Κοινωνικός έλεγχος
Κοινωνικός έλεγχος είναι οι κανονισμοί, νομικές κυρώσεις, οι μηχανισμοί και τα κοινωνικά συστήματα τα οποία περιορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων έτσι ώστε να εναρμονίζεται με ορισμένους κοινωνικούς κανόνες και κοινωνικές δομές. [1] Τόσο με άτυπα όσο και με τυπικά μέσα, τα άτομα και οι ομάδες ασκούν κοινωνικό έλεγχο τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Ως τομέας της κοινωνικής επιστήμης, ο κοινωνικός έλεγχος μελετάται από ερευνητές διαφόρων κλάδων, όπως είναι η ανθρωπολογία, η εγκληματολογία, το δίκαιο, η πολιτική επιστήμη και η κοινωνιολογία. [2] [3] [4]
Ο κοινωνικός έλεγχος θεωρείται ότι είναι ένα από τα θεμέλια της κοινωνικής τάξης. [5] Οι κοινωνιολόγοι έχουν εντοπίσει δύο βασικές μορφές κοινωνικού ελέγχου. Τα άτυπα μέσα ελέγχου αναφέρονται στην εσωτερίκευση κανόνων και αξιών μέσω της διαδικασίας της κοινωνικοποίησης. [6] Τα τυπικά μέσα περιλαμβάνουν εξωτερικές κυρώσεις που επιβάλλονται από το κράτος για να αποτραπεί η επικράτηση χάους ή ανομίας στην κοινωνία. Ορισμένοι θεωρητικοί, όπως για παράδειγμα ο Γάλλος κοινωνιολόγος Εμίλ Ντιρκέμ, αναφέρονται στον τυπικό έλεγχο ως "ρύθμιση".
Ιστορία του κοινωνικού ελέγχου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]1Ο κοινωνικός έλεγχος αναπτύχθηκε σε παραλληλία με τον πολιτισμό, ως ένα ορθολογικό μέτρο ενάντια στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης από τις οποίες κινδύνευαν οι οργανώσεις των φυλών στις αρχαίες κοινωνίες. [7] Οι ποινικές διώξεις εμφανίστηκαν για πρώτη φορά γύρω στον 6ο π.Χ. αι. και ήταν μια μορφή τυπικού κοινωνικού ελέγχου στην πόλη-κράτος της Αθήνας, στην αρχαία Ελλάδα. Σκοπός αυτών των διώξεων ήταν να ελέγξουν ορισμένες ομάδες και να τις προστατέψουν από κακόβουλα συμφέροντα. [8] Από ιστορικής πλευράς, η θρησκεία παρείχε επίσης μια άτυπη ηθική επιρροή πάνω σε κοινότητες αλλά και πάνω σε μεμονωμένα άτομα. [9]
Πριν από την ευρύτερη χρήση του όρου «κοινωνικός έλεγχος», οι κοινωνικοί φιλόσοφοι αναφέρθηκαν στην έννοια αυτή σε κάποια πρώιμα έργα. Στο βιβλίο του (1651) με τίτλο Λεβιάθαν (πρωτότυπος τίτλος: Leviathan or the Matter, Form and Power of a Commonwealth Ecclesiastical and Civil), ο Άγγλoς φιλόσοφος Τόμας Χομπς διερευνά τους τρόπους με τους οποίους το κράτος επιβάλλει την κοινωνική τάξη χρησιμοποιώντας την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία. Το σύγγραμμα του 1764 Περί εγκλημάτων και ποινών (πρωτότυπος τίτλος: Dei delitti e delle pene) του Ιταλού εγκληματολόγου Τσέζαρε Μπεκαρία προβάλλει την άποψη ότι οι άνθρωποι θα αποφύγουν την εγκληματική συμπεριφορά εάν οι πράξεις τους οδηγούν σε σκληρότερη τιμωρία, εφόσον οι αλλαγές στην τιμωρία λειτουργούν ως μια μορφή κοινωνικού ελέγχου. [4] Ο Εμίλ Ντιρκέμ διερεύνησε και αυτός με τη σειρά του το ζήτημα του κοινωνικού ελέγχου στο έργο του του 1893 Περί του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας (πρωτότυπος τίτλος: De la division du travail social), συζητώντας το παράδοξο της παρέκκλισης και υποστηρίζοντας ότι ο κοινωνικός έλεγχος είναι αυτό που εξαρχής κάνει τους ανθρώπους να τηρούν τους νόμους. [10]
