Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάχη της Καλαβρύης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
O Αλέξιος (Α΄) Κομνηνός, στρατηγός του Βοτανειάτη, με την ευφυΐα του νίκησε τον έμπειρο Νικηφόρο Βρυέννιο τον Πρεσβύτερο στη μάχη της Καλαβρύης.

Η Μάχη της Καλαβρύης στην Αναολική Θράκη διεξήχθη το 1078 μεταξύ των Βυζαντινών Αυτοκρατορικών δυνάμεων του στρατηγού (και μελλοντικού Αυτοκράτορα) Αλέξιου (Α΄) Κομνηνού και του επαναστατημένου κυβερνήτη του Δυρραχίου Νικηφόρου Βρυέννιου του Πρεσβύτερου. Ο Βρυέννιος είχε επαναστατήσει εναντίον του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (βασ. 1071–1078) και είχε κερδίσει την πίστη των τακτικών συνταγμάτων του Βυζαντινού στρατού στα Βαλκάνια. Ακόμη και μετά την ανατροπή του Δούκα από τον Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη (βασ. 1078–1081), ο Βρυέννιος συνέχισε την εξέγερσή του και απείλησε την Κωνσταντινούπολη. Μετά από αποτυχημένες διαπραγματεύσεις, ο Νικηφόρος Γ΄ έστειλε τον νεαρό στρατηγό Αλέξιο, με όσες δυνάμεις μπορούσε να συγκεντρώσει ,για να τον αντιμετωπίσει.

Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στις Καλαβρύες στον ποταμό Αλμυρό στη σημερινή Ανατολική Θράκη. Ο Αλέξιος, του οποίου ο στρατός ήταν πολύ μικρότερος και πολύ λιγότερο έμπειρος, προσπάθησε να στήσει ενέδρα στον στρατό του Βρυέννιου. Η ενέδρα απέτυχε και οι πτέρυγες του δικού του στρατού εκδιώχθηκαν πίσω από τους εξεγερθέντες. Ο Αλέξιος μετά βίας κατάφερε να περάσει μαζί με την προσωπική του ακολουθία, αλλά μπόρεσε να ανασυντάξει τους διασκορπισμένους άνδρες του. Ταυτόχρονα, και παρόλο που φαινομενικά κέρδισε τη μάχη, ο στρατός του Bρυέννιου έπεσε σε αταξία, αφού οι δικοί του σύμμαχοι Πετσενέγκοι επιτέθηκαν στο στρατόπεδό του. Ενισχυμένος από Σελτζούκους μισθοφόρους, ο Αλέξιος παρέσυρε τα στρατεύματα τού Βρυέννιου σε άλλη ενέδρα, μέσα από μια προσποιητή υποχώρηση. Ο εξεγερμένος στρατός διερράγη και ο Βρυέννιος αιχμαλωτίστηκε.

Η μάχη είναι γνωστή μέσω δύο λεπτομερών αφηγήσεων, της Αλεξιάδας της Άννας Κομνηνής και της Ύλης Ιστορίας τής συζύγου τού Νικηφόρου Βρυέννιου του Νεότερου, στις οποίες βασίζεται σε μεγάλο βαθμό η αφήγηση της Άννας. Είναι μια από τις λίγες Βυζαντινές μάχες, που περιγράφονται λεπτομερώς και ως εκ τούτου μια πολύτιμη πηγή για τη μελέτη της τακτικής του Βυζαντινού στρατού στα τέλη του 11ου αι.[1]

Seated figure on throne, crowned and dressed in blue and gold, flanked by four courtiers in red and, above the throne, two angel-like figures
Μικρογραφία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ' Βοτανειάτη μεταξύ τεσσάρων ανώτερων αξιωματούχων της Αυλής του (επί του κανικλείου, πρωτοβεστιάριου, δεκανού, μ. πριμηκήριου) και δύο αλληγοριών (Αλήθειας και Δικαιοσύνης).

