Μάρκο ντα Γκαλιάνο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάρκο ντα Γκαλιάνο
Ο Μάρκο ντα Γκαλιάνο σε προτομή από τερακότα που βρίσκεται στην εκκλησία του Σαν Λορέντσο της Φλωρεντίας (έργο αγνώστου καλλιτέχνη του 17ου αιώνα)
Γέννηση1  Μαΐου 1582[1]
Φλωρεντία
Θάνατος25  Φεβρουαρίου 1643[1][2][3]
Φλωρεντία
Ιδιότητασυνθέτης και διευθυντής ορχήστρας
Κίνημαμπαρόκ μουσική
Είδος τέχνηςόπερα
Καλλιτεχνικά ρεύματαμπαρόκ μουσική
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μάρκο ντα Γκαλιάνο (Marco da Gagliano, Φλωρεντία 1 Μαΐου 1582 – Φλωρεντία 25 Φεβρουαρίου 1643) ήταν Ιταλός συνθέτης του πρώιμου μπαρόκ, από τους πρώτους που έγραψαν όπερες στη χώρα του. [4] Επίσης, σημαντική ήταν η προσφορά του στην εξέλιξη του μαδριγαλίου.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

O Μάρκο ντα Γκαλιάνο γεννήθηκε στη Φλωρεντία και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκεί. Μετά από σπουδές, με θρησκευτική αδελφότητα και με τον Λ. Μπάτι (Luca Bati), εργάστηκε από το 1602 στην εκκλησία του Σαν Λορέντσο, για έξι χρόνια, ως δάσκαλος τραγουδιού. Το 1607 πήγε στη Μάντοβα, όπου έγραψε μουσική για την οικογένεια Γκοντζάγκα, συμπεριλαμβανομένης της εντυπωσιακής όπερας Η Δάφνη. Tο 1609 χειροτονήθηκε ιερέας [5] και επέστρεψε στη Φλωρεντία για να γίνει διευθυντής παρεκκλησίου (maestro di cappella) στην «Εταιρεία του Αρχάγγελου Ραφαήλ», εκεί όπου είχε μάθει μουσική όταν ήταν παιδί. Αργότερα στο ίδιο έτος, οι Μέδικοι τον έκαναν αρχιμουσικό της Αυλής, θέση που κατείχε για 35 χρόνια. Μια όπερα του Γκαλιάνο με τον τίτλο Μεντόρο (1619), που συνέθεσε σε συνεργασία με τον Τζάκοπο Πέρι, χάθηκε. [6]

Μουσική και μουσικολογικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκαλιάνο συνέθεσε πολύ μουσική, τόσο θρησκευτική όσο και κοσμική, ιδιαίτερα για τους Μεδίκους και, επιπλέον, ήταν τραγουδιστής και οργανίστας που τους διασκέδαζε ιδιωτικά. Στα έργα του συγκαταλέγονται δεκατέσσερις δημοσιευμένες όπερες, από τις οποίες δύο επιβιώνουν, Η Φλόρα (1628) σε λιμπρέτο του Α. Σαλβαντόρι (Andrea Salvadori) και Η Δάφνη (1608).

Στην παρτιτούρα του έργου Η Δάφνη (Φλωρεντία 1608, ibid.1810, που τώρα σώζεται σε πολλά αντίγραφα στις κύριες βιβλιοθήκες της Ρώμης, της Φλωρεντίας, του Βερολίνου και του Παρισιού) υπάρχει ένας μακρύς πρόλογος, όπου ο συνθέτης περιγράφει με σαφήνεια τα περιγράμματα του εξελισσόμενου μελοδράματος, σε σύντομο ιστορικό και παρέχοντας πολύτιμες οδηγίες σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης. [7]

Η δεύτερη εγκωμιάστηκε ως η καλύτερη επεξεργασία λιμπρέτου του Ρινουτσίνι (Rinuccini) -ακόμη και από τον Πέρι, τον πρώτο που έγραψε όπερα πάνω στο συγκεκριμένο κείμενο. Ο Γκαλιάνο -ή κάποιος άλλος- άλλαξε το ποιητικό κείμενο του Ρινουτσίνι, τόσο ώστε, μερικές φορές είναι αδύνατο να αναγνωριστούν ίχνη του πρωτοτύπου. Ο Πέρι παρατήρησε ότι ο τρόπος του Γκαλιάνο για την επεξεργασία κειμένου στη μουσική (δηλαδή, το μονοφωνικό αφηγηματικό ύφος εν είδει «ρετσιτατίβου» [8]) ήταν πιο κοντά στην πραγματική ομιλία από οποιονδήποτε άλλον συνθέτη, επιτυγχάνοντας έτσι τον στόχο της Καμεράτα Φλωρεντίνα, των προηγούμενων δεκαετιών, που προσπάθησε να επανακτήσει αυτή την (θεωρητικά υποτιθέμενη) όψη της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Το «ρετσιτατίβο» του Γκαλιάνο είναι πλουσιότερο από εκείνο των συγχρόνων του, Τ. Πέρι και Τ. Κατσίνι (Giulio Caccini), με μεγαλύτερη ποικιλία μελωδικής κίνησης. [9]

Επίσης, ο Γκαλιάνο έγραψε κοσμικές μονωδίες και πολυάριθμα μαδριγάλια. Ενώ η μονωδία ήταν μια μπαρόκ στυλιστική καινοτομία, τα περισσότερα από τα μαδριγάλια είναι a cappella, και γραμμένα σε στυλ που θυμίζει την ύστερη αναγέννηση (στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, το κοντίνουο μαδριγάλι αποκτούσε κυριαρχία, π.χ. στα έργα του Μοντεβέρντι). Αυτός ο συνδυασμός προοδευτικών και συντηρητικών τάσεων μπορεί να ιδωθεί σε όλη τη μουσική τού Γκαλιάνο: μερικές από τις θρησκευτικές του μουσικές είναι a cappella -και πάλι στο ύφος της prima prattica του προηγούμενου αιώνα, ενώ άλλα κομμάτια δείχνουν την επιρροή της Ενετικής Σχολής. Ο Γκαλιάνο άσκησε εξαιρετική επίδραση στην εποχή του όπως, βέβαια, θα μπορούσε να αναμένεται από τον διορισμένο επικεφαλής όλων των μουσικών δραστηριοτήτων της Αυλής των Μεδίκων. Ωστόσο η δημοτικότητά του εξαντλείται μετά το θάνατό του και η μουσική του, έκτοτε, έχει επισκιαστεί από τους συγχρόνους του, όπως τον περίφημο Μοντεβέρντι (ιδιαίτερα από την όπερα του τελευταίου, Ορφέας). [10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα (ΠΛΜ), έκδοση 1996, τόμος 17, σ. 374
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Eric BlomThe New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)