Κωνσταντίνος Διογένης (διεκδικητής)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κωνσταντίνος Διογένης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση11ος αιώνας
Θάνατος1095
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταεπαναστάτης

Ο Ψευδο-Κωνσταντίνος Διογένης, ή Ψευδο-Λέων Διογένης (απεβ. μετά το 1095) ήταν ένας διεκδικητής του θρόνου της Κωνσταντινούπολης εναντίον του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, χωρίς όμως επιτυχία. Χαμηλής καταγωγής, προσποιήθηκε ότι ήταν γιος του Αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ Διογένη. Όταν εξορίστηκε στη Χερσώνα, δραπέτευσε και κατέφυγε στους Κουμάνους/Πολόβτσι. Το 1095 εισέβαλε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επικεφαλής ενός πλήθους Κουμάνων και προωθήθηκε ως την Αδριανούπολη, αλλά ο Ρωμαϊκός στρατός τον παραπλάνησε και τον συνέλαβε. Τον τύφλωσε και τον φυλάκισε.

Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός νίκησε τους Κουμάνους και τύφλωσε τον διεκδικητή ψευδο-Διογένη.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής ήταν άνδρας σκοτεινής καταγωγής, που προσποιήθηκε ότι ήταν ο Λέων Διογένης, δεύτερος γιος του Αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ (1068-71), που είχε αποβιώσει κοντά στην Αντιόχεια το 1073. Επειδή εκεί είχε αποβιώσει όχι ο Λέων, αλλά ο Κωνσταντίνος Διογένης ο πρωτότοκος γιος του Ρωμανού Δ΄, οι ερευνητές έχουν διορθώσει την αναφορά αυτή της Άννας. Από την άλλη πλευρά, επειδή οι Κουμάνοι έδωσαν υποστήριξη στον διεκδικητή, ο Γάλλος μελεττής Ζαν-Κλωντ Σεϋνέ προτείνει πως ήταν πράγματι ο Λέων, που αντίθετα με τον αδελφό του δραστηριοποιήθηκε στο σύνορο του Δούναβη, ήταν γνωστός στους Κουμάνους και απεβίωσε σε μάχη εναντίον τους το 1087.

Σύμφωνα με την αναφορά της Άννας, ο Ψευδο-Διογένης ήλθε στην Κωνσταντινούπολη από την Ανατολή "πένης και φορώντας προβιά γίδας". Παρ'όλα αυτά σύντομα μάζεψε μία ομάδα υποστηρικτών μεταξύ του πληθυσμού και ισχυρίστηκε ανοικτά την πρόθεσή του να διεκδικήσει τον θρόνο από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Ο Αυτοκράτορας στην αρχή αγνόησε την αναστάτωση που προκαλούσε ο διεκδικητής, αλλά όταν η αδελφή του Αλεξίου Α΄, η Θεοδώρα Κομνηνή, χήρα του αληθινού Κωνσταντίνου Διογένη, η οποία είχε αποσυρθεί σε μοναστήρι, διαμαρτυρήθηκε για την προσβολή του ονόματος του συζύγου της, τότε ο Αυτοκράτορας συνέλαβε τον διεκδικητή και τον εξόρισε στη Χερσώνα.

Εκεί ο διεκδικητής έκανε συμφωνία με τους Κουμάνους, που σύχναζαν στην πόλη. Μία νύχτα σκαρφάλωσε στα τείχη και με τη συνοδεία Κουμάνων, δραπέτευσε από την πόλη που ήταν περιορισμένος. Ζητώντας καταφύγιο μεταξύ των Κουμάνων, σύντομα κέρδισε την αναγνώρισή τους ως αυτοκράτορα και την υποστήριξή τους στην προσπάθειά του να διεκδικήσει τον θρόνο, αν και -όπως αναφέρει η Άννα Κομνηνή- αυτό ήταν για τους Κουμάνους περισσότερο πρόσχημα για επιδρομές και λεηλασίες των Ρωμαϊκών επαρχιών. Με τον Ψευδο-Διογένη επικεφαλής, οι Κουμάνοι διέσχισαν τον Δούναβη και εισέβαλαν στη Ρωμαϊκή επικράτεια το 1095· κατέλαβαν γρήγορα την επαρχία Παρίστριον κοντά στον ποταμό. Τότε ο Αλέξιος Α΄ μετακινήθηκε με τον στρατό του για να τους αντιμετωπίσει και έκανε την Αγχίαλο βάση των επιχειρήσεών του. Ο Αυτοκράτορας έθεσε αποσπάσματα να φυλάνε τα περάσματα των Βαλκανικών βουνών, αλλά οι Κουμάνοι χρησιμοποίησαν ντόπιους Βλάχους και αφού παρέκαμψαν τις Ρωμαϊκές δυνάμεις, κατέβηκαν στις πεδιάδες της Θράκης.

Η εισβολή των Κουμάνων το 1095, που έγινε με παρακίνηση του ψευδο-Διογένη.

Το όνομα του Διογένη προσέλκυε μέλη του ρωμαϊκού στρατού και του πληθυσμού, όπως αποδεικνύεται από την κατά το προηγούμενο έτος αποτυχημένη απόπειρα του Νικηφόρου Διογένη, τρίτου γιου του Ρωμανού Δ΄ ή τη χρήση άλλου διεκδικητή ψευδο-Διογένη κατά τη Νορμανδική εισβολή του Βοημούνδου Α΄ της Αντιόχειας μία δεκαετία πριν. Έτσι η μερίδα του διεκδικητή έλαβε μία ώθηση, όταν πολίτες της Γολόης άνοιξαν τις πόρτες τους και τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα· σύντομα τους ακολούθησε η Διάμπολις και άλλες πόλεις. Ενθαρρυμένοι οι Κουμάνοι κινήθηκαν εναντίον του Αλεξίου Α΄ στην Αγχίαλο, αλλά όταν έπειτα από τρεις ημέρες κάθε ένας από τους δύο στρατούς παρατάχθηκε για μάχη, οι Κουμάνοι αναχώρησαν, καθώς το έδαφος δεν ευνοούσε την πολεμική τεχνική τους, ούτε οι Ρωμαίοι μπόρεσαν να παρακινηθούν να τους επιτεθούν.

