Λυκάνθρωποι του Οσράιγκε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Λυκάνθρωποι του Όσσορι)
Απεικόνιση των λυκανθρώπων του Οσράιγκε, από την Ιουερνική Τοπογραφία του Γεράλδου της Ουαλίας, περί του 1200

Οι θρυλικοί λυκάνθρωποι του Οσράιγκε (Όσσορι), ενός βασιλείου της πρώιμης μεσαιωνικής Ιρλανδίας, αποτελούν το αντικείμενο πολλών αναφορών στα μεσαιωνικά ιρλανδικά, αγγλικά και σκανδιναβικά έργα. Οι λυκάνθρωποι λέγεται ότι ήταν οι απόγονοι μιας θρυλικής φιγούρας που ονομάζεται Λάιγκνεχ Φάελαντ (Laignech Fáelad), ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους βασιλιάδες του Οσράιγκε. Οι θρύλοι μπορεί να έχουν προέλθει από τις δραστηριότητες πολεμιστών στην αρχαία Ιρλανδία, οι οποίοι αποτελούσαν αντικείμενο συχνών λογοτεχνικών συγκρίσεων με τους λύκους, και οι οποίοι ενδεχομένως είχαν υιοθετήσει λυκίσια χτενίσματα ή φορούσαν δέρματα λύκων ενώ πήγαιναν για «λυκο-κυνήγι» και πραγματοποιούσαν επιδρομές.

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λύκοι, αν και πλέον εξαφανισμένοι στην Ιρλανδία, κάποτε ήταν πολυάριθμοι· οι Ιρλανδοί λέγεται ότι μαστίζονταν από τα ζώα αυτά και εξέθρεψαν ένα ιδιαίτερο είδος σκύλου, το Ιρλανδέζικο κυνηγόσκυλο, για να τους κυνηγούν. Μέχρι και το 1650, λέγεται ότι το Κόουλρεϊν είχε δεχθεί επίθεση από αγέλη πεινασμένων λύκων.[1] Ο λύκος είχε μια μακρόχρονη θέση στον ιρλανδικό πολιτισμό, και η ιρλανδική λογοτεχνία σε όλη τη μεσαιωνική περίοδο συνέδεε τους πολεμιστές με τους λύκους. Προέβαλλαν έναν συνδυασμό αγριάδας, ξέφρενης συμπεριφοράς, απρόβλεπτης και πρωτόγονης ζωώδους συμπεριφοράς, σεξουαλικής ικανότητας και πολεμικής γενναιότητας.[2]

Στο ιρλανδικό λογοτεχνικό μυαλό, οι λύκοι ήταν ιδιαίτερα στενά συνδεδεμένοι με τις πρακτικές των φιάννα, ομάδα πολεμιστών ακτημόνων νεαρών ανδρών που ζούσαν τον περισσότερο καιρό στην άγρια φύση και θεωρούνταν ότι ζούσαν κοντά σε υπερφυσικές δυνάμεις. Οι πολεμιστές απεικονίζονταν συχνά με κυνοειδή χαρακτηριστικά και μοιράζονταν ένα κοινό μοτίβο με την άγρια, ατημέλητη ή γυμνή εμφάνιση. Συχνά απεικονίζονταν ως λύκοι, κυνηγώντας τόσο ζώα όσο και ανθρώπους, και μπορεί να φορούσαν δέρματα λύκων ή να είχαν λυκίσιο χτένισμα ως μέρος μιας τελετουργικής μεταμόρφωσης.[3] Οι λυκο-πολεμιστές ή λούχον (luchthonn, κυριολεκτικά «δέρματα λύκου») λέγεται ότι «πήγαιναν σε λυκο-κυνήγι» όταν πραγματοποιούσαν επιδρομές. Τέτοιοι συσχετισμοί μπορεί να οδήγησαν στους ιρλανδικούς θρύλους των λυκανθρώπων.[4]

Λάιγκνεχ Φάελαντ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μεσαιωνικό ιρλανδικό έργο Cóir Anmann (Ταίριασμα των Ονομάτων), το οποίο βασίστηκε πιθανότατα σε παλαιότερες παραδόσεις, δίνει αναφορά σε έναν θρυλικό λυκάνθρωπο πολεμιστή ονόματι Λάιγκνεχ Φάελαντ. Λέγεται ότι ήταν ο πρόγονος μιας φυλής λυκανθρώπων που σχετίζονταν με τους βασιλιάδες του Οσράιγκε στην ανατολική Ιρλανδία, που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Κομητείας Κίλκενι και Κομητείας Λις πριν από τη νορμανδική εισβολή στην Ιρλανδία τον 12ο αιώνα. Σύμφωνα με το Cóir Anmann,

Ήταν ένας άνδρας που πήγαινε για λυκο-κυνήγι, δηλαδή πήγαινε για κυνήγι με μορφές λύκων, και οι απόγονοί του τον ακολουθούσαν και σκότωναν τα κοπάδια ακολουθώντας τη μέθοδο των λύκων, οπότε αυτός είναι ο λόγος που τον έλεγαν Λάιγκνεχ Φάελαντ, γιατί ήταν ο πρώτος από αυτούς που πήγε με τη μορφή λύκου.[4]

Λέγεται στις μεσαιωνικές γενεαλογίες ότι ήταν ο αδελφός του Φένταραχ μακ Ντούαχ (Feradach mac Duach), βασιλιά του Οσράιγκε, και προγόνου των επακόλουθων βασιλιάδων του, που κυβέρνησαν μέχρι να εκθρονιστούν από τους Νορμανδούς.[5][6] Το Βιβλίο του Μπάλιμοουτ (Leabhar Bhaile an Mhóta) των τελών του 14ου αιώνα μπορεί να αναφέρεται σε αυτή την παράδοση σε ένα απόσπασμα που μιλάει για «τους απογόνους του λύκου» στο Οσράιγκε που έχουν την ικανότητα να μεταμορφωθούν και να πάνε να καταβροχθίσουν ανθρώπους.[7]

Άλλες ιρλανδικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άλλες αναφορές σε λυκανθρώπους της Ιρλανδίας εμφανίζονται στο ποίημα De Mirabilibus Hibernie (Περί των Θαυμάτων της Ιρλανδίας) του 11ου αιώνα, από τον επίσκοπο Πατρίκιο του Δουβλίνου, στο μέσο ιρλανδικό De Ingantaib Érenn (Περί των Θαυμάτων της Ιρλανδίας) και στο ποίημα του 13ου αιώνα De hominibus qui se vertunt in lupos (Άνθρωποι που μεταμορφώνονται σε λύκους). Το Historia Britonum (Ιστορία των Βρετανών) του Νέννιου του Μπάνγκορ παρουσιάζει μια ιρλανδική εκδοχή του τελευταίου ποιήματος. Οι αναφορές περιγράφουν ανθρώπους που μπορούν να μεταμορφωθούν σε λύκους, αφήνοντας πίσω τους το ανθρώπινό τους σώμα. Οι τραυματισμοί που δέχονται στη λυκίσια μορφή αντανακλώνται στο ανθρώπινό τους σώμα, ενώ κρέας από τα θηράματά τους θα φανεί στο στόμα τους. Το ανθρώπινο σώμα τους ήταν ευάλωτο ενώ βρισκόταν σε μορφή λύκου και οι φίλοι και η οικογένειά τους είχαν προειδοποιηθεί να μην τους μετακινήσουν. Τέτοιες ιστορίες αντικατόπτριζαν τις λαϊκές πεποιθήσεις ότι οι ψυχές μπορούσαν να εγκαταλείψουν το σώμα και να ταξιδεύουν αλλά δεν μπορούσαν να επιστρέψουν αν το σώμα ήταν διαταραγμένο.[8]

Το De Ingantaib Érenn μιλάει για τους λυκανθρώπους ως ζώντες στο Οσράιγκε, αλλά αυτή η λεπτομέρεια παραλείπεται στο νορβηγικό έργο Konungs Skuggsjá (Καθρέπτης του Βασιλέως) του 13ου αιώνα. Περιγράφει τους λυκανθρώπους ως ανθρώπους που είχαν καταραστεί ως θεία τιμωρία για μοχθηρία.[9] Σύμφωνα με την αναφορά,

Λέγεται ότι όταν ο Άγιος Πατρίκιος κήρυξε τον Χριστιανισμό σε αυτή τη χώρα, υπήρχε μια φατρία που αντιτάχτηκε σε αυτόν πιο πεισματικά από οποιονδήποτε άλλον στη χώρα· και αυτοί οι άνθρωποι πάσχισαν να υβρίσουν με πολλούς τρόπους τόσο τον Θεό όσο και τον ιερό άνθρωπο. Και όταν κήρυττε την πίστη σε αυτούς όπως στους άλλους και ήρθε να συσκεφθεί μαζί τους εκεί όπου πραγματοποιούσαν τις συναθροίσεις τους, αυτοί υιοθέτησαν το σχέδιο να ουρλιάζουν σε αυτόν σαν λύκοι.[10]

Ο Άγιος Πατρίκιος αποκρίθηκε προσευχόμενος στον Θεό να τιμωρήσει τη φατρία, με αποτέλεσμα να υποφέρουν από «μια αρμόζων και αυστηρή αλλά και πολύ θαυμαστή τιμωρία, διότι λέγεται ότι όλα τα μέλη αυτής της φατρίας μετατρέπονται σε λύκους για κάποιο χρονικό διάστημα και περιφέρονται μέσα στο δάσος τρώγοντας το ίδιο φαγητό με τους λύκους· αλλά είναι χειρότεροι από τους λύκους, γιατί σε όλες τους τις πονηριές έχουν το πνεύμα των ανθρώπων, μολονότι είναι τόσο πρόθυμοι να καταβροχθίσουν ανθρώπους όσο και να καταστρέψουν άλλα πλάσματα.» Οι λυκάνθρωποι δεν μεταμορφώνονταν μόνιμα, καθώς είτε έπερναν τη μορφή λύκου κάθε έβδομο χειμώνα είτε μεταμορφώνονταν σε λύκος για χρονικό διάστημα επτά ετών, μετά από το οποίο δεν μεταμορφώνονταν ποτέ ξανά.[11]

Γεράλδος της Ουαλίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σκανδιναβική αναφορά βασίζεται σαφώς στις παλαιότερες αναφορές των λυκανθρώπων του Οσράιγκε, αν και χωρίς να αναφέρεται το Οσράιγκε, και σε εκτενή αναφορά στην Ιουερνική Τοπογραφία (Γεωγραφία της Ιρλανδίας) του 12ο αιώνα του Γεράλδου της Ουαλίας. Διορισμένος ως Αρχιδιάκονος του Μπρέκνοκ το 1175, εργάστηκε επίσης ως ιστορικός και συγγραφέας και συνόδευσε τον μελλοντικό Βασιλιά Ιωάννη της Αγγλίας σε μια αποστολή στην Ιρλανδία το 1185.[12] Η Τοπογραφία του Γεράλδου παρουσιάζει την ιστορία ενός ανώνυμου ιερέα που ταξιδεύει από το Όλστερ ως το Μιθ όταν συναντά έναν λύκο στο δάσος. Προς έκπληξή του, ο λύκος του λέει να μην φοβάται και μιλάει για τον Θεό. Ο ιερέας ικετεύει τον λύκο να μην τον βλάψει και τον προτρέπει να εξηγήσει. Ο λύκος απαντά:

Υπάρχουν δύο από εμάς, ένας άνδρας και μια γυναίκα, ντόπιοι του Οσράιγκε, οι οποίοι μέσω της κατάρας ενός Νατάλιου, αγίου και ηγούμενου, αναγκαζόμαστε κάθε επτά έτη να αναβάλλουμε την ανθρώπινη μορφή και να απομακρυνόμαστε από τις κατοικίες των ανθρώπων. Εγκαταλείποντας πλήρως την ανθρώπινη μορφή, παίρνοντας αυτή του λύκου. Στο τέλος των επτά ετών, εάν καταφέρουμε να επιβιώσουμε, δύο άλλοι αντικαθίστανται στις θέσεις μας, και επιστρέφουμε στη χώρα μας και στην προηγούμενή μας μορφή. Και τώρα, η συντρόφισσά μου σε αυτή την επίσκεψη κείτεται επικίνδυνα άρρωστη μη εμπνευσμένη από τη θεϊκή ελεημοσύνη, για να της δώσεις τις παρηγοριές του ιερατικού σας αξιώματος.[13]

Ο ιερέας υπακούει και εκτελεί τις τελευταίες ιεροτελεστίες πάνω στον άρρωστο θηλυκό λύκο. Ο αρσενικός λύκος τραβάει το δέρμα του θηλυκού λύκου, αποκαλύπτοντας μια ηλικιωμένη γυναίκα από κάτω, για να καθησυχάσει τον ιερέα ότι δεν πράττει βλασφημία. Αφού ο ιερέας έδωσε κοινωνία στην γυναίκα/λύκαινα, ο αρσενικός λύκος τον οδηγεί έξω από το δάσος και του δίνει πολλές προφητείες για το μέλλον της Ιρλανδίας και των Άγγλων εισβολέων της. Στη συνέχεια, ο ιερέας καλείται σε σύνοδο που συγκαλείται από τον επίσκοπο του Μιθ ο οποίος, σύμφωνα με τις συμβουλές του Γεράλδου, διατάζει τον ιερέα να εμφανιστεί ενώπιον του Πάπα. Ο ίδιος ο Γεράλδος δεν μπορεί να παρευρεθεί αλλά ακούει για το θέμα από τους κλητήρες του επισκόπου.[14]

Όπως έχουν παρατηρήσει αρκετοί σχολιαστές, η ιστορία είναι μοναδική από πολλές απόψεις. Είναι η μόνη στην οποία λυκάνθρωπος μιλάει, και δεν είναι συνηθισμένοι λυκάνθρωποι, που υποβάλλονται σε πλήρη μεταμόρφωση, αλλά εξακολουθούν να είναι ανθρώπινα όντα κάτω από τα δέρματα λύκου.[15] Ως εκ τούτου, είναι εκχριστιανισμένοι λυκάνθρωποι· είναι άτομα δημιουργημένα κατ' εικόνα του Θεού που έχουν αλλάξει εξωτερικά την εμφάνισή τους αλλά διατηρούν την ανθρώπινη νοημοσύνη και τις μορφές τους, αν και κρυμμένες. Οι λυκάνθρωποι θεωρούνται επίσης ότι είναι θύματα μιας κατάρας που προκαλείται στην κοινότητά τους ως συλλογική τιμωρία για τις αμαρτίες τους.[16]

Ο Γεράλδος προχωράει στο να συζητήσει τα θεολογικά υπονοούμενα της ιστορίας του, αναφερόμενος σε αναφορές λυκανθρώπων στο έργο του Αυγουστίνου Ιππώνου του 5ου αιώνα Η Πολιτεία του Θεού. Επαναλαμβάνει τις απόψεις του Αυγουστίνου για τη μεταμόρφωση:

