Λεβοντόπα

![]() | |
![]() | |
Ονομασία IUPAC | |
---|---|
(S)-2-Αμινο-3-(3,4-διυδροξυφαινυλο)προπανοϊκό οξύ | |
Κλινικά δεδομένα | |
Κατηγορία ασφαλείας κύησης | |
Οδοί χορήγησης | από του στόματος, ενδοφλέβια |
Κυκλοφορία | |
Κυκλοφορία |
|
Φαρμακοκινητική | |
Βιοδιαθεσιμότητα | 30% |
Μεταβολισμός | Αρωματική αποκαρβοξυλάση L-αμινοξέος |
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | 0.75–1.5 hours |
Απέκκριση | νεφρική 70–80% |
Κωδικοί | |
Αριθμός CAS | 59-92-7 ![]() |
Κωδικός ATC | N04BA01 |
PubChem | CID 6047 |
IUPHAR/BPS | 3639 |
DrugBank | DB01235 ![]() |
ChemSpider | 5824 ![]() |
UNII | 46627O600J ![]() |
KEGG | D00059 ![]() |
ChEBI | CHEBI:15765 ![]() |
ChEMBL | CHEMBL1009 ![]() |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C9H11NO4 |
Μοριακή μάζα | 197,19 g·mol−1 |
O=C(O)[C@@H](N)Cc1cc(O)c(O)cc1 | |
InChI=1S/C9H11NO4/c10-6(9(13)14)3-5-1-2-7(11)8(12)4-5/h1-2,4,6,11-12H,3,10H2,(H,13,14)/t6-/m0/s1 ![]() Key:WTDRDQBEARUVNC-LURJTMIESA-N ![]() | |
(verify) |
Η λεβοντόπα ή L-DOPA είναι μια κατεχολαμίνη (παράγωγο του αμινοξέος τυροσίνη), πρόδρομο μόριο της ντοπαμίνης. Η λεβοντόπα χρησιμοποιείται για την ανακούφιση των συμπτωμάτων της νόσου Πάρκινσον, καθώς στη νόσο αρχικού σταδίου μετατρέπεται από τους εναπομείναντες νευρώνες στη μέλαινα ουσία σε ντοπαμίνη, το μόριο το οποίο βρίσκεται σε έλλειψη στην ασθένεια. Η λεβοντόπα χρησιμοποιείται στη θεραπεία του Πάρκινσον επειδή η ίδια η ντοπαμίνη δε μπορεί να εισέλθει στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Η λεβοντόπα αποκαρβοξυλιώνεται σε μεγάλο βαθμό στη περιφέρεια σε ντοπαμίνη. Για να σταματήσει αυτή η αποκαρβοξυλίωση στη περιφέρεια χρησιμοποιείται η καρβιντόπα. Η χορήγηση λεβοντόπας μειώνει τη δυσκαμψία, το τρόμο και μειώνει τη βαρύτητα της νόσου, όμως ύστερα από τρία με πέντε χρόνια η απόκριση μειώνεται επειδή ο αριθμός των νευρώνων που μπορούν να τη μεταβολίσουν σε ντοπαμίνη είναι πλέον πολύ μικρός.
Διατροφικά συμπληρώματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φυτικά εκχυλίσματα που περιέχουν L-DOPA είναι διαθέσιμα: υψηλής-απόδοσης πηγές περιλαμβάνουν το Mucuna pruriens (βελούδινο φασόλι)[1] και το Vicia faba (κουκί),[2] ενώ άλλες πηγές περιλαμβάνουν τα γένη Phanera, Piliostigma, Cassia, Canavalia και Dalbergia.[3]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Pankaj Oudhia. «Kapikachu or Cowhage». Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2013.
- ↑ Singh, AK; Bharati, RC; Manibhushan, NC; Pedpati, A (December 2013). «An assessment of faba bean (Vicia faba L.) current status and future prospect» (PDF). African Journal of Agricultural Research 8 (50): 6634–6641. doi:. http://www.academicjournals.org/article/article1387443711_Singh%20et%20al.pdf.
- ↑ Ingle, PK (May–June 2003). «L-DOPA bearing plants». Natural Product Radiance 2 (3): 126–133.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Richard A. Harvey, Pamela C. Champe (2007). Φαρμακολογία (3η έκδοση). Εκδόσεις Παρισιάνου. σελίδες 103–105. ISBN 978-960-394-502-4.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]![]() |
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη βιοχημεία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |