Λεπτοχάριας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λεπτοχάριας

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Χονδριχθύες (Chondrichthyes)
Τάξη: Καρχαρινόμορφα (Carcharhiniformes)
Οικογένεια: Λεπτοχαριίδες (Leptochariidae)
Γένος: Leptocharias
Είδος: L. smithii

Γεωγραφική κατανομή του λεπτοχάρια (μπλε)

Ο λεπτοχάριας (Leptocharias) είναι γένος καρχαρία με ένα μόνο είδος, το Leptocharias smithii, δηλαδή «λεπτοχάριας του Σμιθ», από το όνομα του ζωολόγου που περιέγραψε πρώτος το γένος. Αλλά και το ίδιο το γένος είναι το μοναδικό της οικογένειας λεπτοχαριίδες (Leptochariidae). Ζει στα παραλιακά νερά του τροπικού ανατολικού Ατλαντικού Ωκεανού, από τη Μαυριτανία έως την Ανγκόλα, σε βάθη από 10 μέχρι 75 μέτρα. Προτιμά τους λασπώδεις βυθούς, ιδίως κοντά σε εκβολές ποταμών. Ο λεπτοχάριας χαρακτηρίζεται από πολύ λεπτό σώμα, «μουστάκια», μακριές αυλακώσεις στις γωνίες του στόματος και δόντια που διαφέρουν στο θηλυκό και στο αρσενικό. Το μέγιστο γνωστό μήκος του είναι 82 εκατοστόμετρα.

Ο λεπτοχάριας είναι γνωστό ότι μπορεί να τρώει και να χωνεύει οστεϊχθύες, ασπόνδυλα, αυγά ψαριών, ακόμα και μη φαγώσιμα αντικείμενα. Είναι ζωοτόκος, με τα θηλυκά να γεννούν συνήθως επτάδυμα. Τα αναπτυσσόμενα έμβρυα τρέφονται και συγκρατούνται από έναν μοναδικό σφαιροειδή πλακούντα.

Ταξινόμηση και φυλογονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία του γένους δόθηκε από τον Σκωτσέζο χειρουργό, εξερευνητή και ζωολόγο Άντριου Σμιθ, ο οποίος περιέγραψε πρώτος το γένος, χωρίς να το συνδέει με κάποια είδη, σε άρθρο των Γιοχάνες Μύλερ και Φρήντριχ Χένλε, που δημοσιεύθηκε το 1838 στο Magazine of Natural History. Οι Μύλερ και Χένλε προσέθεσαν ένα είδος ένα χρόνο αργότερα, στο έργο τους Systematische Beschreibung der Plagiostomen, αλλά υιοθέτησαν την ονομασία Triaenodon smithii, θεωρώντας το γένος Leptocharias ως συνώνυμο του Triaenodon. Μεταγενέστεροι ερευνητές αναγνώρισαν την ξεχωριστή υπόσταση του γένους λεπτοχάριας και το κατέτασσαν πότε στην οικογένεια καρχαρινίδες και πότε στην οικογένεια τριακίδες, προτού το κατατάξουν σε δική του, ξεχωριστή οικογένεια[1] το 1851.

Εξαιτίας των πολλών μοναδικών χαρακτηριστικών του λεπτοχάρια, οι εξελικτικές σχέσεις καταγωγής του με άλλα γένη είναι δύσκολο να διακριβωθούν. Μία μορφολογική μελέτη από τον Compagno in 1988 δεν κατέληξε σε συμπεράσματα για τη σχέση του λεπτοχάρια με άλλες οικογένεις καρχαρινόμορφων. Παρόμοια, μία μοριακή φυλογενετική μελέτη από τους López et al. το 2006 βρήκε ότι, αν και ο λεπτοχάριας σαφώς ανήκει σε έναν συναπομορφικό κλάδο, που περιέχει επίσης τις οικογένειες ημιγαλεΐδες, τριακίδες, καρχαρινίδες and σφυρνίδες, ωστόσο η θέση του μέσα στη συγκεκριμένη ομάδα φαινόταν να μεταβάλλεται ανάλογα με την ακολουθία του DNA και τον τύπο της αναλύσεως που εφαρμοζόταν κάθε φορά.[2] απολιθωμένα δόντια που ανήκαν σε ένα εξαφανισμένο είδος του γένους, τον L. cretaceus, ανακτήθηκαν από στρώματα της νεότερης κρητιδικής περιόδου (από τη Σαντόνια και Καμπάνια εποχή, δηλαδή ηλικίας 86 έως 72 εκατομμυρίων ετών) στη Βρετανία.[3]

