Κονκισταδόρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κονκισταδόρες)
Ο Ερνάν Κορτές ηγήθηκε της ισπανικής κατακτήσεως του Μεξικού και επεξέτεινε την Ισπανική αυτοκρατορία στην αμερικανική ήπειρο.
Ο Αφόνσο ντι Αλμπουκέρκε επεξέτεινε την Αυτοκρατορία της Πορτογαλίας στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού.

Κονκισταδόρ (conquistador), συνηθέστερα στον ισπανικό πληθυντικό κονκισταδόρες (conquistadores), που σημαίνει «κατακτητές», είναι η ονομασία που δόθηκε στους εξερευνητές και κατακτητές από την Ισπανική και την Πορτογαλική Αυτοκρατορία του 15ου και του 16ου αιώνα μ.Χ.[1][2] Κατά την Εποχή των Ανακαλύψεων, οι κονκισταδόρες έπλευσαν από την Ευρώπη στην Αμερική, την Ωκεανία, την Αφρική και την Ασία, ιδρύοντας αποικίες και ανοίγοντας νέες εμπορικές οδούς. Ιδιαιτέρως, έθεσαν ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής ηπείρου υπό την κυριαρχία της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.

Μετά την άφιξη στις λεγόμενες Δυτικές Ινδίες το 1492, οι Ισπανοί, συνήθως με επικεφαλής ιδαλγούς, δηλαδή ευγενείς χωρίς μεγάλη ακίνητη περιουσία, από τη δυτική και τη νότια Ισπανία, άρχισαν να κτίζουν μια αμερικανική αυτοκρατορία στην Καραϊβική με τη χρήση ως βάσεων μεγάλων νησιών όπως η Ισπανιόλα, η Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο. Από το 1519 μέχρι το 1521 ο Ερνάν Κορτές (εξελληνισμένα «Φερδινάνδος Κορτές») επιδόθηκε σε μια ιστορική εκστρατεία κατά της Αυτοκρατορίας των Αζτέκων. Από τα εδάφη της αυτοκρατορίας αυτής οι κονκισταδόρες επεξέτειναν την ισπανική κυριαρχία στην Κεντρική Αμερική και σε μέρη των σημερινών νότιων και δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ από το Μεξικό διέπλευσαν τον Ειρηνικό Ωκεανό έως τις Φιλιππίνες. Στη Νότια Αμερική άλλοι κονκισταδόρες αντιμετώπισαν την Αυτοκρατορία των Ίνκας έχοντας διασχίσει τις ζούγκλες του Ισθμού του Παναμά και έχοντας πλεύσει στον Ειρηνικό μέχρι το βόρειο (σημερινό) Περού. Καθώς ο Φρανθίσκο Πιθάρρο κατέλυσε αυτή την Αυτοκρατορία, άλλοι κονκισταδόρες, έχοντας το Περού ως βάση, κατέκτησαν μεγάλο μέρος του σημερινού Εκουαδόρ και της Χιλής. Η κεντρική Κολομβία, όπου κατοικούσαν οι Ινδιάνοι Μουίσκα, κατακτήθηκε από τον Γκονθάλο Χιμένεθ ντε Κεσάδα, ενώ οι βόρειες περιοχές της εξερευνήθηκαν από τους Ροδρίγο ντε Μπαστίδας, Αλόνσο ντε Οχέδα, Χουάν ντε λα Κόσα, Πέδρο δε Ερέδια και άλλους. Για τη νοτιοδυτική Κολομβία, τη Βολιβία και την Αργεντινή, κονκισταδόρες από το Περού συνδυάστηκαν με άλλους, που έφταναν από την Καραϊβική και το Ρίο ντε λα Πλάτα-Παραγουάη αντιστοίχως. Το σύνολο αυτών των κατακτήσεων διαμόρφωσαν τη βάση της σημερινής Λατινικής Αμερικής και του ισπανόφωνου πολιτισμού του Νέου Κόσμου γενικότερα.

Οι Ισπανοί κονκισταδόρες πραγματοποίησαν, επίσης, σημαντικές εξερευνήσεις στη ζούγκλα του Αμαζονίου, την Παταγονία, το εσωτερικό της Βόρειας Αμερικής και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Επιπλέον, ίδρυσαν πολυάριθμες πόλεις, κάποιες σε θέσεις με προϋπάρχοντες οικισμούς των ιθαγενών (π.χ. Μανίλα και Πόλη του Μεξικού).

Κονκισταδόρες στην υπηρεσία του πορτογαλικού Στέμματος ηγήθηκαν πολλών κατακτήσεων στη Νότια Αμερική και την Αφρική, ενώ ίδρυσαν εμπορικές αποικίες στην Ασία. Αξιοσημείωτος Πορτογάλος κονκισταδόρ ήταν ο Αφόνσο ντι Αλμπουκέρκε, που οδήγησε αποστολές στον Περσικό Κόλπο, τις Ανατολικές Ινδίες και την Ανατολική Αφρική, όπως και ο Φιλίπε ντε Μπρίτου ε Νικότε, που εξερεύνησε τη Βιρμανία.

Τα βασικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χριστόφορος Κολόμβος και το ισπανικό του πλήρωμα αποβιβάζονται για πρώτη φορά σε νησί της Αμερικής το 1492.

Η Πορτογαλία δημιούργησε μια διαδρομή προς την Κίνα στις αρχές του 16ου αιώνα, στέλνοντας πλοία μέσω της νότιας ακτής της Αφρικής και ιδρύοντας πολυάριθμους παράκτιους θύλακες κατά μήκος της διαδρομής. Μετά την ανακάλυψη το 1492 από Ισπανούς του Νέου Κόσμου με το πρώτο ταξίδι του Ιταλού εξερευνητή Χριστόφορου Κολόμβου εκεί, και τον πρώτο περίπλου της Γης από τον Φερδινάνδο Μαγγελάνο και τον Χουάν Σεμπαστιάν Ελκάνο το 1521, αποστολές με επικεφαλής κονκισταδόρες τον 16ο αιώνα καθιέρωσαν εμπορικές διαδρομές που συνδέουν την Ευρώπη με όλους αυτούς τους τομείς.

Η Εποχή των Εξερευνήσεων χαρακτηρίσθηκε ως τέτοια το 1519, λίγο μετά την ανακάλυψη της Αμερικής από την Ευρώπη, όταν ο Φερνάντο Κορτές ξεκινά την εκστρατεία του στην Αυτοκρατορία των Αζτέκων. Καθώς οι Ισπανοί, υποκινούμενοι από το χρυσό και τη φήμη, δημιούργησαν σχέσεις και έκαναν πόλεμο με τους Αζτέκους, η αργή εξέλιξη της κατάκτησης, η ανέγερση πόλεων και η πολιτιστική κυριαρχία επί των ιθαγενών έφεραν περισσότερα ισπανικά στρατεύματα και υποστήριξη στο σύγχρονο Μεξικό. Ενώ οι εμπορικές διαδρομές των ωκεανών δημιουργήθηκαν από τις εξερευνητικές αποστολές του Κολόμβου, του Μαγγελάνου και του Ελκάνο, το σύστημα υποστηρίξεως της γης εδραιώθηκε από τις κατακτήσεις τύπου Κορτές.

Οι ανθρώπινες λοιμώξεις απέκτησαν για πρώτη φορά φορείς μεταδόσεως παγκοσμίως: από την Αφρική και την Ευρασία στην Αμερική και αντίστροφα.[3][4] Η εξάπλωση ασθενειών του Παλαιού Κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της ευλογιάς, της γρίπης και του τύφου, οδήγησε στον θάνατο πολλών αυτόχθονων κατοίκων του Νέου Κόσμου. Τον 16ο αιώνα ίσως 240.000 Ισπανοί εισήλθαν σε αμερικανικά λιμάνια. Στα τέλη του 16ου αιώνα οι εισαγωγές χρυσού και αργύρου από την Αμερική παρείχαν το ένα πέμπτο του συνολικού προϋπολογισμού της Ισπανίας.

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ερνάντο δε Σότο και Ισπανοί κονκισταδόρες αντικρίζουν τον ποταμό Μισισιπή για πρώτη φορά.

Παρά το ότι πιστεύεται από πολλούς, οι κονκισταδόρες δεν ήταν εκπαιδευμένοι ως πολεμιστές. Οι περισσότεροι ήταν τεχνίτες που αναζητούσαν μια ευκαιρία να αυξήσουν τον πλούτο και τη φήμη τους. Λίγοι ήταν οι εφοδιασμένοι με πρωτόγονα τουφέκια, που ονομάζονταν «αρκεβούζια».

Ορισμένες ομάδες αποτελούνταν από νεαρούς άνδρες χωρίς στρατιωτική εμπειρία, Ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς που βοηθούσαν σε διοικητικά καθήκοντα και στρατιώτες με στρατιωτική εκπαίδευση. Υπήρχαν όμως και δυνάμεις, ομάδες ιθαγενών που πολεμούσαν στο πλευρό των κονκισταδόρες. Αυτές περιλάμβαναν συχνά Αφρικανούς σκλάβους και ιθαγενείς Αμερικανούς («Ινδιάνους»), μερικοί από τους οποίους ήταν επίσης σκλάβοι. Δεν συγκροτήθηκαν μόνο για να πολεμούν στο πεδίο της μάχης αλλά και για να υπηρετούν ως διερμηνείς, πληροφοριοδότες, υπηρέτες, δάσκαλοι, και ακόμα\ γιατροί και γραφείς. Η Ίντια Καταλίνα και η Λα Μαλίντσε ήταν Ινδιάνες σκλάβες που αναγκάστηκαν να εργαστούν για τους Ισπανούς. 

Ο καστιλιανικός νόμος απαγόρευε σε ξένους και μη-Ρωμαιοκαθολικούς να εγκατασταθούν στον Νέο Κόσμο. Ωστόσο, δεν ήταν όλοι οι κατακτητές Καστιλιάνοι. Πολλοί ξένοι «ισπανοποίησαν» τα ονόματά τους και/ή ασπάσθηκαν τον Ρωμαιοκαθολικισμό προκειμένου να υπηρετήσουν ως κονκισταδόρες. Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Φωκάς (γνωστός ως «Χουάν ντε Φούκα») ήταν Καστιλιάνος ελληνικής καταγωγής, που ανεκάλυψε τον πορθμό που φέρει το όνομά του μεταξύ της Νήσου Βανκούβερ του Καναδά και της πολιτείας Ουάσιγκτον των ΗΠΑ το 1592. Ο γερμανικής καταγωγής Νικολάους Φέντερμαν, «ισπανοποιημένος» ως «Νικολάς ντε Φεδερμάν», ήταν κονκισταδόρ στη Βενεζουέλα και την Κολομβία. Ο Βενετός Σεμπαστιάνο Καμπότο ήταν ο Σεβαστιάν Καμπότ, ο Ιταλός Αμέριγκο Βεσπούτσι έγινε «Αμέρικο Βεσπούθιο» και ο Γκέοργκ φον Σπάυερ ο «Χόρχε ντε λα Εσπίρα». Ακόμα και σε μετενέστερους αιώνες, ο Εουζέμπιο Φραντσέσκο Κίνι έγινε ο «Εουσέμπιο Κίνο» και ο Κροάτης Φέρντιναντ Κόνστσακ έγινε «Φερνάντο Κονσάγκ».

Η καταγωγή πολλών ανθρώπων σε μικτές αποστολές δεν ήταν πάντα διακριτή. Διάφορα επαγγέλματα, όπως ναυτικοί, ψαράδες, στρατιώτες και ευγενείς χρησιμοποιούσαν διαφορετικές γλώσσες (ακόμη και από άσχετες γλωσσικές ομάδες), έτσι ώστε το πλήρωμα και οι άποικοι των ιβηρικών αυτοκρατοριών που καταγράφονται ως «Γαλικιανοί» από την Ισπανία, μιλούσαν στην πραγματικότητα πορτογαλικά, βασκικά, καταλανικά, ιταλικά και λανγκεντόκες, που δεν αναφέρονται ως τέτοιες.

Ο καστιλιανικός νόμος απαγόρευε επιπλέον και στις Ισπανίδες γυναίκες να ταξιδεύουν στην Αμερική, εκτός εάν ήταν παντρεμένες και συνοδευόμενες από τον σύζυγό τους. Γυναίκες που ταξίδεψαν έτσι περιλαμβάνουν τη Μαρία ντε Εστράδα, τη Μαρίνα Βέλεθ ντε Ορτέγ, τη Μαρίνα ντε λα Καμπαλερία, τη Φρανθίσκα ντε Βαλενθουέλα και την Καταλίνα ντε Σαλαθάρ. Μερικοί κατακτητές παντρεύτηκαν Ινδιάνες ή απέκτησαν νόθα τέκνα με αυτές.

Ισπανοί και άλλοι Ευρωπαίοι νέοι στρατεύονταν στον στρατό γιατί πολλές φορές αυτό ήταν μονόδρομος για την έξοδο από τη φτώχεια. Ρωμαιοκαθολικοί ιερείς δίδασκαν τους στρατιώτες μαθηματικά, γραφή, θεολογία, λατινικά, ακόμα και αρχαία ελληνικά και ιστορία, και έγραφαν επιστολές και επίσημα έγγραφα για λογαριασμό τους. Οι αξιωματικοί του στρατού του Βασιλιά δίδασκαν στρατιωτικές τέχνες. Κάποιος απαίδευτος νέος νεοσύλλεκτος θα μπορούσε να γίνει στρατιωτικός ηγέτης, εκλεγμένος από τους συναδέλφους του στρατιώτες, πιθανότατα με βάση την αξία του. Άλλοι γεννήθηκαν σε οικογένειες ιδαλγών και ως εκ τούτου ήταν μέλη της ισπανικής αριστοκρατίας με κάποιες σπουδές, αλλά χωρίς οικονομικούς πόρους. Ακόμη και κάποια μέλη πλούσιων οικογενειών ευγενών έγιναν στρατιώτες ή ιεραπόστολοι, αλλά κυρίως όχι πρωτότοκοι κληρονόμοι.

Οι δύο διασημότεροι κονκισταδόρες ήταν ο Ερνάν Κορτές, που κατέκτησε την Αυτοκρατορία των Αζτέκων, και ο Φρανθίσκο Πιθάρρο, που ηγήθηκε της κατακτήσεως της Αυτοκρατορία των Ίνκας. Οι δυο τους ήταν δεύτερα εξαδέρφια, που γεννήθηκαν στην Εστρεμαδούρα, όπως και πολλοί άλλοι από τους Ισπανούς κονκισταδόρες. Διάφορα Ρωμαιοκαθολικά τάγματα μοναχών συμμετείχαν και υποστήριξαν την εξερεύνηση, ως επί το πλείστον Δομινικανοί, Καρμηλίτες, Φραγκισκανοί και Ιησουίτες, με επιφανή παράδειγμα τους Φραγκίσκο Χαβιέρ, Βαρθολομαίο ντε λας Κάζας, Εουσέμπιο Κίνο, Χουάν ντε Παλαφόξ υ Μεντόθα ή ο Γκασπάρ ντα Κρουζ. Το 1536 ο Δομινικανός μοναχός Βαρθολομαίος ντε λας Κάζας πήγε στην Οαχάκα για να συμμετάσχει σε μια σειρά συζητήσεων μεταξύ των Επισκόπων των Δομινικανών και Φραγκισκανών ταγμάτων. Τα δύο τάγματα είχαν πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικώς με τη διάδοση του Χριστιανισμού στους Ινδιάνους. Οι Φραγκισκανοί χρησιμοποιούσαν μια μέθοδο μαζικού εκχριστιανισμού, μερικές φορές βαφτίζοντας πολλές χιλιάδες Ινδιάνους σε μια ημέρα. Αυτή η μέθοδος υποστηρίχθηκε από εξέχοντες Φραγκισκανούς, όπως ο Τορίμπιο του Μπεναβέντε, γνωστός και ως «Μοτολίνια»

Οι κονκισταδόρες ανελάμβαναν πολλούς διαφορετικούς ρόλους, όπως του θρησκευτικού τοπικού ηγέτη, του πολιτικού αρχηγού, του λιποτάκτη και του πολεμιστή. Ο Καραμούρου ήταν Πορτογάλος που πήγε να ζήσει με τους Ινδιάνους Τουπινάμπα της Βραζιλίας. Ο Γκονθάλο Γκερέρο ήταν αιχμάλωτος και κατόπιν πολεμικός ηγέτης των Μάγια. Ο Φ. Πιθάρρο είχε παιδιά με περισσότερες από 40 γυναίκες. Οι χρονικογράφοι Πέδρο Θιέθα ντε Λεόν, Γκονθάλο Φερνάντεθ ντε Οβιέδο υ Βαλντές, Διέγο Ντουράν, Χουάν ντε Καστεγιάνος και ο μοναχός Πέδρο Σιμόν έγραψαν για την Αμερική.

Το μοίρασμα λαφύρων τόσο μεγάλης αξίας προκάλεσε αιματηρές συγκρούσεις, όπως αυτή μεταξύ Πιθάρρο και Αλμάγρο: Με τα σημερινά περουβιανά εδάφη να έχουν κατακτηθεί, ο Πιθάρρο έστειλε τον Ντιέγο ντε Αλμάγρο, προτού γίνουν εχθροί, στη βόρεια πόλη Κίτο της Αυτοκρατορίας των Ίνκας για να τη διεκδικήσουν. Ο συντοπίτης τους Σεβαστιάν ντε Βελαλκάθαρ, ο οποίος είχε προελάσει χωρίς την έγκριση του Πιθάρρο, είχε ήδη φτάσει στο Κίτο. Η άφιξη του Πέδρο δε Αλβαράδο από τα εδάφη που είναι γνωστά σήμερα ως Μεξικό σε αναζήτηση χρυσού των Ίνκας περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την κατάσταση για τον ντε Αλμάγρο και τον Βελαλκάθαρ. Ο δε Αλβαράδο έφυγε από τη Νότια Αμερική με αντάλλαγμα χρηματική αποζημίωση από τον Πιθάρρο. Ο ντε Αλμάγρο εκτελέστηκε το 1538, με διαταγές του Ερνάντο Πιθάρρο, αδελφού του Φρανθίσκο. Το 1541 στη Λίμα υποστηρικτές του Ντιέγκο Αλμάγρο του νεότερου (γιου του εκτελεσθέντα) δολοφόνησαν τον Φρανθίσκο Πιθάρρο Το 1546 ο ντε Βελαλκάθαρ διέταξε την εκτέλεση του Χόρχε Ρομπλέδο, ο οποίος κυβερνούσε μια γειτονική επαρχία, σε μια ακόμη βεντέτα που σχετίζεται με τη γη. Ο ντε Βελαλκάθαρ δικάσθηκε ερήμην και καταδικάσθηκε για τη δολοφονία του Ρομπλέδο και για άλλα αδικήματα που σχετίζονται με τη συμμετοχή του στους πολέμους μεταξύ των στρατών των κατακτητών. Ο Πέδρο δε Ουρσούα σκοτώθηκε από τον υφιστάμενό του Λόπε δε Αγίρε που αργότερα αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς ενώ έψαχνε για το Ελ Ντοράντο. Το 1544 ο Λόπε δε Αγίρε και ο Μελτσόρ Βερδούγο (ένας εκχριστιανισμένος Εβραίος) ήταν στο πλευρό του πρώτου αντιβασιλέα του Περού Μπλάσκο Νούνιεθ Βέλα, ο οποίος είχε φθάσει από την Ισπανία με εντολή να εφαρμόσει τους Νέους Νόμους και να καταστείλει το δουλοκτητικό σύστημα εργασίας ενκομιέντα. Αυτό δεν συνέφερε τους κονκισταδόρες. Ο Γκονθάλο Πιθάρρο, άλλος αδελφός του Φρανθίσκο, ξεσηκώθηκε, σκότωσε τον αντιβασιλέα Μπλάσκο Νούνιεθ Βέλα και το μεγαλύτερο μέρος του ισπανικού στρατού του σε μάχη το 1546 και ο Γκονθάλο προσπάθησε να στεφθεί βασιλιάς.

