Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λεύκιος Λικίνιος Λούκουλλος (ύπατος το 151 π.Χ.)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λεύκιος Λικίνιος Λούκουλος (ύπατος το 151 π.Χ.)
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
L. Licinius Lucullus (Λατινικά)
Γέννηση1ος αιώνας π.Χ.
Αρχαία Ρώμη
Θάνατος2ος αιώνας π.Χ.
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΡωμαίος πολιτικός
Ρωμαίος στρατιωτικός
Οικογένεια
ΤέκναΛεύκιος Λικίνιος Λούκουλλος (πραίτωρ το 104 π.Χ.)[1][2]
ΓονείςGaius Licinius Lucullus[1][3]
ΟικογένειαLicinii Luculli
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΡωμαίος συγκλητικός (άγνωστη τιμή)[4]
Ύπατος στην αρχαία Ρώμη (151 π.Χ.)[4]

Ο Λεύκιος Λικίνιος Λούκουλλος, λατινικά: Lucius Licinius Lucullus ήταν Ρωμαίος πολιτικός που έγινε ύπατος το 151 π.Χ.

Ο Λούκουλλος στάλθηκε στο Εγγύς Ισπανία (Hispania Citerior, στην ανατολική ακτή της Ισπανίας), όταν η Σύγκλητος απέρριψε μία πρόταση για συνθήκη ειρήνης με τους Κελτίβηρες από τον Μάρκο Κλαύδιο Μάρκελλο για τον τερματισμό του Νουμαντικού πολέμου (154–152 π.Χ.). Ωστόσο ο Mάρκελλος είχε προχωρήσει με το σχέδιό του, και σύναψε γρήγορα μία συνθήκη πριν φθάσει εκεί ο Λούκουλλος. Ο Λούκουλλος απογοητεύτηκε, και «όντας άπληστος της φήμης και επειδή και χρειαζόταν χρήματα, διότι βρισκόταν σε δύσκολες συνθήκες» , επιτέθηκε στους Βακαίους, μία Κελτιβιρική φυλή που ζούσε βορειότερα, που δεν ήταν σε πόλεμο με τη Ρώμη, και το έκανε χωρίς την άδεια της Συγκλήτου. Υποστήριξε ότι είχαν κακομεταχειριστεί τους Καρπετάνους, ως δικαιολογία.

Έφτιαξε στρατόπεδο δίπλα στην πόλη Κάουκα (κοντά στη σύγχρονη Σεγκόβια), και όταν οι κάτοικοί της ζήτησαν όρους ειρήνης, απαίτησε, μεταξύ άλλων, να τοποθετηθεί φρουρά στην πόλη. Έβαλε τους στρατιώτες του να σκοτώσουν όλους τους ενήλικες άνδρες. Μόνο λίγοι από τους 20.000 γλίτωσαν. Στη συνέχεια, ο Λούκουλλος πήγε στην πόλη Ιντερκάτια (Villanueva del Campo, στη σύγχρονη επαρχία Zamora) της οποίας οι κάτοικοι, έχοντας ακούσει για την Κάουκα, αρνήθηκαν να ζητήσουν όρους. Αγωνίστηκε για να καταλάβει την πόλη, και ο υποδιοικητής του, Σκιπίων Αφρικανός ο Νεότερος, υποσχέθηκε στους Ιντερκατιανούς ότι, εάν συνάψουν συνθήκη, αυτή δεν θα παραβιαζόταν. Τον εμπιστεύτηκαν και παραδόθηκαν. Ο Λούκουλλος έλαβε συμβουλή να μην επιτεθεί στη μεγάλη πόλη της Παλλαντίας (σημερινή Παλένθια ), που φιλοξενούσε πολλούς πρόσφυγες και φημιζόταν για την ανδρεία της, αλλά επειδή άκουσε ότι ήταν πλούσια πόλη, στρατοπέδευσε εκεί. Το Παλλαντικό ιππικό παρενοχλούσε συνεχώς τους τροφοσυλλέκτες του, μέχρι που του τελείωσαν τα τρόφιμα και αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Έστησε χειμερινό στρατόπεδο στη χώρα των Τουρδετανών (στη σύγχρονη Ανδαλουσία).