Γεωγραφική κατανομή και ενδιαίτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λεπτοχάριας ζει κατά μήκος της δυτικής ακτής της Αφρικής, από τη Μαυριτανία έως τη βόρεια Ανγκόλα, αλλα ίσως να φθάνει βόρεια μέχρι και τη Μεσόγειο Θάλασσα. Κολυμπά σε παραλιακά νερά βάθους 10 έως 75 μέτρων, θερμοκρασίας μεταξύ 20 και 27 °C, αλμυρότητας 3,5 έως 3,6 %, και περιεκτικότητας σε διαλυμένο οξυγόνο 3 έως 4 ppm. Συνήθως βρίσκεται κοντά στον πυθμένα και σε λασπώδεις βυθούς, ιδίως κοντά σε εκβολές ποταμών.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λεπτοχάριας έχει εξαιρετικά λεπτό (μακρόστενο) σώμα και ωοειδή μάτια εφοδιασμένα με προστατευτική μεμβράνη. Πίσω από το κάθε μάτι υπάρχει από ένα μικρό αναπνευστικό άνοιγμα. Μπροστά από κάθε ρουθούνι υπάρχει ένα λεπτό μουστάκι. Το στόμα είναι πλατύ και ισχυρά καμπυλωμένο, όπως και στα άλλα είδη καρχαρία, με πολύ μακριές αυλακώσεις στις γωνίες του, σε αμφότερες τις σιαγόνες. Διαθέτει πολλά μικρά δόντια, το καθένα από τα οποία εμφανίζει ένα στενό κεντρικό βαθούλωμα και δύο πλευρικά. Μοναδικό ίσως χαρακτηριστικό για καρχαρία είναι ο οδοντικός φυλετικός διμορφισμός, καθώς τα εμπρόσθια δόντια είναι πολύ μεγαλύτερα στα αρσενικά από ό,τι στα θηλυκά. Τα δύο ραχιαία πτερύγια είναι μικρά και σχεδόν ίσου μεγέθους. Το άνω όριο του ουραίου πτερυγίου είναι λείο, ενώ ο κάτω λοβός του είναι υποτυπώδης. Το χρώμα του λεπτοχάρια είναι απλό ανοικτό γκρίζο στο άνω μισό του σώματος και υπόλευκο στο κάτω. Τα αρσενικά φθάνουν σε μήκος[4] τα 77 εκατοστόμετρα (cm) και τα θηλυκά τα 82.

Βιολογία και οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς και οι περισσότεροι καρχαρίες, ο λεπτοχάριας φαίνεται να είναι δραστήριος κολυμβητής, βασιζόμενος στους ισχυρούς μύες του, τη μακριά ουρά του και το μικρό ήπαρ του. Τρέφεται με ευρεία ποικιλία οργανισμών του βυθού και των ακτών. Προτιμά τα καρκινοειδή (μεταξύ των οποίων καβούρια, αστακούς και γαρίδες), αλλά τρώει και μικρούς οστεϊχθύες (όπως σαρδέλες, γαύρους, φιδόχελα και πλευρονηκτόμορφα), αυγά βάτων και χελιδονόψαρου, χταπόδια και σπόγγους. Σε στομάχια από λεπτοχαρίες έχουν βρεθεί επίσης διάφορα αντικείμενα όπως πούπουλα, στελέχη λαχανικών και λουλούδια.