Ο όρος «κοινωνικός έλεγχος» εισήχθη για πρώτη φορά στην κοινωνιολογία από τους Άλμπιον Γούντμπερι Σμολ και Τζορτζ Έντγκαρ Βίνσεντ το 1894. Παρ' όλα αυτά, την εποχή εκείνη, οι κοινωνιολόγοι δεν έδειχναν παρά σποραδικό ενδιαφέρον για το θέμα αυτό. [11] Ενώ η έννοια του κοινωνικού ελέγχου υπήρχε από τότε που δημιουργήθηκε η οργανωμένη κοινωνιολογία, το νόημά της έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Αρχικά, η έννοια αναφερόταν απλώς στην ικανότητα που έχει η κοινωνία να αυτορυθμίζεται. [12] Ωστόσο, στη δεκαετία του 1930, ο όρος πήρε την πιο σύγχρονη σημασία της μεταστροφής ενός ατόμου στη συμμόρφωση. [12] Οι μελετηρές άρχισαν να διερευνούν τη θεωρία του κοινωνικού ελέγχου ως ένα ξεχωριστό πεδίο από τις αρχές του 20ού αι. Μέσα στον 20ό αιώνα, οι κοινωνικοί επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η θρησκεία ήταν ένας ακόμη βασικός παράγοντας κοινωνικού ελέγχου. [13]
Κατά τις δεκαετίες μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1980, μια αυξημένη επικράτηση του ατόμου ως χαρακτηριστικού μέσα στην κοινωνία οδήγησε σε νέες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους, υποδηλώνοντας τη χρήση της ψυχοθεραπείας ως ενός ακόμη μέσου για κοινωνικό έλεγχο. [14]
Άτυπος έλεγχος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κοινωνικές αξίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι κοινωνικές αξίες είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας, κατά την οποία ένα άτομο εσωτερικεύει ορισμένους κανόνες και αξίες. [15] Οι κοινωνικές αξίες που υπάρχουν στα άτομα είναι προϊόντα του άτυπου κοινωνικού ελέγχου, ο οποίος ασκείται σιωπηρά από μια κοινωνία μέσω συγκεκριμένων εθίμων, κανόνων και ηθών. Τα άτομα εσωτερικεύουν τις αξίες της κοινωνίας τους, είτε έχουν συνείδηση είτε όχι του ότι αυτό τους επιβάλλεται. Η παραδοσιακή κοινωνία βασίζεται κυρίως στον άτυπο κοινωνικό έλεγχο ο οποίος είναι ενσωματωμένος στην εθιμική κουλτούρα της έτσι ώστε να κοινωνικοποιήσει τα μέλη της. Η εσωτερίκευση αυτών των αξιών και αυτών των κανόνων είναι μια διαδικασία που είναι γνωστή ως κοινωνικοποίηση.
Ο κοινωνιολόγος Έντουαρντ Α. Ρος υποστηρίζει ότι τα συστήματα πεποιθήσεων ασκούν μεγαλύτερο έλεγχο στην ανθρώπινη συμπεριφορά από ό,τι οι νόμοι οι οποίοι επιβάλλονται από το κράτος, ανεξάρτητα από τη μορφή που έχουν οι πεποιθήσεις αυτές. [16]
Κυρώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ορισμένες από τις άτυπες κυρώσεις μπορεί να είναι η ντροπή, η γελοιοποίηση, ο σαρκασμός, η κριτική και η αποδοκιμασία. Οι κυρώσεις αυτές μπορεί να κάνουν ένα άτομο να μετακινηθεί πιο κοντά προς τους κοινωνικούς κανόνες της κοινωνίας στην οποία ζει. Σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, οι κυρώσεις μπορεί να περιλαμβάνουν ακόμα και κοινωνικές διακρίσεις ή και κοινωνικό αποκλεισμό. Σε γενικές γραμμές, ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος έχει μεγαλύτερη επίδραση στα άτομα, επειδή οι κοινωνικές αξίες εσωτερικεύονται, γεγονός που τις καθιστά μία από τις πτυχές της προσωπικότητας του ατόμου. [17]
Επιβράβευση και τιμωρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι άτυποι έλεγχοι επιβραβεύουν ή τιμωρούν την αποδεκτή ή μη αποδεκτή συμπεριφορά (δηλαδή, την απόκλιση) και ποικίλλουν από άτομο σε άτομο, από ομάδα σε ομάδα και από κοινωνία σε κοινωνία. Σε μια εγκληματική συμμορία, από την άλλη πλευρά, μια αυστηρότερη κύρωση εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία κάποιος απειλεί να ενημερώσει την αστυνομία για τις παράνομες δραστηριότητες της συμμορίας. [18]