Ο Ισπανός βασιλιάς ανέθεσε στον επίσκοπο Πέδρο δε λα Γάσκα να αποκαταστήσει την ειρήνη, ορίζοντάς τον πρόεδρο του δικαστικού συστήματος και παρέχοντάς του απεριόριστη εξουσία να τιμωρεί και να συγχωρεί τους επαναστάτες. Ο Γάσκα κατάργησε τους Νέους Νόμους, το θέμα γύρω από το οποίο είχε οργανωθεί η εξέγερση, και έπεισε τον Πέδρο ντε Βαλδίβια, εξερευνητή της Χιλής, τον Αλόνσο δε Αλβαράδο (που επίσης αναζητούσε το Ελ Ντοράντο) και άλλους ότι, αν ο ίδιος δεν τα κατάφερνε, ένας βασιλικός στόλος 40 πλοίων και 15.000 ανδρών ετοιμαζόταν να αποπλεύσει από τη Σεβίλλη τον Ιούνιο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμη πορτογαλική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ινφάντης Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος, γιος του βασιλιά Ιωάννη Α΄ της Πορτογαλίας, έγινε ο κύριος χορηγός ταξιδιών εξερευνήσεως. Το 1415 η Πορτογαλία κατέκτησε τη Θέουτα, την πρώτη υπερπόντια αποικία της.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 15ου αιώνα, Πορτογάλοι εξερευνητές έπλευσαν στις ακτές της Αφρικής, δημιουργώντας εμπορικούς σταθμούς για εμπορεύσιμα προϊόντα όπως πυροβόλα όπλα, μπαχαρικά, ασήμι, χρυσό και σκλάβους (δούλους). Το 1434 η πρώτη αποστολή σκλάβων έφθασε στη Λισαβόνα. Το δουλεμπόριο ήταν ο πιο κερδοφόρος κλάδος του πορτογαλικού εμπορίου μέχρι να εξαπλωθεί αυτό και στην ινδική υποήπειρο. Λόγω της εισαγωγής δούλων ήδη από το 1441, το βασίλειο της Πορτογαλίας μπόρεσε να δημιουργήσει έναν αριθμό σκλάβων σε όλη την Ιβηρική, λόγω της κυριαρχίας των σκλαβοπάζαρών του στην Ευρώπη. Πριν ξεκινήσει η Εποχή των Κατακτήσεων, η ηπειρωτική Ευρώπη είχε ήδη συνδέσει το πιο σκουρόχρωμο δέρμα με την τάξη των δούλων. Αυτό το συναίσθημα ενυπήρχε στους κατακτητές όταν ξεκίνησαν τις εξερευνήσεις τους στην Αμερική. Η προδιάθεση ενέπνευσε πολλούς από τους αυτούς να αναζητήσουν σκλάβους ως μέρος της κατακτήσεως.

Η γένεση του Βασιλείου της Ισπανίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1469 ο Φερδινάνδος Β΄ της Αραγωνίας πήρε ως σύζυγό του την Ισαβέλλα Α΄ της Καστίλης, ενοποιώντας τα δύο βασίλεια και δημιουργώντας έτσι το Βασίλειο της Ισπανίας. Αργότερα προσπάθησε να ενσωματώσει και το βασίλειο της Πορτογαλίας με γάμο. Η Ισαβέλλα ήταν εκείνη που υπεστήριξε το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου στην Αμερική, το οποίο απετέλεσε τον προπομπό για τη δράση των κονκισταδόρες. Η Ιβηρική Χερσόνησος ήταν σε μεγάλο βαθμό διαιρεμένη πριν από αυτόν τον γάμο-ορόσημο. Πέντε ανεξάρτητα βασίλεια είχαν όλα ανεξάρτητη κυριαρχία και ανταγωνιστικά συμφέροντα: η Πορτογαλία στη Δύση, η Αραγονία και η Ναβάρρα στα ανατολικά, η Καστίλλη στο μεγάλο κέντρο και η Γρανάδα στον νότο. Η σύγκρουση μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων για τον έλεγχο της Ιβηρίας, η οποία ξεκίνησε με τη μουσουλμανική εισβολή, διήρκεσε από το 718 έως το 1492: Οι Χριστιανοί απώθησαν με επιτυχία τους Μουσουλμάνους πίσω στη Γρανάδα, που ήταν το τελευταίο προπύργιο των Μουσουλμάνων στην Ιβηρική Χερσόνησο.

Ο γάμος μεταξύ του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας, που τιμήθηκαν ως «Καθολικοί Μονάρχες» από τον Πάπα Αλέξανδρο ΣΤ΄, είχε ως αποτέλεσμα την κοινή διακυβέρνηση των δύο βασιλείων. Μαζί οι Βασιλείς του Στέμματος φρόντισαν για την πτώση της Γρανάδας και τη νίκη επί της μουσουλμανικής μειονότητας, αλλά και για την εκδίωξη ή τον βίαιο εκχριστιανισμό Εβραίων και μη Χριστιανών, ώστε να μετατρέψουν την Ισπανία σε μια θρησκευτικώς ομογενή χώρα.

Συνθήκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου το 1492 από την Ισπανία κατέστησε επιθυμητή μια οριοθέτηση της ισπανικής και της πορτογαλικής σφαίρας εξερευνήσεων-κατακτήσεων, διαιρώντας έτσι τον κόσμο σε δύο περιοχές εξερευνήσεως και αποικισμού. Αυτό διευθετήθηκε με τη Συνθήκη του Τορδεσίγιας στις 7 Ιουνίου 1494, η οποία τροποποίησε την οριοθέτηση που είχε εγκρίνει ο Πάπας Αλέξανδρος ΣΤ΄ σε δύο βούλλες του που είχαν εκδοθεί στις 4 Μαΐου 1493. Η συνθήκη αυτή έδωσε στην Πορτογαλία όλα τα εδάφη που θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν ανατολικά ενός μεσημβρινού (γραμμής από τον Βόρειο Πόλο μέχρι την Ανταρκτική), σε απόσταση 370 λευγών (χιλίων οκτακοσίων χιλιομέτρων) δυτικά του Πράσινου Ακρωτηρίου. Η Ισπανία έλαβε τα εδάφη δυτικά αυτής της γραμμής.

Τα τότε διαθέσιμα μέσα προσδιορισμού του γεωγραφικού μήκους ήταν τόσο ανακριβή, ώστε η γραμμή οριοθετήσεως δεν μπορούσε στην πράξη να προσδιορισθεί, υποβάλλοντας τη συνθήκη σε διάφορες ερμηνείες. Τόσο η διεκδίκηση των Πορτογάλων στη Βραζιλία όσο και η ισπανική αξίωση για τις Μολούκες εξαρτήθηκαν από τη συνθήκη. Ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη για τους Πορτογάλους, ιδίως όταν το 1497-1499 ο Βάσκο ντα Γκάμα ολοκλήρωσε το ταξίδι του στην Ινδία.

Οι ισπανικές εξερευνήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατάκτηση της Καραϊβικής και της Κεντρικής Αμερικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η «Νέα Σεβίλλη» (Sevilla la Nueva), που ιδρύθηκε το 1509, ήταν ο πρώτος ισπανικός οικισμός στο νησί της Τζαμάικα, το οποίο οι Ισπανοί ονόμασαν Isla de Santiago (= «Νήσο του Αγίου Ιακώβου»). Αυτή η πρωτεύουσα βρισκόταν σε μια ανθυγιεινή τοποθεσία[5] και κατά συνέπεια μετακόμισε γύρω στο 1534 στο μέρος που ονόμασαν «Βίλα ντε Σαντιάγο δε λα Βέγα». Αργότερα ονομάστηκε «Ισπανική Πόλη» και είναι η σημερινή Σπάνις Τάουν.

Αφού αποβιβάσθηκε αρχικώς στο νησί «Γουαναανί» (άγνωστο ποιο σημερινό νησί είναι) στις Μπαχάμες, ο Κολόμβος ανεκάλυψε το νησί που ονόμασε Χουάν και αργότερα ονομάστηκε Κούβα. Το 1511 ο Ντιέγο Βελάθκεθ δε Κουέγιαρ ίδρυσε τον πρώτο ισπανικό οικισμό του νησιού, στο Μπαρακόα, ενώ η Αβάνα ιδρύθηκε το 1515.

Αφού ειρήνευσε την Ισπανιόλα, όπου οι ιθαγενείς Ινδιάνοι είχαν επαναστατήσει ενάντια στη διοίκηση του κυβερνήτη Νικολάς ντε Οβάντο, ο Ντιέγο Βελάθκεθ δε Κουέγιαρ ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Κούβας το 1511 υπό τις διαταγές του αντιβασιλέα Ντιέγο Κολόμβου (του μεγαλύτερου γιου του Χριστόφορου) και διορίστηκε κυβερνήτης του νησιού. Ως κυβερνήτης εξουσιοδότησε αποστολές για να εξερευνήσουν εδάφη πιο δυτικά, συμπεριλαμβανομένης της αποστολής του 1517 του Φρανθίσκο Ερνάντεθ δε Κόρδοβα στο Γιουκατάν. Ο Ντιέγο Βελάθκεθ διέταξε και νέες αποστολές (μια με επικεφαλής τον ανιψιό του, Χουάν ντε Γριχάλβα, με 4 πλοία και 240 άνδρες) στο Γιουκατάν και την αποστολή του Ερνάν Κορτές του 1519. Αρχικά υπεστήριξε την αποστολή του Κορτές στο Μεξικό, αλλά εξαιτίας της προσωπικής του εχθρότητας για τον Κορτές διέταξε αργότερα τον Πάμφιλο δε Ναρβάεθ να τον συλλάβει. Ο Κορτές οδήγησε μια αποστολή (entrada) στο Μεξικό, στην οποία συμμετείχαν ο Πέδρο δε Αλβαράδο και ο Μπερναρδίνο Βάθκεθ ντε Τάπια. Η ισπανική εκστρατεία κατά της Αυτοκρατορίας των Αζτέκων σημείωσε την τελική της νίκη στις 13 Αυγούστου 1521, όταν ένας στρατός συνασπισμού ισπανικών δυνάμεων και γηγενών πολεμιστών Τλαχκαλάν με επικεφαλής τον Κορτές και τον Χικοτενκάτλ τον νεότερο αιχμαλώτισε τον αυτοκράτορα Κουαουχτεμόκ και την Τενοτστιτλάν, την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Αζτέκων. Η πτώση της Τενοτστιτλάν σηματοδοτεί την αρχή της ισπανικής κυριαρχίας στο κεντρικό Μεξικό. Οι Ισπανοί ίδρυσαν την πρωτεύουσά τους, την «Πόλη του Μεξικού», στη θέση της Τενοτστιτλάν. Η ισπανική κατάκτηση της Αυτοκρατορίας των Αζτέκων θεωρείται ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα στην παγκόσμια ιστορία.

Στο Νότιο Ημισφαίριο, το 1516 ο Χουάν Ντίας ντε Σολίς ανακάλυψε τον κόλπο που σχηματίζεται στην κοινή εκβολή-συμβολή του ποταμού Ουρουγουάη και του ποταμού Παρανά, και είναι ο μεγαλύτερος ποταμόκολπος του κόσμου, ο Ρίο ντε λα Πλάτα.

Αφού έλαβε ειδοποίηση από τον Χουάν ντε Γριχάλβα για χρυσό στην περιοχή του σημερινού Ταμπάσκο, ο κυβερνήτης της Κούβας Ντιέγο Βελάθκεθ δε Κουέγιαρ έστειλε μεγαλύτερη δύναμη από ό,τι είχε αποπλεύσει στο παρελθόν και διόρισε τον Κορτές ως Στρατηγό της Αρμάδας. Στη συνέχεια, ο Κορτές χρησιμοποίησε όλα τα κεφάλαιά του, υποθήκευσε τα κτήματά του και δανείστηκε από εμπόρους και φίλους για να εξοπλίσει τα πλοία του. Ο Βελάθκεθ μπορεί να συνέβαλε στην προσπάθεια, αλλά η κυβέρνηση της Ισπανίας δεν πρόσφερε οικονομική υποστήριξη.[6]

Ο Πέδρο Αρίας Ντάβιλα, Κυβερνήτης της νήσου Ισπανιόλα. καταγόταν από την οικογένεια ενός εκχριστιανισμένου Εβραίου. Το 1519 ο Ντάβιλα ίδρυσε την Νταριέν και την Πόλη του Παναμά και μετέφερε την πρωτεύουσά του εκεί, θέτοντας τις βάσεις για την εξερεύνηση της δυτικής ακτής της Νότιας Αμερικής και την επακόλουθη κατάκτηση του Περού. Ο Ντάβιλα είχε πολεμήσει ως στρατιώτης κατά των Μουσουλμάνων στη Γρανάδα και στη Βόρεια Αφρική, υπό τον Πέδρο Ναβάρο.

Ο Πέδρο Ντάβιλα έστειλε τον Χιλ Γκονθάλεθ Ντάβιλα να εξερευνήσει προς τα βόρεια και τον Πέδρο δε Αλβαράδο να εξερευνήσει τη σημερινή Γουατεμάλα. Το 1524 έστειλε μια άλλη αποστολή με τον Φρανθίσκο Ερνάντεθ δε Κόρδοβα. Οι κόρες του Πέδρο Αρίας Ντάβιλα, ο οποίος ήταν ένας από τους μακροβιότερους κονκισταδόρες (πέθανε σε ηλικία 91 ετών) παντρεύτηκαν τον Ροδρίγο δε Κοντρέρας και τον κονκισταδόρ της Φλόριντα και του Μισισιπή, Κυβερνήτη της Κούβας Ερνάντο δε Σότο. Ο Ντάβιλα συνήψε μια συμφωνία με τον Φρανθίσκο Πιθάρρο και τον Ντιέγο ντε Αλμάγρο, που οδήγησε στην ανακάλυψη του Περού:

Αποστολή με επικεφαλής τον Φρανθίσκο Πιθάρρο και τους αδελφούς του εξερεύνησε νότια από τον σημερινό Παναμά, φθάνοντας στην επικράτεια των Ίνκας το 1526. Μετά από μία ακόμη εκστρατεία το 1529, ο Πιθάρρο έλαβε τη βασιλική έγκριση να κατακτήσει την περιοχή και να γίνει ο αντιβασιλέας της. Η έγκριση έγραφε: «Τον Ιούλιο του 1529 η βασίλισσα της Ισπανίας υπέγραψε ένα καταστατικό που επέτρεπε στον Πιθάρρο να κατακτήσει τους Ίνκας. Ο Πιθάρρο ονομάστηκε κυβερνήτης και καπετάνιος όλων των κατακτήσεων στη Νέα Καστίλλη» Η Αντιβασιλεία του Περού ιδρύθηκε το 1542, περιλαμβάνοντας όλες τις ισπανικές κτήσεις στη Νότια Αμερική.

Στις αρχές του 1536, ο έως τότε διοικητής των Καναρίων Νήσων Πέδρο Φερνάντες ντε Λούγο έφτασε στη Santa Marta, μια πόλη που ιδρύθηκε το 1525 από τον Rodrigo de Bastidas στη σύγχρονη Κολομβία, ως κυβερνήτης. Μετά από μερικές αποστολές στη Sierra Nevada de Santa Marta, ο Fernández de Lugo έστειλε μια αποστολή στο εσωτερικό της επικράτειας, αναζητώντας αρχικά ένα χερσαίο μονοπάτι προς το Περού ακολουθώντας τον ποταμό Magdalena . Αυτή η αποστολή διοικήθηκε από τον Licentiate Gonzalo Jiménez de Quesada, ο οποίος κατέληξε να ανακαλύψει και να κατακτήσει την ιθαγενή Muisca και να ιδρύσει το Νέο Βασίλειο της Γρανάδας, το οποίο σχεδόν δύο αιώνες θα ήταν αντιβασιλέας. Ο Jiménez de Quesada ίδρυσε επίσης την πρωτεύουσα της Κολομβίας, Santafé de Bogotá .

Ο Juan Díaz de Solís έφτασε ξανά στο μετονομασμένο Río de la Plata, κυριολεκτικά ποτάμι του αργύρου, μετά την κατάκτηση των Ίνκας. Αναζήτησε έναν τρόπο να μεταφέρει το ασήμι των Potosi στην Ευρώπη. Για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω των ορυχείων αργύρου των Ίνκας, το Ποτόσι ήταν η πιο σημαντική τοποθεσία στην Αποικιακή Ισπανική Αμερική, που βρισκόταν στο σημερινό διαμέρισμα του Ποτοσί στη Βολιβία και ήταν η τοποθεσία του ισπανικού αποικιακού νομισματοκοπείου. Ο πρώτος οικισμός στο δρόμο ήταν το φρούριο Sancti Spiritu, που ιδρύθηκε το 1527 δίπλα στον ποταμό Paraná . Το Μπουένος Άιρες ιδρύθηκε το 1536, ιδρύοντας το Κυβερνείο του Ρίο ντε λα Πλάτα .

Οι Αφρικανοί ήταν επίσης κατακτητές στις πρώτες εκστρατείες κατάκτησης στην Καραϊβική και το Μεξικό. Στη δεκαετία του 1500 υπήρχαν σκλάβοι μαύροι, ελεύθεροι μαύροι και ελεύθεροι μαύροι  ναύτες σε ισπανικά πλοία που διασχίζουν τον Ατλαντικό και αναπτύσσουν νέες διαδρομές κατάκτησης και εμπορίου στην Αμερική. Μετά το 1521, ο πλούτος και η πίστη που δημιουργήθηκαν από την απόκτηση της Αυτοκρατορίας του Μεξικού χρηματοδότησε βοηθητικές δυνάμεις μαύρων κατακτητών που θα μπορούσαν να φτάσουν τις πεντακόσιες. Οι Ισπανοί αναγνώρισαν την αξία αυτών των μαχητών.