Γνωστά παράσιτα του λεπτοχάρια είναι τα κωπήποδα Eudactylina leptochariae και Thamnocephalus cerebrinoxius.[5][6]

Τα μεγαλύτερα εμπρόσθια δόντια των αρσενικών λεπτοχαριών ίσως να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στη συμπεριφορά του ζευγαρώματος. Το είδος είναι ζωοτόκο: τα αναπτυσσόμενα έμβρυα τρέφονται και συγκρατούνται από έναν μοναδικό σφαιροειδή πλακούντα (δεν υπάρχει άλλο είδος καρχαρία με σφαιροειδή πλακούντα). Στις ακτές της Σενεγάλης οι θηλυκοί λεπτοχαρίες γεννούν επτάδυμα κατά τον Οκτώβριο μετά από κύηση τουλάχιστον τεσσάρων μηνών. Τα μεγαλύτερα έμβρυα που έχουν καταγραφεί είχαν μήκος 20 cm, προφανώς πολύ κοντά στο μέγεθος κατά τη γέννηση. Τα αρσενικά είναι ικανά για αναπαραγωγή όταν φθάνουν σε μήκος τα 55 έως 60 cm, ενώ τα θηλυκά όταν φθάνουν τα 52 έως 58 cm.[7]

Αλληλεπιδράσεις με τον άνθρωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λεπτοχάριας είναι ακίνδυνος για τους ανθρώπους[4]. Αλιεύεται περιστασιακά στην παραλιακή ζώνη της δυτικής Αφρικής, τόσο από ερασιτέχνες, όσο και επαγγελματίες ψαράδες, με αγκίστρια, δίχτυα και ανεμότρατες. Στο εμπόριο πωλείται ως τροφή φρέσκος, καπνιστός ή αλίπαστος, ενώ το σκληρό του δέρμα χρησιμεύει στην κατασκευή δερμάτινων ειδών. Η Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN) έχει κατατάξει σήμερα τον λεπτοχάρια ως είδος «Προ απειλης», σημειώνοντας ότι η «αλιευτική πίεση» είναι έντονη σε ολόκληρη τη γεωγραφική κατανομή του. Ωστόσο, δεν είναι διαθέσιμα συγκεκριμένα αλιευτικά δεδομένα. Ο τριψήφιος κωδικός αλιεύματος FAO για το είδος είναι CLL.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Compagno, L.J.V. (2003). Sharks of the Order Carcharhiniformes. Blackburn Press. σελίδες 200–209. ISBN 1-930665-76-8. 
  2. López, J.A., J.A. Ryburn, O. Fedrigo and G.J.P. Naylor (2006). «Phylogeny of sharks of the family Triakidae (Carcharhiniformes) and its implications for the evolution of carcharhiniform placental viviparity». Molecular Phylogenetics and Evolution 40 (1): 50–60. doi:10.1016/j.ympev.2006.02.011. PMID 16564708. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2010-06-13. https://web.archive.org/web/20100613174546/http://naylorlab.scs.fsu.edu//Publications/Lopez%20etal06.pdf. Ανακτήθηκε στις 2010-01-20. 
  3. Underwood, C.J.; D.J. Ward (2008). «Sharks of the order Carcharhiniformes from the British Coniacian, Santonian and Campanian (Upper Cretaceous)». Palaeontology 51 (3): 509–536. doi:10.1111/j.1475-4983.2008.00757.x. http://eprints.bbk.ac.uk/726/1/726.pdf. 
  4. 4,0 4,1 Froese, Rainer; Pauly, Daniel (eds.) (2010). "Leptocharias smithii" στη FishBase. έκδοση Ιανουαρίου 2010
  5. Diebakate, C.; R. Raibaut (Φεβρουάριος 2000). «Eudactylina leptochariae n. sp (Copepoda, Eudactylinidae) a branchial parasite of Leptocharias smithii (Muller & Henle, 1839) off the coast of Senegal». Crustaceana 73 (2): 175–185. doi:10.1163/156854000504246. 
  6. Diebakate, C., A. Raibaut, Z. Kabata (Νοέμβριος 1997). «Thamnocephalus cerebrinoxius n.g., n. sp. (Copepoda : Sphyriidae), a parasite in the nasal capsules of Leptocharias smithii (Muller & Henle, 1839) (Pisces : Leptochariidae) off the coast of Senegal». Systematic Parasitology 38 (3): 231-235. doi:10.1023/A:1005840205269. 
  7. Compagno, L.J.V.· M. Dando· S. Fowler (2005). Sharks of the World. Princeton University Press. σελίδες 260-261. ISBN 978-0-691-12072-0.