Λάθυρος ο εύοσμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Λουβανούδα)
Λάθυρος ο εύοσμος
Μοσχομπίζελο.
Μοσχομπίζελο.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosids)
Τάξη: Κυαμώδη (Fabales)
Οικογένεια: Φαβίδες ή Χεδρωπά (Fabaceae)
Υποοικογένεια: Ψυχανθή (Faboideae)
Γένος: Λάθυρος (Lathyrus)
Διώνυμο
Λάθυρος ο εύοσμος (Lathyrus odoratus)
Κάρολος Λινναίος (Carolus Linnaeus) (L.)

Το μοσχομπίζελο (αγγλ.: sweet pea) ή λουβανούδα (κυπρ.), (επιστ. ονομ. Lathyrus odoratusΛάθυρος ο εύοσμος), είναι ανθοφόρο φυτό του γένους Λάθυρος (Lathyrus) της οικογένειας των Φαβίδων (Fabaceae), με προέλευση τη Σικελία, την Κύπρο, τη νότια Ιταλία και τα νησιά του Αιγαίου.[1]

Πρόκειται για ετήσιο αναρριχητικό φυτό, το οποίο αναπτύσσεται σε ύψος 1-2 μέτρα, όποτε είναι διαθέσιμη η κατάλληλη υποστήριξη. Τα φύλλα είναι πτεροειδή[Σημ. 1] με δύο φυλλάδια και ένα λεπτό ελικοειδή βλαστό (tendril)[Σημ. 2] που συγκρατεί το αναρριχητικό φυτό και ο οποίος τυλίγεται γύρω από τη στήριξη των φυτών και τις δομές, βοηθώντας το να αναρριχηθεί. Στο άγριο φυτό τα άνθη είναι μωβ, πλάτους 2-3,5 εκατοστά (0,79 έως 1,38 ίντσες)· σε πολλές ποικιλίες[Σημ. 3][Υποσημ. 1] είναι μεγαλύτερα και απαντούν σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων.

Το ετήσιο είδος L. odoratus συγχέεται ορισμένες φορές με το είδος Λάθυρος ο πλατύφυλλος (L. latifolius).[2]

Κηπευτική ανάπτυξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα απλό πτεροειδές (unipinnate) φύλλο από την φτέρη, Blechnum appendiculatum (βλ. σχετική Σημ.).

Ο Σκώτος φυτοκόμος Χένρι Έκφορντ (Henry Eckford, 1823-1905) διασταύρωσε και ανέπτυξε το μοσχομπίζελο, μετατρέποντάς το από ένα μάλλον ασήμαντο και ίσως γλυκά αρωματισμένο λουλούδι, σε μια ανθική αίσθηση της ύστερης Βικτωριανής εποχής.

Η αρχική επιτυχία και αναγνώριση ήρθε, όταν υπηρετούσε ως επικεφαλής κηπουρός για τον κόμη του Ράντνορ (Earl of Radnor), αναπτύσσοντας νέες ποικιλίες από πελαργόνια και ντάλιες. Το 1870, πήγε να εργαστεί σε κάποιον Δρ. Σάνκι (Dr. Sankey) από το Σάντυουελ (Sandywell) κοντά στο Γκλόστερ (Gloucester, ΔΦΑ: [ˈɡlɒstər]). Μέλος της «Βασιλικής Φυτοκομικής Εταιρείας» (Royal Horticultural Society (RHS)), το 1882, του απονεμήθηκε (το κορυφαίο βραβείο) «Πιστοποιητικό Πρώτης Τάξεως» (First Class Certificate), για την παρουσίαση της ποικιλίας του μοσχομπίζελου «Χάλκινος Πρίγκιπας» (αγγλ. Bronze Prince), σηματοδοτώντας την έναρξη της σύνδεσης με το άνθος. Το 1888, ξεκίνησε στην πόλη Ουέμ (Wem), στο Σρόπσαϊρ (Shropshire, ΔΦΑ: [ˈʃɹɒpʃə]), την ανάπτυξη και τα δοκιμαστικά χωράφια, για τα μοσχομπίζελα. Κατά το 1901, είχε συνολικά παρουσιάσει τις 115 από τις 264 ποικιλίες που καλλιεργούνταν έως τότε.[3] Στον Έκφορντ απονεμήθηκε για την εργασία του το παράσημο «RHS Victoria Medal of Honour». Πέθανε το 1905, αλλά το έργο του συνεχίστηκε για αρκετό καιρό από τον γιο του, Τζων Έκφορντ (John Eckford).