Μετά την ήττα στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 από τους Σελτζούκους και την ανατροπή του Ρωμανού Δ΄ Διογένη (βασ. 1068–1071), η Βυζαντινή Αυτοκρατορία γνώρισε μια δεκαετία σχεδόν συνεχών εσωτερικών αναταραχών και εξεγέρσεων. Ο συνεχής πόλεμος εξάντλησε τους στρατούς της Αυτοκρατορίας, κατέστρεψε τη Μ. Ασία και την άφησε ανυπεράσπιστη έναντι της αυξανόμενης καταπάτησης των Τούρκων. Στα Βαλκάνια, οι εισβολές των Πετσενέγων και των Κουμάνων κατέστρεψαν τη Βουλγαρία και οι Σέρβοι πρίγκιπες απαρνήθηκαν την πίστη τους στην Αυτοκρατορία.[2]

Η διακυβέρνηση του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (βασ. 1071–1078) απέτυχε να αντιμετωπίσει την κατάσταση αποτελεσματικά και έχασε γρήγορα την υποστήριξη της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Στα τέλη του 1077, δύο από τους κορυφαίους στρατηγούς της Αυτοκρατορίας, ο Νικηφόρος Βρυέννιος ο Πρεσβύτερος, δούξ του Δυρραχίου στα δυτικά Βαλκάνια, και ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, στρατηγός του Ανατολικού Θέματος στην κεντρική Μ. Ασία, ανακηρύχθηκαν αυτοκράτορες από τα στρατεύματά τους. Ο Βρυέννιος ξεκίνησε από το Δυρράχιο προς την Αυτοκρατορική πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, κερδίζοντας ευρεία υποστήριξη στην πορεία και την πίστη του μεγαλύτερου μέρους του βαλκανικού στρατού της Αυτοκρατορίας. Στην αρχή προτίμησε να διαπραγματευτεί, αλλά οι προσφορές του απορρίφθηκαν από τον Μιχαήλ Ζ΄. Τότε ο Βρυέννιος έστειλε τον αδελφό του Ιωάννη να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ανίκανοι να ξεπεράσουν τις οχυρώσεις της, οι εξεγερμένες δυνάμεις σύντομα αποσύρθηκαν. Αυτή η αποτυχία οδήγησε τους ευγενείς της πρωτεύουσας να στραφούν στον Βοτανειάτη: τον Μάρτιο του 1078 ο Μιχαήλ Ζ΄ αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να αποσυρθεί ως μοναχός και ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης έγινε δεκτός στην πόλη ως Αυτοκράτορας.[3]

Στην αρχή, ο Βοτανειάτης δεν είχε αρκετά στρατεύματα για να αντιταχθεί στον Βρυέννιο, ο οποίος στο μεταξύ είχε εδραιώσει τον έλεγχό του στην πατρίδα του τη Θράκη, απομονώνοντας ουσιαστικά την πρωτεύουσα από την υπόλοιπη Αυτοκρατορική επικράτεια στα Βαλκάνια. Ο Βοτανειάτης έστειλε πρεσβεία υπό τον πρόεδρο Κωνσταντίνο Χοιροσφάκτη, βετεράνο διπλωμάτη, για να διεξαγάγει διαπραγματεύσεις με τον Βρυέννιο. Ταυτόχρονα διόρισε τον νεαρό Αλέξιο Κομνηνό ως Αρχηγό των Σχολών (Στρατευμάτων) του και ζήτησε βοήθεια από τον Σελτζούκο σουλτάνο Σουλεϊμάν, ο οποίος έστειλε 2.000 πολεμιστές και υποσχέθηκε ακόμη περισσότερους.[4] Στο μήνυμά του προς τον Βρυέννιο, ο ηλικιωμένος Βοτανειάτης (76 ετών κατά την άνοδό του) του πρόσφερε τον βαθμό του καίσαρα και την υποψηφιότητά του ως διάδοχου του θρόνου. Ο Βρυέννιος συμφώνησε κατ' αρχήν, αλλά πρόσθεσε μερικούς δικούς του όρους και έστειλε τους πρεσβευτές πίσω στην Κωνσταντινούπολη για επιβεβαίωση. Ο Βοτανειάτης, ο οποίος πιθανότατα είχε ξεκινήσει διαπραγματεύσεις μόνο για να κερδίσει χρόνο, απέρριψε τους όρους του Βρυέννιου και διέταξε τον Αλέξιο Κομνηνό να εκστρατεύσει κατά του εξεγερμένου.[1]

