Λαύρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Λαύρα του Σβιατογίρσκ στην ανατολική Ουκρανία

Ο ελληνικός όρος λαύρα (ρωσ. και ουκραν.: Ла́вра) υποδηλώνει έναν τύπο μεγάλου ανδρικού μοναστηριού στην Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και σε άλλες παραδόσεις του Ανατολικού Χριστιανισμού. Η λαύρα αποτελείται από μια συστάδα αρκετών κελλίων ή (παλαιότερα) και σπηλαίων, όπου διαβιούν ασκητές ή μοναχοί (συνήθως με το κάθε κελλί να είναι μικρό ξεχωριστό κτίσμα), και από έναν ιερό ναό (το καθολικό της Μονής) στο κέντρο της συστάδας, όπου βρίσκεται συνήθως και κοινή τραπεζαρία.[1] Η λαύρα δεν υπάγεται στον τοπικό επίσκοπο ή μητροπολίτη, αλλά απευθείας στην ανώτατη εκκλησιαστική αρχή της χώρας στην οποία βρίσκεται (πατριαρχείο ή αυτοκέφαλη Εκκλησία). Ο όρος στην ελληνική γλώσσα σήμαινε αρχικώς μια στενή οδό ή αλλέα σε μια πόλη.[2][3]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τον 5ο ήδη αιώνα ο όρος λαύρα μπορούσε να αναφέρεται ειδικότερα στις μοναστικές κατοικήσεις «ημι-ερημιτικού» τύπου που βρίσκονταν σε μεγάλο αριθμό στην Έρημο της Ιουδαίας. Οι πρώτες λαύρες στην Παλαιστίνη ιδρύθηκαν από τον Χαρίτωνα ο Ομολογητής (άκμασε στο α΄ μισό του 4ου αιώνα): η Λαύρα του Φαράν (στο σημερινό Ουάντι Κελτ) στα βορειοανατολικά της Ιερουσαλήμ, η Λαύρα του Δουκά στο Όρος του Πειρασμού δυτικά της Ιεριχούς και η λεγόμενη «Παλαιά Λαύρα» στην περιοχή του Θεκουέ.[4]

Ο Άγιος Ευθύμιος ο Μέγας (377-473) ίδρυσε μια από τις πρώτες Λαύρες στην κααθαυτό Παλαιστίνη του 5ου αιώνα.[5] Η Λαύρα του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου (†532) στην Κοιλάδα των Κέδρων είναι ένα από τα αρχαιότερα και σχεδόν συνεχώς σε λειτουργία μοναστήρια της χριστιανικής θρησκείας.

Ο Γεράσιμος ο Ιορδανίτης καθιέρωσε ένα παρόμοιο πρότυπο στην Κοιλάδα του Ιορδάνη στα μέσα του 5ου αιώνα, με 70 κελλία να περιβάλλουν ένα κοινόβιο. Τις καθημερινές οι μοναχοί τις περνούσαν ο καθένας στο κελλί του εργαζόμενος και προσευχόμενος, ενώ τα Σάββατα παρουσίαζαν τα χειροτεχνήματά τους στο κοινόβιο, μετελάμβαναν όλοι μαζί το Σάββατο ή την Κυριακή, και το βράδυ της Κυριακής επέστρεφαν ο καθένας στο κελλί του. Η λαύρα είχε έναν ιερέα και τουλάχιστον δύο χειροτονημένους διακόνους.

Η Μονή Μεγίστης Λαύρας, που ιδρύθηκε από τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη το 963, είναι το παλαιότερο και μεγαλύτερο μοναστήρι στο Άγιο Όρος.

Στη ρωσική Ορθοδοξία αποκαλούνται λαύρες τα μεγαλύτερα και τα σημαντικότερα μοναστήρια, τα οποία έγιναν σταυροπηγιακά ως υπαχθέντα απευθείας στον Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας (για την ακρίβεια από το 1721 μεχρι το 1917 στην «Ιεροτάτη και Κυβερνώσα Σύνοδο» της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας).

Μερικές αξιόλογες λαύρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(κατά την υπαγωγή τους σε ανώτατη εκκλησιαστική αρχή)

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Order of Carmelites: Hermitical Communities». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2022. 
  2. λαύρα. Liddell, Henry George· Scott, Robert· A Greek–English Lexicon στο Perseus Project.
  3. Kazhdan, Alexander P., επιμ. (1991). «Lavra». The Oxford Dictionary of Byzantium. Νέα Υόρκη και Οξφόρδη: Oxford University Press. 
  4. Lewin 2005, σελ. 188
  5. Parry 1999, σελ. 294

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Parry, Ken· David Melling, επιμ. (1999). The Blackwell Dictionary of Eastern Christianity. Malden, M.A.: Blackwell Publishing. ISBN 0-631-23203-6. 
  • Lewin, Ariel (2005). The Archaeology of Ancient Judea and Palestine. Getty Trust Publications. ISBN 0-89236-800-4. 
  • Το λήμμα «λαύρα» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 16