Λεβάντες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Λεβαντίνη)
Αυτό το λήμμα αφορά τον γεωγραφικό προσδιορισμό. Για τον άνεμο, δείτε: Λεβάντες (άνεμος).
Η γενική γεωγραφική θέση του Λεβάντε.

Ο Λεβάντες (από την ιταλική λέξη Levante, που σημαίνει Ανατολή)[1] είναι ανακριβής γεωγραφικός όρος που αναφέρεται ιστορικά σε μια μεγάλη περιοχή της Μέσης Ανατολής νότια της οροσειράς του Ταύρου, και ορίζεται δυτικά από τη Μεσόγειο, νότια από την Αραβική Έρημο και ανατολικά από την Άνω Μεσοποταμία. Στην ελληνική βιβλιογραφία δεν έχει επικρατήσει. Αντ' αυτού η περιοχή δηλώνεται συχνότερα με τον όρο Ανατολική Μεσόγειος, με το μειονέκτημα ότι η Ανατολική Μεσόγειος δηλώνει καταρχήν θαλάσσιο χώρο, ενώ ο Λεβάντες χερσαίο.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λεβάντες ως γεωγραφικός όρος δεν περιλαμβάνει την οροσειρά του Καύκασου, κανένα μέρος της Αραβικής χερσονήσου ή της Ανατολίας —αν και κατά περιόδους περιλαμβανόταν σε αυτόν και η Κιλικία. Η Χερσόνησος του Σινά μπορεί κατά περίπτωση να περιληφθεί ή να αποκλειστεί, αφού πρόκειται για οριακή περιοχή που διαμορφώνει μια γέφυρα εδάφους μεταξύ του Λεβάντε και της Βόρειας Αιγύπτου. Κατά περιόδους οι πολιτισμοί και λαοί του Λεβάντε εξουσίαζαν την περιοχή μεταξύ της χερσονήσου του Σινά και του ποταμού Νείλου, αλλά η περιοχή αποκλείεται συνήθως από τον γεωγραφικό ορισμό του Λεβάντε.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος Λεβάντες αρχικά κάνει την παρουσία του ως Levant στην αγγλική γλώσσα το 1497, και χρησιμοποιούνταν αρχικά υπό την ευρύτερη έννοια των «Μεσογειακών εδαφών ανατολικά της Βενετίας». Προέρχεται από τον όρο levant της Μέσης Γαλλικής γλώσσας (γαλλικά που ομιλούνταν από το 1340 μέχρι το 1611), που είναι η παθητική μετοχή του ρήματος lever που σημαίνει «αυξάνω, υψώνω, ανατέλλω» (όπως στο «levant soleil», «ανατέλλων ήλιος») που με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό levare. Αναφερόταν δηλαδή στην κατεύθυνση του ανατέλλοντος ηλίου, από την προοπτική εκείνων που αρχικά χρησιμοποίησαν τον όρο, δηλαδή των Δυτικοευρωπαίων. Υπό τη μορφή αυτή είναι περίπου ισοδύναμο με τον αραβικό όρο Mashriq, «η γη όπου ανατέλλει ο ήλιος».

Μια εναλλακτική, αν και όχι πιθανή, ετυμολογία προτείνει ότι ο όρος προέρχεται από τον Λίβανο, σημειώνοντας ότι οι Ισπανοί μεταφραστές της αραβικής χρησιμοποιούσαν τα γράμματα «b» και «v» εναλλακτικά συνεπεία των ισπανικών προφορών τους. Κατά συνέπεια ο όρος Λεβάντες αναφερόταν στις περιοχές που περιβάλλουν τον Λίβανο και αντλείται από την αραμαϊκή λέξη για το λευκό, αναφερόμενος στα χιονοσκέπαστα βουνά του Λιβάνου.

Ο σύγχρονος όρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε στα αγγλικά τον 16ο αιώνα, μαζί με τους πρώτους Άγγλους εμπόρους τυχοδιώκτες στην περιοχή: τα αγγλικά σκάφη εμφανίστηκαν στη Μεσόγειο γύρω στο 1570 και η αγγλική εμπορική εταιρεία υπέγραψε ειδική συμφωνία (capitulations = «διομολογήσεις») με τον Μέγα Τούρκο το 1579 (Braudel). Στον γραπτό λόγο του 19ου αιώνα ο όρος ενσωμάτωσε τις ανατολικές περιοχές που βρίσκονταν κάτω από την τότε διακυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως παραδείγματος χάρη η Ελλάδα. Το όνομα Λεβαντίνος (Levantine) αναφέρεται επιπλέον στους ανθρώπους της Μεσογείου (ιδιαίτερα Ενετούς και Γενοβέζους), Γάλλους, ή άλλης καταγωγής και προέλευσης, που είχαν ζήσει στην Τουρκία από την οθωμανική περίοδο. Η πλειοψηφία τους είναι απόγονοι των εμπόρων από τις «Θαλάσσιες δημοκρατίες» της Μεσογείου (όπως η Δημοκρατία της Βενετίας, η Δημοκρατία της Γένοβας και η Δημοκρατία της Ραγούσας) ή των κατοίκων των Σταυροφορικών Κρατών (ειδικά οι Γάλλοι Λεβαντίνοι). Συνεχίζουν να ζουν στην Κωνσταντινούπολη (ως επί το πλείστον στις περιοχές Μπέιογλου [Beyoğlu] και Νισάντασι [Nişantaşı]) και στη Σμύρνη (ως επί το πλείστον στις περιοχές του Μπουρνόβα [Bornova] και του Βουτζά [Buca]). Όταν η Μεγάλη Βρετανία κατέλαβε την Παλαιστίνη κατά την τελευταία φάση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, μερικοί από τους νέους κυβερνήτες προσάρμοσαν τον όρο Λεβαντίνοι υποτιμητικά, αναφερόμενοι στους κατοίκους μικτής αραβικής και ευρωπαϊκής καταγωγής και στους Ευρωπαίους (συνήθως Γάλλους, Ιταλούς, ή Έλληνες) που «είχαν γίνει ιθαγενείς» και είχαν υιοθετήσει τοπικές ενδυμασίες και έθιμα.

Οι Γαλλικές Διοικήσεις της Συρίας και του Λιβάνου από το 1920 έως το 1946 ονομάστηκαν «Τα Κράτη του Λεβάντε». Ο όρος έγινε κοινός στην αρχαιολογία εκείνη την εποχή, καθότι πολλές σημαντικές ανασκαφές είχαν γίνει τότε, όπως στην Έμπλα (Ebla), στο Μαρί (Mari) και στην Ουγκαρίτ (Ugarit). Δεδομένου ότι αυτές οι περιοχές δεν μπόρεσαν να ταξινομηθούν ως μεσοποταμιακές, ή βορειοαφρικανικές, ή αραβικές, αναφέρονται ως λεβαντινές.

Σήμερα ο όρος Λεβάντες χρησιμοποιείται χαρακτηριστικά από τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς για να δηλώσει την προϊστορία και την αρχαία και μεσαιωνική ιστορία της περιοχής, όπως κατά τη συζήτηση των Σταυροφοριών. Ο όρος υιοθετείται επίσης περιστασιακά για να αναφερθεί στα σύγχρονα ή πρόσφατα γεγονότα, τους λαούς, τα κράτη, ή τα μέρη των κρατών στην ίδια περιοχή, δηλαδή Κύπρο, Ισραήλ, Ιορδανία, Λίβανο, Συρία, Παλαιστινιακά εδάφη και επαρχία Χατάι της Τουρκίας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]