Συνεπώς, συμφωνούμε με τον Αυγουστίνο, ότι ούτε οι δαίμονες ούτε οι μοχθηροί άνθρωποι δεν μπορούν ούτε να δημιουργήσουν ούτε να αλλάξουν πραγματικά την φύση τους· αλλά εκείνους που ο Θεός έχει δημιουργήσει μπορούν, προς την εξωτερική εμφάνιση, με την άδειά του, να μεταμορφωθούν, έτσι ώστε να φαίνονται ότι είναι αυτό που δεν είναι· οι αισθήσεις των ανθρώπων εξαπατούνται και αποκοιμούνται από έναν παράξενο υπαινιγμό, έτσι ώστε τα πράγματα δεν φαίνονται όπως υφίστανται πραγματικά, αλλά παράξενα έλκονται από τη δύναμη κάποιου φαντάσματος ή μαγικού ξορκιού για να στηρίξουν τα μάτια τους σε εξωπραγματικές και πλασματικές μορφές.[17]

Η αναφορά του για τους λυκανθρώπους του Οσράιγκε μπορεί επίσης να είχε πολιτικά στοιχεία ως μεταφορά για τη νορμανδική κατάκτηση της Ιρλανδίας. Η Κάθριν Ε. Κάρκοβ υποστηρίζει ότι η ιστορία παρουσιάζει έμμεσα τον ίδιο τον ιρλανδικό λαό ως κτηνώδη στην εμφάνιση, αλλά ακόμα εξαγοράσιμο μέσω του χριστιανικού μυστηρίου, σαν φτιάχτηκαν κατ' εικόνα του Θεού κάτω από όλα αυτά. Ο γηραιός ετοιμοθάνατος θηλυκός λυκάνθρωπος μπορεί να ερμηνευτεί ως προσωποποίηση της Ιρλανδίας και σύμβολο της μετάβασης της παλαιάς τάξης, από την ιθαγενή ιρλανδική εκκλησία με τις αμφισβητήσιμες πρακτικές της στην αγγλική εκκλησία.[18]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Matthew Beresford (2013). The White Devil: The Werewolf in European Culture. Reaktion Books. σελ. 155. ISBN 978-1-78023-205-8. 
  2. David Wyatt (2009). Slaves and Warriors in Medieval Britain and Ireland, 800 -1200. BRILL. σελ. 74. ISBN 978-90-474-2877-0. 
  3. Wyatt, σσ. 71–73
  4. 4,0 4,1 Tomlinson, Sally (2007). Demons, Druids and Brigands on Irish High Crosses: Rethinking the Images Identified as "The Temptation of Saint Anthony" (Διδακτορική διατριβή). University of North Carolina at Chapel Hill. σελ. 237. ISBN 978-0-549-12960-8 – μέσω ProQuest. [νεκρός σύνδεσμος]
  5. Carey, John (Winter 2002). «Werewolves in Ireland». Cambrian Medieval Celtic Studies (44): 37–72. 
  6. Sconduto, Leslie A. (2008). Metamorphoses of the Werewolf: A Literary Study from Antiquity through the Renaissance. McFarland. σελ. 34. ISBN 978-0-7864-5216-3. 
  7. Hastings, James· Selbie, John Alexander· Gray, Louis Herbert (1961). Encyclopaedia of Religion and Ethics. 8. Scribner. σελ. 237. 
  8. Sconduto, σσ. 32–34
  9. Sconduto, σ. 32
  10. Sconduto, σσ. 32–33
  11. Sconduto, σ. 34
  12. Sconduto, σ. 26
  13. Sconduto, σσ. 26–27
  14. Sconduto, σ. 27
  15. Sconduto, σ. 28
  16. Sconduto, σ. 29
  17. Sconduto, σ. 30
  18. Karkov, Catherine E. (5 Μαρτίου 2003). «Tales of the Ancients: Colonial Werewolves and the Mapping of Post-Colonial Ireland». Στο: Ingham, Patricia Clare· Warren, Michelle R. Postcolonial Moves: Medieval Through Modern. Palgrave Macmillan. σελίδες 95–99. ISBN 978-1-4039-8023-6.