Ένας από τους μαύρους κατακτητές που πολέμησαν εναντίον των Αζτέκων και επέζησαν από την καταστροφή της αυτοκρατορίας τους ήταν ο Χουάν Γκαρίντο . Γεννημένος στην Αφρική, ο Garrido έζησε ως νεαρός σκλάβος στην Πορτογαλία προτού πουληθεί σε έναν Ισπανό και αποκτήσει την ελευθερία του πολεμώντας στις κατακτήσεις του Πουέρτο Ρίκο, της Κούβας και άλλων νησιών. Πολέμησε ως ελεύθερος υπηρέτης ή βοηθός, συμμετέχοντας σε ισπανικές αποστολές σε άλλα μέρη του Μεξικού (συμπεριλαμβανομένης της Μπάχα Καλιφόρνια) τη δεκαετία του 1520 και του 1530. Έχοντας παραχωρήσει ένα οικόπεδο στην Πόλη του Μεξικού, μεγάλωσε μια οικογένεια εκεί, δουλεύοντας κατά καιρούς ως φύλακας και τσιράκι. Ισχυρίστηκε ότι ήταν ο πρώτος άνθρωπος που φύτεψε σιτάρι στο Μεξικό.

Ο Σεμπάστιαν Τοράλ ήταν ένας Αφρικανός σκλάβος και ένας από τους πρώτους μαύρους κατακτητές στον Νέο Κόσμο. Ενώ ήταν σκλάβος, πήγε με τον Ισπανό ιδιοκτήτη του σε μια εκστρατεία. Κατά τη διάρκεια αυτής της υπηρεσίας μπόρεσε να κερδίσει την ελευθερία του. Συνέχισε ως ελεύθερος κατακτητής με τους Ισπανούς να πολεμά τους Μάγια στο Γιουκατάν το 1540. Μετά τις κατακτήσεις εγκαταστάθηκε στην πόλη Μέριδα στη νεοσύστατη αποικία του Γιουκατάν με την οικογένειά του. Το 1574, το ισπανικό στέμμα διέταξε ότι όλοι οι σκλάβοι και οι ελεύθεροι μαύροι στην αποικία έπρεπε να πληρώσουν φόρο τιμής στο στέμμα. Ωστόσο, ο Toral έγραψε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον φόρο που βασίστηκε στις υπηρεσίες του κατά τις κατακτήσεις του. Ο Ισπανός βασιλιάς απάντησε ότι ο Τοράλ δεν χρειάζεται να πληρώσει τον φόρο λόγω της υπηρεσίας του. Ο Toral πέθανε ως βετεράνος τριών υπερατλαντικών ταξιδιών και δύο αποστολών Conquest, ένας άνθρωπος που είχε ζητήσει επιτυχώς τον μεγάλο Ισπανό Βασιλιά, περπάτησε στους δρόμους της Λισαβόνας, της Σεβίλλης και της Πόλης του Μεξικού και βοήθησε να βρεθεί μια πρωτεύουσα στην Αμερική.

Ο Χουάν Βαλιέντε γεννήθηκε στη Δυτική Αφρική και αγοράστηκε από Πορτογάλους εμπόρους από Αφρικανούς σκλάβους. Γύρω στο 1530 αγοράστηκε από τον Alonso Valiente για να είναι σκλάβος οικιακός υπηρέτης στην Πουέμπλα του Μεξικού. Το 1533 ο Χουάν Βαλιέντε έκανε συμφωνία με τον ιδιοκτήτη του για να του επιτρέψει να είναι κατακτητής για τέσσερα χρόνια με τη συμφωνία ότι όλα τα κέρδη θα επέστρεφαν στον Αλόνσο. Πολέμησε για πολλά χρόνια στη Χιλή και στο Περού. Μέχρι το 1540 ήταν καπετάνιος, ιππέας και συνεργάτης στην εταιρεία του Pedro de Valdivia στη Χιλή. Αργότερα του απονεμήθηκε κτήμα στο Σαντιάγο. μια πόλη που θα βοηθούσε να βρει τη Βαλδίβια. Τόσο ο Alonso όσο και ο Valiente προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τον άλλον για να συνάψουν συμφωνία σχετικά με την παράδοση του Valiente και να στείλουν στον Alonso τα χρηματικά του χρήματα. Δεν μπόρεσαν ποτέ να φτάσουν ο ένας στον άλλον και ο Βαλιέντε πέθανε το 1553 στη μάχη του Τουκάπελ.

Άλλοι μαύροι κατακτητές είναι οι Pedro Fulupo, Juan Bardales, Antonio Pérez και Juan Portugués. Ο Πέδρο Φουλούπο ήταν ένας μαύρος σκλάβος που πολέμησε στην Κόστα Ρίκα. Ο Juan Bardales ήταν ένας Αφρικανός σκλάβος που πολέμησε στην Ονδούρα και τον Παναμά. Για την υπηρεσία του του χορηγήθηκε χειραγώγηση και σύνταξη 50 πέσος. Ο Antonio Pérez ήταν από τη Βόρεια Αφρική και ήταν ελεύθερος μαύρος. Συμμετείχε στην κατάκτηση στη Βενεζουέλα και έγινε καπετάνιος. Ο Χουάν Πορτουγκές πολέμησε στις κατακτήσεις στη Βενεζουέλα.

Η κατάκτηση της Βόρειας Αμερικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 16ο αιώνα οι Ισπανοί άρχισαν να ταξιδεύουν και να αποικίζουν τη Βόρεια Αμερική. Έψαχναν για χρυσό σε ξένα βασίλεια. Μέχρι το 1511 υπήρχαν φήμες για ανεξερεύνητες εκτάσεις στα βορειοδυτικά της Ισπανιόλα . Ο Χουάν Πόνσε ντε Λεόν εξόπλισε τρία πλοία με τουλάχιστον 200 άνδρες με δικά του έξοδα και ξεκίνησε από το Πουέρτο Ρίκο στις 4 Μαρτίου 1513 προς τη Φλόριντα και τη γύρω παράκτια περιοχή. Ένα άλλο πρώιμο κίνητρο ήταν η αναζήτηση των Επτά Πόλεων του Χρυσού, ή "Cibola", που φημολογείται ότι χτίστηκε από ιθαγενείς της Αμερικής κάπου στην έρημο Νοτιοδυτικά. Το 1536 ο Francisco de Ulloa, ο πρώτος καταγεγραμμένος Ευρωπαίος που έφτασε στον ποταμό Κολοράντο, έπλευσε στον Κόλπο της Καλιφόρνια και σε μικρή απόσταση στο δέλτα του ποταμού.

Οι Βάσκοι ασχολούνταν με το εμπόριο γούνας, το ψάρεμα μπακαλιάρου και τη φαλαινοθηρία στην Terranova ( Λαμπραντόρ και Νέα Γη ) το 1520, και στην Ισλανδία τουλάχιστον στις αρχές του 17ου αιώνα. Ίδρυσαν φαλαινοθηρικούς σταθμούς στο πρώτο, κυρίως στον Red Bay και πιθανώς ίδρυσαν μερικούς και στο δεύτερο. Στην Terranova κυνηγούσαν τόξο κεφάλι και δεξιά φάλαινες, ενώ στην Ισλανδία φαίνεται ότι κυνηγούσαν μόνο τις δεύτερες. Η ισπανική αλιεία στην Terranova μειώθηκε λόγω των συγκρούσεων μεταξύ της Ισπανίας και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα.

Οι Βάσκοι ασχολούνταν με το εμπόριο γούνας, το ψάρεμα μπακαλιάρου και τη φαλαινοθηρία στην Terranova (Λαμπραντόρ και Νέα Γη) το 1520, και στην Ισλανδία τουλάχιστον στις αρχές του 17ου αιώνα. Ίδρυσαν φαλαινοθηρικούς σταθμούς στο πρώτο, κυρίως στον Red Bay και πιθανώς ίδρυσαν μερικούς και στο δεύτερο. Στην Terranova κυνηγούσαν τόξο κεφάλι και δεξιά φάλαινες, ενώ στην Ισλανδία φαίνεται ότι κυνηγούσαν μόνο τις δεύτερες. Η ισπανική αλιεία στην Terranova μειώθηκε λόγω των συγκρούσεων μεταξύ της Ισπανίας και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα.

Το 1524 ο Πορτογάλος Estêvão Gomes, ο οποίος είχε πλεύσει στον στόλο του Ferdinand Magellan, εξερεύνησε τη Νέα Σκωτία, πλεύοντας νότια μέσω του Maine, όπου μπήκε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης και στον ποταμό Hudson και τελικά έφτασε στη Φλόριντα τον Αύγουστο του 1525. Ως αποτέλεσμα της αποστολής του, ο παγκόσμιος χάρτης του Ντιέγκο Ριμπέιρο του 1529 σκιαγράφησε σχεδόν τέλεια την ανατολική ακτή της Βόρειας Αμερικής. 

Ο Ισπανός Cabeza de Vaca ήταν ο αρχηγός της αποστολής Narváez 600 ανδρών που μεταξύ 1527 και 1535 εξερεύνησε την ηπειρωτική χώρα της Βόρειας Αμερικής. Από τον Κόλπο Τάμπα της Φλόριντα, στις 15 Απριλίου 1528, βάδισαν μέσω της Φλόριντα. Ταξιδεύοντας κυρίως με τα πόδια, διέσχισαν το Τέξας, το Νέο Μεξικό και την Αριζόνα και τις μεξικανικές πολιτείες Tamaulipas, Nuevo León και Coahuila . Μετά από αρκετούς μήνες μάχης με αυτόχθονες κατοίκους μέσα από την ερημιά και το βάλτο, το πάρτι έφτασε στον κόλπο Apalachee με 242 άνδρες. Πίστευαν ότι βρίσκονταν κοντά σε άλλους Ισπανούς στο Μεξικό, αλλά στην πραγματικότητα υπήρχαν 1500 μίλια ακτής μεταξύ τους. Ακολούθησαν την ακτή προς τα δυτικά, μέχρι που έφτασαν στις εκβολές του ποταμού Μισισιπή κοντά στο νησί Γκάλβεστον.

Αργότερα υποδουλώθηκαν για λίγα χρόνια από διάφορες ιθαγενείς αμερικανικές φυλές της άνω ακτής του Κόλπου . Συνέχισαν μέσω της Coahuila και της Nueva Vizcaya . στη συνέχεια κάτω από την ακτή του Κόλπου της Καλιφόρνια μέχρι τη σημερινή Sinaloa του Μεξικού, σε μια περίοδο περίπου οκτώ ετών. Πέρασαν χρόνια σκλαβωμένοι από το Αναναρίβο των Νήσων του Κόλπου της Λουιζιάνα. Αργότερα υποδουλώθηκαν από τους Χανς, τους Καπόκους και άλλους. Το 1534 διέφυγαν στο αμερικανικό εσωτερικό, έρχονται σε επαφή με άλλες ιθαγενείς αμερικανικές φυλές στην πορεία. Μόνο τέσσερις άνδρες, ο Cabeza de Vaca, ο Andrés Dorantes de Carranza, ο Alonso del Castillo Maldonado και ένας σκλαβωμένος Μαροκινός Βέρβερος ονόματι Estevanico, επέζησαν και διέφυγαν για να φτάσουν στην Πόλη του Μεξικού. Το 1539, ο Estevanico ήταν ένας από τους τέσσερις άνδρες που συνόδευσαν τον Marcos de Niza ως οδηγό αναζητώντας τις θρυλικές Επτά Πόλεις της Cibola, πριν από το Coronado. Όταν οι άλλοι αρρώστησαν, ο Εστεβανίκο συνέχισε μόνος του, ανοίγοντας το σημερινό Νέο Μεξικό και την Αριζόνα. Σκοτώθηκε στο χωριό Ζούνι Χαουικούχ στο σημερινό Νέο Μεξικό.

Ο αντιβασιλέας της Νέας Ισπανίας Antonio de Mendoza, για τον οποίο ονομάζεται Codex Mendoza, ανέθεσε πολλές αποστολές για να εξερευνήσουν και να δημιουργήσουν οικισμούς στα βόρεια εδάφη της Νέας Ισπανίας το 1540–42. Ο Francisco Vázquez de Coronado έφτασε στην Quivira στο κέντρο του Κάνσας. Ο Juan Rodríguez Cabrillo εξερεύνησε τη δυτική ακτή της Άλτα Καλιφόρνια το 1542–1543.

Η αποστολή του Francisco Vázquez de Coronado 1540–1542 ξεκίνησε ως αναζήτηση για τις μυθικές πόλεις του χρυσού, αλλά αφού έμαθε από ντόπιους στο Νέο Μεξικό ένα μεγάλο ποτάμι στα δυτικά, έστειλε τον García López de Cárdenas να ηγηθεί μιας μικρής ομάδας για να βρει το. Με την καθοδήγηση των Ινδιάνων Hopi, ο Cárdenas και οι άνδρες του έγιναν οι πρώτοι ξένοι που είδαν το Grand Canyon. Ωστόσο ο Cárdenas φέρεται να μην εντυπωσιάστηκε με το φαράγγι, υποθέτοντας το πλάτος του ποταμού Κολοράντο στα έξι πόδια (1,8 μέτρο) και υπολογίζοντας βραχώδεις σχηματισμοί ύψους 90 μέτρων να έχουν το μέγεθος ενός ανθρώπου. Αφού προσπάθησαν ανεπιτυχώς να κατέβουν στο ποτάμι, εγκατέλειψαν την περιοχή, νικημένοι από το δύσκολο έδαφος και τον κακοκαιρία.

Το 1540 ο Ερνάντο δε Αλαρκόν και ο στόλος του έφτασαν στις εκβολές του ποταμού Κολοράντο, σκοπεύοντας να παράσχουν πρόσθετες προμήθειες στην αποστολή του Κορονάδο. Ο Alarcón μπορεί να έπλευσε το Κολοράντο μέχρι τα σημερινά σύνορα Καλιφόρνια-Αριζόνα. Ωστόσο, το Coronado δεν έφτασε ποτέ στον Κόλπο της Καλιφόρνια και ο Alarcón τελικά τα παράτησε και έφυγε. Ο Melchior Díaz έφτασε στο δέλτα την ίδια χρονιά, σκοπεύοντας να δημιουργήσει επαφή με τον Alarcón, αλλά ο τελευταίος είχε ήδη φύγει από τη στιγμή της άφιξης του Díaz. Ο Díaz ονόμασε τον ποταμό Κολοράντο Río del Tizón, ενώ το όνομα Κολοράντο («Κόκκινος Ποταμός») εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε έναν παραπόταμο του ποταμού Γκίλα. Το 1540 αποστολές υπό τον Ερνάντο δε Αλαρκόν και τον Melchior Diaz επισκέφτηκαν την περιοχή Yuma και είδαν αμέσως τη φυσική διάσχιση του ποταμού Κολοράντο από το Μεξικό στην Καλιφόρνια από ξηράς ως ιδανικό σημείο για μια πόλη, καθώς ο ποταμός Κολοράντο στενεύει σε λίγο κάτω από 1000 πόδια φαρδιά σε ένα μικρό σημείο. Μεταγενέστερες στρατιωτικές αποστολές που διέσχισαν τον ποταμό Κολοράντο στο πέρασμα Yuma περιλαμβάνουν το Juan Bautista de Anza (1774).

Ο γάμος μεταξύ της Luisa de Abrego, μιας ελεύθερης μαύρης οικιακής υπηρέτριας από τη Σεβίλλη και του Miguel Rodríguez, ενός λευκού Segovian conquistador το 1565 στον Άγιο Αυγουστίνο (ισπανική Φλόριντα), είναι ο πρώτος γνωστός και καταγεγραμμένος χριστιανικός γάμος οπουδήποτε στις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες.

Η αποστολή Chamuscado και Rodríguez εξερεύνησε το Νέο Μεξικό το 1581–1582. Εξερεύνησαν ένα μέρος της διαδρομής που επισκέφθηκε το Coronado στο Νέο Μεξικό και άλλα μέρη στις νοτιοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1540 και 1542. Εκατό και πλέον χρόνια αργότερα, το 1648, ο αντιβασιλέας της Νέας Ισπανίας δον Ντιέγο Γκαρθία Σαρμιέντο έστειλε μια άλλη αποστολή να εξερευνήσει, να κατακτήσει και να εποικίσει την Καλιφόρνια.

Ασία, Ωκεανία και Ειρηνικός Ωκεανός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1564, ανατέθηκε στον Miguel López de Legazpi από τον αντιβασιλέα της Νέας Ισπανίας Luís de Velasco, να εξερευνήσει τα νησιά Maluku όπου είχαν αποβιβαστεί ο Magellan και ο Ruy López de Villalobos το 1521 και το 1543, αντίστοιχα. Η αποστολή διατάχθηκε από τον Φίλιππο Β' της Ισπανίας, από τον οποίο οι Φιλιππίνες είχαν ονομαστεί νωρίτερα από τον Villalobos. Το El Adelantado Legazpi δημιούργησε οικισμούς στις Ανατολικές Ινδίες και στα νησιά του Ειρηνικού το 1565. Ήταν ο πρώτος γενικός κυβερνήτης των Ισπανικών Ανατολικών Ινδιών . Αφού απέκτησε ειρήνη με διάφορες αυτόχθονες φυλές, ο López de Legazpi έκανε τις Φιλιππίνες πρωτεύουσα το 1571.

Οι Ισπανοί εγκαταστάθηκαν και πήραν τον έλεγχο του Tidore το 1603 για να ανταλλάξουν μπαχαρικά και να αντιμετωπίσουν την ολλανδική καταπάτηση στο αρχιπέλαγος Maluku. Η ισπανική παρουσία διήρκεσε μέχρι το 1663, όταν οι άποικοι και οι στρατιωτικοί μεταφέρθηκαν πίσω στις Φιλιππίνες. Μέρος του πληθυσμού των Τερνατών επέλεξε να φύγει με τους Ισπανούς, εγκαθιστώντας κοντά στη Μανίλα σε αυτό που αργότερα έγινε ο δήμος Ternate. Ισπανικές γαλέρες ταξίδευαν στον Ειρηνικό Ωκεανό μεταξύ του Ακαπούλκο στο Μεξικό και της Μανίλα.

