν Αλ Ουαλίντ και ότι εδραίωσε τη φήμη του ως ενός από τους μεγαλύτερους τακτικούς και διοικητές ιππικού στην ιστορία.

Οι Ρασινίδες Άραβες, αργά και οργανωμένα, κατακτούσαν όλο και περισσότερα κομμάτια της Παλαιστίνης. Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση Βυζαντινών και Ρασινιδών Αράβων ήταν στην «μάχη του Ατζναντεϊν», μάχη που έλαβε χώρα στις 30 Ιουλίου του 634 μεταξύ του Βυζαντινών και των Ρασινιδών Αράβων, στη περιοχή Μπέιτ Γκουβρίν, στο σημερινό Ισραήλ. Οι δυνάμεις των Βυζαντινών κυμαίνονταν γύρω στις 10.000, σύμφωνα με την άποψη του H.A.R. Gibb, [1] και το ίδιο νούμερο πάνω-κάτω, υπολογίζεται και για τους Ισλαμιστές. Η μάχη τελείωσε με νίκη των Ρασινιδών Αράβων και του Χαλίντ Ιμπν Ουαλίντ, προσωπικά. Η επόμενη μάχη στη Πέλλα Δεκαπόλεως (Fahl), που έγινε τον Ιανουάριο του 635 μεταξύ Ρασινιδών Αράβων, με επικεφαλής τον Χαλίντ Ιμπν Ουαλίντ, και των Βυζαντινών, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Τριθύριο, έληξε και πάλι με ήττα των Βυζαντινών. Έτσι ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος αποφάσισε να συγκεντρώσει για ακόμη μία φορά, έναν καινούριο στρατό, πολυαριθμότερο παρά ποτέ, και να εξασφαλίσει μια συντριπτική νίκη εναντίον του εχθρού.

Βυζαντινή αντεπίθεση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
οι κινήσεις των στρατευμάτων πριν τη μάχη

Οι προετοιμασίες για τη συγκέντρωση του Βυζαντινού Στρατού, άρχισαν το 635, παρ' όλη την πολιορκία της Έμεσας από τους Ρασινίδες Άραβες, και της επικείμενης πολιορκία της Αλέπως, ένα Βυζαντινό προπύργιο και της Αντιόχειας όπου ήταν ο Ηράκλειος. Στρατεύματα, διοικούμενα από όλους τους ευγενείς αξιωματούχους του Βυζαντίου, κατέφθαναν από κάθε γωνιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Συνολικά σχηματίστηκαν πέντε στρατιές, από 10.000 άντρες η κάθε μία. Σλάβοι, Φράγκοι, Γεωργιανοί, Αρμένιοι, Γασσανίδες, Λομβαρδοί, Άβαροι, Χάζαροι, Βαλκάνιοι και Γοκτούρκοι. Η στρατιά οργανώθηκε στη Συρία, ο καθένας με τους δικούς του αρχηγούς, πρίγκιπες και βασιλείς. Ανώτατος διοικητής του στρατού διορίστηκε ο Αρμένιος βασιλιάς, Βαχάν. [2] [3]

Την ίδια στιγμή, οι αραβικές στρατιές βρίσκονταν διασκορπισμένες σε διάφορα σημεία της περιοχής: ο Αμρ Ιμπν Αλ Ας στην Παλαιστίνη, ο Σουραχμπίλ στην Ιορδανία, ο Γιαζίντ στη Καισάρεια, και ο Αμπού Ουμπάιντα και ο Χαλίντ Ιμπν Ουαλίντ στην πολιορκία της Έμεσας. Οι Ισλαμιστές πρωτοέμαθαν για τις προετοιμασίες των Βυζαντινών από έναν αιχμάλωτό τους, έναν Βυζαντινό στρατιώτη. Από τότε, με το καλά οργανωμένο δίκτυο των κατασκόπων τους, μάθαιναν με λεπτομέρειες τις προετοιμασίες, τους σκοπούς και στόχους των Βυζαντινών. Έτσι, η επόμενη κίνηση του Άραβα αρχιστράτηγου Αμπού Ουμπάιντα ήταν να ανακαλέσει όλα τα στρατεύματα στη περιοχή της Δαμασκού.

