Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάνφρεντ (Μπάιρον)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάνφρεντ
Μάνφρεντ, πίνακας του Φορντ Μάντοξ Μπράουν, 1842
ΣυγγραφέαςΛόρδος Βύρων
ΤίτλοςManfred
Γλώσσααγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1817
Μορφήθεατρικό έργο
ποίημα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Μάνφρεντ (αγγλικός τίτλος: Manfred) είναι δραματικό ποίημα σε τρία μέρη του Άγγλου ρομαντικού ποιητή Λόρδου Μπάιρον που γράφτηκε το 1816–1817 και δημοσιεύτηκε το 1817. Είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Μπάιρον, χαρακτηριστικό του Ρομαντισμού.[1]

Το έργο είναι γραμμένο με τη μορφή θεατρικού δράματος αλλά δεν προοριζόταν για σκηνική παράσταση. Είναι ένα «μεταφυσικό» δράμα, όπως το ονόμασε ο Μπάιρον, και περιλαμβάνει υπερφυσικά στοιχεία, σύμφωνα με τη δημοτικότητα των ιστοριών φαντασμάτων στην Αγγλία εκείνη την εποχή, από τα πρώτα έργα γοτθικής μυθοπλασίας.

Ο Μάνφρεντ βασανίζεται από την ανάμνηση ενός εγκληματικού παρελθόντος και αποζητά τη λύτρωση στον θάνατο. Είναι ο αρχετυπικός βυρωνικός ήρωας, χαρακτήρας με τεράστια επίδραση στη ρομαντική λογοτεχνία.

Ο Μπάιρον έγραψε αυτό το «μεταφυσικό δράμα» μετά την κατάρρευση του γάμου του με την Αναμπέλα Μίλμπανκ εξαιτίας ενός σκανδάλου που οφειλόταν σε φήμες για ανάρμοστη και αιμομικτική σχέση μεταξύ του Μπάιρον και της ετεροθαλούς αδερφής του Αουγκούστα Λη. Ο ποιητής δέχτηκε επίθεση από τον Τύπο και εξοστρακίστηκε από την κοινωνία του Λονδίνου, έτσι ώστε έφυγε από την Αγγλία για την Ελβετία το 1816 και δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του.

Επειδή ο Μάνφρεντ γράφτηκε αμέσως μετά από αυτό το σκάνδαλο και επειδή ο κύριος ήρωας βασανίζεται από ενοχές για ένα ανείπωτο έγκλημα, ορισμένοι κριτικοί το θεωρούν αυτοβιογραφικό ή ακόμα και εξομολογητικό και προτείνουν ότι η ανώνυμη αλλά απαγορευμένη φύση της σχέσης του Μάνφρεντ με την Αστάρτη αντιπροσωπεύει τη σχέση του Βύρωνα με την ετεροθαλή αδερφή του.[2]

Το μεγαλύτερο μέρος γράφτηκε το 1816 κατά τη διάρκεια της παραμονής του ποιητή στην Ελβετία και οι εντυπώσεις του από την αλπική φύση αντικατοπτρίζονται στο έργο. Ο Μπάιρον ξεκίνησε το έργο στα τέλη του 1816, λίγους μήνες μετά ανάγνωση ιστοριών φαντασμάτων μαζί με τον ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ και τη σύζυγό του Μαίρη Σέλλεϋ, η οποία εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα Φρανκενστάιν. Οι υπερφυσικές αναφορές είναι σαφείς σε όλο το ποίημα.

Ο Μπάιρον ολοκλήρωσε το έργο το 1817 στη Βενετία, όπου ξανάγραψε ολόκληρο το τρίτο μέρος και το δημοσίευσε στο Λονδίνο την ίδια χρονιά.

Το έργο παρουσιάζει παραλληλισμούς με τον Φάουστ του Γκαίτε, έργο το οποίο ο Μπάιρον πιθανότατα διάβασε σε μετάφραση (αν και ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν το είχε διαβάσει). Ακόμα κι έτσι, η ιστορία είναι εντελώς διαφορετική.