Το 1542 ο Χουάν Ροδρίγεθ Καμπρίγιο διέσχισε την ακτή της Καλιφόρνια και ονοματοδότησε πολλά από τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της. Το 1601 ο Σεβαστιάν Βιθκαΐνο χαρτογράφησε την ακτογραμμή λεπτομερώς και έδωσε νέες ονομασίες σε πολλά χαρακτηριστικά. Ο Μαρτίν ντε Αγκυλάρ, έχοντας χαθεί από την αποστολή του Βιθκαΐνο, εξερεύνησε την ακτή του Ειρηνικού Ωκεανού βόρεια μέχρι το Coos Bay στο σημερινό Όρεγκον.

Από την άφιξη στην Καγκοσίμα το 1549 μιας ομάδας Ιησουιτών με τον Άγιο Φραγκίσκο Χαβιέρ ως ιεραπόστολο και Πορτογάλους εμπόρους, η Ισπανία ενδιαφερόταν για την Ιαπωνία. Σε αυτή την πρώτη ομάδα Ιησουιτών ιεραποστόλων περιλαμβάνονταν οι Ισπανοί Κοσμέ δε Τόρες και Χουάν Φερνάντεθ.

Το 1611 ο Σεβαστιάν Βιθκαΐνο επεσκόπησε την ανατολική ακτή της Ιαπωνίας και μέχρι το 1614 ήταν ο πρέσβυς του Βασιλέως Φιλίππου Γ΄ στην Ιαπωνία, επιστρέφοντας στο Ακαπούλκο το 1614. Το 1608 είχε σταλεί να αναζητήσει δύο μυθικά νησιά, που λέγονταν Rico de Oro («νήσος του χρυσού») και Rico de Plata («νήσος του ασημιού»).

Οι πορτογαλικές εξερευνήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξαιτίας της γεωγραφικής θέσεως της χώρας τους, οι Πορτογάλοι στράφηκαν φυσιολογικά προς τη θάλασσα, ήδη από τον Μεσαίωνα. Σημαντικός παράγοντας για τις εξερευνητικές τους επιχειρήσεις ήταν η ανάγκη για εναλλακτικές λύσεις έναντι των ανατολικών εμπορικών οδών, που ακολουθούσαν τον Δρόμο του Μεταξιού. Αυτές οι οδοί κυριαρχούνταν αρχικώς από τις «ναυτικές δημοκρατίες» της Βενετίας και της Γένοβας, και στη συνέχεια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ιδίως μετά και την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Οι Οθωμανοί έθεσαν απόλυτα εμπόδια στην ευρωπαϊκή πρόσβαση δια της Αυτοκρατορίας τους. Το παράδειγμα και ο ανταγωνισμός με τη γειτονική Ισπανία απετέλεσαν επίσης σημαντικό κίνητρο για τις πορτογαλικές εξερευνήσεις. Ο χρυσός που άρχισε να έρχεται στην Ευρώπη από τη Γουινέα κινητοποίησε τη θαλάσσια ενεργητικότητα των Πορτογάλων όσο και των Ισπανών. Πέρα από τις επιστημονικές και θρησκευτικές πλευρές τους, αυτά τα ταξίδια ανακαλύψεως ήταν και πολύ επικερδή.

Οι Πορτογάλοι αποδείχθηκαν και εξίσου ευεπίφοροι και ευφυείς στα πρακτικά μαθηματικά και τη ναυπηγική και ναυσιπλοϊκή τεχνολογία με τους Ισπανούς. Πορτογάλοι και αλλοδαποί εργαζόμενοι στην Πορτογαλία ειδικοί άνοιξαν νέους δρόμους στα πεδία της χαρτογραφίας και της ναυτικής τεχνολογίας.

Υπό τον Αλφόνσο Ε΄ (1443–1481), τον επιλεγόμενο «Αφρικανό», ο Κόλπος της Γουινέας εξερευνήθηκε μέχρι το Ακρωτήριο της Αγίας Αικατερίνης (Cabo Santa Caterina) και άλλες τρεις αποστολές, το 1458, το 1461 και το 1471, στάλθηκαν στο Μαρόκο. Το 1471 η Αρζίλα ή Αζιλά και η Ταγγέρη ανακαταλήφθηκαν από τους Πορτογάλους με εκδίωξη των Μαυριτανών. Οι Πορτογάλοι είχαν πραγματοποιήσει εξερευνήσεις και στους τρεις ωκεανούς (Ατλαντικό, Ινδικό και Ειρηνικό) πριν την περίοδο της Ιβηρικής Ενώσεως (1580-1640). Υπό τον Ιωάννη Β΄ (1481-1495) ιδρύθηκε το φρούριο του Αγίου Γεωργίου της Μίνα (São Jorge da Mina), η σημερινή πόλη Ελμίνα στην Γκάνα, για την προστασία του εμπορίου στον Κόλπο της Γουινέας. Ο Ντιόγκου Κάου ή Καν ανεκάλυψε το Κονγκό το 1482 και έφθασε στο Ακρωτήριο του Σταυρού, στη σημερινή Ναμίμπια, το 1486. Στο Κονγκό ανέβηκε τον αχαρτογράφητο ποταμό Κονγκό (1483), συνάντησε χωριά ιθαγενών και υπήρξε ο πρώτος Ευρωπαίος που γνώρισε το Βασίλειο του Κόνγκο[7].

Στις 7 Μαΐου 1487 δύο Πορτογάλοι απεσταλμένοι, οι Πέρου ντα Κουβιλιέ και Αφόνσου ντε Πάιβα στάλθηκαν να διασχίσουν μυστικά την ενδοχώρα της Αφρικής προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες για μια πιθανή θαλάσσια οδό προς την Ινδία, αλλά και για τον θρυλικό Πρεσβύτερο Ιωάννη. Ο ντα Κουβιλιέ κατόρθωσε να φθάσει μέχρι την Αιθιοπία, όπου τον δέχθηκαν καλά, αλλά του απαγόρευσαν να φύγει.

Ο Βαρθολομαίος Ντιάζ παρέπλευσε το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος το 1488, αποδεικνύοντας έτσι ότι ο Ινδικός Ωκεανός ήταν προσβάσιμος από τις ευρωπαϊκές θάλασσες. Συνεκδοχικώς, το 1498 ο Βάσκο ντα Γκάμα έφθασε έτσι στην Ινδία. Το 1500 ο Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ ανεκάλυψε τη Βραζιλία, διεκδικώντας τη για λογαριασμό της Πορτογαλίας. Το 1510 ο Αφόνσο ντι Αλμπουκέρκε κατέκτησε την Γκόα στην Ινδία, το Βασίλειο του Ορμούζ και τη Μαλάκκα. Οι Πορτογάλοι ναυτικοί έφθασαν προς τα ανατολικά μέχρι την Ταϊβάν, την Ιαπωνία και το Τιμόρ. Αρκετοί συγγραφείς έχουν ισχυρισθεί ότι οι Πορτογάλοι ήταν οι πρώτοι λευκοί που ανεκάλυψαν την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.

Ο Άλβαρου Καμίνια, στον οποίο εκχωρήθηκαν οι Νήσοι του Πράσινου Ακρωτηρίου από τον Βασιλιά της Πορτογαλίας, ίδρυσε παραπέρα μια αποικία με Εβραίους, που υποχρεώθηκαν να εγκατασταθούν στο Σάου Τομέ. Η προσέλκυση εποίκων αποδείχθηκε εδώ δύσκολη υπόθεση. Ωστόσο, ο εβραϊκός οικισμός σημείωσε επιτυχία και οι απόγονοί του εποίκισαν διάφορες περιοχές της Βραζιλίας.

Από τους ειρηνικούς καταυλισμούς τους σε νησιά κατά μήκος του Ατλαντικού (αρχιπελάγη και νησιά όπως η Μαδέρα, οι Αζόρες, οι Νήσοι Πράσινου Ακρωτηρίου, το Σάου Τομέ ε Πρίνσιπε και το Ανομπόν) Πορτογάλοι ταξίδευαν σε παραλιακές περίκλειστες αποικίες, εμπορευόμενοι σχεδόν οτιδήποτε παραγόταν στα νησιά και την αφρικανική ενδοχώρα, από σκόρδο μέχρι όπιο και από κρασί μέχρι παστά ψάρια, δέρμα και γούνες από τροπικά ζώα και φώκιες ... αλλά κυρίως ελεφαντόδοντο, μαύρους σκλάβους, χρυσό και σκληρή ξυλεία. Διατηρούσαν εμπορικούς λιμένες στο Κονγκό (τη Μμπάνζα), την Ανγκόλα, το Νατάλ, τη Μοζαμβίκη, την Τανζανία (Kilwa Kisiwani), την Κένυα, μέχρι και τη Σομαλία. Ακολουθώντας τις ρότες του θαλάσσιου εμπορίου των Μουσουλμάνων και Κινέζων εμπόρων, διέσχιζαν τον Ινδικό Ωκεανό. Βρίσκονταν στην ακτή του Μαλαμπάρ ήδη από το 1498, όταν ο Βάσκο ντα Γκάμα έφθασε στο Αντζαντίρ, το Κανούτ, το Κότσι και το Καλικούτ, έχοντας με αυτά τα ταξίδια σημαδέψει την έναρξη της πορτογαλικής επιρροής στον Ινδικό. Το 1503 ή το 1504 η Ζανζιβάρη έγινε μέρος της Πορτογαλικής Αυτοκρατορίας όταν ο πλοίαρχος Ρούυ Λουρέντσου Ραβάσκου Μάρκες αποβιβάσθηκε και απαίτησε την υποτέλεια του τοπικού σουλτάνου ως αντάλλαγμα για ειρήνη. Η Ζανζιβάρη παρέμεινε στην κατοχή της Πορτογαλίας για τους δύο επόμενους αιώνες. Αρχικώς έγινε μέρος της πορτογαλικής Επαρχίας Αραβίας-Αιθιοπίας, διοικούμενη από γενικό κυβερνήτη. Περί το 1571 η Ζανζιβάρη υπάχθηκε στον Δυτικό Τομέα της Πορτογαλικής Αυτοκρατορίας και τη διοικούσε ο κυβερνήτης με έδρα τη Μοζαμβίκη. Ωστόσο φρούριο ανέγειραν για πρώτη φορά στη Ζανζιβάρη μόλις το 1635 περίπου, στην Πέμπα, μετά τη σφαγή Πορτογάλων κατοίκων από τον Σουλτάνο της Μομπάσα χρόνια νωρίτερα.

Μετά το 1500: Αφρική, Ασία και Ειρηνικός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Δυτική Αφρική ιδρύθηκε κάποια χρόνια μετά την άφιξη των Πορτογάλων η «Πόλη του Κόνγκου ντε Σάου Σαλβαντόρ» (Cidade de Congo de São Salvador) στη θέση της προϋπάρχουσας πρωτεύουσας της δυναστείας του βασιλείου των ιθαγενών στην κοιλάδα του ποταμού Λουέζι. Οι Πορτογάλοι εγκατέστησαν εκεί ως βασιλιά έναν ιθαγενή εκ των μνηστήρων της τότε τοπικής εξουσίας, ο οποίος είχε απλώς γίνει Χριστιανός, με το όνομα Αλφόνσος Α΄ του Κονγκό (αρχικό του όνομα: Μβέμμπα α Νζίνγκα).

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε σημαντικό ρόλο στις ισορροπίες με την τοπική ηγεσία: Ο ένας γιος του Αλφόνσου Α΄ του Κονγκό (τον οποίο ο πατέρας του είχε στείλει να σπουδάσει στην Ευρώπη μαζί με άλλα τέκνα του και άλλα μέλη της τοπικής αριστοκρατίας) έγινε επίσκοπος το 1518. Ο Αλφόνσος Α΄ έγραψε σειρά επιστολών προς τους βασιλείς της Πορτογαλίας Εμμανουήλ Α΄ και Ιωάννη Γ΄ σχετικώς με τη συμπεριφορά των Πορτογάλων στη χώρα του και τον ρόλο του στην ανάπτυξη του δουλεμπορίου, παραπονούμενος για συνέργεια των Πορτογάλων στην αγορά παρανόμως σκλαβωμένων ανθρώπων και των συνδέσεων μεταξύ των ανδρών του Αλφόνσου, Πορτογάλων μισθοφόρων στην υπηρεσία του Βασιλείου του Κόνγκό και τη αιχμαλώτιση και πώληση δούλων από τους Πορτογάλους.[8]

Το σύνολο των αποικιών της Πορτογαλίας στις Ινδίες ήταν οι Πορτογαλικές Ινδίες. Η άφιξη Πορτογάλων της αποστολής του Λουρέντσου ντε Αλμέιντα (γιου του Φρανσίσκο ντι Αλμέιντα) το 1505 ήταν η πρώτη επαφή των κατοίκων της Κεϋλάνης με Ευρωπαίους.[9] Οι Πορτογάλοι ίδρυσαν ένα φρούριο στο λιμάνι του Κολόμπο το 1517 και βαθμηδόν επεξέτειναν τον έλεγχό τους στα παράλια και μετά στην ενδοχώρα. Σε μια σειρά στρατιωτικών συγκρούσεων, πολιτικών χειρισμών και κατακτήσεων, οι Πορτογάλοι έφεραν υπό τον έλεγχό τους τα χωριστά βασίλεια των Σιναλέζων, όπως της Τζάφνα το 1591[10], της Γκαμπόλα (Ραϊγκάμα) το 1593, της Σιταουάκα (1593) και του Κότε (1594,)[11], αλλά ο στόχος της ενοποιήσεως όλης της νήσου υπό την πορτογαλική κυριαρχία απέτυχε.[12] Οι Πορτογάλοι, υπό την ηγεσία του Πέντρο Λόπες ντε Σόουζα, εξαπέλυσαν μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική εισβολή στο Βασίλειο του Κάντυ, στα πλαίσια της «εκστρατείας του Danture» το 1594. Η εισβολή ήταν καταστροφική για τους Πορτογάλους, των οποίων ο στρατός εξολοθρεύθηκε από τον ανταρτοπόλεμο των ιθαγενών του Κάντυ.[13][14]

Κι άλλοι απεσταλμένοι στάλθηκαν το 1507 στην Αιθιοπία, μετά την κατάληψη της Σοκότρα από τους Πορτογάλους. Ως αποτέλεσμα αυτού και καθώς αντιμετώπιζε εξάπλωση των Μουσουλμάνων, η αντιβασίλισσα Ελένη της Αιθιοπίας έστειλε τον πρεσβευτή Ματέους στον βασιλιά Εμμανουήλ Α΄ της Πορτογαλίας και στον Πάπα, αναζητώντας συμμαχία. Ο Ματέους έφθασε στην Πορτογαλία δια της Γκόα και επέστρεψε μαζί με Πορτογάλους απεσταλμένους το 1520, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ιεραπόστολος Φρανσίσκου Άλβαρες. Το βιβλίο εντυπώσεων που συνέγραψε ο Άλβαρες, το οποίο περιελάμβανε και τη μαρτυρία του Πέρου ντα Κουβιλιέ και είχε τίτλο Verdadeira Informação das Terras do Preste João das Indias (= «Αληθινή αφήγηση για τις χώρες του Πρεσβυτέρου Ιωάννη των Ινδιών») υπήρξε η πρώτη απευθείας περιγραφή της Αιθιοπίας, αυξάνοντας κατά πολύ τις ευρωπαϊκές γνώσεις για τη χώρα εκείνη την εποχή, και δωρήθηκε στον Πάπα όταν εκδόθηκε σχολιασμένο από τον Τζοβάννι Μπαττίστα Ραμούζιο.

Το 1509 οι Πορτογάλοι υπό τον Φρανσίσκο ντι Αλμέιντα νίκησαν σε μια κρίσιμη αναμέτρηση, τη Ναυμαχία του Ντιού, έναν συνασπισμένο στόλο Μαμελούκων και Αράβων που είχε σταλεί εναντίον τους. Η υποχώρηση Μαμελούκων και Αράβων έδωσε στους Πορτογάλους τη δυνατότητα να εφαρμόσουν τη στρατηγική τους για τον έλεγχο του Ινδικού Ωκεανού.[15]

Ο Αφόνσο ντι Αλμπουκέρκε απέπλευσε από την Γκόα τον Απρίλιο του 1511 με προορισμό τη Μαλάκκα, με δύναμη 1.200 ανδρών και 17 ή 18 πλοία.[16] Μετά την άλωση της πόλεως στις 24 Αυγούστου 1511, αυτή έγινε στρατηγική βάση για την πορτογαλική επέκταση στις Ανατολικές Ινδίες, οπότε έκτισαν ένα φρούριο, το «Α Φαμόζα», ώστε να την υπερασπίζονται. Το ίδιο έτος, επιθυμώντας μια εμπορική συμμαχία, οι Πορτογάλοι απέστειλαν τον Ντουάρτε Φερνάντες στο Βασίλειο της Αγιουτάγια, όπου τον καλοδέχτηκε ο βασιλιάς Ραμαθιμπόντι Β΄.[17] Το 1526 μια μεγάλη ναυτική πορτογαλική δύναμη υπό τον Πέντρο Μασκαρένιας στάλθηκε να κατακτήσει το νησί Μπιντάν στη σημερινή Ινδονησία, έδρα του Σουλτάνου Μαχμούντ. Είχαν προηγηθεί αποστολές των Ντιόγκο Ντίας και Αφόνσο ντι Αλμπουκέρκε, που είχαν εξερευνήσει εκείνα τα μέρη και ανακαλύψει αρκετά νησιά που ήταν ως τότε άγνωστα στους Ευρωπαίους. Ο Μασκαρένιας υπηρέτησε ως κυβερνήτης της πορτογαλικής αποικίας της Μαλάκκα το 1525-1526 και ως αντιβασιλέας της Γκόα, πρωτεύουσας των πορτογαλικών κτήσεων όλης της Ασίας, από το 1554 έως τον θάνατό του το 1555. Τον διαδέχθηκε ο Φρανσίσκο Μπαρρέτο με τον τίτλο του «Γενικού κυβερνήτη».[18]

Προκειμένου να επιβάλουν εμπορικό μονοπώλιο, οι Πορτογάλοι κατέλαβαν με τον Αφόνσο ντι Αλμπουκέρκε τη Μουσκάτ και έλεγξαν τα Στενά του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο (1507 και 1515). Ο ίδιος εγκαινίασε διπλωματικές σχέσεις με την Περσία. Το 1521 μια δύναμη υπό τον ναύαρχο Αντόνιου Κουρέια κατέκτησε το Μπαχρέιν, εισάγοντας σε μια εποχή σχεδόν οκτώ δεκαετιών πορτογαλικού ελέγχου του Περσικού Κόλπου.[19] Στην Ερυθρά Θάλασσα, η Μασάουα ήταν το βορειότερο σημείο που τολμούσαν να φθάσουν έως το 1541, οπότε ένας στόλος υπό τον Εστεβάου ντα Γκάμα διεισέδυσε μέχρι το Σουέζ.

