Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λεύκιος Απρόνιος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λεύκιος Απρόνιος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1ος αιώνας π.Χ.
Θάνατος1ος αιώνας
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΛατινικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
στρατιωτικός
διευθυντής νομισματοκοπείου
Οικογένεια
ΤέκναLucius Apronius Caesianus[1]
Apronia
Apronia Cesenia
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΡωμαίος συγκλητικός
Ύπατος στην αρχαία Ρώμη

Ο Λεύκιος Απρόνιος, λατινικά: Lucius Apronius, ήταν Ρωμαίος συγκλητικός και αντικαταστάτης ύπατος το 8 μ.Χ.

Έγινε αντικαταστάτης ύπατος (consul suffectus) το 8 μ.Χ., και ήταν στρατιωτικός διοικητής που έδρασε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τιβέριου.

Ο Aπρόνιος συμμετείχε στα επιτεύγματα του Γάιου Βίβιου Πόστουμου και κέρδισε την τιμητική διάκριση (ornamenta triumphalia) για τη διακεκριμένη ανδρεία του στην εξέγερση της Δαλματίας και στους Γερμανικούς Πολέμους, μαζί με τον Aύλο Καικίνα Σεβήρο και τον Γάιο Σίλιο το 15 μ.Χ. Μόλις επέστρεψε στη Ρώμη, ο Απρόνιος ηγήθηκε μιας πρότασης το έτος 22 μ.Χ. στη Σύγκλητο, που όριζε ότι έπρεπε να γίνουν αναθήματα λόγω της επιτυχούς δίωξης του Γναίου Καλπούρνιου Πίσωνα, που είχε κατηγορηθεί για τη δολοφονία του Γερμανικού το 20 μ.Χ.

Το έτος 23 μ.Χ. ο Aπρόνιος (μαζί με έναν πρώην ανθύπατο της Αφρικής, τον Λεύκιο Αίλιο Λάμια) εγγυήθηκε για την αθωότητα ενός άνδρα, που κατηγορήθηκε ότι προμήθευε σιτηρά στον Νουμίδη στασιαστή Tακφαρίνα. Ωστόσο, ως ανθύπατος της Αφρικής εκείνη την εποχή, ο Απρόνιος τιμώρησε επίσης αυστηρά μια κοόρτη της Λεγεώνας ΙΙΙ Αυγούστας για την ήττα τους στα χέρια του Tακφαρίνα με αποδεκατισμό.

Το 28 μ.Χ. ως λεγάτος της Κάτω Γερμανίας (στο σύγχρονο Βέλγιο), ο Aπρόνιος οδήγησε τις συνδυασμένες δυνάμεις από την Άνω Γερμανία στην πολιορκία ενός ρωμαϊκού οχυρού από τους Φρισίους, για να ηττηθεί σύντομα μετά σε μια σκληρή μάχη στον Βαδουχηνό Δρυμό (Baduhenna Wood).

Είναι γνωστό ότι είχε τουλάχιστον τρία παιδιά: έναν γιο, τον Λεύκιο Απρόνιο Καισιανό, ο οποίος έγινε ύπατος το 39 μ.Χ., και δύο κόρες, η μία παντρεμένη με τον Γναίο Κορνήλιο Λέντουλο Γαιτουλικό, ο οποίος έγινε ύπατος το 26 μ.Χ., η άλλη με τον Mάρκο Πλαύτιο Σιλβανό το έτος 2.