Πιο πρόσφατα, η σχέση μεταξύ του μοσχομπίζελου των Έκφορντ και της Ουέμ, έχει πάλι ανέλθει στην επικαιρότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η «Εταιρία Μοσχομπίζελου» (Sweet Pea Society) της πόλης Ουέμ ξεκίνησε μια ετήσια παράσταση και το λουλούδι απέκτησε και πάλι την παλιά του αίγλη. Πολλά σημεία στους δρόμους τώρα φέρουν ένα μοτίβο μοσχομπίζελου και μια περιοχή στην πόλη είναι γνωστή ως «Πάρκο του Έκφορντ» (Eckford Park). Υπάρχει επίσης και μια ποικιλία, η «Dorothy Eckford», προς τιμήν ενός μέλους της οικογένειας.

Καλλιέργεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γλυκό μπιζέλι σε περίφραξη.

Τα μοσχομπίζελα καλλιεργούνται από τον 17ο αιώνα και ένας τεράστιος αριθμός ποικιλιών είναι διαθέσιμος στο εμπόριο. Καλλιεργούνται για το χρώμα του άνθους τους (συνήθως σε παστέλ αποχρώσεις του μπλε, ροζ, μωβ και λευκού, συμπεριλαμβανομένων των διχρωμιών) και για το έντονο μοναδικό τους άρωμα. Καλλιεργούνται από τους κηπουρούς για ιδιωτική κατανάλωση, για έκθεση και για το εμπόριο στα ανθοπωλεία. Οι μεγάλοι, σχήματος μπιζελιού σπόροι, σπέρνονται την άνοιξη ή το φθινόπωρο σε κρύα πλαίσια (cold frames).[Σημ. 4][4] Οι σπόροι μουσκεύονται πριν το φύτεμα ή χαράζονται ελαφρώς με κοφτερή λεπίδα για επιτάχυνση της βλάστησης. Τα φυτά είναι επίσης διαθέσιμα αργότερα στην αγορά ως νεαρά φυτά ή πρωτοβλάστες (plugs).[Σημ. 5][5] Μεγαλώνουν σε καλάμια, με τα νέα βλαστάρια να αφαιρούνται τακτικά για να αναπτυχθεί πυκνότερο φύλλωμα και πλουσιότερη ανθοφορία. Τα φυτά τυπικά φθάνουν σε ύψος τα 1 έως 2 μέτρα, με τα λουλούδια να εμφανίζονται στο κατακαλόκαιρο και συνεχίζοντας για πολλές εβδομάδες, αν αφαιρούνται τακτικά τα ξεραμένα άνθη.[6]

Πάνω από 50 ποικιλίες έχουν αποκτήσει το Βραβείο Garden Merit από την Βασιλική Εταιρεία Οπωροκηπευτικών (Royal Horticultural Society).

Εχθροί και ασθένειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μοσχομπίζελο προσβάλλεται από κάποια παράσιτα, με τα πιο συνηθισμένα να είναι οι αφίδες. Αυτά τα έντομα απομυζούν το χυμό (sap)[Σημ. 6][7] από τα φυτά, μειώνοντας την ανάπτυξη. Ο Μωσαϊκός ιός μεταδίδεται από την πρασινόμυγα, προκαλώντας το κιτρίνισμα των φύλλων, την παραμόρφωση των νέων βλαστών και την αναστολή της ανθοφορίας.

Ένα παράσιτο που ονομάζεται «σκαθάρι της γύρης» που είναι μικρό, γυαλιστερό και μαύρο, τρώει τη γύρη και παραμορφώνει τα λουλούδια. Άλλα παράσιτα είναι οι κάμπιες, θρίπες, γυμνοσάλιαγκες και σαλιγκάρια. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ο περονόσπορος (mildew)· αυτός είναι μια λευκή κονιώδης επικάλυψη, που καλύπτει τα φύλλα και επιβραδύνει την ανάπτυξη.