Obverse and reverse of seal, with a standing military saint and a legend in Greek
Μολύβδινη σφραγίδα του Αλέξιου Κομνηνού ως «μεγάλου Δομεστίκου της Δύσεως». Επιγρ.: O AΓIOC ΔHMHTPIοc / + KύριЄ ΒOΗӨЄI AΛЄΞIω CЄBACTω KAI ΔοMЄCTIKω THC ΔVCЄωC Tω KOMNHNω.

Ο Βρυέννιος είχε κατασκηνώσει στον κάμπο του Κεδοκτού, στο δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη. Ο στρατός του περιελάμβανε 12.000 ως επί το πλείστον έμπειρους άνδρες από τα μόνιμα τάγματα (συντάγματα) της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, καθώς και Φράγκους μισθοφόρους και το επίλεκτο τάγμα της Εταιρείας. Οι δυνάμεις του Αλεξίου περιελάμβαναν 2.000 Τούρκους ιπποτοξότες, 2.000 Χωματινούς από τη Μ. Ασία, μερικές εκατοντάδες Φράγκους ιππότες από την Ιταλία και το νεοσύστατο σύνταγμα των Αθανάτων, που είχε δημιουργηθεί από τον πρωθυπουργό του Μιχαήλ Ζ΄, τον Νικηφορίτζη και προοριζόταν να αποτελέσει τον πυρήνα του νέου στρατού. Οι εκτιμήσεις για τη συνολική δύναμη του Αλέξιου ποικίλλουν από 5.500–6.500 (Χάλντον) έως περίπου 8.000–10.000 (Μπίρκενμαγιερ), αλλά είναι σαφές, ότι βρισκόταν σε σημαντικά μειονεκτική θέση έναντι του Bρυενίου: όχι μόνο ήταν πολύ μικρότερη η δύναμή του, αλλά ο Αλέξιος ήταν πολύ λιγότερο έμπειρος από τους βετεράνους του Bρυεννίου.[5]

Οι δυνάμεις του Αλεξίου ξεκίνησαν από την Κωνσταντινούπολη και στρατοπέδευσαν στην όχθη του ποταμού Αλμυρού —ένα μικρό χείμαρο ανάμεσα στην Ηράκλεια (σημερινό Marmara Ereğlisi) και τη Σηλυβρία (σημερινή Σιλιβρί), το σύγχρονο Καλυβρί Ντερέ— κοντά στο οχυρό των Καλαβρύη (σύγχρονο Yolçatı).[6] Περιέργως, και ενάντια στην καθιερωμένη πρακτική, δεν ενίσχυσε το στρατόπεδό του, ίσως για να μην κουράσει ή απογοητεύσει τους άνδρες του με μια σιωπηρή παραδοχή αδυναμίας.[7] Στη συνέχεια έστειλε τους Σελτζούκους συμμάχους του για να εντοπίσουν τη διάθεση, τη δύναμη και τις προθέσεις του Βρυέννιο. Οι κατάσκοποι του Αλεξίου ολοκλήρωσαν εύκολα τα καθήκοντά τους, αλλά την παραμονή της μάχης κάποιοι αιχμαλωτίστηκαν και έτσι ο Βρυέννιος επίσης ενημερώθηκε για τη δύναμη του Αλεξίου.[7]

Αρχικές διαθέσεις και σχέδια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Graphic illustrating dispositions and movements of the two opposing armies
Οι αρχικές διαθέσεις και η εναρκτήρια φάση της μάχης, που δείχνουν την αποτυχημένη ενέδρα του Αλεξίου.

