Λέβα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για το νόμισμα της Βουλγαρίας, δείτε: Λεβ.

Η λέξη Λέβα αποτελεί κοινό ναυτικό φραγκολεβαντίνικο κέλευσμα.

Συνήθως το κέλευσμα «λέβα!» δίδεται σε περιπτώσεις χειρισμών λέμβων, είτε προς λεμβούχους, είτε προς ναύτες που επιχειρούν με λέμβους. Ιδιαίτερα όμως και πιο συχνά ακούγεται από τους ψαράδες κατά τους χειρισμούς των λέμβων τους.

Αποτελεί την προστακτική του φραγκολεβαντίνικου ρήματος «λεβάρω» που σημαίνει τραβώ, δηλαδή "τράβα!". Ο επίσημος ελληνικός όρος είναι αίρε! που η χρήση του έχει περιοριστεί στην έπαρση της σημαίας.
Συνηθέστερες εντολές είναι: "λέβα πλώρη" ή λέβα μπρος" και "λέβα πρύμνα" ή "λέβα πίσω", όπου θα πρέπει ο λεμβούχος ή ναύτης προς τον οποίον δίνεται η εντολή να τραβήξει το "πεισμάτιο" (το σχοινί με το οποίο είναι προσδεμένη η λέμβος σε πλοίο ή σε προβλήτα) έτσι ώστε να κινηθεί αυτή μπρος ή πίσω ανάλογα (π.χ. για επιβίβαση ή φόρτωση).