Ο Μάνφρεντ στο βουνό Γιούνγκφραου, Τζον Μάρτιν (1837)

Ο Μάνφρεντ, ένας νεαρός ευγενής που ζει σε ένα απομονωμένο κάστρο στις Ελβετικές Άλπεις, βασανίζεται από μια μυστηριώδη ενοχή που συνδέεται με τη σχέση του και τον θάνατο της αγαπημένης του αδελφής Αστάρτης. Χρησιμοποιεί τις υπερφυσικές του δυνάμεις και τα μεσάνυχτα στη γοτθική στοά του κάστρου καλεί τα επτά πνεύματα της γης και των ουρανών και ζητά να σβήσουν από τη μνήμη του το έγκλημα. Τα πνεύματα δεν μπορούν να ικανοποιήσουν την επιθυμία του γιατί δεν μπορούν να αλλάξουν τα γεγονότα του παρελθόντος. Αντίθετα, του προσφέρουν πλούτη, δύναμη και μακροζωία. Ο Μάνφρεντ τα αρνείται και απαιτεί να του εμφανιστούν με υλική μορφή. Το έβδομο πνεύμα του εμφανίζεται σαν μια όμορφη γυναίκα. Ο Μάνφρεντ είναι τόσο γοητευμένος από την ομορφιά της που όταν το φάντασμα εξαφανίζεται, πέφτει αναίσθητος στο έδαφος. Στη συνέχεια, ακούγεται μια φωνή που τον καταριέται: να μην μπορεί να ξεχάσει ούτε να πεθάνει.

Το πρωί, σε απόγνωση, ο Μάνφρεντ πηγαίνει στο βουνό, αποφασισμένος να αυτοκτονήσει. Στέκεται σε έναν ψηλό βράχο, αλλά τη στιγμή που πρόκειται να ριχτεί στην άβυσσο, τον εμποδίζει ένας κυνηγός που βρέθηκε τυχαία εκεί.[3]

Ο κυνηγός παίρνει τον Μάνφρεντ στην καλύβα του στο βουνό και προσπαθεί να τον αποτρέψει από τις αυτοκτονικές του προθέσεις. Ο Μάνφρεντ σε παραλήρημα του εξηγεί ότι η ενοχή του συνδέεται με τη σχέση του με την Αστάρτη και ότι πρέπει να τιμωρηθεί για το έγκλημά του. Ο κυνηγός τον προτρέπει να αντέξει γενναία τη μοίρα του και θέλει να τον συνοδεύσει, αλλά ο Μάνφρεντ αρνείται και φεύγει μόνος. Το μεσημέρι, φτάνει σε μια βαθιά αλπική κοιλάδα και κοντά σε έναν καταρράκτη καλεί τη Νεράιδα των Άλπεων. Της εκμυστηρεύεται πώς τον βασανίζουν συνεχώς οι τύψεις, πως δεν μπορεί να βρει πουθενά τη λήθη και της ζητά είτε να αναστήσει την Αστάρτη είτε να τον σκοτώσει για να είναι μαζί της. Η νεράιδα υπόσχεται να το βοηθήσει με αντάλλαγμα την αιώνια υπακοή, αλλά ο Μάνφρεντ αρνείται.[4]

Στη συνέχεια, επιστρέφει στο βουνό και φθάνει στο παλάτι του δαίμονα Αριμάν όπου συναντά φαντάσματα και τη θεά Νέμεση, η οποία, μετά από παράκληση του Μάνφρεντ, δέχεται να καλέσει την ερωμένη του Αστάρτη από το βασίλειο των νεκρών για να μπορέσει να της μιλήσει. Ωστόσο, η Αστάρτη λέει μόνο το όνομά του και ότι τα βάσανά του θα τελειώσουν την επόμενη μέρα. Ο Μάνφρεντ θέλει να μάθει αν έχουν συγχωρεθεί οι αμαρτίες του, αλλά δεν λαμβάνει απάντηση.

Ο θάνατος του Μάνφρεντ, Γιόχαν Πέτερ Κραφτ (1825)

Το επόμενο βράδυ, επισκέπτεται το κάστρο του ένας ηγούμενος από κοντινό μοναστήρι, ο οποίος έχει ακούσει διάφορες ανησυχητικές φήμες για τις σχέσεις του Μάνφρεντ με τις σκοτεινές δυνάμεις και θέλει να τον συμφιλιώσει με τον Θεό. Ο Μάνφρεντ απορρίπτει με ευγνωμοσύνη αλλά αποφασιστικά τις προσπάθειες του ηγούμενου να τον κάνει να μετανοήσει. Μόνος, βλέπει το ηλιοβασίλεμα και το αποχαιρετά.[5]

Οι υπηρέτες μιλούν για τον πατέρα του Μάνφρεντ και τη νύχτα που η Αστάρτη πέθανε στον πύργο κάτω από άγνωστες συνθήκες.