Ο Βρυέννιος τακτοποίησε τον στρατό του στα τυπικά τρία τμήματα, το καθένα σε δύο γραμμές, όπως ορίζεται από τα βυζαντινά στρατιωτικά εγχειρίδια. Η δεξιά πτέρυγα, υπό τον αδελφό του Ιωάννη, ήταν 5.000 και αποτελούνταν από τους Φράγκους μισθοφόρους του, το Θεσσαλικό ιππικό, την Εταιρεία και το σύνταγμα Μανιακατών (απόγονοι των βετεράνων της εκστρατείας του Γεωργίου Μανιάκη στη Σικελία και την Ιταλία). Η αριστερή του πτέρυγα, 3.000 άνδρες από τη Θράκη και τη Μακεδονία, τέθηκε υπό τον Κατακαλών Ταρχανειώτη. Το κέντρο, υπό τον ίδιο τον Βρυέννιο, περιλάμβανε 3.000–4.000 άνδρες από τη Θεσσαλία, τη Θράκη και τη Μακεδονία. Και πάλι, σύμφωνα με την καθιερωμένη διάταξη, στο αριστερό άκρο του, περίπου μισό χιλιόμετρο («δύο στάδια») από την κύρια δύναμη, είχε τοποθετήσει ένα απόσπασμα (οι υπερκερασταί) από Πετσενέγκους.[5]

Ο Αλέξιος ανέπτυξε τον μικρότερο στρατό του σε αναμονή κοντά στο στρατόπεδο του Βρυέννιου και τον χώρισε σε δύο διοικήσεις. Η αριστερή, η οποία αντιμετώπισε το ισχυρότερο τμήμα του Βρυέννιου, διοικούνταν από τον ίδιο και περιείχε τους Φράγκους ιππότες στα δεξιά και τους Αθανάτους στα αριστερά των Φράγκων. Η δεξιά διοίκηση ήταν υπό τον Κωνσταντίνο Κατακαλών και αποτελείτο από τους Χωματινούς και τους Σελτζούκους. Στους τελευταίους, σύμφωνα με την Αλεξιάδα, δόθηκε ο ρόλος των πλαγιοφυλάκων και επιφορτίστηκαν με την παρατήρηση και την αντιμετώπιση των Πετσενέγκων. Αντίθετα, στο άκρο αριστερά ο Αλέξιος σχημάτισε το δικό του πλευρικό απόσπασμα (προφανώς προερχόμενο από τους Αθανάτους), κρυμμένο από την οπτική γωνία του εχθρού μέσα σε μια κοιλότητα. Δεδομένης της κατωτερότητάς του, ο Αλέξιος αναγκάστηκε να παραμείνει στην άμυνα. Η μόνη του ευκαιρία για επιτυχία ήταν, ότι οι πλευρές του, κρυμμένες από τα διαφορετικά επίπεδα εδάφους, θα αιφνιδίαζαν και θα προκαλούσαν αρκετή σύγχυση στους άνδρες του Bρυεννίου, ώστε αυτός και η ισχυρή αριστερή πτέρυγά του να ξεπεράσουν τις γραμμές τους.[5]

Ο στρατός του Αλεξίου καταρρέει

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Graphic illustrating dispositions and movements of the two opposing armies
Η δεύτερη φάση της μάχης: Το δεξί πλευρό του Αλεξίου καταρρέει και ο ίδιος μετά βίας καταφέρνει να ξεφύγει από την περικύκλωση. Οι Πετσενέγοι του Bυέννιου διακόπτουν την καταδίωξη και επιτίθενται στο δικό τους στρατόπεδο, προκαλώντας σύγχυση στο πίσω μέρος του Bρυεννίου.