Το 1511 οι Πορτογάλοι έγιναν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που έφθασαν στην πόλη της Γκουανγκτζόου (παλ. εξελληνισμένα Καντώνα) της Κίνας από τη θάλασσα. Εγκαταστάθηκαν στον λιμένα της για να έχουν το μονοπώλιο του εμπορίου με άλλες χώρες. Αργότερα εκδιώχθηκαν από εκεί, αλλά τους επιτράπηκε η χρήση του Μακάου, το οποίο είχαν καταλάβει επίσης το 1511 και ορίσθηκε το 1557 ως η βάση τους για να διεξάγουν εμπόριο με την Καντώνα. Το «ημι-μονοπώλιο» επί του διεθνούς εμπορίου στην περιοχή αυτή των κινεζικών ακτών θα το διατηρούσαν οι Πορτογάλοι μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, όταν έφθασαν οι Ισπανοί και οι Ολλανδοί.

Ο Ντιόγκου Ροντρίγκες εξερεύνησε τον Ινδικό Ωκεανό το 1528, βαφτίζοντας τα νησιά που σήμερα είναι γνωστά ως Ρεϋνιόν, Μαυρίκιος και Ροντρίγκες, με τη γενική ονομασία «Νήσοι Μασκαρένιας» προς τιμή του προαναφερθέντα συμπατριώτη του Π. Μασκαρένιας, που τα είχε ανακαλύψει. Η πορτογαλική παρουσία αναδιοργάνωσε το εμπόριο της νότιας Ασίας, ενώ εισήγαγε τον Χριστιανισμό στην ανατολική Ινδονησία.[20] Ο ντι Αλμπουκέρκε κατόρθωσε να μάθει τη ρότα για τις Νήσους Μπάντα και προς άλλα «νησιά των μπαχαρικών», οπότε έστειλε μια εξερευνητική αποστολή με τρία πλοία υπό τις διαταγές των Αντόνιου ντε Αμπρέου, Σιμάου Αφόνσου Μπιζιγκούντου και Φρανσίσκο Σεράου.[21] Στο ταξίδι της επιστροφής, ο Σεράου ναυάγησε στο νησί Χίτου (το σημερινό βόρειο Αμπόν) το 1512. Εκεί δημιούργησε δεσμούς με τον τοπικό φύλαρχο, που εντυπωσιάσθηκε με τις πολεμικές του δεξιότητες. Οι αρχηγοί των ανταγωνιζόμενων νησιών-κρατών Τερνάτε και Τιντορέ επεδίωξαν επίσης τη βοήθεια των Πορτογάλων, και οι επισκέπτες καλωσορίστηκαν στην περιοχή ως αγοραστές προμηθειών και μπαχαρικών κατά τη διάρκεια μιας υφέσεως στο εμπόριο στο τμήμα αυτό της Γης, εξαιτίας της προσωρινής διακοπής των πλόων των Μαλαισίων και Ιαβανέζων μετά τη σύγκρουση του 1511 στη Μαλάκκα. Το εμπόριο των μπαχαρικών ξανάρχισε συντόμως, αλλά οι Πορτογάλοι δεν θα ήταν σε θέση να το μονοπωλήσουν πλήρως ή να το διακόψουν.[22]

Συμμαχώντας με τον ηγεμόνα του Τερνάτε, ο Φρανσίσκο Σεράου έκτισε ένα φρούριο στο μικρό αυτό νησί, και μετά ήταν ο αρχηγός μιας ομάδας μισθοφόρων Πορτογάλων ναυτικών στην υπηρεσία του ενός εκ των δύο τοπικών «σουλτάνων», που έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου μπαχαρικών. Τέτοια «προκεχωρημένα» πόστα μακριά από την Ευρώπη προσείλκυαν γενικώς μόνο τους πλέον απελπισμένους και τυχοδιώκτες.[22] Ο Σεράου έκανε έκκληση στον Φερδινάνδο Μαγγελάνο να έλθει να τον βρει στο Μαλούκου και απέστειλε στον εξερευνητή πληροφορίες για τα Νησιά των Μπαχαρικών. Αμφότεροι ωστόσο έχασαν τη ζωή τους προτού προλάβουν να συναντηθούν.[22] Το 1535 ο σουλτάνος Ταμπαρίτζι εκθρονίσθηκε και στάλθηκε στην Γκόα, όπου αλλαξοπίστησε και έγινε Χριστιανός με το όνομα Ντομ Μανουέλ. Κηρύχθηκε αθώος των εναντίον του κατηγοριών, οπότε στάλθηκε πίσω να αναλάβει και πάλι τον θρόνο του, αλλά πέθανε στο ταξίδι το 1545. Ωστόσο είχε ήδη κληροδοτήσει τη νήσο Αμπόν στον Πορτογάλο νονό του, τον Ζουρντάου ντε Φρέιτας. Μετά τη δολοφονία του σουλτάνου Χαϊρούν στα χέρια των Ευρωπαίων, οι Τερναταίοι εξεδίωξαν τους μισητούς ξένους το 1575, μετά από μια πενταετή πολιορκία.

Το εσωτερικό του Φρουρίου Ζεσούς στη Μομπάσα της Κένυας

Οι Πορτογάλοι είχαν πρωτοαποβιβασθεί στην Αμπόν το 1513, αλλά αυτή έγινε το νέο κέντρο δραστηριοτήτων τους στο αρχιπέλαγος Μαλούκου μόνο μετά την εκδίωξή τους από το Τερνάτε. Καθώς η ισχύς των Ευρωπαίων στην περιοχή ήταν περιορισμένη, το Τερνάτε έγινε ένα επεκτεινόμενο, φανατικά Ισλαμικό και αντι-ευρωπαϊκό κράτος υπό τον σουλτάνο Μπαάμπ Ουλλάχ (βασίλευσε τα έτη 1570-1583) και τον γιο του, τον σουλτάνο Σαΐντ.[23] Οι Πορτογάλοι στην Αμπόν δέχονταν τακτικά τις επιθέσεις των ιθαγενών Μουσουλμάνων στη βόρεια ακτή της νήσου, η οποία είχε εμπορικούς και θρησκευτικούς δεσμούς με μεγάλα λιμάνια της βόρειας ακτής της Ιάβας. Συνολικά, οι Πορτογάλοι δεν είχαν ποτέ το ανθρώπινο δυναμικό ή τους πόρους ώστε να ελέγξουν το τοπικό εμπόριο μπαχαρικών και απέτυχαν να επεκτείνουν την εξουσία τους στα κρίσιμης σημασίας νησιά Μπάντα. Ωστόσο, εξαιτίας της ιεραποστολικής δράσεως Πορτογάλων ιεραποστόλων, υπάρχουν μέχρι σήμερα μεγάλες χριστιανικές κοινότητες στην ανατολική Ινδονησία, ιδίως στην Αμπόν.[23] Περί το 1560 υπήρχαν 10 χιλιάδες Ρωμαιοκαθολικοί στην περιοχή, κυρίως στην Αμπόν, ενώ τριάντα χρόνια αργότερα υπήρχαν 50 έως 60 χιλιάδες, παρότι το μεγαλύτερο μέρος της γύρω περιοχής παρέμεινε μουσουλμανικό.[23]

Ο Μαυρίκιος δέχθηκε επισκέψεις των Πορτογάλων μεταξύ του 1507 (από τον Ντιόγκου Φερνάντες Περέιρα) και του 1513. Αλλά γενικώς οι Πορτογάλοι δεν ενδιαφέρθηκαν για τα απομονωμένα Νησιά Μασκαρέν. Η κεντρική αφρικανική βάση τους ήταν στη Μοζαμβίκη, οπότε οι ναυσιπλόοι τους προτιμούσαν να διέρχονται από τον Διέκπλου της Μοζαμβίκης προκειμένου να μεταβούν στην Ινδία. Οι Κομόρες στα βόρεια αποδείχθηκαν ένα πιο πρακτικό ενδιάμεσο λιμάνι.

Βόρεια Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με βάση τη Αλεξανδρινή γραμμή, ο Μανουήλ Α΄ διεκδίκησε εδαφικά δικαιώματα στην περιοχή που είχε επισκεφθεί ο Τζοβάννι Καμπότο[24] το 1497 και το 1498. Προς τούτο, το 1499 και το 1500 ο Πορτογάλος θαλασσοπόρος Ζουάου Φερνάντες Λαβραντόρ επισκέφθηκε τη Γροιλανδία και τις βόρειες ακτές του Καναδά στον Ατλαντικό Ωκεανό, πράγμα το οποίο δικαιολογεί την εμφάνιση του τοπωνυμίου «Λαμπραντόρ» σε χάρτες της εποχής.[25] Στη συνέχεια, το 1501 και το 1502 οι αδελφοί Κόρτε-Ρεάλ εξερεύνησαν και χαρτογράφησαν τη Γροιλανδία και τις ακτές της σημερινής επαρχίας Νέας Γης και Λαμπραντόρ, διεκδικώντας τις για λογαριασμό της Πορτογαλικής Αυτοκρατορίας. Το εάν οι εξερευνήσεις των Κόρτε-Ρεάλ ήταν έμπνευση από υποτιθέμενα ταξίδια του πατέρα τους Ζουάου Βας Κόρτε-Ρεάλ (με άλλους Ευρωπαίους) το 1473, στην Terra Nova do Bacalhau (= «Νέα Γη του μπακαλιάρου»), ή η συνέχισή τους, παραμένει αμφιλεγόμενο, καθώς οι περιγραφές από τον 16ο αιώνα της εξερευνήσεως του 1473 διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Το 1520-1521 ο Ζουάου Άλβαρες Φαγκούντες απέκτησε δικαιώματα τιμαριούχου (donatário) στα εσώτερα νησιά του Κόλπου του Αγίου Λαυρεντίου. Μαζί με εποικιστές από την Πορτογαλία και τις Αζόρες εξερεύνησε τη Νέα Γη και τη Νέα Σκωτία (φθάνοντας πιθανώς στον Κόλπο Φάντυ και στη Λεκάνη Μάινας[26]), ενώ ίδρυσε αλιευτικό καταυλισμό-αποικία στη νήσο Κέιπ Μπρετόν, που θα διαρκούσε μερικά χρόνια ή μέχρι τουλάχιστον το 1570, με βάση κείμενα της εποχής.[27]

Νότια Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ταξίδι του Καμπράλ στη Βραζιλία και την Ινδία το 1500

Η Βραζιλία διεκδικήθηκε από την Πορτογαλία τον Απρίλιο του 1500, με την άφιξη του στολίσκου του Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ.[28] Οι Πορτογάλοι συνάντησαν εκεί ιθαγενείς από αρκετές διαφορετικές φυλές. Ο πρώτος οικισμός των Πορτογάλων στη Βραζιλία ιδρύθηκε το 1532.

Κάποιες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως η Γαλλία, έστελναν επίσης αποστολές στη Βραζιλία προκειμένου να συλλέξουν «βραζιλόξυλο» (γένος Paubrasilia). Ανησυχώντας σχετικώς με τις διεισδύσεις ξένων και ελπίζοντας να ανακαλύψει ορυκτά πλούτη, το Πορτογαλικό Στέμμα απεφάσισε να στείλει μεγάλες αποστολές που να καταλάβουν τη γη και να πολεμήσουν τους Γάλλους. Το 1530 μια αποστολή με αρχηγό τον Μαρτίμ Αφόνσου ντε Σόουζα κατέφθασε για να περιπολεί σε ολόκληρη την ακτή, να αποκλείσει τους Γάλλους, αλλά και να δημιουργήσει τους πρώτους αποικιακούς οικισμούς, όπως το Σάου Βισέντε, στα παράλια. Λιγο αργότερα οι Πορτογάλοι θέσπισαν την Αντιβασιλεία της Βραζιλίας. Το 1534 ο βασιλιάς Ιωάννης Γ΄ της Πορτογαλίας, ο επιλεγόμενος «ο Εποικιστής» διαίρεσε το έδαφος σε 12 κληρονομικά καπετανάτα (capitanias hereditárias), κομμάτια γης που εκχωρούσε το πορτογαλικό στέμμα σε ευγενείς ή σε εμπόρους με διοικητικές πράξεις για τον αποικισμό της χώρας. Τα σύνορά τους ήταν γενικώς εκείνη την εποχή παράλληλοι του γεωγραφικού πλάτους. Ο κάτοχος του κάθε καπετανάτου λεγόταν «δονατάριος» (capitão donatário) και μπορούσε να το κληρονομήσει στους απογόνους του, αλλά ο Βασιλιάς διατηρούσε το δικαίωμα να τα πάρει πίσω, ανακαλώντας την πράξη εκχωρήσεως.[29][30] Το μοντέλο αυτό είχε προηγουμένως εφαρμοσθεί με επιτυχία στον αποικισμό της Μαδέρα, αλλά στη Βραζιλία αποδείχθηκε προβληματικό και το 1549 ο ίδιος βασιλιάς διόρισε έναν Γενικό Κυβερνήτη ως διοικητή ολόκληρης της αποικίας[30][31], με πρώτο τον Τομέ ντι Σόουζα.

Η πορτογαλική νίκη στη Β΄ Μάχη του Γκουαραράπες τερμάτισε ουσιαστικά την ολλανδική παρουσία στη Βραζιλία.

Οι Πορτογάλοι επαφίονταν συχνά στη βοήθεια των Ιησουιτών, όσο και Ευρωπαίων τυχοδιωκτών, διότι αμφότερες οι κατηγορίες αυτές ζούσαν μαζί με τους ιθαγενείς και γνώριζαν τις γλώσσες και τον πολιτισμό τους. Π.χ. ο Ζουάου Ραμάλιου έζησε με τη φυλή Γουαϊάνας κοντά στο σημερινό Σάο Πάουλο και ο Ντιόγκου Άλβαρες Κορρέια, γνωστός με το ινδιάνικο όνομά του Καραμούρου, έζησε με τη φυλή Τουπινάμπα κοντά στο σημερινό Σαλβαντόρ ντε Μπαΐα.

Κάποιες από τις φυλές των ιθαγενών αφομοιώθηκαν από τους Πορτογάλους[32], ενώ άλλες υποδουλώθηκαν ή εξοντώθηκαν μετά από πολυετείς πολέμους ή από ευρωπαϊκές νόσους, έναντι των οποίων δεν είχαν ανοσία.[33][34] Μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα η ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο είχε καταστεί το σημαντικότερο εξαγώγιμο προϊόν της Βραζιλίας[35][36] και οι Πορτογάλοι εισήγαν σκλάβους από την Αφρική[37][38] για την παραγωγή του.

Ο Μεμ ντε Σα, ο τρίτος Γενικός Κυβερνήτης της Βραζιλίας, ήταν υποστηρικτικός των Ιησουιτών ιερέων, από τους οποίους οι Μανουέλ ντα Νόμπρεγκα και Χοσέ ντε Αντσιέτα (Ισπανός) είχαν ιδρύσει το Σάο Βισέντε το 1532 και το Σάο Πάολο το 1554.

Οι Γάλλοι επεχείρησαν να εποικίσουν την περιοχή του σημερινού Ρίο ντε Τζανέιρο, που την ονόμασαν «Ανταρκτική Γαλλία», από το 1555 έως το 1567, καθώς και το σημερινό Σάο Λουίς, τη λεγόμενη «Ισημερινή Γαλλία». Πολεμώντας τους, οι Πορτογάλοι επεξέτειναν σταδιακά τα εδάφη τους προς τα νοτιοδυτικά, καταλαμβάνοντας και ιδρύοντας το Ρίο ντε Τζανέιρο το 1567, αλλά και προς τα βορειοδυτικά, καταλαμβάνοντας το Σάο Λουίς[39] το 1615.

Οι Ολλανδοί αποδείχθηκαν περισσότερο πείσμονες από τους Γάλλους. Αρχικώς λεηλάτησαν την Μπαΐα το 1604 και κατέλαβαν προσωρινά την πρωτεύουσα Σαλβαδόρ. Από το 1620 έως το 1640 η Ολλανδική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών ίδρυσε πολλούς εμπορικούς σταθμούς ή αποικίες. Το 1629 ιδρύθηκαν το Σουρινάμ και η Γουιάνα, ενώ το 1630 η αποικία «Νέα Ολλανδία» ή Ολλανδική Βραζιλία με πρωτεύουσα το Μαουρίτσσταντ, το σημερινό Ρεσίφε.

Ο Αντόνιου Ραπόζου Ταβάρες οδήγησε το 1648-1652 τη μεγαλύτερη έως τότε εξερευνητική αποστολή στην Αμερική.

Ο πρίγκιπας Ιωάννης Μαυρίκιος του Νάσσαου-Ζίγκεν διορίσθηκε Κυβερνήτης των ολλανδικών κτήσεων στη Βραζιλία το 1636 από την Ολλανδική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών. Αποβιβαζόμενος στο Ρεσίφε τον Ιανουάριο του 1637, με μία σειρά επιτυχημένων εκστρατειών επεξέτεινε βαθμιαία τις ολλανδικές κτήσεις από το Σερζίπε στα νότια μέχρι το Σάο Λουίς στα βόρεια.

Το 1624 οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλεως του Περναμπούκο στο Ρεσίφε ήταν Σεφαρδίτες Εβραίοι που είχαν εκδιωχθεί από την Πορτογαλική Ιερά Εξέταση στη συγκεκριμένη πόλη. Αλλά και όταν λίγο αργότερα οι Ολλανδοί στη Βραζιλία έκαναν έκκληση στην Ολλανδία να τους στείλει τεχνίτες κάθε είδους, αρκετοί Ολλανδοί Εβραίοι μετανάστευσαν στη νέα ήπειρο: περί τους 600 Εβραίους απεδήμησαν από το Άμστερνταμ το 1642, συνοδευόμενοι από τον μορφωμένο ραββίνο Ισαάκ Αμποάμπ ντα Φονσέκα. Στον αγώνα μεταξύ της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας για την κατοχή της Βραζιλίας οι Εβραίοι υπεστήριζαν τους πιο ανεξίθρησκους Ολλανδούς.

Από το 1630 μέχρι το 1654 οι Ολλανδοί εγκαταστάθηκαν μονιμότερα στα βορειοανατολικά και έλεγχαν μια μακριά λωρίδα της ακτής, που ήταν πιο εύκολα προσβάσιμη από την Ευρώπη, χωρίς να διεισδύουν στο εσωτερικό της ηπείρου. Αλλά οι έποικοι της Ολλανδικής Εταιρείας Δυτικών Ινδιών στη Βραζιλία υφίσταντο μια συνεχή κατάσταση πολιορκίας. Μετά από πολλά χρόνια πολεμικών επιχειρήσεων, οι Ολλανδοί απεχώρησαν επισήμως το 1661.