Ο κοινωνικός έλεγχος με τη χρήση επιβραβεύσεων είναι γνωστός ως θετική ενίσχυση. Στην κοινωνία, τόσο οι νόμοι όσο και οι κανονισμοί που επιβάλλει το κράτος έχουν την τάση να εστιάζουν στην τιμωρία ή στην επιβολή αρνητικών κυρώσεων με σκοπό να λειτουργήσουν αποτρεπτικά ως μέσα κοινωνικού ελέγχου. [19]
Θεωρητική προκατάληψη στα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ορισμένο θεωρητικοί, όπως ο Αμερικανός φιλόσοφος Νόαμ Τσόμσκι, έχουν υποστηρίξει ότι υπάρχει συστημική προκατάληψη στα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης. [20] Έτσι, οι βιομηχανίες του μάρκετινγκ, της διαφήμισης και των δημοσίων σχέσεων χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα ορισμένων πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ. Ισχυροί ιδεολογικοί, οικονομικοί και θρησκευτικοί λομπίστες έχουν χρησιμοποιήσει συχνά εκπαιδευτικά συστήματα και κεντρικές ηλεκτρονικές επικοινωνίες έτσι ώστε να επηρεάσουν την κοινή γνώμη.
Τυπικός έλεγχος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κυρώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι τυπικές κυρώσεις επιβάλλονται συνήθως από το κράτος και από οργανισμούς με τη μορφή νόμων για την επιβράβευση ή για την τιμωρία της συμπεριφοράς. Κάποιες τυπικές κυρώσεις μπορεί να είναι πρόστιμα και φυλάκιση προκειμένου να αποτραπεί η αρνητική συμπεριφορά. Άλλες μορφές τυπικού κοινωνικού ελέγχου μπορεί να περιλαμβάνουν διαφορετικές κυρώσεις, που είναι πιο αυστηρές ανάλογα με τη συμπεριφορά που εκλαμβάνεται ως αρνητική. Κάποιες από αυτές τις κυρώσεις είναι η λογοκρισία, η απέλαση και ο περιορισμός της πολιτικής ελευθερίας του ατόμου. [21]
Κάποια παραδείγματα των παραπάνω είναι συνήθως φανερά στο δίκαιο. Εάν ένα άτομο παραβεί έναν νόμο τον οποίο έχει θεσπίσε το κράτος και συλληφθεί, θα πρέπει να οδηγηθεί στο δικαστήριο και, ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατηγορίας, θα πρέπει να πληρώσει πρόστιμο ή να αντιμετωπίσει αυστηρότερες συνέπειες.
Σύμφωνα με μια μελέτη για την εγκληματικότητα στις πόλεις, εκείνες οι περιοχές όπου η αστυνομία κάνει περισσότερες συλλήψεις για δημόσια αδικήματα και που έχουν υψηλότερα ποσοστά φυλακίσεων έχουν συνήθως χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας. [22]
Τεχνικές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το δίκαιο είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του κοινωνικού ελέγχου. [23] Για παράδειγμα, υπάρχουν ορισμένοι νόμοι σχετικά με το ποιου είδους σεξουαλικές σχέσεις θεωρούνται αποδεκτές. Αυτοί οι νόμοι βασίζονται σε μεγάλο βαθμό πάνω σε κοινωνικές αξίες. ιστορικά, η ομοφυλοφιλία είναι μια πρακτική που είχε ποινικοποιηθεί στον Δυτικό Κόσμο. Με την πάροδο των χρόνων, λόγω των αλλαγών στις κοινωνικές αξίες, οι δυτικές κοινωνίες έχουν ως επί το πλείστον αποποινικοποιήσει τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν νόμοι σχετικά με την ηλικία συναίνεσης και με την αιμομιξία, καθώς αυτά τα δύο ζητήματα εξακολουθούν να θεωρούνται από την κοινωνία ως ζητήματα τα οποία απαιτούν μέσα ελέγχου. [24]
Ένας μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου προκύπτει μέσω της χρήσης επιλεκτικών κινήτρων. [25] Τα επιλεκτικά κίνητρα είναι ιδιωτικά αγαθά, [26] τα οποία μπορεί να είναι δώρα ή υπηρεσίες, [27] που διατίθενται σε άτομα ανάλογα με το αν συμβάλλουν ή όχι στο καλό μιας ομαδικής, συλλογικής ή κοινής ωφέλειας. Αν οι άνθρωποι συνεισφέρουν, ανταμείβονται και, αν δεν το κάνουν, τιμωρούνται. Ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Μάνκουρ Όλσον ανέλυσε για πρώτη φορά αυτήν τη θεωρία στο έργο του Η λογική της συλλογικής δράσης (1965, πρωτότυπος τίτλος: The Logic of Collective Action). [26]
