Λύκοι στη λαογραφία, θρησκεία και μυθολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Λύκος του Καπιτωλίου με τον Ρωμύλο και τον Ρώμο

Ο λύκος είναι ένα κοινό κεντρικό θέμα στις θεμελιώδεις μυθολογίες και κοσμολογίες των λαών σε ολόκληρη την Ευρασία και τη Βόρεια Αμερική (που αντιστοιχούν στην ιστορική έκταση του οικοτόπου του γκρίζου λύκου). Η προφανής ιδιότητα του λύκου είναι η φύση του ως αρπακτικό, και αντίστοιχα συνδέεται στενά με τον κίνδυνο και την καταστροφή, καθιστώντας τον σύμβολο του πολεμιστή από τη μία πλευρά και του κακού από την άλλη. Το μοντέρνο σχήμα λόγου του κακού λύκου είναι μια εξέλιξη αυτού. Ο λύκος έχει μεγάλη σημασία στις κουλτούρες και τις θρησκείες των νομαδικών λαών, και των ευρασιατικών στεπών βορειο-αμερικανικών πεδιάδων. Σε πολλούς πολιτισμούς, η ταυτοποίηση του πολεμιστή με τον λύκο (τοτεμισμός) έδωσε την αφορμή για την ιδέα της Λυκανθρωπίας, της μυθικής ή τελετουργικής ταυτοποίησης του ανθρώπου και του λύκου.

Οι λύκοι μερικές φορές συσχετίζονταν με τη μαγεία τόσο σε βορειοευρωπαϊκές όσο και σε μερικές ντόπιες αμερικανικές παραδόσεις: στη νορβηγική λαϊκή παράδοση, η μάγισσα Χύντλα (völva Hyndla) και η γυναίκα γίγαντας Χυροκίν (Hyrrokin) απεικονίζονται να ιππεύουν λύκους, ενώ στην κουλτούρα των Ναβάχο τους λύκους τους φοβόντουσαν επειδή πίστευαν πως ήταν μάγισσες μεταμφιεσμένες σε λύκο.[1] Ομοίως, οι Τσιλκότιν (Tsilhqot'in) πίστευαν ότι η επαφή με τους λύκους θα μπορούσε να προκαλέσει ψυχική ασθένεια και θάνατο.

Ελληνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Αρχαίοι Έλληνες συσχέτιζαν τους λύκους με τον άρχοντας του ήλιου θεό Απόλλωνα.[2]

Το Λύκαιο όρος είναι βουνό στην Αρκαδία όπου βρισκόταν ένας βωμός του Δία. Ο Λύκαιος Δίας λέγεται ότι γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αυτόν, και ήταν το σπίτι του Πελασγού και του γιου του του Λυκάονα, ο οποίος λέγεται ότι ίδρυσε την τελετουργία του Δία ασκούμενη στην κορυφή του. Αυτή φαίνεται να περιλάμβανε μια ανθρωποθυσία και ένα γεύμα στο οποίο αυτός που λάμβανε τη μερίδα ενός ανθρώπινου θύματος μετατρεπόταν σε λύκο, όπως μετατράπηκε ο Λυκάων αφότου θυσίασε ένα παιδί. Το ιερό του Δία φιλοξενούσε αθλητικούς αγώνες κάθε τέσσερα χρόνια, τα Λύκαια.

Γερμανική/Σκανδιναβική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Σκανδιναβική μυθολογία, περίοπτη θέση καταλαμβάνουν τρεις λύκοι: ο γιγαντιαίος «κακόβουλος» Fenrisulfr ή Fenrir, και οι Geri και Freki, πιστοί στον θεό Οντίν, οι οποίοι ήταν φημισμένοι ότι «έφερναν γούρι».[3]

Περσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον Ζωροαστρισμό, οι αρχαίοι Πέρσες είχαν δημιουργηθεί από το «σκοτάδι» του Αριμάν, και ως εκ τούτου, ήσαν πλάσματα του «κακού» που ανήκαν στις θεότητες daevas. Στη συλλογή Bundahishn, γραμμένη στη Μέση Περσική και που αναφέρεται στον μύθο της δημιουργίας του Ζωροαστρισμού, περιλαμβάνεται ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στη «φύση των λύκων».