Καθώς οι δυνάμεις των εξεγερμένων προχωρούσαν προς τη γραμμή του εχθρού του, οι πλευρές του Αλέξιου άνοιξαν την ενέδρα τους. Η επίθεσή τους προκάλεσε πράγματι κάποια αρχική σύγχυση, αλλά ο Βρυέννιος (ή, σύμφωνα με την Αλεξιάδα, ο αδελφός του Ιωάννης, που διοικούσε τη δεξιά πτέρυγα) συγκέντρωσε τους άνδρες του και οδήγησε στη δεύτερη γραμμή. Αυτή η αντεπίθεση έσπασε τις πλευρές του Αλέξιου: καθώς υποχωρούσαν πανικόβλητοι, έπεσαν πάνω στους Αθανάτους, οι οποίοι επίσης πανικόβλητοι τράπηκαν σε φυγή, εγκαταλείποντας τις θέσεις τους. Αν και υπέστησαν κάποιες απώλειες από τους καταδιώκτες του Βρυέννιου, οι περισσότεροι κατάφεραν να διαφύγουν καλά στα μετόπισθεν του στρατού του Αλεξίου.[5]

Ο Αλέξιος, που πολεμούσε με την ακολουθία του δίπλα στους Φράγκους, δεν κατάλαβε αμέσως ότι η αριστερή του πτέρυγα είχε καταρρεύσει. Στο μεταξύ, στη δεξιά του πτέρυγα, οι Χωματινοί, που συμμετείχαν με τους άνδρες του Ταρχανειώτη, ξεπέρασαν και επιτέθηκαν στο μετόπισθεν των Πετσενέγκων, οι οποίοι με κάποιο τρόπο είχαν αποφύγει τους Τούρκους πλαγιοφύλακες του Αλεξίου. Έσπασαν και οι Χωματινοί και τράπηκαν σε φυγή και η τύχη του Αλεξίου φαινόταν μοιραία. Σε αυτό το σημείο οι Πετσενέγκοι απέτυχαν να συνεχίσουν την επιτυχία τους, και αντ' αυτού γύρισαν πίσω και άρχισαν να λεηλατούν το στρατόπεδο του ίδιου του Bρυέννιου. Αφού συγκέντρωσαν ό,τι λάφυρο μπορούσαν, άφησαν τη μάχη και ξεκίνησαν για τα σπίτια τους.[7]

Ωστόσο, η νίκη του Bρυέννιου φαινόταν σίγουρη, γιατί οι πτέρυγές του άρχισαν να τυλίγουν τους Φράγκους του Αλεξίου στο κέντρο. Συνειδητοποιώντας τη θέση του και απελπισμένος μπροστά στην ήττα (και, όπως αναφέρει ο Βρυέννιος ο Νεότερος, επειδή είχε παρακούσει τις Αυτοκρατορικές εντολές να περιμένει περισσότερες Σελτζουκικές ενισχύσεις και φοβόταν την τιμωρία από τον Βοτανειάτη), ο Αλέξιος στην αρχή αποφάσισε να επιχειρήσει ένα «όλα ή τίποτε». Επιτέθηκε στον ίδιο τον Βρυέννιο για να αποκεφαλίσει τον εχθρικό στρατό, αλλά τον απέτρεψε ο υπηρέτης του. Έχοντας μόνο έξι από τους άνδρες του γύρω, κατάφερε στη συνέχεια να διαρρήξει τους γύρω εχθρικούς στρατιώτες. Η σύγχυση επικράτησε πίσω από τις γραμμές τους ως αποτέλεσμα της επίθεσης των Πετσενέγκων στο στρατόπεδο των εξεγερμένων, και σε αυτή τη ταραχή ο Αλέξιος είδε το Αυτοκρατορικό άλογο παρέλασης του Bρυέννιου, με τα δύο κρατικά ξίφη του, να οδηγείται μακριά σε ασφάλεια. Ο Αλέξιος και οι άνδρες του επιτέθηκαν στη συνοδεία, άρπαξαν το άλογο και απομακρύνθηκαν μαζί του από το πεδίο της μάχης.[7]

