Λοραζεπάμη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χημική σύσταση της λοραζεπάμης
Λοραζεπάμη
Ονομασία IUPAC
7-χλώρο-5-(2-χλωροφαίνυλ)-3-υδρόξυ-1,3-δίυδρο-1,4-βενζοδιαζεπιν-2-όνη
Κλινικά δεδομένα
Εμπορικές ονομασίεςAtivan, Tavor, Temesta, κ.α.
MedlinePlusa682053
Δεδομένα άδειας
Κατηγορία ασφαλείας κύησης
  • AU: C
Πιθανότητα
εξάρτησης
Πολύ υψηλή
Πιθανότητα
εθισμού
Μέτρια - Υψηλή
Οδοί
χορήγησης
Από το στόμα, ενδομυϊκή, ενδοφλέβια, διαδερμική
Κυκλοφορία
Κυκλοφορία
Φαρμακοκινητική
Βιοδιαθεσιμότητα85% όταν λαμβάνεται από το στόμα
ΜεταβολισμόςΗπατική γλυκουρονοποίηση
Έναρξη δράση1-5 min (ενδοφλέβια), 15-30 min (ενδομυϊκά)
Βιολογικός χρόνος ημιζωής10-20 ώρες
Διάρκεια δράσης12-24 ώρες (ενδογλέβια, ενδομυϊκά)
ΑπέκκρισηΑπό τους νεφρούς
Κωδικοί
Αριθμός CAS846-49-1
Κωδικός ATCN05BA06
PubChemCID 3958
DrugBankDB00186
ChemSpider3821
UNIIO26FZP769L
KEGGD00365
ChEBICHEBI:CHEBI:6539
ChEMBLCHEMBLChEMBL580
Χημικά στοιχεία
Χημικός τύποςC15H10Cl2N2O2
Μοριακή μάζα321,16 g·mol−1

Η λοραζεπάμη, διαθέσιμη με το εμπορικό σήμα Ativan, Tavor και άλλα, είναι φάρμακο βενζοδιαζεπίνης.[2] Δρα ως αγχολυτικό.[2] Καταναλώνεται με κατάποση ή με ένεση.[3] Όταν δίνεται με ένεση, τα αποτελέσματα αρχίζουν να εμφανίζονται 1 με 30 λεπτά μετά την λήψη της δόσης και τα αποτελέσματα διαρκούν μέχρι μια μέρα.[3]

Η λοραζεπάμη δημιουργήθηκε το 1963 και έγινε διαθέσιμη προς πώληση στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1977.[4] Βρίσκεται στην λίστα των σημαντικότερων φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.[5] Το 2016 ήταν το φάρμακο το οποίο συνταγογραφήθηκε πάνω από 14 εκατομμύρια φορές στις Ηνωμένες Πολιτείες.[6]

Παρενέργειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνηθισμένες παρενέργειες περιλαμβάνουν αδυναμία, υπνηλία, χαμηλή πίεση αίματος και μειωμένη προσπάθεια για αναπνοή.[2] Όταν χορηγείται ενδοφλεβίως, πρέπει να παρακολουθείται στενά η κατάσταση του ατόμου.[2] Μεταξύ των ασθενών που αντιμετωπίζουν κατάθλιψη, υπάρχει πιθανότητα αυξημένου κινδύνου αυτοκτονίας.[2][7] Με την μακροχρόνια χρήση, ενδέχεται να απαιτούνται μεγαλύτερες δόσεις για την ίδια επίδραση.[2] Μπορεί επίσης να εμφανιστεί φυσική και ψυχολογική εξάρτηση.[2]Εάν διακοπεί ξαφνικά μετά από μακροχρόνια χρήση, ενδέχεται να προκύψει σύνδρομο στέρησης των βενζοδιαζεπινών.[2] Οι ηλικιωμένοι συχνότερα εμφανίζουν αρνητικά αποτελέσματα.[8] Σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα, η λοραζεπάμη συνδέεται με πτώσεις και κατάγματα του ισχίου.[9]Εξαιτίας των παραπάνω παραγόντων, η χρήση της λοραζεπάμης συνήθως συνιστάται μόνο για έως δύο έως τέσσερις εβδομάδες.[10]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Anvisa (31 Μαρτίου 2023). «RDC Nº 784 - Listas de Substâncias Entorpecentes, Psicotrópicas, Precursoras e Outras sob Controle Especial» [Collegiate Board Resolution No. 784 - Lists of Narcotic, Psychotropic, Precursor, and Other Substances under Special Control] (στα Πορτογαλικά). Diário Oficial da União (δημοσιεύτηκε 4 Απριλίου 2023). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Αυγούστου 2023. Ανακτήθηκε στις 16 Αυγούστου 2023. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 «Lorazepam». drugs.com. American Society of Health-System Pharmacists. 29 Ιουνίου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2016. 
  3. 3,0 3,1 «Lorazepam». drugs.com. American Society of Health-System Pharmacists. 29 Ιουνίου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2016. 
  4. Shorter, Edward (2005). «B». A Historical Dictionary of Psychiatry. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-029201-0. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαρτίου 2017. 
  5. «WHO Model List of Essential Medicines (19th List)» (PDF). World Health Organization. Απριλίου 2015. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 13 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2016. 
  6. «The Top 300 of 2019». clincalc.com. Ανακτήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2018. 
  7. «Prescribed Benzodiazepines and Suicide Risk: A Review of the Literature». The Primary Care Companion for CNS Disorders 19 (2). March 2017. doi:10.4088/PCC.16r02037. PMID 28257172. 
  8. «Benzodiazepines in epilepsy: pharmacology and pharmacokinetics». Acta Neurologica Scandinavica 118 (2): 69–86. 2008. doi:10.1111/j.1600-0404.2008.01004.x. PMID 18384456. 
  9. «Effect of hypnotic drugs on body balance and standing steadiness». Sleep Medicine Reviews 14 (4): 259–267. 2010. doi:10.1016/j.smrv.2009.10.008. PMID 20171127. 
  10. «Ativan (lorazepam) Tablets Rx only» (PDF). Food and Drug Administration. Μαρτίου 2007. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 17 Σεπτεμβρίου 2011. In general, benzodiazepines should be prescribed for short periods only (e.g. 2–4 weeks). Extension of the treatment period should not take place without reevaluation of the need for continued therapy. Continuous long-term use of product is not recommended.