Στην τελευταία σκηνή εμφανίζεται ξανά ο ηγούμενος και βρίσκει τον Μάνφρεντ στο δωμάτιό του, κοντά στον θάνατο. Ωστόσο, ο Μάνφρεντ απορρίπτει τις ανανεωμένες προσπάθειες του ηγούμενου να τον πείσει να μετανοήσει και έτσι να σώσει την ψυχή του. Ταυτόχρονα, αψηφά και τα σκοτεινά πνεύματα που τον βλέπουν ήδη σαν δικό τους στη θανατηφόρα δίνη του. Ήταν καταδικασμένος σε θάνατο, αλλά όχι για την κόλαση. Οι δαίμονες εξαφανίζονται, ο Μάνφρεντ πεθαίνει και βρίσκει την αιώνια γαλήνη. Σε όλο το ποίημα αψηφά όλες τις εξουσιαστικές δυνάμεις που προσπαθούν να τον εξουσιάσουν και επιλέγει τον θάνατο παρά να υποταχθεί στα ισχυρά πνεύματα. Ο ηγούμενος ολοκληρώνει το δράμα εκφράζοντας την αγωνιώδη αβεβαιότητα του για το πού θα κατέληγε η ψυχή του Μάνφρεντ.[6]

Το έργο επηρέασε ολόκληρη τη ρομαντική λογοτεχνία της Ευρώπης και τον Αμερικανό Έντγκαρ Άλαν Πόε.

Το έργο διασκευάστηκε μουσικά από διάφορους μουσικούς.

  • Ο Λουί Λακόμπ συνέθεσε τη δραματική συμφωνία Μάνφρεντ το 1847 .
  • Ο Ρόμπερτ Σούμαν μελοποίησε το ποίημα το 1848 με το όνομα Μάνφρεντ - δραματικό ποίημα με μουσική (οπ. 115).
  • Ο Φρίντριχ Νίτσε συνέθεσε τον Διαλογισμό του Μάνφρεντ για πιάνο το 1872.
  • Ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι έγραψε τη Συμφωνία του Μάνφρεντ (1886). Αυτό το συμφωνικό ποίημα σε τέσσερις εικόνες είναι μια από τις πιο γνωστές αποδοχές του έργου του Μπάιρον.
  • Το γερμανικό gothic metal συγκρότημα The Vision Bleak μελοποίησε μέρη της πρώτης πράξης στο κομμάτι A Curse of the Greatest Kind στο άλμπουμ τους Set Sail to Mystery (2010).

Αρκετοί ζωγράφοι απεικόνισαν μία ή περισσότερες σκηνές από τον Μάνφρεντ :

  • Ο Γερμανός ρομαντικός Γιόχαν Πέτερ Κραφτ στις ελαιογραφίες Ο Μάνφρεντ και ο κυνηγός (1820/1825) και Ο θάνατος του Μάνφρεντ (1825).
  • Ο Άγγλος προραφαηλίτης Φορντ Μάντοξ Μπράουν: Μάνφρεντ (1842).
  • Ο Ελβετός ζωγράφος Σαρλ Γκλερ: Ο Μάνφρεντ καλεί το πνεύμα των Άλπεων (1825–1830).
  • Ο Αγγλοαμερικανός ζωγράφος Τόμας Κόουλ: Μάνφρεντ (1833).
  • Ο Άγγλος όψιμος ρομαντικός Τζον Μάρτιν: Ο Μάνφρεντ και η μάγισσα των Άλπεων (1837) και Ο Μάνφρεντ στο βουνό Γιούνγκφραου (1837).

Μεταφράσεις στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ο Μάμφρεδ: Δραματικόν ποίημα του Λόρδου Βύρωνος, μετάφρασις Ερρίκου Γρην, Τυπογραφείον και βιβλιοπωλείον Ευσταθίου Π. Χριστοδούλου, Εν Πάτραις 1864.[7]
  • Μάνφρεντ, μετάφραση: Αναστάσιος Μιλάνος Στρατηγόπουλος, εκδόσεις: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Σ. ΖΗΚΑΚΗ, 1924 [8]
  • Μάνφρεντ, μετάφραση: Βαγγέλης Πέππας, εκδόσεις Οδός Πανός, 2006 [9]
  • Μάνφρεντ, μετάφραση: Δημήτρης Ζάχος, εκδόσεις Δωδώνη, 2011 [10]