Ο Άντονι Όμπερσολ, στο έργο του, προσδιορίζει τρία στοιχεία για την πραγματικότητα του κοινωνικού ελέγχου, όπως αυτά υπάρχουν στη σημερινή μας κοινωνία. Τα στοιχεία αυτά είναι:
- ο έλεγχος των συγκρούσεων, όπως για παράδειγμα ο έλεγχος των ταραχών και ο έλεγχος του πλήθους,
- τα προληπτικά μέτρα για την αποτροπή μη φυσιολογικών συμπεριφορών, τα οποία συνίστανται στη νομοθεσία που σκιαγραφεί τα αναμενόμενα όρια συμπεριφοράς και
- μέτρα συμπληρωματικά των προληπτικών μέτρων, τα οποία ισοδυναμούν με την τιμωρία των ποινικών αδικημάτων. [28]
Οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης μπορούν να εφαρμόσουν εντολές αποκλεισμού των πάρκων (δηλαδή, απαγόρευση να συχνάζουν τα άτομα σε ορισμένα ή όλα τα πάρκα μιας πόλης για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω κάποιας προηγούμενης παράβασης), νόμους καταπάτησης (ιδιωτικοποίηση περιοχών που γενικά θεωρούνται δημόσιες, ώστε η αστυνομία να μπορεί να επιλέξει ποια άτομα θα ανακρίνει), καθώς και εντολές αποκλεισμού (όπως περιοχές χωρίς ναρκωτικά, περιοχές χωρίς πορνεία), που εμποδίζουν την πρόσβαση σε συγκεκριμένους χώρους. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις νέες τεχνικές κοινωνικού ελέγχου τις οποίες χρησιμοποιούν οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης για να εκτοπίσουν ορισμένα άτομα στο περιθώριο της κοινωνίας. [29]
Πολλά κοινά στοιχεία είναι εμφανή σε καθέναν από αυτούς τους μηχανισμούς ελέγχου. Το πρώτο είναι η ικανότητα να περιορίζονται χωροταξικά τα άτομα μέσα στην ίδια τους την πόλη. Η παράβαση οποιουδήποτε από τους παραπάνω κανόνες είναι ποινικό αδίκημα το οποίο οδηγεί σε πιθανή φυλάκιση. [30] Αν και μια τέτοια εντολή αποκλεισμού δεν την υπακούουν όλα τα άτομα που υπόκεινται σε αυτή, αυτά τα άτομα, τουλάχιστον, περιορίζονται χωροταξικά λόγω της μειωμένης κινητικότητας και ελευθερίας σε όλη την πόλη. [31] Αυτός ο χωροταξικός περιορισμός των ατόμων οδηγεί σε αναστάτωση και παρέμβαση στη ζωή τους. Οι άστεγοι συνήθως συχνάζουν σε πάρκα, καθώς η περιοχή τους παρέχει παγκάκια διαθέσιμα για ύπνο, δημόσιες τουαλέτες, καθώς και μια συνολική αίσθηση ασφάλειας όταν βρίσκονται κοντά σε άλλους οι οποίοι ζουν κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Η ιδιωτικοποίηση χώρων όπως βιβλιοθήκες, συστήματα δημόσιων συγκοινωνιών, πανεπιστημιουπόλεις και εμπορικούς οργανισμούς που είναι γενικά δημόσιοι, δίνει στην αστυνομία την άδεια να απομακρύνει άτομα με τρόπο που κάθε φορά κρίνει σκόπιμο, ακόμα κι αν το άτομο που βρίσκεται στον χώρο αυτό έχει καλή προαίρεση. Οι εντολές αποκλεισμού που επιχειρούν να κρατήσουν τους τοξικομανείς, τις πόρνες και άλλες ομάδες ατόμων έξω από περιοχές όπου σημειώνονται μαζικά εγκλήματα σχετικά με ναρκωτικά και σεξουαλικά εγκλήματα συνήθως περιορίζουν τη δυνατότηα αυτών των ατόμων να αναζητήσουν κοινωνικές υπηρεσίες που είναι ευεργετικές για την επανένταξή τους, καθώς αυτές οι υπηρεσίες βρίσκονται συχνά σε τάτοιες περιοχές. [32]