Φυλακίστηκε από τους τριβούνους, επειδή προσπάθησε να επιβάλει υπερβολικά σκληρή εισφορά στρατευμάτων.

Ο Αππιανός τόνισε την απληστία του Λούκουλλου, και είπε ότι πολέμησε αυτές τις εκστρατείες για χάρη του χρυσού και του αργύρου, που νόμιζε ότι ήταν άφθονα σε όλη την Ισπανία. Ωστόσο οι άνθρωποι στους οποίους επιτέθηκε, δεν είχαν, και ούτε καν «έθεταν κάποια αξία σε εκείνα τα μέταλλα». Πρόσθεσε ότι ο Λούκουλλος δεν ελέγχθηκε ποτέ για τις πράξεις του.

Ενώ βρισκόταν στην Τουρδετανία, οι Λουζιτανοί, που επίσης επαναστατούσαν, έκαναν επιδρομές στην περιοχή. Ο Λούκουλλος εισέβαλε στη Λουζιτανία, και σύμφωνα με τον Αππιανό, την ερήμωσε. Δεν ήταν γραφτό να εμπλακεί: ο πόλεμος με τους Λουζιτανούς ήταν υπό τη δικαιοδοσία του Σέρβιου Σουλπίκιου Γάλβα, του πραίτορα της Πέραν Ισπανίας (Hipsania Ulterior, περίπου σύγχρονη Ανδαλουσία) και ο Λούκουλλος διαχείμαζε στην επαρχία του. Ωστόσο ο Αππιανός έγραψε, ότι ο Γάλβας ήταν ακόμη πιο άπληστος από τον Λούκουλλο. Τον άφησε να το κάνει, και έκανε το ίδιο στην άλλη πλευρά της Λουζιτανίας. Ο Γάλβας, επίσης, αναζητούσε λάφυρα, και σκότωσε μεγάλο αριθμό Λουζιτανών με προδοσία. Ούτε αυτός δεν λογοδότησε.

Ο Λούκουλλος έκτισε έναν ναό αφιερωμένο στην Τύχη (Fortuna) στο Bελάβρον, για να εορτάσει την «επιτυχία» του. Τον στόλισε με αγάλματα, που του είχε δανείσει ο Λεύκιος Μόμμιος Αχαϊκός, που είχε νικήσει την Αχαϊκή Συμπολιτεία στην Ελλάδα. Αργότερα ο Μόμμιος ζήτησε πίσω τα αγάλματά του, αλλά ο Λούκουλλος τού είπε ότι θα ήταν ανεύθυνο, διότι τώρα ήταν αφιερωμένα στη θεά. Ο Κάσσιος Δίων έγραψε ότι ο Μόμμιος του δάνεισε τα αγάλματά του λόγω της φιλικής και φιλανθρωπικής φύσης του.

Ο Λούκουλλος ήταν ο πατέρας του Λεύκιου Λικίνιου Λούκουλλου, ο οποίος ήταν πραίτωρ το 104 π.Χ. και οδήγησε τις ρωμαϊκές δυνάμεις εναντίον των επαναστατημένων σκλάβων της Σικελίας στον Β΄ Πόλεμο των Δούλων (104–100 π.Χ.). Ήταν ο παππούς του Λεύκιο υΛικίνιου Λούκουλλου, ο οποίος ήταν ύπατος το 74 π.Χ., και Ρωμαίου διοικητή στο πρώτο μέρος του Γ΄ Μιθριδατικού Πολέμου (74-63 π.Χ.) έως το 67 π.Χ., και του Mάρκου Τερέντιου Βάρρωνα Λούκουλλου, ο οποίος ήταν ύπατος το 73 π.Χ. και ανθύπατος της Μακεδονίας 72 π.Χ.

  • Appian: Roman History, Volume I, Books 1–8.1 (Loeb Classical Library), Loeb, 1989; (ISBN 978-0674990029)
  • Arthur Keaveney, Lucullus, A Life, Gorgias Press; W/A New PostScr edition, 2009; (ISBN 978-1607240785)
  • Cassius Dio, Roman History, Volume I, Books 25-25 (Loeb Classical Library), Loeb, 1989; (ISBN 978-0674990418)