Βαλτική και Σλαβική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον μύθο, η δημιουργία της λιθουανικής πρωτεύουσας Βίλνιους ξεκίνησε όταν ο Μεγάλος Δούκας Gediminas ονειρεύτηκε έναν σιδερένιο λύκο να ουρλιάζει κοντά στον λόφο, όπου σήμερα βρίσκεται ο ομώνυμος πύργος. Η λιθουανική θεά Medeina είχε χαρακτηριστεί ως εργένισσα, απρόθυμη να παντρευτεί, αν και ήταν αισθησιακή και όμορφη κυνηγός. Απεικονίζεται ως λύκαινα με συνοδεία αρσενικών λύκων.

Ο λύκος, ως μυθικό δημιούργημα, είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένος με τη Βαλκανική και, ιδιαίτερα τη Σερβική, μυθολογία και λατρεία.[4] Στην παλαιά Σερβική θρησκεία και μυθολογία, ο λύκος χρησιμοποιήθηκε ως τοτέμ, ενώ στη Σερβική επική ποίηση, ο λύκος είναι σύμβολο θάρρους.

Ινδική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Ριγκβέντα ο Ṛjrāśva τυφλώνεται από τον πατέρα του ως τιμωρία, επειδή έδωσε 101 πρόβατα της οικογένειάς του σε μια λύκαινα, ο οποίος με τη σειρά του προσεύχεται στους θεούς Ashvins για να αποκαταστήσουν την όρασή του.[5]

Τουρκική/Μογγολική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη μυθολογία των λαών της Τουρκίας και της Μογγολίας, ο λύκος είναι σεβαστό ζώο. Οι τουρκικοί σαμανικοί λαοί πίστευαν ότι ήσαν απόγονοι των λύκων. Ο θρύλος της Ασένα (Asena) είναι παλιός τουρκικός μύθος που λέει για το, πώς δημιουργήθηκαν τα τουρκικά φύλα. Στη Βόρεια Κίνα ένα μικρό τουρκικό χωριό δέχθηκε επίθεση από Κινέζους στρατιώτες, αλλά ένα μωρό έμεινε εγκαταλειμμένο. Μια ηλικιωμένη λύκαινα με μπλε χαίτη, η Ασένα, βρήκε το μωρό και το ανέθρεψε, κατόπιν γέννησε κουτάβια που είχαν μορφή μισή-λύκου, μισή-ανθρώπου, από τα οποία γεννήθηκαν τα τουρκικά φύλα. Επίσης, στην τουρκική μυθολογία πιστεύεται ότι ένας γκρίζος λύκος έδειξε στους Τούρκους τη διέξοδο από τη θρυλική τους πατρίδα, Εργκένεκον, και τους επέτρεψε να εξαπλωθούν και να κατακτήσουν τους γείτονές τους.[6][7]

  • Στη σύγχρονη Τουρκία, ο μύθος αυτός ενέπνευσε ακροδεξιές εθνικιστικές ομάδες όπως οι διαβόητοι «Γκρίζοι Λύκοι».

Όπως συμβαίνει με τις πεποιθήσεις των περισσοτέρων αρχαίων λαών, ο λύκος έχει πνευματικές δυνάμεις και τα μέρη του σώματός του έχουν «μυστικές δυνάμεις» που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται από τους ανθρώπους για τις διάφορες ανάγκες τους.

