Κωνσταντίνος Αριανίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κωνσταντίνος Αριανίτης
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος1050
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός ηγέτης
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαδομέστικος των σχολών

Ο Κωνσταντίνος Αριανίτης (αποβιώσας το 1050) ήταν Βυζαντινός στρατηγός ο οποίος έδρασε στην περιοχή των Βαλκανίων εναντίον των Πετσενέγων. Πιθανώς πρόκειται για υιό ή συγγενή του Δαβίδ Αριανίτη, εγνωσμένης αξίας στρατηγού κατά την διάρκεια της περιόδου βασιλείας του Βασιλείου Β΄ (βασίλευσε μεταξύ 976-1025).[1] Πρώτη αναφορά στο όνομά του γίνεται το 1047, όταν οι Πετσενέγοι διέβησαν τον Δούναβη και εισέβαλαν στα βυζαντινά εδάφη. Εκείνη την περίοδο, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη, κατείχε τον βαθμό του μάγιστρου και το αξίωμα του δούκα της Αδριανούπολης. Ως απάντηση στην επίθεση των Πετσενέγων, διετάχθη να ενώσει τις στρατιωτικές δυνάμεις του με εκείνες του στρατιωτικού διοικητή της Βουλγαρίας, Βασιλείου Μοναχού, καθώς και των στρατηγών Μιχαήλ και Κιγίνη (βαπτισμένος Πετσενέγος ο οποίος είχε εισέλθει στην υπηρεσία των Βυζαντινών). Οι Βυζαντινοί πέτυχαν να νικήσουν και να συλλάβουν ως αιχμαλώτους τους Πετσενέγους, ωστόσο, αντί της εξόντωσής τους, επελέγη η εγκατάστασή τους ως εποίκων στην ερημωμένη πεδιάδα της Μοισίας.[2]

Όταν οι Πετσενέγοι εξεγέρθηκαν ολίγα έτη αργότερα, ο Αριανίτης ήταν ανώτερος αξιωματικός στο στράτευμα που εστάλη υπό τον εταιρειάρχη Κωνσταντίνο προκειμένου να τους αντιμετωπίσει. Λόγω απερίσκεπτης επίθεσης τμήματος του βυζαντινού στρατού, το οποίο εγκατέλειψε το οχυρωμένο στρατόπεδό του προκειμένου να εφορμήσουν εναντίον των Πετσενέγων σε ανοιχτό πεδίο, οι Βυζαντινοί υπέστησαν σημαντική ήττα στη Βασιλική Λιβάδα, πλησίον της Αδριανούπολης: ο Αριανίτης υπέστη σοβαρό τραύμα από χτύπημα ακοντίου στα έντερα και απεβίωσε δύο ημέρες μετά τη μάχη, ενώ έτερος ανώτερος αξιωματικός, ο Μιχαήλ Δοκειανός, συνελήφθη ως αιχμάλωτος και σκοτώθηκε από τους Πετσενέγους.[3][4] Σύμφωνα με τον Ροντόλφ Γκιγιάν, εκείνη την περίοδο πιθανώς κατείχε το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Δύσης.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Wortley 2010, σελ. 429 (σημείωση 155).
  2. Wortley 2010, σελίδες 429–430.
  3. Wortley 2010, σελίδες 438–439.
  4. Kaldellis & Krallis 2012, σελίδες 59, 61.
  5. Guilland 1967, σελ. 451.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]