Θεωρία σπασμένων παραθύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, οι πρώτες κοινωνίες ήταν σε θέση να αποβάλουν εύκολα άτομα που θεωρούνταν ανεπιθύμητα από τον δημόσιο χώρο μέσω των νόμων περί αλητείας και μέσω άλλων μορφών κδίωξης. Κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ωστόσο, αυτές οι εντολές αποκλεισμού καταγγέλθηκαν ως αντισυνταγματικές στην Αμερική [33] και, ως εκ τούτου, καταργήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η εισαγωγή της θεωρίας των σπασμένων παραθύρων κατά τη δεκαετία του 1980 μεταμόρφωσε τις έννοιες που χρησιμοποιούσαν οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης για να σχηματίσουν πολιτικές, έτσι ώστε να παρακάμψουν το προηγούμενο πρόβλημα της αντισυνταγματικότητας. [34] Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το περιβάλλον ενός συγκεκριμένου χώρου σηματοδοτεί την υγεία του στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών βανδάλων. Με τη διατήρηση ενός οργανωμένου περιβάλλοντος, τα άτομα αποτρέπονται από την πρόκληση αταξία στον συγκεκριμένο χώρο. Ωστόσο, τα περιβάλλοντα που είναι γεμάτα αταξία, όπως για παράδειγμα σπασμένα παράθυρα ή γκράφιτι, υποδεικνύουν την αδυναμία της περιοχής για αυτοεπιτήρηση, οδηγώντας επομένως σε αύξηση της εγκληματικής δραστηριότητας. [35] Έτσι, αντί να επικεντρώνονται στο δομημένο περιβάλλον, οι πολιτικές που τεκμηριώνονται με βάση τη θεωρία των σπασμένων παραθύρων τονίζουν σε μεγάλο βαθμό την ανεπιθύμητη ανθρώπινη συμπεριφορά ως μια περιβαλλοντική διαταραχή η οποία προκαλεί περαιτέρω εγκλήματα. [30] Οι νόμοι περί δημόσιας συμπεριφοράς, που άρχισαννα επιβάλλονται στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δίνουν ένα παράδειγμα για τη χρήση αυτής της τελευταίας πτυχής της θεωρίας των σπασμένων παραθύρων ως νομιμοποίηση των διακρίσεων εις βάρος ατόμων που θεωρούνται άτακτα προκειμένου να αυξηθεί το αίσθημα ασφάλειας στους αστικούς χώρους. [36] Αυτοί οι νόμοι περί δημόσιας συμπεριφοράς ποινικοποιούν αποτελεσματικά δραστηριότητες οι οποίες θεωρούνται ανεπιθύμητες, όπως το να κάθεται ή να ξαπλώνει κανείς στο πεζοδρόμιο, το να κοιμάται στο πάρκο, το να ουρεί ή το να πίνει δημόσια και το να ζητιανεύει, σε μια προσπάθεια να αναγκάσουν τα άτομα που κάνουν αυτές και άλλες δραστηριότητες να μετακινηθούν στο περιθώριο της κοινωνίας. [30] Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν, ότι αυτοί οι περιορισμοί επηρεάζουν δυσανάλογα τα άστεγα άτομα. [30]
Τα άτομα θεωρούνται ανεπιθύμητα στον αστικό χώρο επειδή δεν ταιριάζουν στα κοινωνικά πρότυπα. Το γεγονός αυτό προκαλεί ανησυχία σε πολλούς κατοίκους ορισμένων περιοχών. [37] Αυτός ο φόβος έχει ενταθεί από τη θεωρία των Σπασμένων Παραθύρων και έχει αξιοποιηθεί για τη χάραξη πολιτικών οι οποίες επιδιώκουν να απομακρύνουν τα ανεπιθύμητα άτομα από τις ορατές περιοχές της κοινωνίας. [38] Στη μεταβιομηχανική πόλη, οι κάτοικοι της οποίας ασχολούνται κυρίως με το λιανικό εμπόριο, τον τουρισμό και τον τομέα των υπηρεσιών , η αυξανόμενη πίεση για τη δημιουργία της εικόνας μιας βιώσιμης και τακτοποιημένης πόλης έχει αναμφίβολα βοηθήσει στην εγκαθίδρυση των πρόσφατων μορφών κοινωνικού ελέγχου. Αυτές οι νέες τεχνικές συνεπάγονται ακόμη πιο έντονες προσπάθειες εκδίωξης ορισμένων ατόμων από τον αστικό χώρο, καθώς η αστυνομία έχει πολύ περισσότερες εξουσίες να ερευνά τα άτομα, με βάση την υποψία και όχι με σαφή στοιχεία για τη διάπραξη παράνομων ενεργειών.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κοινωνική αλλαγή
- Κοινωνικός αποκλεισμός
- Κουλτούρα της ακύρωσης
- Κυνήγι μαγισσών
- Οστρακισμός
- Πλύση εγκεφάλου
- Gaslighting
- Woke
