Λεύκιος Κορνήλιος Μερούλα (ύπατος το 87 π.Χ.)
Λεύκιος Κορνήλιος Μερούλα (ύπατος το 87 π.Χ.) | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Lucius Cornelius Merula (Λατινικά) |
Γέννηση | 2ος αιώνας π.Χ. Αρχαία Ρώμη |
Θάνατος | 87 π.Χ. Ρώμη |
Αιτία θανάτου | απώλεια αίματος |
Συνθήκες θανάτου | αυτοκτονία |
Χώρα πολιτογράφησης | Αρχαία Ρώμη |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Ρωμαίος πολιτικός Ρωμαίος στρατιωτικός |
Οικογένεια | |
Οικογένεια | Cornelii Merulae |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Ρωμαίος συγκλητικός Ύπατος στην αρχαία Ρώμη |
Ο Λεύκιος Κορνήλιος Νερούλα, λατιν.: Lucius Cornelius Merula (απεβ. το 87 π.Χ.) ήταν πολιτικός και ιερέας της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Λ. Κορνήλιος Νερούλα κατείχε το αξίωμα του ιερέα του Δία (flamen Dialis) και φορούσε τον πίλο του ιερέα (flamen) ανά πάσα στιγμή, σε αντίθεση με τους άλλους ιερείς, που το φορούσαν μόνο όταν έκαναν θυσίες.
Το 87 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου του Οκτάβιου μεταξύ των προξένων Γναίου Οκτάβιου και Λ. Κ. Κίννα, διορίστηκε ύπατος από τον πρώτο στη θέση τού αντιπάλου του, ο οποίος είχε εκδιωχθεί από την πόλη. Διαπραγματεύτηκε την επιστροφή του Κίννα και του Mάριου από την εξορία, και παραιτήθηκε από την υπατεία του. Ωστόσο απαγγέλθηκαν ψευδείς κατηγορίες εναντίον του, κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων του Mάριου από τους πολιτικούς του εχθρούς, και αυτοκτόνησε, ανοίγοντας τις φλέβες του στον Ναό του Διός Καπιτωλίνου και παρακαλώντας τους θεούς να εκδικηθούν τον Κίννα και τους συμμάχους του. Πρώτα είχε φροντίσει να βγάλει τον πίλο του ιερέα, γιατί εθεωρείτο αμαρτία για έναν ιερέα να το φοράει στον θάνατό του.
Η θέση του ιερέα του Δία (flamen Dialis) ήταν πλέον κενή. Ο δεκατετράχρονος ανιψιός τού Μάριου, Ιούλιος Καίσαρας, προτάθηκε να την καλύψει το 86 π.Χ. από τον Μάριο και τον Κίννα. Οι μελετητές διαφωνούν, αλλά αυτή η υποψηφιότητα ακυρώθηκε από τον Σύλλα στη συνέχεια. Η θέση δεν καλύφθηκε ξανά, παρά μόνο υπό τον Αύγουστο, μεταξύ 15 και 11 π.Χ., καθώς χρονολογήθηκε από τον Δίωνα Κάσσιο στο 11 π.Χ., αλλά από τον Τάκιτο στο 15 π.Χ.