Τα μοσχομπίζελα είναι επίσης ευαίσθητα στο αιθυλένιο σε ποσότητες που παράγονται από τα μαραμένα φυτά. Για αυτό το λόγο οι παραγωγοί ενθαρρύνονται να τα φυτεύουν μακριά από οπωροφόρα δέντρα, μεταξύ άλλων τα φυτά ρέπουν σε πρόωρο μαρασμό ή γήρανση.

Τοξικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με το εδώδιμο μπιζέλι, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι σπόροι των μελών του γένους Lathyrus είναι τοξικοί, εάν καταναλωθούν σε μεγάλη ποσότητα. Ένα συναφές είδος, ο Λάθυρος ο εδώδιμος (Lathyrus sativus), καλλιεργείται από τον άνθρωπο για κατανάλωση, αλλά όταν αποτελεί σημαντικό μέρος της διατροφής του προκαλεί συμπτώματα τοξικότητας που ονομάζονται λαθυρισμός.[8]

Μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ότι, ζώα των οποίων η τροφή αποτελείτο κατά 50% από σπόρους γλυκού μπιζελιού, ανέπτυξαν διογκωμένα επινεφρίδια σε σχέση με τα ελεγχόμενα ζώα που τρέφονταν με σπόρους του Λ. του εδώδιμου.[9] Πιστεύεται ότι η κύρια επίδραση σημειώνεται στο σχηματισμό κολλαγόνου. Τα συμπτώματα είναι παρόμοια με εκείνα του σκορβούτου και της ανεπάρκειας χαλκού, τα οποία αναστέλλουν τον κανονικό σχηματισμό ινιδίων κολλαγόνου. Οι σπόροι του γλυκού μπιζελιού περιέχουν βήτα-αμινοπροπιονιτρίλιο (beta-aminopropionitrile) που εμποδίζει την διασταυρούμενη σύνδεση του κολλαγόνου με την αναστολή της οξειδάσης λυσυλ (lysyl oxidase) και ακολούθως το σχηματισμό της υδροξυλυσίνης (hydroxylysine), οδηγώντας σε χαλαρό δέρμα. Πρόσφατα πειράματα έχουν προσπαθήσει να αναπτύξουν αυτό το χημικό ως θεραπεία, για να αποφευχθούν οι παραμορφωτικές συσπάσεις μετά από μεταμοσχεύσεις δέρματος.[10]

Γενετική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκρέγκορ Μέντελ αναγνωρίζεται σήμερα ως ο «Πατέρας της σύγχρονης Γενετικής», για την εργασία του με τη διασταύρωση αναπαραγωγής των φυτών του είδους Πίσον το εδώδιμον (Pisum sativum), δηλαδή του κοινού αρακά, με διαφορετικά χαρακτηριστικά και το γλυκό μπιζέλι, έχει χρησιμοποιηθεί με παρόμοιο τρόπο. Το γλυκό μπιζέλι έτσι είναι ένας οργανισμός μοντέλο που χρησιμοποιείται στους αρχικούς πειραματισμούς στον τομέα της γενετικής, ιδιαίτερα από τον πρωτοπόρο γενετιστή Ρέντζιναλντ Πάνετ (Reginald Punnett). Είναι ιδιαίτερα κατάλληλο ως ένα θέμα γενετικής λόγω της ικανότητάς του να αυτο-επικονίαζεται και εύκολα παρατηρούνται τα Μεντελικά γνωρίσματά του, όπως το χρώμα, το ύψος και η μορφή του πετάλου. Έχουν ανακαλυφθεί ή επιβεβαιωθεί πολλές γενετικές αρχές σε αυτό το είδος. Από τον Punnett, χρησιμοποιήθηκε στις αρχικές μελέτες γενετικής σύνδεσης.[11] Ο συμπληρωματικός παράγων της κληρονομικότητας, επίσης αποσαφηνίστηκε στον γλυκό αρακά, από τη διασταύρωση αναπαραγωγής των δύο καθαρόαιμων λευκών στελεχών και απ'όπου αναδύθηκε το μπλε υβρίδιο, το μπλε χρώμα, απαιτώντας δύο γονίδια που προέρχονταν ανεξάρτητα από τους δύο λευκούς γονείς.[12]