Στις 23 Ιουλίου του 636 ο Ισλαμικός στρατός και το τμήμα του στρατού των εκχριστιανισμένων Αράβων της φυλής των Γασσανιδών (συμμάχων των Βυζαντινών) ήρθαν σε οπτική επαφή, στην περιοχή μεταξύ Δαμασκού και Τζαμπίγια (Jabiya). [4] Στο στρατιωτικό συμβούλιο, που συγκάλεσε ο Αμπού Ομπάιντα, προκρίθηκε η πρόταση του Χαλίντ να μεταφερθούν τα στρατεύματα στη πεδιάδα του ποταμού Ιερομύακα, γιατί εκεί κατ’ αρχήν θα μπορούσαν να φτάσουν γρηγορότερα και με ασφάλεια οι ενισχύσεις που έστελνε ο Ομάρ, και δεύτερον η ευρύχωρη πεδιάδα θα επέτρεπε τη πλήρη ανάπτυξη του καλύτερου αραβικού όπλου, του Ιππικού. [5]. Σε λίγο φάνηκαν και οι Βυζαντινοί και στρατοπέδευσαν στην είσοδο της κοιλάδας, βάζοντας απόσταση 6 χλμ. μεταξύ τους. Οι προετοιμασίες για τη μάχη άρχισαν, όταν έφτασε στο βυζαντινό στρατόπεδο η διαταγή του Ηράκλειου να μην αρχίσουν οι εχθροπραξίες πριν εξαντληθεί κάθε πιθανότητα ειρηνικής συμφωνίας.

Έτσι ο Βαχάν έστειλε δυο φορές αντιπροσώπους του να διαπραγματευθούν με τον Αμπού Ομπάιντα, αλλά οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αποτυχία. Πέρασε ωστόσο ένας μήνας, χωρίς να γίνει καμία μάχη. Κανείς δεν αποφάσιζε να ξεκινήσει πρώτος την επίθεση. Αυτή η αναβολή όμως ωφέλησε τους Άραβες, που εν τω μεταξύ, τους ήρθαν ενισχύσεις 10000 στρατιωτών από την Υεμένη. Οι Ισλαμιστές τώρα είχαν 40.000 στρατιώτες, περιλαμβανομένου και 100 βετεράνων της μάχης του Μπαντρ. Ο Βαχάν επιχείρησε μια τελευταία προσπάθεια συνεννόησης ακόμα και με απειλές, προσφέροντας ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στον ίδιο τον αρχηγό των Ρασινιδών αλλά και σε όσους Άραβες αποσύρονταν στην Αραβία. Αλλά οι Άραβες αρνήθηκαν. Πιο πολύ και από τα χρήματα, χρειάζονταν τα εύφορα εδάφη και τις πλούσιες σοδειές, για να καλυτερέψουν τις συνθήκες της δύσκολης ζωής τους στις αραβικές ερήμους.

Οι προετοιμασίες τελείωσαν, οι διαταγές δόθηκαν, οι προσευχές αναπέμφθηκαν και οι δυο στρατοί παρατάχθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Τη διοίκηση του αραβικού στρατού την ανέλαβε ο Χαλίντ, που αναδιοργάνωσε τις θέσεις του Πεζικού και του Ιππικού. Δημιούργησε μικρά σώματα, 800 αντρών πεζικού, και 2000 ιππέων.