Ο διεκδικητής τώρα έπεισε τους Κουμάνους να προωθηθούν νοτιότερα στην Αδριανούπολη, που ο κυβερνήτης της Νικηφόρος Βρυέννιος ο Πρεσβύτερος ήταν συγγενής του Ρωμανού Δ΄ και από τον οποίο προσδοκούσε ότι θα του άνοιγε τις πύλες της πόλεις σε εκείνον. Πάντως όταν ο ψευδο-Διογένης και οι Κουμάνοι εμφανίστηκαν εμπρός από τα τείχη και ο διεκδικητής κάλεσε τον "θείο" του να παραδοθεί, ο τυφλός Βρυέννιος είπε ότι δεν αναγνωρίζει τη φωνή του. Οι Κουμάνοι τότε άρχισαν την πολιορκία της πόλης. Η φρουρά και οι πολίτες αντιστάθηκαν με θάρρος και έκαναν εξορμήσεις εναντίον των πολιορκητών. Έπειτα από 48 ημέρες έκαναν μία γενική εφόρμηση και ανάγκασαν τους Κουμάνους να επιστρέψουν πίσω. Κατά την πολιορκία ο ψευδο-Διογένης δέχθηκε μία μαστιγιά από έναν νεαρό Ρωμαίο μαχητή, τον Μαριανό Μαυροκατακαλώνα.

Τη στιγμή αυτή ένας από τους διοικητές του Αλεξίου Α΄, ο Αλακασεύς, σκέφθηκε ένα τέχνασμα: αφού ξυρίστηκε και μεταμφιέστηκε, πήγε να συναντήσει τον διεκδικητή, ισχυριζόμενος ότι είχε κακοπάθει από τον Αλέξιο Α΄. Ανακαλώντας την παλαιά του φιλία με τον Ρωμανό Δ΄ και λέγοντας τα βάσανά του, έδειξε ότι ήταν πιστός στον διεκδικητή και τον προέτρεψε να εισέλθει στο οχυρό Πούτζα, που πρότεινε να το παραδώσει. Ο διεκδικητής και οι Κουμάνοι ακόλουθοί του γιόρτασαν και δείπνησαν στο ανάκτορο του κυβερνήτη. Όταν κοιμήθηκαν οι Ρωμαίοι σκότωσαν τους Κουμάνους και συνέλαβαν τον ψευδο-Διογένη. Στην Τυρολόη/Τζουρουλό αποδόθηκε στον δρουγγάριο Ευστάθιο Κυμινειανό και τυφλώθηκε από έναν Τούρκο υπηρέτη. Έπειτα από την αιχμαλωσία του διεκδικητή, ο Αλέξιος Α΄ νίκησε τους Κουμάνους και τους οδήγησε πίσω από τον Δούναβη.

Ο ιστορικός Βασίλειος Σκουλάτος παρατηρεί, ότι το επεισόδιο του ψευδο-Διογένη είναι πολύ περίεργο στη Ρωμαϊκή ιστορία. Η Άννα Κομνηνή τον υποτιμά ως χαμηλής καταγωγής, ευτελή και αισχρό, επιρρεπή στο ποτό, αλλά ωστόσο αυτός επιδεικνύει καταπληκτικές ικανότητες: μπόρεσε να αποκτήσει ακολουθία στην Κωνσταντινούπολη, να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Κουμάνων και όταν προσπάθησε να πείσει τον Βρυέννιο, έδειξε ακριβή γνώση των δυναστικών επιγαμιών, που είχαν μεταξύ τους τα μέλη της ανώτερης αριστοκρατίας.

Υποστηρίζοντας τον Κωνσταντίνο Διογένη, ο Βλαδίμηρος Β΄ Μονομάχος νυμφεύτηκε την κόρη του Μαρί(τσ)α και έκανε τον Βασίλκο Λεόνοβιτς. Με τον γάμο ο Βλαντιμίρ Β΄ προσπάθησε να πάρει τον έλεγχο τουλάχιστον των πόλεων κατά μήκος του Δούναβη και να αποδυναμώσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το 1116 ο Βλαντιμίρ Β΄ ξεκίνησε την τελευταία Ρωσική εκστρατεία εναντίον της Ρωμανίας, στην οποία έχασε.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Cheynet, Jean-Claude (1996). Pouvoir et Contestations à Byzance (963–1210) (in French). Paris: Publications de la Sorbonne. ISBN 978-2-85944-168-5.
  • Dawes, Elizabeth A., ed. (1928). The Alexiad. London: Routledge & Kegan Paul.
  • Skoulatos, Basile (1980). Les personnages byzantins de l'Alexiade: Analyse prosopographique et synthèse [The Byzantine Personalities of the Alexiad: Prosopographical Analysis and Synthesis] (in French). Louvain-la-Neuve and Louvain: Bureau du Recueil Collège Érasme and Éditions Nauwelaerts. OCLC 8468871.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Mathieu, Marguerite (1952). "Les faux Diogènes". Byzantion (in French). 22: 134–148.