Οι Πορτογάλοι έστειλαν στρατιωτικές αποστολές στη Ζούγκλα του Αμαζονίου, που κατέλαβαν κάποια πρώιμα βρετανικά και ολλανδικά προπύργια[40], ιδρύοντας στη θέση τους χωριά και φρούρια[41], από το 1669. Το 1680 έφθασαν μέχρι το νοτιότατατο σημείο της επεκτάσεώς τους, όπου ίδρυσαν την Κολόνια ντελ Σακραμέντο στην όχθη του Ρίο ντε λα Πλάτα στη σημερινή Ουρουγουάη.[42]

Κατά τη δεκαετία του 1690 ανακαλύφθηκε χρυσός από εξερευνητές στην περιοχή της ηπείρου που αργότερα αποκλήθηκε Μίνας Ζεράις (= «γενικά ορυχεία»), αλλά και στις σημερινές πολιτείες Μάτου Γκρόσου και Γκοϊάς.

Πριν από την περίοδο της Ιβηρικής Ενώσεως (1580-1640) η Ισπανία είχε προσπαθήσει να αποτρέψει την Πορτογαλική επέκταση στη Βραζιλία, εδραζόμενη στην παλαιά συνθήκη της Αλεξανδρινής γραμμής. Και πάλι μετά το 1640 διεξεδίκησαν την Μπάντα Οριεντάλ, αλλά το 1777 η Ισπανία επεκύρωσε επισήμως την πορτογαλική κυριαρχία σε αυτή.

Η περίοδος της Ιβηρικής Ενώσεως (1580-1640)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άλβαρο δε Μπασάν, Ισπανός ναύαρχος με τη φήμη ότι δεν έχασε ποτέ ναυμαχία.

Το 1578 ο σουλτάνος Αχμάντ αλ-Μανσούρ συνέτριψε τους Πορτογάλους στη Μάχη του Κσαρ ελ Κεμπίρ. Ο θάνατος σε αυτή του νεαρού βασιλιά Σεβαστιανού της Πορτογαλίας σήμανε το τέλος της πορτογαλικής Δυναστείας των Αβίς, οδηγώντας έτσι στην δυναστική ένωση Ισπανίας-Πορτογαλίας επί εξηκονταετία, τη λεγόμενη Ιβηρική Ένωση, υπό τον θείο του Σεβαστιανού Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας.

Οι ενωμένες Ισπανική και Πορτογαλική Αυτοκρατορία κατά την Ιβηρική Ένωση (1580-1640)

Ως αποτέλεσμα της Ενώσεως, οι εχθροί του Φιλίππου έγιναν εχθροί της Πορτογαλίας. Οι Αγγλοϊσπανικοί Πόλεμοι του 1585-1604 δεν περιορίσθηκαν στα αγγλικά και ισπανικά λιμάνια ή στη θάλασσα ανάμεσα στις χώρες αυτές, αλλά διεξάχθηκαν και σε μέρη όπως τα (σημερινά): Πουέρτο Ρίκο, Φλόριντα, Δομινικανή Δημοκρατία, Εκουαδόρ και Παναμάς. Ομοίως ο πόλεμος με τους Ολλανδούς οδήγησε σε εισβολές σε αρκετές χώρες στην Ασία (όπως στην Κεϋλάνη), στην Αφρική (π.χ. στη Μίνα) και στη Νότια Αμερική. Αν και οι Πορτογάλοι δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν ολόκληρο το έδαφος της Κεϋλάνης, μπόρεσαν να ελέγχουν τις ακτές και τις παραλιακές περιοχές του νησιού επί μεγάλο χρονικό διάστημα.

Από το 1580 έως το 1670 περίπου οι μπαντεϊράντες στη Βραζιλία ασχολούντο περισσότερο με το κυνήγι δούλων, ενώ από το 1670 έως το 1750 εστίασαν την προσοχή τους στον ορυκτό πλούτο. Χάρη στις εξερευνήσεις τους και στον Ολλανδοπορτογαλικό Πόλεμο, η αποικιακή Βραζιλία επεκτάθηκε από τα ασφυκτικά όρια της Αλεξανδρινής γραμμής σε σχεδόν τα ίδια σύνορα με τη σημερινή Βραζιλία.

Τον 17ο αιώνα εκμεταλλευόμενοι την περίοδο αυτή της σχετικής πορτογαλικής αδυναμίας, οι Ολλανδοί κατάλαβαν αρκετά εδάφη της πορτογαλικής Βραζιλίας, όπως αναφέρεται αναλυτικότερα στην προηγούμενη ενότητα, έχοντας διορίσει τον πρίγκιπα Ιωάννη Μαυρίκιο του Νάσσαου-Ζίγκεν ως κυβερνήτη των ολλανδικών κτήσεων στη Βραζιλία το 1637. Επίσης άλωσαν στην Αφρική το Κάστρο Ελμίνα, τον Άγιο Θωμά, τη Λουάντα και γενικότερα την Ανγκόλα. Ωστόσο, η ολλανδική διείσδυση στη Βραζιλία ήταν μακρόχρονη και απασχόλησε πολύ περισσότερο τους Πορτογάλους. Ταυτοχρόνως, οι Ολλανδοί λεηλατούσαν πορτογαλικά πλοία στον Ατλαντικό και στον Ινδικό Ωκεανό. Στη Βραζιλία η μεγάλη περιοχή της Μπαΐα και η στρατηγικώς σημαντική πρωτεύουσά της, το Σαλβαντόρ, ανακτήθηκαν σχετικώς σύντομα από μια ιβηριανή στρατιωτική εκστρατεία το 1625.

Μετά τη διάλυση της Ιβηρικής Ενώσεως το 1640 η Πορτογαλία επανέκτησε τον έλεγχο και των υπόλοιπων χαμένων εδαφών της. Οι μικρότερες και λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές ανακτήθηκαν σταδιακά και η ανακούφιση από την ολλανδική πειρατεία ήρθε στις δύο επόμενες δεκαετίες μέσω τοπικής αντιστάσεως και πορτογαλικών εκστρατειών.

Η αποικία Ισπανική Φορμόζα ιδρύθηκε στη νήσο Ταϊβάν αρχικώς από την Πορτογαλία το 1544 και αργότερα μετονομάσθηκε και μετατέθηκε από τους Ισπανούς στην Τσιλούνγκ, φυσική αμυντική τοποθεσία για την Ιβηρική Ένωση. Η Ισπανική Φορμόζα αποσκοπούσε στην προστασία του ιβηρικού εμπορίου από τη δράση της ολλανδικής βάσεως στα νότια της Ταϊβάν. Ωστόσο η αποικία ήταν τελικώς βραχύβια εξαιτίας της απροθυμίας των ισπανικών αποικιακών αρχών στη Μανίλα να την υπερασπισθούν.

Νέες ασθένειες στην αμερικανική ήπειρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αζτέκοι πεθαίνουν από ευλογιά («Φλωρεντινός Κώδικας», 1540-1585)

Αν και η τεχνολογική ανωτερότητα, η στρατηγική και η σφυρηλάτηση τοπικών συμμαχιών διεδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις νίκες των κονκισταδόρων στην αμερικανική ήπειρο, οι κατακτήσεις τους διευκολύνθηκαν σημαντικά από ασθένειες του παλαιού κόσμου, ιδίως από τις ευλογιά, ανεμοβλογιά, διφθερίτιδα, τύφο, γρίπη, ιλαρά και ελονοσία. Αυτές οι νόσοι μεταφέρθηκαν και σε απόμακρες φυλές και χωριά, με τη μετάδοσή τους να κινείται πολύ ταχύτερα από όσο προέλαυναν οι κονκισταδόρες, έτσι ώστε καθώς αυτοί προχωρούσαν η αντίσταση που συναντούσαν ήταν εξασθενημένη. Οι μεταδοτικές νόσοι αναφέρονται συχνά ως η κυριότερη αιτία για την πληθυσμιακή κατάρρευση των ιθαγενών φυλών. Οι ιθαγενείς της αμερικανικής ηπείρου δεν είχαν ανοσία έναντι αυτών των νόσων.

Το 1540, όταν οι Ισπανοί του Φρανθίσκο Κορονάδο εξερεύνησαν για πρώτη φορά την κοιλάδα του Ρίο Γκράντε στο σημερινό Νέο Μεξικό, μερικοί από τους φυλάρχους παραπονέθηκαν για νέες ασθένειες που είχαν εμφανισθεί στις φυλές τους. Ακόμη νωρίτερα, το 1528, σύμφωνα με αναφορά του Καβέθα δε Βάκα, όταν οι Ισπανοί αποβιβάσθηκαν στις ακτές του Τέξας, «οι μισοί από τους ιθαγενείς πέθαιναν από μια εντερική νόσο και έρριχναν το φταίξιμο σε εμάς».[43] Φθάνοντας στην Αυτοκρατορία των Ίνκα οι κονκισταδόρες βρήκαν ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε ήδη πεθάνει από μια επιδημία ευλογιάς. Η πρώτη επιδημία καταγράφηκε το 1529 και θύμα της υπήρξε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Ουάινα Κάπακ, ο πατέρας του Αταουάλπα. Επιδημίες ευλογιάς ξέσπασαν και τα έτη 1533, 1535, 1558 και 1565. Επιδημία τύφου ξέσπασε το 1546, γρίπης το 1558, διφθερίτιδας το 1614 και ιλαράς το 1618.[44]:133

Προσφάτως ανακοινωθείσες μελέτες σχετικώς με τους δακτυλίους δένδρων υποδεικνύουν ότι οι ασθένειες που μείωσαν τον πληθυσμό των Αζτέκων στο Μεξικό τον 16ο αιώνα συνοδεύθηκαν από μια παρατεταμένη ξηρασία, που επεδείνωσε τα αποτελέσματά τους και συνεχίσθηκε και μετά την ισπανική κατάκτηση.[45][46] Αυτό ωστόσο προσέθεσε στις επιδημιολογικές ενδείξεις ότι οι επιδημίες κοκολιστλί (cocoliztli, ιογενείς αιμορραγικοί πυρετοί) ηταν στην πραγματικότητα ντόπιας καταγωγής πυρετοί, που μεταδίδονταν από τρωκτικά και επιδεινώνονταν από την ξηρασία. Η επιδημία κοκολιστλί των ετών 1545-1548 στοίχισε τη ζωή σε 5 έως 15 εκατομμύρια ανθρώπους, δηλαδή έως και το 80% του πληθυσμού των ιθαγενών. Η επιδημία κοκολιστλί των ετών 1576-1578 εξόντωσε άλλα 2 έως 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους, δηλαδή τους μισούς περίπου όσων είχαν επιζήσει.[47][48]

Κατά τον Αμερικανό ερευνητή Χένρυ Φ. Ντόμπυνς (Henry Farmer Dobyns, Jr., 1925-2009) το 95% του συνολικού τότε πληθυσμού της αμερικανικής ηπείρου πέθανε από επιδημίες τα πρώτα 130 χρόνια[49] και ειδικότερα το 90% του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας των Ίνκα.[50] Οι Cook & Borah του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ πιστεύουν ότι ο ιθαγενής πληθυσμός του Μεξικού μειώθηκε από 25,2 εκατομμύρια το 1518 σε 700 χιλιάδες ανθρώπους το 1623, δηλαδή διασώθηκε μόλις το 3% του αρχικού πληθυσμού.[51]

Μυθικοί τόποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κονκισταδόρες βρήκαν νέα είδη ζώων, αλλά οι αναφορές τους τα συνέχεαν με τέρατα, όπως δράκοντες, γίγαντες ή ακόμα και φαντάσματα.[52] Οι ιστορίες για ναυαγούς σε μυστηριώδη νησιά ήταν συνηθισμένες.

Από τα αρχικά κίνητρα για την εξερεύνηση ήταν η αναζήτηση για το «Τσιπανγκό», τον τόπο όπου γεννιόταν χρυσάφι και για τον Κολόμβο γειτόνευε με την Κίνα. Οι Εφτά Πόλεις του Χρυσού ή «Σίμπολα» (Cibola), είχαν κατά τον σχετικό θρύλο κτισθεί από ιθαγενείς της Αμερικής κάπου στην έρημο του σημερινού βόρειου Μεξικού ή των νοτιοδυτικών ΗΠΑ. Το 1611 ο Σεβαστιάν Βιθκαΐνο παρέπλευσε την ανατολικές ακτές της Ιαπωνίας αναζητώντας δύο μυθικά νησιά που οι Ισπανοί τα αποκαλούσαν Rico de Oro (= «Πλούσιο σε χρυσάφι» στην ισπανική γλώσσα) και Rico de Plata ('Rich in Silver').

Βιβλία όπως Τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο τροφοδοτούσαν φήμες για μυθικούς τόπους. Τέτοιοι θρύλοι περιελάμβαναν τη μυθική Χριστιανική Αυτοκρατορία του Πρεσβυτέρου Ιωάννη (ημι-μυθική, καθώς έχει ως βάση την Αιθιοπία), το βασίλειο της «Λευκής Βασίλισσας» (εμπνευσμένης από τη Διδώ) στον «Δυτικό Νείλο» (δηλαδή τον Σενεγάλη), την Πηγή της Νεότητας, Πόλεις του Χρυσού στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική όπως τις Κυβίρα (Quivira), Θούνι-Σίμπολα και βεβαίως το Ελ Ντοράντο, αλλά και θαυμαστά βασίλεια όπως αυτό των Δέκα χαμένων Φυλών και αυτό των Αμαζόνων. Το 1542 ο Φρανθίσκο ντε Ορεγιάνα έφθασε στον ποταμό Αμαζόνιος και τον ονόμασε έτσι από μια φυλή πολεμοχαρών γυναικών που ισχυρίσθηκε ότι είχε συναντήσει και πολεμήσει εκεί. Ο εβραϊκής καταγωγής Πορτογάλος Αντόνιο ντε Μοντεζίνους ανέφερε ότι κάποιες από τις 10 χαμένες Φυλές του Ισραήλ ζούσαν ανάμεσα στους ιθαγενείς πληθυσμούς των Άνδεων. Ο Γκονθάλο Φερνάντεθ δε Οβιέδο υ Βαλδές έγραψε ότι ο Χουάν Πόνθε ντε Λεόν αναζητούσε τα νερά του Μπιμίνι προκειμένου να ανακτήσει τη νεότητά του.[53] Μια παρόμοια εξιστόρηση εμφανίζεται στην Historia General de las Indias (1551) του Φρανθίσκο Λόπεθ δε Χόμαρα.[54] Αργότερα, το 1575, ο Ερνάντο δε Εσκαλάντε Φοντανέδα, επιζήσας ναυαγός που είχε ζήσει με τους Ινδιάνους της Φλόριντα επί 17 χρόνια, δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του, στα οποία τοποθετεί την Πηγή της Νεότητας στη Φλόριντα.[55] Αυτό συγχέεται με την Μπόινκα ή Μπογιούκα (Boinca ή Boyuca) που αναφέρει ο Χουάν Ντίας ντε Σολίς, αν και τα ναυσιπλοϊκά δεδομένα του Σολίς την τοποθετούν στον Κόλπο της Ονδούρας.

Ο σερ Ουόλτερ Ράλεϊ και μερικές ιταλικές, ισπανικές, ολλανδικές, γαλλικές και πορτογαλικές αποστολές αναζητούσαν τη «θαυμαστή αυτοκρατορία των Γουιάνα», η οποία έδωσε το όνομά της στις εκεί αποικίες τους και σημερινές ανεξάρτητες χώρες, τις «Γουιάνες».

Αρκετές εξερευνητικές αποστολές διοργανώθηκαν σε αναζήτηση των παραπάνω μυθικών τόπων, αλλά επέστρεψαν με άδεια χέρια ή έφεραν πολύ λιγότερο χρυσό από όσο είχαν ελπίσει. Βρήκαν άλλα πολύτιμα μέταλλα, όπως τον άργυρο (ασήμι), που αφθονούσε ιδίως στο Ποτοσί της σημερινής Βολιβίας. Ανεκάλυψαν νέες ρότες, θαλάσσια ρεύματα, τους αληγείς ανέμους, καλλιέργειες, μπαχαρικά και άλλα νέα προϊόντα. Στην εποχή των ιστιοφόρων η γνώση των ανέμων και των ρευμάτων ήταν απαραίτητη, π.χ. το Ρεύμα Αγκούλας απέτρεπε επί μακρόν τους Πορτογάλους ναυτικούς από το να φθάσουν στην Ινδία. Διάφορα μέρη στην Αφρική και την Αμερική (Βόρεια και Νότια) φέρουν ακόμα τις ονομασίες των φανταστικών αυτών πόλεων, που ήταν φτιαγμένες από χρυσάφι και είχαν ποτάμια γεμάτα με χρυσάφι και πολύτιμους λίθους.

Μετά το ναυάγιό του στα ανοικτά της Νήσου Σάντα Καταρίνα, στη σημερινή νότια Βραζιλία, ο Αλέζου Γκαρσία έζησε με τους Ινδιάνους Γκουαρανί και άκουσε ιστορίες για κάποιον «Λευκό Βασιλιά», που ζούσε στα δυτικά, κυβερνώντας πόλεις με ασύγκριτα πλούτη και μεγαλείο. Ταξιδεύοντας προς τα δυτικά το 1524 για να φθάσει στη χώρα του «Λευκού Βασιλιά», έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος που διέσχισε τη Νότια Αμερική από τα ανατολικά. Ανεκάλυψε έτσι έναν μεγάλο καταρράκτη και το Γκραν Τσάκο. Κατόρθωσε να διεισδύσει στις εξώτερες άμυνες της Αυτοκρατορίας των Ίνκας στους πρόποδες των Άνδεων, στη σημερινή Βολιβία, και ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που το πέτυχε, οκτώ έτη πριν από τον Φρανθίσκο Πιθάρρο.

Ο Γκαρσία λεηλάτησε ένα φορτίο αργύρου και οπισθοχώρησε όταν ο στρατός του Ουάινα Κάπακ έφθασε για να τον αντιμετωπίσει. Δολοφονήθηκε όμως από τους Ινδιάνους συμμάχους του κοντά στο Σαν Πέδρο, επί του ποταμού Παραγουάη.