Η πρώτη ημέρα, 15 Αυγούστου 636 άρχισε τα ξημερώματα, ενώ περίπου νωρίς το απόγευμα 10 σώματα πεζικού των Βυζαντινών κατάφεραν να προωθηθούν και, παρόλο που τους υποδέχθηκαν τα βέλη των Αράβων τοξοτών, εκείνοι κατάφεραν να συνεχίσουν τη προώθησή τους και η μάχη σώμα με σώμα, με δόρατα και σπαθιά ξεκίνησε. Η σύγκρουση κράτησε μέχρι το σούρουπο, οπότε οι δύο στρατοί αποσύρθηκαν στα στρατόπεδά τους, με ελαφρές μόνο απώλειες, ενώ φρόντισαν και για τη ταφή των δικών τους. Οι Ισλαμιστές πέρασαν το βράδυ δεχόμενοι τις φροντίδες των γυναικών τους και την αγάπη των παιδιών τους, που πάντα τους συνόδευαν σε όλες τις περιπλανήσεις και τις μάχες τους. [6]

Τη δεύτερη ημέρα, 16 Αυγούστου 636, τα τύμπανα κάλεσαν για τη μάχη. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά το πρωί, αλλά παρόλα αυτά οι Ισλαμιστές κατάφεραν να ανταποδώσουν με την ίδια ταχύτητα και έτσι ο αιφνιδιασμός δεν απέδωσε κανένα αποτέλεσμα. Η μάχη εκείνη την ημέρα ήταν πιο σκληρή στις πλευρές των στρατιωτών από ό,τι στο κέντρο. Οι Βυζαντινοί επιτίθονταν και ξαναεπιτίθονταν στα πλευρά των Ισλαμιστών, μέχρι που κατάφεραν να διαλύσουν τη δεξιά πλευρά του αραβικού στρατού, οι οποίοι επέστρεψαν οπισθοχωρώντας στην ασφάλεια του στρατοπέδου τους. Οι Άραβες προσπάθησαν να αντεπιτεθούν με το ιππικό τους, αλλά και πάλι οι Βυζαντινοί τους «πήραν φαλάγγι» μέχρι το στρατόπεδό τους. Εκεί, έκπληκτοι οι χριστιανοί στρατιώτες, αντίκρυσαν τις γυναίκες των στρατιωτών, παραταγμένες στη σειρά με πέτρες στα χέρια, να τους πετροβολούν, εκστομίζοντας κατάρες. Οι γυναίκες έδωσαν θάρρος στους άνδρες τους, έτσι με αυτή τους τη συμπεριφορά και εκείνοι αντεπιτέθηκαν. Τα ίδια συνέβαιναν και στην αριστερή πτέρυγα των Αράβων. Και εκεί οι γυναίκες τους, τους εμψύχωσαν και τους έστειλαν πίσω στη μάχη. Ο Χαλίντ, εποπτεύοντας τη μάχη από το κέντρο, έστειλε αμέσως τους ιππείς του να βοηθήσουν τα άκρα. Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, οι Βυζαντινοί είχαν για ακόμη μία ημέρα απωθηθεί. Το βράδυ οι Βυζαντινοί μέτρησαν μεγάλες απώλειες στα στρατεύματά τους. Εκτός των άλλων, οι Άραβες είχαν καταφέρει να σκοτώσουν τον διοικητή των στρατευμάτων που ήρθαν από την Ευρώπη, τον Νταϊργιάν (Dairjan), έναν αξιοσέβαστο στρατηγό, κάτι που ήταν ένα πλήγμα για το ηθικό των Χριστιανών. [7]

Την τρίτη ημέρα, 17 Αυγούστου 636 τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως και την προηγούμενη. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν πάλι από τα άκρα και έσπρωξαν τους Άραβες ακόμη μία φορά στο στρατόπεδό τους. Κατά το μεσημέρι, οι Βυζαντινοί είχαν ανοίξει «τρύπες» σε διάφορα σημεία των γραμμών των Αράβων και ολοένα προωθούνταν. Ο Χαλίντ και ο Αμρ ιμπν Αλ-ας, οδηγώντας τους στρατιώτες τους, κατάφεραν να απωθήσουν και πάλι τους Βυζαντινούς πίσω στις αρχικές τους θέσεις και η ημέρα τελείωσε όπως και η χθεσινή. [8]