Έχοντας φτάσει σε έναν λόφο πίσω από την αρχική θέση του στρατού του, ο Αλέξιος άρχισε να ανασυντάσσει τον στρατό του από τις μονάδες που είχαν υποχωρήσει. Έστειλε αγγελιοφόρους να συγκεντρώσουν τους διασκορπισμένους άνδρες του, με την είδηση ότι ο Βρυέννιος είχε σκοτωθεί, δείχνοντας το άλογό του ως απόδειξη. Την ίδια ώρα άρχισαν να καταφθάνουν στο σημείο οι υποσχεθείσες Σελτζουκικές ενισχύσεις, ανεβάζοντας το ηθικό των ανδρών του. Όλο αυτό το διάστημα, στο πεδίο της μάχης, ο στρατός του Βρυέννιου είχε κλείσει γύρω από τους Φράγκους του Αλεξίου, οι οποίοι είχαν αφιππεύσει και προσφέρθηκαν να παραδοθούν. Στην πορεία ο στρατός των εξεγερμένων είχε γίνει τελείως άτακτος, με τις μονάδες αναμεμειγμένες και τους σχηματισμούς τους διαταραγμένους. Οι εφεδρείες του Bρυέννιου είχαν μπερδευτεί από την επίθεση των Πετσενέγκων, ενώ οι πρώτες γραμμές του χαλάρωσαν, νομίζοντας ότι η μάχη είχε τελειώσει.[7]

Αντεπίθεση του Αλεξίου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Graphic illustrating dispositions and movements of the two opposing armies
Η τελική φάση της μάχης: Ο Αλέξιος ανασυντάσσει τον στρατό του, επιτίθεται στις δυνάμεις του Βρυέννιο και τους παρασύρει σε νέα ενέδρα. Ο στρατός των εξεγερμένων καταρρέει και ο ίδιος ο Βρυέννιος αιχμαλωτίζεται.

Έχοντας αποκαταστήσει τις δυνάμεις του που επέζησαν και έχοντας επίγνωση της σύγχυσης στις δυνάμεις του Βρυέννιου, ο Αλέξιος αποφάσισε να αντεπιτεθεί. Το σχέδιο που κατέστρωσε έκανε πολύ μεγαλύτερη χρήση των ιδιαίτερων δεξιοτήτων των Σελτζούκων ιπποτοξοτών του. Χώρισε τη δύναμή του σε τρεις διοικήσεις, από τις οποίες οι δύο έμειναν πίσω σε ενέδρα. Η άλλη, που σχηματίστηκε από τους Αθανάτους και τους Χωματινούς υπό τις διαταγές του ίδιου του Αλεξίου, δεν ήταν παραταγμένη σε μια συνεχή γραμμή, αλλά χωρίστηκε σε μικρές ομάδες, αναμεμειγμένες με άλλες ομάδες Τούρκων ιπποτοξοτών. Αυτή η διοίκηση θα προχωρούσε στους εξεγερμένους, θα τους επιτίθετο, στη συνέχεια θα υποκρινόταν ότι υποχωρούσε και θα τους τραβούσε στην ενέδρα.[7]

Η επίθεση της μεραρχίας του Αλεξίου αρχικά έπιασε τους άντρες του Βρυέννιου εκτός φρουράς, αλλά, ως βετεράνοι στρατιώτες, σύντομα συνήλθαν και άρχισαν για άλλη μια φορά να τον απωθούν. Υποχωρώντας τα στρατεύματα του Αλεξίου, και ιδιαίτερα οι Σελτζούκοι, χρησιμοποίησαν τακτικές αψιμαχίας, επιτέθηκαν στην εχθρική γραμμή και στη συνέχεια αποσύρθηκαν γρήγορα, κρατώντας έτσι τους αντιπάλους τους σε απόσταση και αποδυναμώνοντας τη συνοχή της γραμμής τους. Μερικοί από τους άνδρες του Αλεξίου επέλεξαν να επιτεθούν στον Βρυέννιο και ο εξεγερμένος στρατηγός έπρεπε να αμυνθεί από πολλές επιθέσεις ο ίδιος.[7]

