Κόιντος Φούλβιος Φλάκκος (ύπατος το 179 π.Χ.)
Κόιντος Φούλβιος Φλάκκος (ύπατος το 179 π.Χ.) | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 2ος αιώνας π.Χ.[1] Αρχαία Ρώμη |
Θάνατος | 172 π.Χ.[2] |
Αιτία θανάτου | απαγχονισμός |
Συνθήκες θανάτου | αυτοκτονία |
Χώρα πολιτογράφησης | Αρχαία Ρώμη |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Λατινικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Ρωμαίος πολιτικός Ρωμαίος στρατιωτικός |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Σέρβιος Φούλβιος Φλάκκος[3][4] |
Γονείς | Κόιντος Φούλβιος Φλάκκος (ύπατος το 237 π.Χ.)[3][5] |
Αδέλφια | Λεύκιος Μάνλιος Ακιδινός Φουλβιανός[3][6] |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | Ρωμαϊκός στρατός |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Κήνσορας Πραίτορας (182 π.Χ.–180 π.Χ.) Αγορανόμος (Aedilis) Ρωμαίος συγκλητικός (άγνωστη τιμή)[7] Ύπατος στην αρχαία Ρώμη (179 π.Χ.)[7] |
![]() | |
Ο Κόιντος Φούλβιος Φλάκκος, λατιν.: Quintus Fulvius Flaccus (απεβ. το 172 π.Χ.) ήταν πληβείος, ύπατος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας το 179 π.Χ. Λόγω των επιτυχιών του στην Ισπανία και τη Λιγουρία, πανηγύρισε δύο θριάμβους. Αν και η σειρά αξιωμάτων του ήταν επιτυχημένη, υπέφερε από διαμάχες, και υπέστη ψυχική κατάρρευση, που κατέληξε στην αυτοκτονία.
Σύμφωνα με τους καταγεγραμμένους προγόνους του "Q. f., M. n.", ο Φούλβιος ήταν γιος του Κόιντου Φούλβιου Φλάκκου, τέσσερις φορές υπάτου από το 237 π.Χ., και εγγονός του Mάρκου Φούλβιου Φλάκκου, υπάτου του 264 π.Χ.
Πρώιμη σταδιοδρομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως αγορανόμος καθέδρας (curule aedile) το 184 π.Χ., ο Φούλβιος Φλάκκος δημιούργησε οργή, κάνοντας ενεργά καμπάνια για το αξίωμα του πραίτορα που εγκατέλειψε ο Γ. Δέκιμος Φλάκκος, ο οποίος απεβίωσε νωρίς στη θητεία του. Η κατοχή δύο αξιωμάτων σε ένα μόνο έτος απαγορευόταν, και ο Φούλβιος παραβίασε περαιτέρω την ευπρέπεια κάνοντας εκστρατεία sine toga candida ("χωρίς λευκή τόγκα"). Ως αξιωματούχος, έπρεπε να φορέσει την toga praetexta, και όχι το καθαρό λευκό ένδυμα ενός υποψηφίου. Η Σύγκλητος ήταν τόσο αντίθετη στο να έχει ο Φούλβιος ακόμη ένα αξίωμα ταυρόχρονα, που αρνήθηκε να διεξαγάγει τις εκλογές.
Ως πραίτωρ στην Πέραν Ισπανία το 182, διεξήγαγε με επιτυχία πόλεμο εναντίον των Κελτιβήρων, καταλαμβάνοντας την Ουρβίκουα. Η απεριόριστη εξουσία του (imperium) παρατάθηκε για δύο χρόνια ως πραίτωρ. Το 180 ζήτησε, αλλά του αρνήθηκαν την άδεια, να φέρει τον στρατό του πίσω. Κέρδισε άλλη μία νίκη ενάντια στους Κελτίβρες, και κέρδισε έναν θρίαμβο.
Ύπατος και τιμητής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Φούλβιος ήταν ύπατος το 179. συνάδελφός του ήταν ο Λ. Mάνλιος Ασιδινός Φουλβιανός, ο εκ γενετής αδελφός του. Τους ανατέθηκε η επαρχία της Λιγουρίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πολλοί Λίγουρες μετακινήθηκαν βίαια από τη γη τους, και μετεγκαταστάθηκαν στην κεντρική Ιταλία. Ο Φούλβιος πραγματοποίησε την επανεγκατάσταση των Λιγούρων από τα βουνά. Βοήθησε επίσης να εμποδίσει τους μετανάστες από την Πέραν των Άλπεων Γαλατία (Ναρβωνική) να εγκατασταθούν στη βόρεια Ιταλία. Για τις δραστηριότητες αυτές του απονεμήθηκε θρίαμβος. Εκπλήρωσε έναν όρκο για τις νίκες του στην Ισπανία, κτίζοντας έναν ναό και διοργανώνοντας αγώνες. Το κτίσιμο του ναού του έμελλε να αποδειχτεί μοιραίο.