Η τετάρτη ημέρα, 18 Αυγούστου 636 θα ήταν η πιο αποφασιστική από όλες. Το ηθικό των Βυζαντινών ήταν πεσμένο ύστερα από τόσες αποτυχίες, ενώ και οι Άραβες είχαν χάσεις αρκετούς στρατιώτες, κυρίως τοξότες, που αν αδυνάτιζαν και άλλο οι γραμμές τους, θα νικιούνταν. Η δεξιά πλευρά των Αράβων ήταν η πιο ευάλωτη και εκεί ο Βαχάν εξαπέλυσε τη πρώτη επίθεση της ημέρας. Ταυτόχρονα οι Αρμένιοι χτυπούσαν την αριστερή πτέρυγα. Οι Ισλαμιστές δεν θα άντεχαν για πολύ ακόμα. Τότε ο Χαλίντ αποφάσισε να χτυπήσει πρώτα τους Αρμένιους, ερχόμενος από το πλάι τους. Οι Γασσανίδες Άραβες έτρεξαν να βοηθήσουν τους Αρμένιους, οι Άραβες στρατηγοί έτρεξαν να βοηθήσουν τον Χαλίντ και έτσι εκεί επικεντρώθηκε η μάχη και σε αυτό το σημείο οι απώλειες ήταν μεγάλες. Μετά από αρκετές ώρες σκληρών μονομαχιών, οι Αρμένιοι άρχισαν να οπισθοχωρούν. Μετά από λίγο, το ίδιο έκαναν και οι Σλάβοι. Οι Βυζαντινοί τοξότες, αναδιοργανωμένοι, άρχισαν να χτυπούν με τα βέλη τους και σκότωσαν πολλούς Ισλαμιστές, ενώ αναφέρεται ότι πάνω από 700 έχασαν τα μάτια τους. Η τετάρτη ημέρα ονομάστηκε από τους Άραβες, «η μέρα των χαμένων ματιών» και το ηλιοβασίλεμα βρήκε και τα δυο στρατόπεδα με μεγάλες απώλειες. [9]

Η πέμπτη ημέρα, 19 Αυγούστου 636 της μάχης ξεκίνησε. Οι στρατιώτες ξαναπήραν τις γνωστές θέσεις τους, αλλά στέκονταν στις γραμμές τους κουρασμένοι, πληγωμένοι, αποθαρρημένοι. Ο Βαχάν έστειλε απεσταλμένο να διαπραγματευτεί μία ανακωχή, αλλά ο Χαλίντ την απέρριψε λέγοντας: «όχι, βιαζόμαστε να ξεμπερδεύουμε!» [10] εκείνη την ημέρα όμως δεν έγινε καμιά σοβαρή μάχη, παρά μόνο μερικές αψιμαχίες, και οι στρατιώτες τη χρησιμοποίησαν για να ξεκουραστούν. [11]

