Λούθηρος του Μπράουνσβαϊγκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λούθηρος του Μπράουνσβαϊγκ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Luther von Braunschweig (Γερμανικά)
Γέννηση1275[1][2][3]
Θάνατος18  Απριλίου 1335
Στουμ
Τόπος ταφήςΚαθεδρικός ναός της Καινιξβέργης
ΘρησκείαΚαθολικισμός
Θρησκευτικό τάγμαΤεύτονες Ιππότες
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταποιητής
Οικογένεια
ΓονείςΑλβέρτος Α΄ του Μπράουνσβαϊγκ και Αλέσσια
ΑδέλφιαΜατθίλδη του Μπράουνσβαϊγκ-Λύνεμπουργκ
Αλβέρτος Β΄ του Μπράουνσβαϊγκ-Λύνεμπουργκ
Ερρίκος Α΄ του Γκρουμπενχάγκεν
Γουλιέλμος Α΄ του Βολφενμπύτελ
ΟικογένειαΟίκος των Γουέλφων
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΜέγας Μάγιστρος των Τευτόνων Ιπποτών (1335–1341)
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

O Λούθηρος, γερμ. Luther/Lothar von Braunschweig von Welfen (π. 1275 - 18 Απριλίου 1335) από τον Οίκο των Γουέλφων ήταν ο 18ος μεγάλος Μάγιστρος του Τευτονικού Τάγματος, στο οποίο υπηρέτησε από το 1331 ως το τέλος του 4 έτη μετά.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν ο πέμπτος γιος του Aλβέρτου Α΄ δούκα του Μπράουνσβαϊγκ-Λύνεμπουργκ (1236–1279) και της Αδελαΐδας των Αλεράμιτσι (1242-1284/85), κόρης του Bονιφάτιου Β΄ μαργράβου του Moμφερράτου. Τα μεγαλύτερα αδέλφια του Ερρίκος Α΄, Αλβέρτος Β΄ και Γουλιέλμος Α΄ διαδέχτηκαν τον πατέρα τους στα πριγκιπάτα του Μπράουνσβαϊγκ: Γκρούμπενχαγκεν, Γκέτινγκεν και Βόλφενμπυτελ αντίστοιχα.

Καταγράφεται για πρώτη φορά ως Τεύτονας Ιππότης το 1295, υπηρετώντας στα Πρωσικά εδάφη. Από το 1304 είναι στην ακολουθία του Landmeister. Από το 1308-1312 ο Λούθηρος ενήργησε ως διοικητής (Komtur) σε Γκόλουμπ, μία σημαντική διοίκηση στην Περιοχή Χέλμνο. Από το 1313 υπηρέτησε ως διοικητής στο κάστρο Μάλμπορκ και το 1314 έγινε διοικητής του Κρίστμπουργκ (σήμερα Dzierzgoń), όπου κυβερνούσε μεγάλα κτήματα κατά μήκος του ποταμού Βιστούλα μέχρι τη λιμνοθάλασσα Βιστούλα (Frisches Haff) στις ακτές της Βαλτικής. Ίδρυσε την πόλη Γκίλγκενμπουργκ (Dąbrówno) το 1326. Ανανέωσε επίσης τους καταστατικούς χάρτες των Κρίστμπουργκ, Έυλαου (Iława) και Ζάαλφελντ (Zalewo). Το 1329 είχε ιδρύσει την διοίκηση του Όστεροντε (Ostróda). Υπό τη διακυβέρνηση του Λούθηρου και με τη βοήθεια των Κιστερκιανών, η επικράτειά του έγινε η πιο προηγμένη διοίκηση στο κράτος του Τάγματος.

Στις 17 Φεβρουαρίου 1331 εξελέγη μεγάλος Μάγιστρος (Hochmeister), διαδεχόμενος τον Βέρνερ φον Όρσελν, που είχε σκοτωθεί πριν από έναν χρόνο. Ενώ ο Πολωνικο-Τευτονικός πόλεμος κατά της Πομεραλίας συνεχιζόταν, κορυφούμενος και πάλι στη μάχη του Πουόφτσε στις 27 Σεπτεμβρίου 1331, ο Λούθηρος προώθησε περαιτέρω τον αποικισμό και τον εκχριστιανισμό των εδαφών του Τάγματος. Στην παρουσία του, ο καθεδρικός ναός του Κένιγκσμπεργκ καθαγιάστηκε το 1333. Ο Λούθηρος είχε επίσης επεκτείνει το κάστρο του Μάλμπορκ και έμεινε γνωστός ως προστάτης των τεχνών, όπως το έργο του Πέτρου του Ντούσμπουργκ, του οποίου το Chronicon terrae Prussiae μεταφράστηκε από τον εφημέριό του Νίκολαους φον Γιέροσιν για λογαριασμό του.

Ο Λούθηρος τάφηκε στον καθεδρικό Ναό του Κένιγκσμπεργκ. Ο τάφος του καταστράφηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. 102507589. Ανακτήθηκε στις 15  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p781.htm#i7809. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 (Πολωνικά) MAK. 9810605271705606.