Χρηματοδότηση και διακυβέρνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ίδρυση του Σαντιάγο της Χιλής το 1541
Ορειχάλκινος έφιππος ανδριάντας του Φρανθίσκο Πιθάρρο στο Τρουχίγιο της Ισπανίας

Ο βασιλιάς Φερδινάνδος Β΄ της Αραγωνίας ενσωμάτωσε τα αμερικανικά εδάφη στο Βασίλειο της Καστίλης και μετά κατήργησε την εξουσία που είχε δοθεί στον Κυβερνήτη Χριστόφορο Κολόμβο και τους πρώτους κονκισταδόρες. Θέσπισε τον απευθείας βασιλικό έλεγχο με το Συμβούλιο των Ινδιών, το σημαντικότερο διοικητικό όργανο της Ισπανικής Αυτοκρατορίας, τόσο για την Αμερική όσο και για την Ασία. Μετά την ενοποίηση Καστίλης και Αραγωνίας, ο Φερδινάνδος εισήγαγε και στην Καστίλη πολλούς νόμους, διατάξεις και θεσμούς της Αραγωνίας, όπως την Ιερά Εξέταση, οι οποίοι αργότερα εφαρμόσθηκαν στις νέες χώρες.

Οι Νόμοι του Μπούργος, που γράφηκαν το 1512-1513, υπήρξαν ο πρώτος κώδικας νόμων που κανόνιζαν τον βίο των εποίκων της ισπανικής αποικιακής Αμερικής, ιδίως τις σχέσεις τους με τους ιθαγενείς («Ινδιάνους»). Αυτοί οι νόμοι απαγόρευαν την κακομεταχείριση των ιθαγενών και υπεστήριζαν τον προσηλυτισμό τους στον Χριστιανισμό.

Η εξελισσόμενη δομή της αποικιακής διακυβερνήσεως δεν ολοκληρώθηκε παρά μόλις το τρίτο τέταρτο του 16ου αιώνα. Ωστόσο οι «Καθολικοί Μονάρχες» ανέθεσαν στον Χουάν Ροδρίγες δε Φονσέκα να μελετήσει τα προβλήματα σχετικώς με τη διαδικασία του εποικισμού. Ο δε Φονσέκα έγινε το ισοδύναμο του «υπουργού για τις Ινδίες» και έθεσε τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας αποικιακής γραφειοκρατίας, που συνδύαζε νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές λειτουργίες. Ο δε Φονσέκα προέδρευε του Συμβουλίου των Ινδιών, το οποίο περιελάμβανε μερικά μέλη του Συμβούλιο της Καστίλης (Consejo de Castilla), και σχημάτισε μια Junta de Indias με περίπου οκτώ συμβούλους. Ο Αυτοκράτορας Κάρολος Κουίντος καταγράφεται να χρησιμοποιεί τον όρο «Συμβούλιο των Ινδιών» ήδη το έτος 1519.

Ο Φίλιππος Β΄ της Ισπανίας (1527-1598)

Οι βασιλείς επεφύλαξαν για τον εαυτό τους σημαντικά εργαλεία παρεμβάσεων. Το προοίμιο των Νόμων του Μπούργος δήλωνε καθαρά ότι τα κατακτημένα εδάφη ανήκαν στο Στέμμα. Από την άλλη, επιτρεπόταν στο Στέμμα να καθοδηγεί τις κατακτήσεις προς συγκεκριμένα εδάφη, αναλόγως των συμφερόντων του. Επιπλέον, ο ηγέτης εξερευνητικής αποστολής δεχόταν σαφείς οδηγίες σχετικώς με τα καθήκοντά του προς τους οπλίτες, τους ιθαγενείς πληθυσμούς και τα είδη στρατιωτικών δράσεων. Υποχρεωτικώς παρέδιδε γραπτή αναφορά σχετικώς με τα αποτελέσματα της αποστολής-εκστρατείας του. Ο στρατός είχε ενσωματωμένο έναν βασιλικό αξιωματούχο, τον veedor. Αυτός διεσφάλιζε ότι οι οπλίτες συμμορφώνονταν με τις διαταγές και οδηγίες, και ότι διεφύλασσαν το βασιλικό μερίδιο των λαφύρων. Στην πράξη ωστόσο ο Capitán είχε σχεδόν απεριόριστη εξουσία.

Οι ομάδες των κονκισταδόρες επεδίωκαν την εξασφάλιση προμηθειών και χρηματοδοτήσεως με διάφορους τρόπους. Αιτήσεις χρηματοδοτήσεως γίνονταν προς τον Βασιλέα, προς εκπροσώπους του Στέμματος, προς ευγενείς, προς πλούσιους εμπόρους ή και προς τους ίδιους τους κονκισταδόρες. Οι πιο «επαγγελματικές» αποστολές/εκστρατείες χρηματοδοτούνταν από το Στέμμα. Κάποιες φορές κυβερνήτες χωρίς πείρα ξεκινούσαν αποστολές επειδή στην ισπανική αποικιακή Αμερική τα αξιώματα συχνά εξαγοράζονταν ή περνούσαν στα χέρια συγγενών.

Πέρα από τις εξερευνήσεις που κυριαρχούνταν από την Ισπανία και την Πορτογαλία, άλλες χώρες της Ευρώπης υπεβοήθησαν με τον τρόπο τους στην αποικιοποίηση του Νέου Κόσμου. Σώζονται έγγραφα σύμφωνα με τα οποία ο Κάρολος Κουίντος δεχόταν δάνεια από την πλούσια γερμανική Οικογένεια των Βέλζερ προκειμένου να βοηθήσει στη χρηματοδότηση της εκστρατείας για χρυσό στη Βενεζουέλα.[56] Με πολλές ένοπλες ομάδες να στοχεύουν στην πραγματοποίηση αποστολών ακόμα και μετά την πρώτη φάση της Εποχής των Εξερευνήσεων, το Στέμμα χρεώθηκε αρκετά, παρέχοντας έτσι την ευκαιρία σε ξένους Ευρωπαίους πιστωτές να χρηματοδοτούν τις αποστολές.

Οι κονκισταδόρες δανείζονταν όσο λιγότερο μπορούσαν, προτιμώντας να επενδύουν όλα τα υπάρχοντά τους. Σε κάποιες αποστολές ο κάθε κονκισταδόρ αγόραζε ο ίδιος τον εξοπλισμό του και τις προμήθειές του, ενώ άλλες φορές οι οπλίτες δέχονταν εξοπλισμό ως προκαταβολή από τον κονκισταδόρ.

Οι Ισπανοί θαλασσινοί Αδελφοί Pinzón συμμετείχαν στην εξερευνητική αποστολή του Κολόμβου[57], ενώ συγχρόνως την υπεστήριξαν οικονομικά, δίνοντας χρήματα από τις προσωπικές τους περιουσίες.[58]

Χρηματοδότες υπήρξαν επίσης κυβερνήσεις, αντιβασιλείς και τοπικοί κυβερνήτες με την υποστήριξη εύπορων ιδιωτών. Η συνεισφορά του κάθε προσώπου ρύθμιζε την επακόλουθη διανομή των λαφύρων. Σχετικώς με το μερίδιο ενός πεζικάριου (lancero, piquero, alabardero, rodelero), ένας έφιππος (caballero) και ιδιοκτήτης αλόγου έπαιρνε το διπλάσιο μερίδιο. Ακόμα και οι σκύλοι αποζημιώνονταν σε κάποιες περιπτώσεις. Κάποιες φορές ένα μέρος των λαφύρων ήταν γυναίκες και σκλάβοι. Η μοιρασιά των λαφύρων δημιουργούσε συγκρούσεις, όπως εκείνη μεταξύ του Φρανθίσκο Πιθάρρο και του Ντιέγο ντε Αλμάγρο.

Στρατιωτικά πλεονεκτήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χαρακτικό του 1646 που απεικονίζει τους κονκισταδόρες Γκαρθία Ουρτάδο δε Μεντόθα, Πέδρο δε Βιγιάγκρα και Ροδρίγο δε Κιρόγα
Ομάδα από κονκισταδόρες του 16ου αιώνα που συμμετείχαν στην κατάκτηση του Περού (Β΄ αποστολή) μαζί με τον ηγέτη τους Φρανθίσκο Πιθάρρο.

Παρά το ότι υστερούσαν συντριπτικά σε αριθμούς σε σχέση με τους ιθαγενείς, και παρά το ότι βρίσκονταν σε ξένο και άγνωστο έδαφος, οι κονκισταδόρες είχαν και αρκετά στρατιωτικά πλεονεκτήματα έναντι των λαών που κατέκτησαν. Χάρη στις μακρές συγκρούσεις τους με τους Άραβες κατά τη διάρκεια της Ρεκονκίστα, οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι ανήκαν σε έναν πιο προηγμένο στρατιωτικώς πολιτισμό. Στην Ιβηρική Χερσόνησο, σε συνθήκες συνεχών συγκρούσεων, η πολεμική δράση αποτελούσε σχεδόν μέρος της καθημερινής ζωής των κατοίκων. Μικροί και ελαφρώς εξοπλισμένοι στρατοί διατηρούνταν επί συνεχούς βάσεως. Αυτές οι συνθήκες διατηρήθηκαν επί αιώνες και δημιούργησαν έναν πολεμικό πολιτισμό που σφυρηλάτησε τους κονκισταδόρες. Εκτός από καλύτερη στρατηγική και στρατιωτικές τεχνικές, είχαν εργαλεία, λίγα πρωτόγονα τουφέκια και πυροβολικό, αλλά και σίδηρο, χάλυβα και εξημερωμένα ζώα: τα άλογα και τα μουλάρια τους μετέφεραν, τα γουρούνια τους έτρεφαν με το κρέας τους και οι σκύλοι πολεμούσαν μαζί τους. Οι ιθαγενείς πληθυσμοί είχαν τα πλεονεκτήματα των εδραιωμένων οικισμών, της αποφασιστικότητας να παραμείνουν ανεξάρτητοι και της μεγάλης αριθμητικής υπεροχής. Οι ευρωπαϊκές ασθένειες και η τακτική του «διαίρει και βασίλευε» συνετέλεσαν στην ήττα των ιθαγενών.

Στρατηγική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κονκισταδόρες είχαν ιδιαίτερη ικανότητα στο να χειρίζονται την πολιτική κατάσταση και τις εντάσεις ανάμεσα στις φυλές και λαούς των ιθαγενών, διαμορφώνοντας συμμαχίες εναντίον των ισχυρότερων αυτοκρατοριών. Για την κατανίκηση της Αυτοκρατορίας των Ίνκα, οι Ισπανοί υπεστήριξαν τη μία πλευρά σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Ακόμα, υπέταξαν την Αυτοκρατορία των Αζτέκων συμμαχώντας με ιθαγενείς που είχαν υποδουλωθεί από ισχυρότερες γειτονικές φυλές και βασίλεια. Αυτές οι τακτικές είχαν λίγο παλαιότερα εφαρμοσθεί από τους Ισπανούς στην Ευρώπη: στον Πόλεμο της Γρανάδας, στην κατάκτηση της Ναβάρρας, αλλά και στην κατάκτηση των Καναρίων Νήσων. Σε όλη τη διάρκεια των κατακτήσεων των κονκισταδόρες, οι ιθαγενείς ήταν πολύ περισσότεροι απο τους κατακτητές τους, κατά 50 φορές περίπου. Οι στρατιωτικές δυνάμεις με τις οποίες ο Κορτές πολιόρκησε την Τενοτστιτλάν ήταν περίπου 200.000 άνδρες, αλλά λιγότερο από το 1% από αυτούς ήταν Ισπανοί.[44]:178

Οι Ευρωπαίοι πολεμούσαν στα πλαίσια της έννοιας που είχαν για τον δίκαιο πόλεμο. Ενώ οι Ισπανοί πήγαιναν στο πεδίο της μάχης με σκοπό να σκοτώσουν τους αντίπαλους στρατιώτες, οι Αζτέκοι και οι Μάγια αποζητούσαν με κάθε τρόπο να αιχμαλωτίσουν ζωντανούς τους εχθρούς τους, ώστε να τους θυσιάσουν κατόπιν στους θεούς τους σε τελετουργικές ανθρωποθυσίες, στους λεγόμενους «πολέμους των λουλουδιών».

Τακτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δυνάμεις των Ισπανών και των Πορτογάλων ήταν ικανές να διανύουν γρήγορα μεγάλες αποστάσεις σε άγνωστη γη, και επομένως να αιφνιδιάζουν υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού. Οι πόλεμοι διεξάγονταν κυρίως μεταξύ φυλών και στόχο είχαν την αποβολή εισβολέων από εδάφη μιας φυλής. Στην ξηρά, τέτοιοι πόλεμοι συνδύαζαν κάποιες ευρωπαϊκές μεθόδους με τακτικές Μουσουλμάνων ανταρτών-συμμοριτών στην Αλ-Άνταλους. Αυτές οι τακτικές αφορούσαν κυρίως μικρές ομάδες που επιχειρούσαν να αιφνιδιάσουν τον εχθρό με ενέδρες.

Στη Μομπάσα ο Βάσκο ντα Γκάμα κατέφυγε σε επιθέσεις εναντίον αραβικών εμπορικών πλοίων, τα οποία ήσαν γενικώς άοπλα, χωρίς κανόνια.

Οπλισμός και ζώα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ομοίωμα Ισπανού κονκισταδόρ στο Περίπτερο της Ναυσιπλοΐας στη Σεβίλλη

Οι Ισπανοί κονκισταδόρες στην Αμερική χρησιμοποιούσαν πολύ σπαθιά, λόγχες και βαλλίστρες, με τα αρκεβούζια να διαδίδονται ευρύτερα μόνο μετά το 1570 περίπου.[59] Παρά τη σπανιότητα των πυροβόλων όπλων, οι κονκισταδόρες πρωτοπόρησαν στον σχηματισμό σωμάτων από έφιππους «αρκεβουζιέρους», που μπορούν να θεωρηθούν ως μία πρώιμη μορφή δραγώνων.[59] Κατά τη δεκαετία του 1540 η χρήση από τον Francisco de Carvajal πυροβόλων όπλών στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο στο Περού πρωτοπόρησε στην τεχνική της ομοβροντίας (volley fire), η οποία αναπτύχθηκε πολλές δεκαετίες αργότερα στην Ευρώπη.[59]

Ισπανικά μαστίφ που χρησίμευαν σε εκστρατείες και φρούρηση.

Τα ζώα ήταν ένας άλλος σημαντικός παράγοντας για τον ισπανικό θρίαμβο. Από τη μια, η εισαγωγή του αλόγου και άλλων εξημερωμένων ζώων φορτίου τούς επέτρεψε πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα, άγνωστη στους ινδιάνικους πολιτισμούς. Στα βουνά και στις ζούγκλες ωστόσο, οι Ισπανοί δυσχεραίνονταν να περάσουν από τους στενούς δρόμους των ιθαγενών και από γέφυρες κατασκευασμένες για πεζούς, που κάποτε ήταν στενότερες από δύο μέτρα. Σε μέρη όπως στην Αργεντινή, το Νέο Μεξικό και την Καλιφόρνια, οι ιθαγενείς διδάχθηκαν από τους Ισπανούς την ιππασία και την κτηνοτροφία. Αυτή η χρήση νέων τεχνικών από τους Ινδιάνους έγινε αργότερα παράγοντας αμφισβητήσεων κατά την αντίστασή τους εναντίον των αποικιακών και αμερικανικών κυβερνήσεων.

Οι Ισπανοί ήταν επίσης ικανότατοι στην εκτροφή και την εκπαίδευση σκύλων για πολεμικούς σκοπούς, κυνήγι και προστασία. Τα μαστίφ, οι ισπανικοί πολεμικοί σκύλοι[60] και τα τσοπανόσκυλα που χρησιμοποιούσαν στη μάχη ήταν αποτελεσματικά ως ψυχολογικό όπλο κατά των ιθαγενών, οι οποίοι, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν είχαν δει ποτέ τους σκυλιά. Αν και κάποιες φυλές ιθαγενών είχαν εξημερωμένους σκύλους κατά την εποχή εκείνη, οι Ισπανοί κονκισταδόρες χρησιμοποιούσαν ισπανικά μαστίφ και άλλους μολοσσούς σε μάχες κατά των Ταΐνο, των Αζτέκων και των Μάγια. Αυτοί οι ειδικά εκπαιδευμένοι σκύλοι προκαλούσαν τον φόβο στους ιθαγενείς εξαιτίας της δυνάμεως και της αγριότητάς τους. Οι ισχυρότερες διασταυρώσεις μεγάλων σκύλων με ευρύ στόμα εκπαιδεύονταν ειδικά για τις μάχες. Αυτοί οι πολεμικοί σκύλοι αντιμετώπιζαν ελαφρώς ενδεδυμένα εχθρικά στρατεύματα, ενώ οι ίδιοι έφεραν ειδικές πανοπλίες.[61]

Ο πιο διάσημος αυτών των σκύλων ήταν ο χαϊδεμένος του Πόνθε δε Λεόν και έφερε το όνομα Μπεθερίλο (Becerrillo) ή Μπεζερίλο (έχει γραφεί και σχετικό μυθιστόρημα για παιδιά και νέους, που εκδόθηκε μεταφρασμένο και στην ελληνική υπό τον τίτλο «Μπεζερίλο»): υπήρξε ίσως ο πρώτος ευρωπαϊκός σκύλος που είναι γνωστό ότι έφθασε στη Βόρεια Αμερική. Γιος του ήταν ένας άλλος φημισμένος σκύλος, ο Λεονθίκο (Leoncico), ο πρώτος ευρωπαϊκός σκύλος που είναι γνωστό ότι είδε τον Ειρηνικό Ωκεανό, και «μασκότ» του Βάσκο Νούνιεθ δε Βαλβόα, τον οποίο συνόδευσε σε αρκετές εκστρατείες.

Νέες ναυτικές γνώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αστρονομική εφημερίδα από τον Αβραάμ Ζακούτο στο Almanach Perpetuum, 1496

Οι διαδοχικές εξερευνητικές αποστολές και η σχετική εμπειρία των Ισπανών και Πορτογάλων καπετάνιων οδήγησε σε ταχεία εξέλιξη την ευρωπαϊκή ναυσιπλοϊκή τεχνογνωσία.

Ναυσιπλοΐα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 13ο αιώνα οι καπετάνιοι καθοδηγούνταν από την θέση του ήλιου στον ουρανό. Για την αστρονομική ναυσιπλοΐα οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούσαν αρχαία ελληνικά όργανα, όπως τον αστρολάβο και το τεταρτοκύκλιο, τα οποία βελτίωσαν ώστε να γίνουν απλούστερα και πιο ευκολόχρηστα. Επίσης ανέπτυξαν το «ραβδί του Ιακώβ» για τη μέτρηση στη θάλασσα του ύψους του ήλιου και άλλων αστέρων πάνω από τον ορίζοντα. Ο Νότιος Σταυρός έγινε σημείο αναφοράς μετά τα ταξίδια των Ζουάου ντε Σανταρέμ και Πέρου Εσκόμπαρ στο Νότιο Ημισφαίριο το 1471. Τα αποτελέσματα παρουσίαζαν διακυμάνσεις ανάλογα με την εποχή του έτους, γεγονός που απαιτούσε διορθώσεις. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα, οι Πορτογάλοι συμβουλεύονταν αστρονομικούς πίνακες, γνωστούς ως αστρονομικές εφημερίδες, πολύτιμα εργαλεία στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θάλασσας, η οποία διαδόθηκε ευρύτατα τον 15ο αιώνα. Αυτοί οι πίνακες έφεραν επανάσταση στην ωκεάνια ναυσιπλοΐα, καθιστώντας προσιτούς τους υπολογισμούς του γεωγραφικού πλάτους. Οι πίνακες του Almanach Perpetuum, συνταγμένοι από τον αστρονόμο Αβραάμ Ζακούτο και εκδοθέντες στη Leiria το 1496, χρησιμοποιούνταν μαζί με το βελτιωμένο του μοντέλο αστρολάβου από τους Βάσκο ντα Γκάμα και Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ.