Η έκτη και τελευταία ημέρα της μάχης, 20 Αυγούστου 636 άρχιζε την τέταρτη εβδομάδα του Αυγούστου του 636. Εκείνη την ημέρα σηκώθηκε ένας ισχυρός νότιος άνεμος, που έφερνε σύννεφα σκόνης κατά των Βυζαντινών, κάτι που δυσκόλεψε τραγικά τα πράγματα για εκείνους καθώς δεν ήταν συνηθισμένοι στην έρημο και τα φαινόμενά της. [12] Η ημέρα ξεκίνησε με τη μονομαχία μεταξύ του Γρηγόριου (διοικητή μαζί με τον Νταϊργιάν των Βυζαντινών, Σλάβων και Φράγκων) και του Αμπού Ομπάιντα. Ο Γρηγόριος σκοτώθηκε από το σπαθί του Αμπού Ομπάιντα και η γενική επίθεση άρχισε. Αυτοί τη φορά ήταν επιτιθέμενοι οι Ισλαμιστές. Χτύπησαν τις πλευρές του βυζαντινού στρατού και κυρίως την αριστερή πλευρά, και σύντομα άρχισαν να οπισθοχωρούν απ΄τη σφοδρότητα και την πίεση. Μετά ο Χαλίντ και ο Αμρ επιτέθηκαν στο κέντρο του στρατού, στους δυνατούς Αρμένιους. Ο Χαλίντ, με μια κρυφή μανούβρα του ελαφριού Ιππικού, κατάφερε να παρασύρει το Βυζαντινό Ιππικό έξω από το πεδίο της μάχης και με τις απανωτές επιθέσεις του κατάφερε τελικά να το διαλύσει και να το αναγκάσει να φύγει προς τον βορρά μαζί με τον αρχιστράτηγο Βαχάν. Έτσι 10.000 ιππείς δραπέτευσαν από το πεδίο της μάχης. Τώρα που το ιππικό εγκατέλειψε το πεζικό, η μοίρα του πεζικού ήταν προδιαγεγραμμένη. Μόνο οι Αρμένιοι αντιστέκονταν ακόμα. Ο Χαλίντ επιστρέφοντας από τη μάχη με το ελαφρύ ιππικό, έπεσε και αυτός από πίσω τους, μαζί με τους Γιαζίντ και Αμπού Ομπάιντα, και άρχισαν την σφαγή. Μαζί με αυτούς, όλο του βυζαντινό στράτευμα άρχισε να σπάει και διαλύεται και να φεύγει προς την φραγμένη απ'τους Ρασινίδες γέφυρα προς τα νοτιο-δυτικά για να σωθεί. Όσοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν, σκοτώθηκαν.[13]

Η επόμενη ημέρα αφιερώθηκε στην ταφή των Ισλαμιστών νεκρών και στη περισυλλογή των λαφύρων. Ο Χαλίντ, αποφασισμένος να σκοτώσει τον αρχιστράτηγο Βαχάν, ξεκίνησε με το ιππικό του να τον βρει. Πράγματι, τον επέτυχε στον δρόμο για τη Δαμασκό και εκεί, στη συμπλοκή που επακολούθησε, ο Αρμένιος βασιλιάς σκοτώθηκε από έναν στρατιώτη.

Οι απώλειες των ισλαμιστών υπολογίζονται σε 4000 στρατιώτες. Όσο για τις απώλειες των Βυζαντινών, οι αριθμοί διαφέρουν πολύ. Οι μετριοπαθείς υπολογισμοί κάνουν λόγο για 50.000 νεκρούς και 10.000 που κατάφεραν να ξεφύγουν.[14]

Τον επόμενο μήνα ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος, απελπισμένος, θα παραδεχόταν με τις πράξεις του την απώλεια της κυριαρχίας του στη Συρία, τη Παλαιστίνη και την Ιορδανία και θα αναχωρούσε πλέον οριστικά για τη Κωνσταντινούπολη.

Τους επόμενους μήνες ο Αμρ ιμπν αλ-Ας θα πολιορκούσε, και στο τέλος θα κατελάμβανε, την Ιερουσαλήμ. Ο Σουχραμπίλ θα κατελάμβανε την Τύρο, την Άκρα και την Σεπφώριδα. Ο Γιαζίντ με τον Μωαβία θα κατελάμβαναν τη Βηρυτό και τη Σιδώνα, ενώ ο Αμπού Ομπάιντα θα έφτανε μέχρι την Έμεσα, την Αντιόχεια και την Αλέπω.

