Κωνσταντίνος Μαργαρίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κωνσταντίνος Μαργαρίτης
Γενικές πληροφορίες
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός ηγέτης
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός

Ο Κωνσταντίνος Μαργαρίτης (μέσα 13ου αι.) ήταν ανώτερος αξιωματούχος και αυλικός στη Αυτοκρατορία της Νίκαιας.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ζωή του είναι γνωστή μόνο από την Ιστορία τού Γεωργίου Ακροπολίτη, ο οποίος είναι πολύ εχθρικός απέναντί του.[1] Ο ιστορικός απαξιεί τον Μαργαρίτη και όλους τους νέους άνδρες χαμηλής καταγωγής, που ανήλθαν σε εξέχουσες θέσεις ένεκα της εύνοιας του Θεοδώρου Β΄ Βατάτζη (βασίλευσε 1254-58), εις βάρος της παλαιάς αριστοκρατίας από την οποία επανδρωνόταν τα υψηλά αξιώματα.[2] Σύμφωνα με τον Ακροπολίτη, ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στο θέμα των Νεοκάστρων (περιοχή Περγάμου-Χλιαράς) και ήταν "ένας αγρότης, γόνος αγροτών, που μεγάλωσε με κριθάρι και πίτουρα και που ήξερε μόνο να γρυλίζει". Εισήλθε στον θεματικό στρατό και ανήλθε στο βαθμό του τζαουσίου (αγγελιοφόρου). Η ικανότητά του εξέπληξε τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη (1222-54), που τον έθεσε σωματοφύλακά του και μετά τον αναβίβασε στη θέση του μεγάλου τζαουσίου. Κατά τη διαδοχή του ο Θεόδωρος Β΄ (γιος του Ιωάννη Γ΄) τον έκανε άρχοντα του αλλαγίου (διοικητή της σωματοφυλακής) και έπειτα τον προβίβασε σε μέγα άρχοντα.[3][4]

Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι το 1255 ο Θεόδωρος Β΄, μετά από την εκστρατεία του εναντίον της Βουλγαρίας, άφησε τον Μαργαρίτη και τον πρωτοσεβαστό Μανουήλ Λάσκαρη ως διοικητές του στρατού του θέματος Διδυμοτείχου, ώστε να φυλάνε το Βουλγαρικό σύνορο, χωρίς να εμπλακούν σε επιθέσεις δικές τους και επέστρεψε στη Νίκαια.[5] Την άνοιξη του 1256 οι Βούλγαροι, που έμαθαν για την απουσία του Αυτοκράτορα, κάλεσαν 4.000 Κουμάνους να εισβάλουν για λεηλασία στη Θράκη. Όταν αυτοί πλησίασαν το Διδυμότειχο, οι δύο διοικητές, παραβλέποντας την εντολή να αποφύγουν απευθείας αντιμετώπιση, συνεπλάκησαν με τους επιδρομείς. Ο ιστορικός αναφέρει ότι οι ευκίνητοι Κουμάνοι τοξότες ιππείς μπορούσαν εύκολα να ρίξουν από το άλογο και να νικήσουν τους βαριά οπλισμένους και πιο αργούς ιππείς της Νίκαιας, που καταβλήθηκαν και διέφυγαν. Ο Λάσκαρης κατέφυγε στην Αδριανούπολη, αλλά ο Μαργαρίτης και οι άλλοι στρατιωτικοί διοικητές αιχμαλωτίστηκαν και πωλήθηκαν στους Βουλγάρους. Οι Κουμάνοι, μόλις έμαθαν ότι ο Θεόδωρος Β΄ διέσχισε τον Ελλήσποντο και προέλασε εναντίον τους, διέφυγαν βόρεια. Αντίθετα, ο άλλος ιστορικός της εποχής Θεόδωρος Σκουταριώτης αναφέρει πως, ένα μικρό απόσπασμα από τη Νίκαια πρόλαβε τους Κουμάνους, τους νίκησε και ελευθέρωσε τους φυλακισμένους.[6]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Macrides 2007, σελίδες 296–297 (note 24).
  2. Macrides 2007, σελίδες 40–41, 99, 299 (note 3).
  3. Macrides 2007, σελίδες 297, 299 (note 3).
  4. Guilland 1960, σελίδες 85, 87.
  5. Macrides 2007, σελίδες 293, 297–298.
  6. Macrides 2007, σελίδες 301–303.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Guilland, Rodolphe (1960). "Études sur l'histoire administrative de l'empire byzantin: les commandants de la garde impériale, l'ἐπὶ τοῦ στρατοῦ et le juge de l'armée". Revue des études byzantines (in French). 18 (18): 79–96. doi:10.3406/rebyz.1960.1221.
  • Macrides, Ruth (2007). George Akropolites: The History – Introduction, Translation and Commentary. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-921067-1.