Στη Μυστική Ιστορία των Μογγόλων, οι Μογγολικοί λαοί λέγεται ότι κατάγονται από την ένωση μιας ελαφίνας, της Gua maral και ενός λύκου, του Boerte chino. Στη σύγχρονη Μογγολία, ο λύκος εξακολουθεί να θεωρείται ως σύμβολο καλής τύχης, ειδικά τα αρσενικά άτομα. Στη μογγολική λαϊκή ιατρική, η κατανάλωση των εντέρων ενός λύκου λέγεται ότι, μπορεί να ανακουφίσει τη χρόνια δυσπεψία, ενώ το πασπάλισμα τροφίμων με σκόνη από το ορθό των λύκων, λέγεται ότι θεραπεύει τις αιμορροΐδες.[8] Η μογγολική μυθολογία προσπαθεί να εξηγήσει τη συνήθεια του λύκου να σκοτώνει περισσότερα θηράματα από αυτά που καταναλώνει (βλ. Πλεονασματική θανάτωση): όταν ο Θεός εξήγησε στον λύκο «τι πρέπει και τι δεν πρέπει να τρώει», τού είπε ότι «από 1.000 πρόβατα μπορεί να φάει μόνον ένα (1)». Ο λύκος όμως παρερμήνευσε τα λόγια του Θεού και θεώρησε ότι, τού είπε να «σκοτώνει 1.000 πρόβατα και να τρώει μόνον ένα (1)».[9]

Ιαπωνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ιαπωνία, οι καλλιεργητές δημητριακών κάποτε λάτρευαν τους λύκους στα ιερά τους και άφηναν τρόφιμα ως προσφορές κοντά στα λημέρια τους, παρακαλώντας τους να προστατεύσουν τις καλλιέργειές τους από τα αγριογούρουνα και τα ελάφια. Φυλαχτά και γούρια με εικόνες λύκων θεωρούνταν ότι προστάτευαν από φωτιές, ασθένειες και άλλες συμφορές και έφερναν γονιμότητα, τόσο στις καλλιέργειες, όσο και σε ζευγάρια που ήλπιζαν να αποκτήσουν παιδιά. Οι αυτόχθονες Αϊνού πίστευαν ότι είχαν γεννηθεί από την ένωση ενός λυκόμορφου πλάσματος και μιας θεάς.[10]

Φινλανδική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με την αλεπού και την αρκούδα, ο λύκος προκαλούσε, ανέκαθεν, φόβο και μίσος στη Φινλανδία, ως σύμβολο της καταστροφής και ερήμωσης, στο βαθμό που το ίδιο το όνομα του λύκου στη φινλανδική γλώσσα, Susi, σημαίνει επίσης «άχρηστο πράγμα» και το συνώνυμο hukka σημαίνει «απώλεια, αφανισμός». Έτσι, ενώ η αρκούδα ήταν το ιερό ζώο των Φινλανδών, οι λύκοι κυνηγήθηκαν ανελέητα.

Εσκιμώοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λύκοι ήσαν, γενικά, σεβαστά ζώα από τις φυλές που ζούσαν από το κυνήγι, αλλά όχι τόσο από εκείνους που ζούσαν μέσω της γεωργίας. Ορισμένες φυλές Εσκιμώων, όπως οι Νουναμιούτ (Nunamiut) της βόρειας και βορειοδυτικής Αλάσκας και οι Νασκάπι (Naskapi) του Λαμπραντόρ, εκτιμούσαν τις θηρευτικές στρατηγικές του λύκου και προσπαθούσαν να τις μιμηθούν, για να κυνηγήσουν με επιτυχία. Άλλοι βλέπουν τον λύκο ως οδηγό (guide).[11] Οι Τανάινα (Tanaina) της Αλάσκας πίστευαν ότι οι λύκοι ήσαν κάποτε άνδρες, και τους έβλεπαν σαν αδέλφια.[12]

Ινδιάνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε όλες τις φυλές Ινδιάνων της Β. Αμερικής, ο λύκος αντιπροσώπευε τη δύση, εκτός από τους Παουνί (Pawenee), για τους οποίους ο λύκος «έδειχνε» νοτιοανατολικά. Σύμφωνα με τον μύθο της δημιουργίας των Παουνί, ο λύκος ήταν το πρώτο πλάσμα που είχε βιώσει την εμπειρία του θανάτου. Επειδή, υπήρξαν τόσο γεωργική όσο και κυνηγετική φυλή, οι Παουνί έχουν συνδέσει τον λύκο, τόσο με το καλαμπόκι όσο και τον βίσωνα. Επίσης, ονόμαζαν τον Σείριο, «Λυκοαστέρι» («Wolfstar»), επειδή η «γέννηση» και ο «θάνατος» του συγκεκριμένου αστεριού, ήταν για αυτούς μια αντανάκλαση της διαδρομής που έκανε ο λύκος στον Γαλαξία, τον οποίον αποκαλούσαν «Δρόμο του Λύκου» («Wolf Road»).[11]

Ωστόσο, οι λύκοι δεν απεικονίζονται πάντα θετικά στους γηγενείς αμερικανικούς πολιτισμούς. Οι Netsilik Inuit και οι Takanaluk-arnaluk πίστευαν ότι, το σπίτι της γοργόνας Nuliayuk φυλασσόταν από λύκους. Οι Νασκάπι πίστευαν ότι η μεταθανάτια ψυχή των καριμπού φρουρείται από γιγάντιους λύκους που σκοτώνουν τους απρόσεκτους κυνηγούς που περιπλανώνται πολύ κοντά. Οι Ινδιάνοι Ναβάχο φοβόντουσαν πολύ τις μάγισσες που ήσαν μεταμφιεσμένες σε λύκους, τις «Yee naaldlooshii», κυριολεκτικά «με αυτό, πηγαίνει περπατώντας στα τέσσερα». Οι Τσίλκοτιν (Tsilhqot'in) του Καναδά, πίστευαν ότι η επαφή με τους λύκους οδηγεί σε νευρική ασθένεια ή θάνατο.[12]

Καυκάσιοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στους Τσετσένους και τις λαϊκές τους παραδόσεις, οι λύκοι σχεδόν πάντα απεικονίζονται με ένα «θετικό» φως ή ως ισοδύναμοι με το έθνος τους. Οι Τσετσένοι, συμβολικά, λέγεται ότι σχετίζονται ποικιλοτρόπως με τους λύκους (ή χάριν αστεϊσμού), κάτι που πιθανώς έχει τις ρίζες του στον θρύλο της «Μητέρας Λύκαινας». Ως εκ τούτου, τα χαρακτηριστικά του λύκου συχνά παρομοιάζονται με εκείνα των Τσετσένων, ιδιαίτερα στα ποιήματά τους, μεταξύ των οποίων το πιο διάσημο είναι εκείνο που αναφέρει ότι, οι ανήκοντες στο έθνος της Τσετσενίας είναι «ελεύθεροι και ίσοι όπως οι λύκοι».[13][14] Με δεδομένη την ευλάβεια για τον λύκο, είναι εύλογη η χρησιμοποίησή του, ως συμβόλου από τους Τσετσένους εθνικιστές.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Lopez 1978, σελ. 123
  2. Mech & Boitani 2003, σελ. 292
  3. Guerber
  4. Marjanović
  5. Murthy
  6. «T.C. Başbakanlık Basın - Yayın ve Enformasyon Genel Müdürlüğü». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2019. 
  7. T.C. Kultur Bakanligi. Nevruz Celebrations in Turkey and Central Asia. Ministry of Culture, Republic of Turkey. Retrieved on 2007-08-11
  8. Severin
  9. Hunting Outlaw or Hunting Wolves. Jasper Becker. Mongolia Today. Retrieved 2007-09-12.
  10. Walker
  11. 11,0 11,1 Lopez
  12. 12,0 12,1 Mech & Boitani, 2003
  13. Jaimoukha. Chechens, p. 83
  14. Gammer