Κρίσεις για τη μάχη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Η Συρία (από τότε) έκατσε τόσο σιωπηλή όσο και μια καμήλα. Χαλίντ ιμπ Ουαλίντ» [15]

Ο στρατιωτικός και ιστορικός Α.Ι. Άκραμ έγραψε στο βιβλίο του «Khalid bin Al-Walled: Sword of Allah» ότι αυτή ήταν η σπουδαιότερη μάχη εκείνου του αιώνα, μία από τις πιο αποφασιστικές μάχες στην Ιστορία και ίσως η πιο σφοδρή στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ του Σταυρού και της Ημισελήνου. [16]

Η Εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου έγραψε ότι «η νίκη αυτή των Αράβων, ο πρώτος θρίαμβος του Ισλαμισμού εναντίον του Χριστιανισμού, έκρινε την τύχη της Παλαιστίνης και ολόκληρης της Συρίας [17]

Ο χρονικογράφος Θεοφάνης ισχυρίζεται ότι ισχυρός νότιος άνεμος σηκώθηκε την έκτη μέρα, με αποτέλεσμα σύννεφα σκόνης να σηκωθούν και να εμποδίσουν τις κινήσεις του άμαθου σε αυτά τα φαινόμενα βυζαντινού στρατού. Έτσι εξηγεί και την ήττα, ενώ περιορίζει τις δυνάμεις των Βυζαντινών στους 30.000 στρατιώτες.

Ο έγκριτος ιστοριογράφος Κωνσταντίνος Άμαντος από την άλλη, στο έργο του «Ιστορία του Βυζαντινού κράτους», τόμος Α’, έκδοση του 1963, σελ 302 αναφέρει:

« και πάλι ενικήθησαν οι Βυζαντινοί, αν και είχαν στρατό 30.000, διότι οι μετ’ αυτών Αρμένιοι έδειξαν ανταρτική διαγωγήν και ανεκήρυξαν βασιλέα τον στρατηγό των Βαάνη, όσοι δε Άραβες επολέμουν ως σύμμαχοι των Βυζαντινών, μετέστησαν προς τους εξ Αραβίας ομοεθνείς των.»

  1. στην ENCYCLOPEDIA OF ISLAM, 1986, τόμος 1ος. σελ. 208-209-
  2. Al Waqidi, Al Waqidi «Futuh-ush-Sham», Κάιρο, 1954 ,σελ. 100
  3. Tο μέγεθος των στρατευμάτων έχει πυροδοτήσει ατέλειωτες διαφωνίες μεταξύ των ιστορικών όλων των εποχών. Οι χαμένοι προσπαθούν να μειώσουν το μέγεθος της ήττας και οι νικητές να αυξήσουν το μέγεθος της νίκης. Εδώ, προτίμησα να ακολουθήσω την άποψη του Nicolle, που φαίνεται η μετριοπαθέστερη. Παρόλα αυτά, στο ελληνικό ιστολόγιο της Παγκόσμιας Πολεμικής Ιστορίας, στο άρθρο για τη συγκεκριμένη μάχη, μπορεί κανείς να διαβάσει πολύ διαφορετικούς αριθμητικούς υπολογισμούς.
  4. «Τhe Caliphate:Its Rise Decline and Fall», Sir William Muir 1899. σελ.127
  5. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 289
  6. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 296-298
  7. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 299-302
  8. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 303-304
  9. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 307-310
  10. Al Waqidi «Futuh-ush-Sham», Κάιρο, 1954 σελ.153.
  11. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 310-311
  12. «The Caliphate: Its Rise Decline and Fall» σελ. 127, Sir William Muir, 1899
  13. A.I. Akram, «Κhalid bin Al-Walled: The sword of Allah», Πακιστάν,1969 σελ.311-317
  14. A.I. Akram, «Κhalid bin Al-Walled: The sword of Allah», Πακιστάν, 1969 σελ. 313
  15. The Caliphate: Its Rise Decline and Fall, Sir William Muir 1899. σελ.128
  16. A.I. Akram, «Κhalid bin Al-Walled: The sword of Allah», Πακιστάν, 1969 σελ. 296
  17. Νεώτερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ήλιου, τόμος 9, λήμμα: Ιερομύακας, έκδοση του 1960

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Battle of Yarmouk στο Wikimedia Commons