Ο Φούλβιος έγινε τιμητής το 174 π.Χ. με τον A. Ποστούμιο Αλβίνο Λούσκο. Έδιωξαν εννέα μέλη από τη Σύγκλητο, συμπεριλαμβανομένου τού ίδιου τού αδελφού του Φουλβίου, και υποβάθμισαν τον βαθμό αρκετών ιππέων. Ονόμασαν τον M. Aιμίλιο Λέπιδο ως πρώτο της Συγκλήτου (princeps Senatus).
Οι τιμητές πραγματοποίησαν επίσης ένα εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα στη Ρώμη. Ο Φούλβιος ανέλαβε πρόσθετα έργα στο Πίσαυρον, Φούνδι, Ποτεντία και Σινουέσα. Ο της εποχής του Αυγούστου ιστορικός Τ. Λίβιος λέει, ότι όταν ο Φούλβιος έκτισε το ναό του στην Τύχη των Ιππέων (Fortuna Equestris), αφαίρεσε τις μαρμάρινες πλάκες γι' αυτόν από έναν ναό της Ήρας Λακινίας. Ο ναός της Τύχης των Ιππέων καθιερώθηκε το 173.
Ένα "κακό τέλος"
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 180 ο Φούλβιος είχε γίνει δεκτός στο σύλλογο των ποντιφίκων, μία θέση για μία ζωή. Ο Λίβιος σημειώνει την ιεροσύνη του, αναφέροντας τον άθλιο τρόπο τού θανάτου του (αηδής θάνατος, foeda morte).
Το 172 π.Χ. ο Φούλβιος είχε δύο γιους, που υπηρετούσαν στο Ιλλυρικό. Έλαβε είδηση ότι ο ένας είχε αποβιωσει και ο άλλος έπασχε από μία απειλητική για τη ζωή ασθένεια. Το επόμενο πρωί, οι σκλάβοι του νοικοκυριού τον βρήκαν κρεμασμένο από μία θηλιά στο υπνοδωμάτιό του. Αν και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν την αυτοκτονία τιμητική σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή τού Φούλβιου θεωρήθηκε ως απόδειξη της ψυχικής του αστάθειας: ο Λίβιος λέει ότι «κυρίευσαν το μυαλό του η θλίψη και ο φόβος» (obruit animum luctus et metusque). Οι προληπτικοί Ρωμαίοι έλεγαν ότι η οργή της Ήρας Λικινίας τον είχε τρελάνει.
Η Σύγκλητος, σύμφωνα με τον Βαλέριο Μάξιμο, ζήτησε στη συνέχεια να επιστραφούν οι μαρμάρινες πλάκες στον αρχικό ναό, για να αναιρεθεί η πράξη ενός impius («ασεβούς») άνδρα.
Η Φουλβία Οδός (Via Fulvia) του αποδίδεται, αλλά με αμφιβολία. Αυτός ο Κ. Φλάβιος Φλάκκος δεν πρέπει να ταυτιστεί με τον ομώνυμο άνδρα, που ήταν ύπατος το 180 π.Χ.
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 1242. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2021.
- ↑ «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 1242. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2021.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 1242. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021.
- ↑ «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 1576. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021.
- ↑ 5,0 5,1 «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 781. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021.
- ↑ «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 1204. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021.
- ↑ 7,0 7,1 Thomas Robert Shannon Broughton: «The Magistrates of the Roman Republic» (Αγγλικά) Αμερικανική Φιλολογική Εταιρεία. 1951. ISBN-10 0-89130-812-1.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ημερομηνίες, γραφεία και παραπομπές αρχαίων πηγών από το TRS Broughton, The Magistrates of the Roman Republic (American Philological Association, 1951, 1986), τομ. 1, σελ. 375, 377 (σημ. 1), 382, 385, 387 (σημ. 3), 389, 390, 391–392, 404; τόμ. 2 (1952), σελ. 568.