Όταν η μάχη έφτασε στον τόπο της ενέδρας, οι πτέρυγες του Αλεξίου, που παρομοιάζονταν στην Αλεξιάδα με «σμήνος σφηκών», επιτέθηκαν στα πλευρά του εξεγερμένου στρατού ρίχνοντας βέλη και φωνάζοντας δυνατά, σκορπώντας πανικό και σύγχυση στους άνδρες του Βρυέννιου. Παρά τις προσπάθειες του Βρυέννιου και του αδελφού του Ιωάννη να τους συσπειρώσουν, ο στρατός τους έσπασε και τράπηκε σε φυγή, και άλλες μονάδες που ακολουθούσαν πίσω έκαναν το ίδιο. Τα δύο αδέλφια προσπάθησαν να υπερασπιστούν την οπισθοφυλακή, αλλά ξεπεράστηκαν και συνελήφθησαν.[7]

Η μάχη σήμανε το τέλος της εξέγερσης του Βρυέννιου, αν και ο Νικηφόρος Βασιλάκης συγκέντρωσε μεγάλο μέρος του ηττημένου στρατού του Βρυέννιο και προσπάθησε να διεκδικήσει τον θρόνο για τον εαυτό του. Και αυτός ηττήθηκε από τον Αλέξιο Κομνηνό, ο οποίος στη συνέχεια προχώρησε στην εκδίωξη των Πετσενέγων από τη Θράκη.[2] Ο ηλικιωμένος Βρυέννιος τυφλώθηκε με εντολή του Βοτανειάτη, αλλά ο Αυτοκράτορας αργότερα τον λυπήθηκε και του αποκατέστησε τους τίτλους και την περιουσία του. Αφού ο Αλέξιος (Α΄) Κομνηνός κατέλαβε ο ίδιος τον θρόνο το 1081, ο Βρυέννιος τιμήθηκε περαιτέρω με υψηλά αξιώματα. Είχε μάλιστα την αρχηγία κατά τις εκστρατείες του Αλεξίου κατά των Πετσενέγων και υπερασπίστηκε την Αδριανούπολη από μια επίθεση ανταρτών το 1095 [8] Ο γιος (ή εγγονός) του, Νικηφόρος Βρυέννιος ο Νεότερος, νυμφεύτηκε την κόρη του Αλεξίου Α΄, την Άννα Κομνηνή. Έγινε εξέχων στρατηγός της βασιλείας του Αλεξίου, ανήλθε τελικά στο βαθμό του καίσαρα και έγινε ιστορικός.[8]

  • Birkenmeier, John W. (2002). The development of the Komnenian army: 1081-1180. Leiden Köln Boston: Brill. ISBN 90-04-11710-5. 
  • Haldon, John (2001). The Byzantine Wars. Stroud, Gloucestershire: Tempus. ISBN 978-0-7524-1795-0. 
  • (Αγγλικά) Kazhdan, A. (1991). «Bryennios, Nikephoros the Younger». Στο: Kazhdan, Alexander, επιμ. The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8. 
  • Külzer, Andreas (2008). Tabula Imperii Byzantini (στα Γερμανικά). Band 12: Ostthrakien (Eurōpē). Vienna: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften. ISBN 978-3-7001-3945-4. 
  • (Γαλλικά) Skoulatos, Basile (1980). Les personnages byzantins de l'Alexiade: Analyse prosopographique et synthèse. Λουβαίν-λα-Νεβ και Λουβαίν: Bureau du Recueil, Collège Érasme & Éditions Nauwelaerts. OCLC 8468871. 
  • Tobias, N. (1979). «The Tactics and Strategy of Alexius Comnenus at Calavrytae, 1078». Byzantine Studies/Études Byzantines 6: 193–211. ISSN 0095-4608. http://www.medievalists.net/files/09012342.pdf. 
  • Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press. ISBN 0-8047-2630-2. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Battle of Kalavrye στο Wikimedia Commons