Υβριδισμός με Lathyrus belinensis[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως συμβαίνει και με το μπλε τριαντάφυλλο,[Σημ. 7][Υποσημ. 2] το κίτρινο μοσχομπίζελο παραμένει ουτοπία. Το Lathyrus belinensis είναι ένα είδος Λάθυρου, το οποίο έχει κόκκινα και κίτρινα άνθη. Υπάρχουν σε εξέλιξη προσπάθειες, για να φέρουν το κίτρινο χρώμα στο Lathyrus odoratus, διασταυρώνοντάς το με το Lathyrus belinensis. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκαν πολλές νέες ποικιλίες μοσχομπίζελου, αν και μέχρι στιγμής, καμία με κίτρινα άνθη.[13]

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πτεροειδές (ενός φύλλου πτεροειδούς), έχοντας φυλλάδια που υποδιαιρούνται περαιτέρω σε μια πτεροειδή διάταξη (βλέπε σχετική φωτογραφία).
  2. Στη βοτανική, ο λεπτός ελικοειδής βλαστός (tendril) που συγκρατεί το αναρριχητικό φυτό, είναι ένα εξειδικευμένο στέλεχος, φύλλο ή μίσχος με νηματοειδή μορφή που χρησιμοποιείται από τα αναρριχώμενα φυτά για την υποστήριξη, προσκόλληση και κυτταρική εισβολή από τα παρασιτικά φυτά, γενικά τυλιγμένα πέριξ των κατάλληλων ξενιστών.
  3. Μια ποικιλία [βλ. σχετική Υποσημείωση] είναι ένα φυτό ή ομαδοποίηση φυτών, που έχουν επιλεγεί για τα επιθυμητά τους χαρακτηριστικά και που μπορούν να συντηρηθούν δια του πολλαπλασιασμού. Οι περισσότερες ποικιλίες προήλθαν από την καλλιέργεια, αλλά μερικές είναι ειδικές επιλογές από την άγρια φύση.
  4. Στη γεωργία και την κηπουρική, ένα κρύο πλαίσιο (cold frame) είναι ένα έγκλειστο πλαίσιο με διαφανή οροφή, χτισμένο χαμηλά στο έδαφος, που χρησιμοποιείται για την προστασία των φυτών από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, κυρίως υπερβολικό κρύο ή υγρά. Η διάφανη οροφή επιτρέπει την ηλιακή ακτινοβολία και εμποδίζει τη διαφυγή θερμότητας μέσω της συναγωγής, που έτσι και αλλιώς θα προέκυπτε, ιδίως τη νύχτα. Ουσιαστικά, ένα κρύο έγκλειστο πλαίσιο λειτουργεί ως μικρογραφία θερμοκηπίου, παρατείνοντας την καλλιεργητική περίοδο. Η βασική διαφορά του από το κλασικό θερμοκήπιο συνίσταται στο ότι το κρύο πλαίσιο δεν θερμαίνεται τεχνητά.
  5. Οι πρωτοβλάστες (plugs) στην κηπουρική, είναι μικρού μεγέθους σπορόφυτα που καλλιεργούνται σε δίσκους από διογκωμένη πολυστερίνη ή πολυαιθυλένιο συνήθως γεμάτες με υπόστρωμα τύρφης ή λιπάσματος. Αυτός ο τύπος πρωτοβλαστών, χρησιμοποιείται για την αύξηση του εμπορίου λαχανικών και φυτών εδαφοκάλυψης. Ομοίως ο πρωτοβλαστός, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μικρά τμήματα του χλοοτάπητα γκαζόν. Αφού φυτεύονται, γρασίδι μπορεί κάπως να εξαπλωθεί πάνω από μια γειτονική περιοχή.
  6. Ο χυμός (Αγγλ. sap), είναι αυστηρός όρος της επιστήμης της Γενικής Βοτανικής που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην Φυσιολογία Φυτών και όχι οπουδήποτε. Συγκεκριμένα, είναι ΜΟΝΟΝ το πρωταρχικό υδατικό διάλυμα που κινείται στα αγγεία του φυτού με πολύπλοκες φυσικοχημικές διεργασίες (ώσμωση, τριχοειδικά φαινόμενα κ.ά.) και χρησιμεύει στην θρέψη του. Οποιοδήποτε υγρό παράγει το φυτό ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ και σε οποιοδήποτε σημείο του (βλαστό, φύλλα, άνθη, κ.ο.κ), ακόμη και αν προέρχεται από αυτό το διάλυμα, δεν είναι χυμός, με την ΑΥΣΤΗΡΗ βοτανική έννοια (sensu stricto). Επίσης, ο χυμός, δεν πρέπει να συγχέεται με το λατέξ, τη ρητίνη ή το κενοτόπιο (vacuole).
  7. Το μπλε τριαντάφυλλο είναι ένα άνθος του γένους Rosa (οικογένεια Rosaceae) το οποίο παρουσιάζει μπλε-ιώδη χρωματισμό αντί για τα πιο κοινά κόκκινα, λευκά ή κίτρινα. Τα μπλε τριαντάφυλλα συχνά απεικονίζονται στη λογοτεχνία και την τέχνη ως ένα σύμβολο αγάπης και ευημερίας σε όσους τα αναζητούν, αλλά ως αποτέλεσμα των γενετικών περιορισμών δεν υπάρχουν στη φύση. Λευκά τριαντάφυλλα βάφονται μπλε.