Ναυπηγική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια πορτογαλική καραβέλα

Το είδος του πλοίου που πραγματικά εγκαινίασε την πρώτη φάση των εξερευνήσεων κατά μήκος της αφρικανικής ακτής ήταν η πορτογαλική καραβέλα. Οι Ισπανοί την υιοθέτησαν γρήγορα για το εμπορικό ναυτικό τους. Το σκάφος αυτό είχε ως βάση τα αφρικανικά ψαροκάικα, που ήταν ευκίνητα και ευκολοκυβέρνητα, με εκτόπισμα 50 έως 160 τόνους και ένα έως τρία κατάρτια, με λα(ν)τίνια (τριγωνικά πανιά) που επέτρεπαν τον πλου ενάντια στον άνεμο. Ειδικά η καραβέλα επωφελείτο από τη μεγαλύτερη ικανότητά της να πλέει με πλάγιο άνεμο. Το κυριότερο μειονέκτημά της ήταν η περιορισμένη χωρητικότητα τόσο για φορτίο όσο και για πλήρωμα, που όμως δεν εμπόδισαν την επιτυχία της.[62] Τα δύο από τα τρία πλοία στο πρώτο ταξίδι του Κολόμβου ήταν καραβέλες (η «Πίντα» και η «Νίνα»), ενώ περίφημες καραβέλες ήταν αργότερα οι «Μπέριο» και «Ευαγγελισμός».

Τα μεγάλα ωκεάνια ταξίδια προκάλεσαν τη ναυπήγηση μεγαλύτερων πλοίων. Ο αρχαιοελληνικής προελεύσεως πορτογαλικός όρος Nau («νάου») ήταν συνώνυμο για κάθε τύπο μεγάλου πλοίου, ιδίως όμως εμπορικού. Εξαιτίας της πειρατείας που μάστιζε τις θάλασσες κοντά στα παράλια, και τα εμπορικά πλοία εξοπλίσθηκαν με κανόνια και κανονιοθυρίδες, ώστε αργότερα οι naus κατηγοριοποιούνταν με βάση τη δύναμη πυρός των κανονιών τους. Η καρράκα ήταν ένα τρικάταρτο ή τετρακάταρτο πλοίο (και ειδικότερα αναφερόμενο ως «νάου») με υπερυψωμένη στρογγυλευμένη πρύμνη, μεγάλο πρόστεγο και μεγάλου μήκους άλμπουρο. Χρησιμοποιήθηκε και τούτο πρώτα από τους Πορτογάλους και αργότερα από τους Ισπανούς. Και αυτός ο τύπος προσαρμόσθηκε στο αυξανόμενο θαλάσσιο εμπόριο, μεγαλώνοντας από τους 200 τόνους τον 15ο αιώνα στους 500 τόνους τον 16ο αιώνα, οπότε διέθετε συνήθως δύο καταστρώματα, προπύργια στην πλώρη και την πρύμνα, δύο έως τέσσερα κατάρτια με μερικώς αλληλοεπικαλύπτόμενα ιστία (πανιά). Τα ταξίδια στην Ινδία τον 16ο αιώνα γίνονταν με υπερμεγέθεις καρράκες, εμπορικά τρικάταρτα πλοία με τετράγωνα ιστία που έφθαναν τους δύο χιλιάδες τόνους.

Ρεύματα και άνεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από την ακτοπλοϊκή εξερεύνηση, τα πορτογαλικά πλοία έκαναν και εξορμήσεις μακρύτερα από την ακτή προκειμένου να συλλέξουν μετεωρολογικά και ωκεανογραφικά δεδομένα. Σε τέτοιες παρεκβάσεις ανακαλύφθηκαν τα αρχιπελάγη Μπισάγκος (όπου οι Πορτογάλοι νικήθηκαν από ιθαγενείς το 1535), Μαδέρας, Νήσων του Πράσινου Ακρωτηρίου, Σάου Τομέ, Τριντάντε και Μάρτιμ Βαζ, Αγίων Πέτρου και Παύλου, Φερνάντο ντε Νορόνια, Αννομπόν, Νήσου της Αναλήψεως, Μπιόκο, Φώκλαντ, και τα νησιά Πρίνσιπε, Αγίας Ελένης, Τριστάν ντα Κούνια, αλλά και η Θάλασσα των Σαργασσών.

Η γνώση των επικρατούντων ανέμων και της κυκλοφορίας τους, αλλά και των θαλάσσιων ρευμάτων του Ατλαντικού Ωκεανού, όπως και ο προσδιορισμός του γεωγραφικού πλάτους, οδήγησαν στην ανακάλυψη της καλύτερης ρότας επιστροφής από την Αφρική: διασχίζοντας τον κεντρικό Ατλαντικό μέχρι τις Αζόρες, με χρήση των ανέμων και ρευμάτων που περιστρέφονται με τη φορά των δεικτών του ρολογιού στο Βόρειο Ημισφαίριο εξαιτίας της ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας και της δυνάμεως Κοριόλις, διευκολύνοντας την πορεία προς τη Λισαβόνα και δίνοντας τη δυνατότητα για εξορμήσεις μακρύτερα από την ανατολική ακτή του Ατλαντικού, ένας ελιγμός που έγινε γνωστός ως η volta do mar. Το 1565 η εφαρμογή της ίδιας αρχής στον Ειρηνικό Ωκεανό οδήγησε στην ανακάλυψη της εμπορικής οδού των «γαλεονιών της Μανίλας» από τους Ισπανούς.

Χαρτογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορτολάνος του Ανχελίνο Ντουλθέρτ (1339) που δείχνει τη νήσο Λανθαρότε.

Το 1339 ο Ανχελίνο Ντουλθέρτ από τη Μαγιόρκα επινόησε τον τύπο ναυτικού χάρτη που έγινε γνωστός ως πορτολάνος. Ο πρώτος τέτοιος χάρτης έδειχνε τη νήσο Λανθαρότε των Καναρίων, με το όνομα Insula de Lanzarotus Marocelus, καθώς και τις νήσους Φουερτεβεντούρα και Vegi Mari (τη σημερινή Λόβος), αλλά ο Ντουλθέρτ συμπεριέλαβε και κάποια ανύπαρκτα νησιά, όπως τη Νήσο του Αγίου Μπρένταν και τρία ακόμα νησιά που αποκαλεί «Πριμαρία», «Καπραρία», και «Καναρία».[63]

Ο Μέστρε Χακόμε (Mestre Jacome) ήταν ένας ακόμα χαρτογράφος από τη Μαγιόρκα, που πείσθηκε από τον Πορτογάλο πρίγκιπα Ερρίκο τον Θαλασσοπόρο να εγκατασταθεί στην Πορτογαλία τη δεκαετία 1420-1429 προκειμένου να εκπαιδεύσει Πορτογάλους χαρτογράφους στον τρόπο με τον οποίο χαρτογραφούσαν στη Μαγιόρκα.[64] Ο ίδιος χαρτογράφος, αναφερόμενος ως «Ζακόμε της Μαγιόρκας», μνημονεύεται κάποιες φορές ως ο επικεφαλής του αστεροσκοπείου και «σχολής» του Ερρίκου του Θαλασσοπόρου στο Σάγκρες.[65]

Προ-μερκατορικός ναυτικός χάρτης της ακτής της Δυτικής Αφρικής (1571) από τον Φερνάου Βας Ντοουράντου (Torre do Tombo, Lisbon)

Οι εβραϊκής καταγωγής χαρτογράφοι Αμπραάμ και Γιεχούντα Κρέσκες (Cresques), πατέρας και γιος στην υπηρεσία του Ερρίκου, ήταν επίσης από τη Μαγιόρκα. Η Μαγιόρκα είχε πολλούς ικανούς χαρτογράφους. Ωστόσο, ο παλαιότερος υπογεγραμμένος πορτογαλικός ναυτικός χάρτης είναι ένας πορτολάνος δημιουργημένος από τον Πέντρου Ρεϊνέλ το 1485, που δείχνει τη Δυτική Ευρώπη και τμήματα της Αφρικής, ενσωματώνοντας τα αποτελέσματα των εξερευνήσεων του Ντιόγκου Κάου. Ο Ρεϊνέλ συνέταξε επίσης τον πρώτο γνωστό ναυτικό χάρτη που είχε ενδείξεις των γεωγραφικών πλατών, το 1504, και τον πρώτο χάρτη με απεικόνιση ενός ρόδου ανέμων. Μαζί με τον γιο του, τον χαρτογράφο Ζόρζε Ρεϊνέλ, και τον Λόπου Χόμεμ, συμμετείχαν στη δημιουργία του άτλαντα που είναι γνωστός ως «Άτλας Lopo Homem-Reinés» ή «Άτλας του Μιλέρ», έργο του 1519. Θεωρούνταν οι καλύτεροι χαρτογράφοι της εποχής τους. Ο Κάρολος Κουίντος ήθελε να εργασθούν για λογαριασμό του. Λέγεται ότι το 1517 ο βασιλιάς της Πορτογαλίας έδωσε με διάταγμά του στον Λόπου Χόμεμ το προνόμιο να πιστοποιεί και να επιδιορθώνει όλες τις βελόνες πυξίδων στα σκάφη.

Η τρίτη φάση της ναυτικής χαρτογραφίας χαρακτηρίσθηκε από την εγκατάλειψη της πτολεμαϊκής αναπαραστάσεως της Ανατολής και μεγαλύτερη ακρίβεια στην αναπαράσταση τόπων και ηπείρων. Ο Φερνάου Βας Ντοουράντου (περ. 1520 – περ. 1580) δημιούργησε έργα εξαιρετικής ποιότητας και ωραιότητας, γεγονός που του χάρισε τη φήμη ενός από τους καλύτερους χαρτογράφους της εποχής του. Πολλοί από τους χάρτες του είναι μεγάλης κλίμακας.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Mary Hill: Gold: The California Story
  2. Vanhanen, Tatu (1997). Prospects of democracy: a study of 172 countries. Νέα Υόρκη: Routledge. σελ. 112. ISBN 0-415-14405-1. 
  3. «Person-to-person transmission of Andes virus». Emerging Infect. Dis. 11 (12): 1848-1853. 2005. doi:10.3201/eid1112.050501. PMID 16485469. 
  4. «Archived copy». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2012. 
  5. «History of Jamaica». Jamaica National Heritage Trust. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Σεπτεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2010. 
  6. William Prescott: Mexico and the Life of the Conqueror, Τόμος I, Βιβλίο 2, κεφ. 2, περ. 1843
  7. Gates, Louis· Anthony Appiah (1999). Africana: The Encyclopedia of the African and African American Experience. σελ. 1105. 
  8. African Political Ethics and the Slave Trade Αρχειοθετήθηκε 16 March 2010 στο Wayback Machine.
  9. «Sri Lanka History». Thondaman Foundation. Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2011. 
  10. K.M. De Silva (Ιανουάριος 1981). A History of Sri Lanka. University of California Press. σελίδες 101–102. ISBN 978-0-520-04320-6. 
  11. Chandra Richard De Silva (2009). Portuguese Encounters with Sri Lanka and the Maldives: Translated Texts from the Age of Discoveries. Ashgate Publishing, Ltd. σελ. 153. ISBN 978-0-7546-0186-9. 
  12. Jude Lal Fernando (11 Ιουνίου 2013). Religion, Conflict and Peace in Sri Lanka: The Politics of Interpretation of Nationhoods. LIT Verlag Münster. σελ. 135. ISBN 978-3-643-90428-7. 
  13. C. Gaston Perera (2007). Kandy fights the Portuguese: a military history of Kandyan resistance. Vijitha Yapa Publications. σελ. 148. ISBN 978-955-1266-77-6. 
  14. Donald Obeyesekere (1999). Outlines of Ceylon History. Asian Educational Services. σελ. 232. ISBN 978-81-206-1363-8. 
  15. Rogers, Clifford J.: Readings on the Military Transformation of Early Modern Europe, Westview Press, San Francisco 1995, σσ. 299-333 στο Angelfire.com
  16. Merle Calvin Ricklefs (1993). A History of Modern Indonesia Since C. 1300. Stanford University Press. σελ. 23. ISBN 978-0-8047-2194-3. 
  17. Patit Paban Mishra (2010). The History of Thailand. ABC-CLIO. σελ. 50. ISBN 978-0-313-34091-8. 
  18. Robert Kerr (1824). «Conquest of India». A General History and Collection of Voyages and Travels (Complete). VI. W. Blackwood and T. Cadell. σελίδες 441–442. ISBN 9780665477997. 
  19. [1] Sacred Space and Holy War, Juan Ricardo Cole, I.B. Tauris (2002)
  20. Ricklefs, M.C. (1991). A History of Modern Indonesia Since c.1300, 2nd Edition. Λονδίνο: MacMillan. σελ. 26. ISBN 0-333-57689-6. 
  21. E.C. Abendanon; E. Heawood (Δεκέμβριος 1919). «Missing Links in the Development of the Ancient Portuguese Cartography of the Netherlands East Indian Archipelago». The Geographical Journal (Blackwell Publishing) 54 (6): 347-355. doi:10.2307/1779411. https://zenodo.org/record/1449308. 
  22. 22,0 22,1 22,2 Ricklefs, M.C. (1991). A History of Modern Indonesia Since c. 1300, 2η έκδοση. Λονδίνο: MacMillan. σελ. 24. ISBN 0-333-57689-6. 
  23. 23,0 23,1 23,2 Ricklefs, M.C. (1991). A History of Modern Indonesia Since c. 1300, 2η έκδοση. Λονδίνο: MacMillan. σελ. 25. ISBN 0-333-57689-6. 
  24. «John Cabot's voyage of 1498». Memorial University of Newfoundland (Newfoundland and Labrador Heritage). 2000. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2010. 
  25. Bailey Bailey Wallys Diffie (1977). Foundations of the Portuguese Empire: 1415–1580. Univ. of Minnesota Press. σελ. 464. ISBN 978-0-8166-0782-2. 
  26. Mount Allison University: Marshlands: Records of Life on the Tantramar: European Contact and Mapping Αρχειοθετήθηκε 19 April 2021 στο Wayback Machine., 2004
  27. Tratado das ilhas novas e descombrimento dellas e outras couzas, 1570, Francisco de Souza, Typ. do Archivo dos Açores, 1884 – Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, σελ. 6
  28. Boxer, σελ. 98
  29. Boxer, σσ. 100-101
  30. 30,0 30,1 Skidmore, σελ. 27
  31. Boxer, σελ. 101
  32. Boxer, σελ. 108
  33. Boxer, σελ. 102
  34. Skidmore, σσ. 30, 32
  35. Boxer, σελ. 100
  36. Skidmore, σελ. 36
  37. Boxer, σελ. 110
  38. Skidmore, σελ. 34
  39. Bueno, σσ. 80-81
  40. Φωτοαντίγραφα πολλών πρωτογενών εγγράφων για τα γεγονότα στη Βραζιλία του 17ου αιώνα που οδήγησαν στην ολλανδική επιρροή και την τελική της ήττα.
  41. Calmon, σελ. 294
  42. Bueno, σελ. 86
  43. "The Journey of Alvar Nuńez Cabeza de Vaca Αρχειοθετήθηκε 5 October 2012 στο Wayback Machine."
  44. 44,0 44,1 Mann, Charles (2006). 1491: New Revelations of the Americas Before Columbus. Μαδρίτη: Taurus. 
  45. [2]
  46. [3]
  47. [4]
  48. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2016. 
  49. Dobyns, H.F. (1983). Their number become thined: American population dynamics in Eastern North Americas. Knoxville (Tenn.): University of Tennessee Press. 
  50. Dobyns, H.F. (1983). Their number become thined: Native American population dynamics in Eastern North America. Knoxville (Tenn.): University of Tennessee Press. 
  51. Cook, S.F.· Borah, W.W. (1963). The Indian population of Central Mexico. Berkeley (Calif.): University of California Press. 
  52. «El imaginario del conquistador español (página 3)» (στα Ισπανικά). 12 Μαρτίου 2021. 
  53. Fernández de Oviedo y Valdés, Gonzalo (1851). José Amador de los Ríos, επιμ. Historia general y natural de las Indias. Εικονική Βιβλιοθήκη Μιγκέλ δε Θερβάντες. Μαδρίτη: La Real Academia de la Historia. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2020.  Unknown parameter |orig-date= ignored (βοήθεια)
  54. Francisco López de Gómara: Historia General de las Indias, β΄ μέρος
  55. «Fontaneda's Memoir, translation by Buckingham Smith, 1854. From keyshistory.org. Retrieved 28 March 2007». 
  56. Burkholder, Mark A. (2019). Colonial Latin America. Johnson, Lyman L. (Tenth έκδοση). New York. ISBN 978-0-19-064240-2. OCLC 1015274908. 
  57. Ortega 1980, Tomo III, p. 37-110
  58. de las Casas, Bartolomé (1875). «Tomo I. Capítulo XXXIV, pág. 256». Historia de las Indias. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2008.  Ιστότοπος της Biblioteca Virtual Miguel de Cervantes.
  59. 59,0 59,1 59,2 Espino López, Antonio (2012). «El uso táctico de las armas de fuego en las guerras civiles peruanas (1538-1547)» (στα ισπανικά). Historica XXXVI (2): 7-48. 
  60. Derr, Mark (2004). A Dog's History of America. North Point Press. σελίδες 23-45. ISBN 978-0-86547-631-8. 
  61. Stannard, David (1993). American holocaust: the conquest of the New World. 
  62. Roger Smith: Vanguard of the Empire, Oxford University Press, 1993, σελ. 30
  63. Meliá (σελ. 45)
  64. Ντουάρτε Πασέκου Περέιρα: Esmeraldo de situ Orbis (περ. 1507, σελ. 58)
  65. Samuel Purchas: Hakluytus Posthumus, (1625), τόμ. 2, μέρος 2 σελ. 11

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Conquistadors στο Wikimedia Commons