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η καλλιεργητική ποικιλία έχει δύο σημασίες, όπως εξηγείται στον επίσημο ορισμό. Όταν χρησιμοποιείται σαν ταξινομική βαθμίδα, η λέξη αυτή δεν ισχύει για ένα μεμονωμένο φυτό, αλλά σε όλα εκείνα τα φυτά που μοιράζονται τα μοναδικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την ποικιλία.
  2. Pigment (από τη λατινική λέξη pigmentum = χρώμα, βάμμα, βαφή) είναι ένα υλικό που αλλάζει το χρώμα του ανακλώμενου ή μεταδιδόμενου φωτός, ως αποτέλεσμα του μήκους κύματος-επιλεκτική απορρόφηση. Αυτή η φυσική διεργασία διαφέρει από το φθορισμό, φωσφορισμό και άλλες μορφές φωταύγειας, στην οποία ένα υλικό αναδίδει φως.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Euro+Med Plantbase[1]
  2. Brickell, C. (1996). Encyclopedia of Garden Plants. Royal Horticultural Society, London, ISBN 0-7513-0436-0.
  3. Graham Rice, The Sweet Pea Book, Batsford 2002, p.9
  4. «Cold Frame as Season Extension from Grass to Greens». www.grass2greens.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2014. 
  5. Dunnett, Nigel· και άλλοι. (2011). Small Green Roofs: Low-Tech Options for Greener Living. Timber Press. σελίδες 67–68. Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2012.  ISBN 9781604690590
  6. RHS A-Z encyclopedia of garden plants. United Kingdom: Dorling Kindersley. 2008. σελ. 1136. ISBN 1405332964. 
  7. Aslam Khan (1 Ιανουαρίου 2001). Plant Anatomy And Physiology. Gyan Publishing House. ISBN 978-81-7835-049-3. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2013. 
  8. Dastur, D.K. and Iyer, C.G. (1959). Lathyrism versus odoratism. Nutr. Rev. 17:33-6.
  9. Dasler, W. (1954). Observations of odoratism (sweet pea lathyrism) in the rat. Journal of Nutrition 53: 105-13.
  10. Sweet peas make a second skin - Guardian, UK, July 2008
  11. Punnett, R.C. (1923). Linkage in the sweet pea (Lathyrus odoratus). Journal of Genetics 13: 101–123.
  12. Bateson, W., Saunders, E.R. and Punnett, R.C. (1906). Experimental studies in the physiology of heredity. Reports to the Evolution Committee, Royal Society of London 3.
  13. Dawn Edwards. Developing a yellow sweet pea

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Lathyrus odoratus στο Wikimedia Commons