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «έλεγχος». Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας. Ακαδημία Αθηνών. Ανακτήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ M. Innes (2003). Understanding Social Control: Crime and Social Order in Late Modernity - Deviance, crime and social order. McGraw-Hill Education (UK). ISBN 9780335209408.
- ↑ «Social Control». Merriam Webster. Merriam Webster Inc. Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2023.
social control [...]: the rules and standards of society that circumscribe individual action through the inculcation of conventional sanctions and the imposition of formalized mechanisms
- ↑ 4,0 4,1 Carmichael, Jason (26 Ιουνίου 2012). «Social Control». Oxford Bibliographies. doi:10.1093/OBO/9780199756384-0048. Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2019.
- ↑ E. A. Ross (2009). Social Control: A Survey of the Foundations of Order. Transaction Publishers. ISBN 9781412834278.
- ↑ Lindzey, Gardner (Ed), (1954). ':/Handbook of social psychology. I. Theory and method. II. Special fields and applications (2 vols), (pp. II, 655–692). Oxford, England: Addison-Wesley Publishing Co., xx, 1226 pp.
- ↑ D.S. McIntosh (1963). «Power and Social Control». The American Political Science Review 57 (3): 619–631. doi:. https://archive.org/details/sim_american-political-science-review_1963-09_57_3/page/n64.
- ↑ Hagen, John; Jeffery, Leon (1977). «Rediscovering Delinquency: Social History, Political Ideology and the Sociology of Law.». American Sociological Review 42 (4): 588. doi: .
- ↑
Kirby, Mark· Kidd, Warren (2000). Sociology in Perspective. AQA Series. Oxford: Heinemann. σελ. 439. ISBN 9780435331603. Ανακτήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2019.
Briefly, religion [...] contributes to social control through ideology [...]. [...] Conflict theories such as Marxism and neo-Marxism tend to stress the control functions of religion. Religion is seen as another agent of ideology which performs a similar role to the education system and the mass media.
- ↑ Conley, Dalton (2017). You may ask yourself: An introduction to thinking like a sociologist (Core 5th έκδοση). W. W. Norton & Company, Inc. σελ. 197. ISBN 978-0-393-61582-1.
- ↑ Hollingshead, A. B. (April 1941). «The Concept of Social Control». American Sociological Review 6 (2): 217–224. doi: .
- ↑ 12,0 12,1 Morris Janowitz (Jul 1975). «Sociological Theory and Social Control». American Journal of Sociology 81: 82–108. doi:. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-sociology_1975-07_81_1/page/n91.
- ↑ R. Stark· W.S. Bainbridge (1996). Religion, Deviance, and Social Control. Psychology Press. ISBN 9780415915298.
- ↑ Horwitz, A. V. (29 Ιουνίου 2013). The Logic of Social Control. Springer Science & Business Media. ISBN 978-1-4899-2230-4.
- ↑ «Informal Social Control». Boundless. Boundless Sociology. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2019.
- ↑ «Routledge - Publisher of Professional & Academic Books». www.routledge.com. Ανακτήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ Holland G., Skinner B. F. The Analysis of behaviour (The autoinstructing program). McGraw-Hill N. Y., 1961, Lesson 33.
- ↑ Livesay, Chris, «Informal Social Control», Culture and Identity (Sociology Central), http://www.sociology.org.uk/p2s5an4.htm, ανακτήθηκε στις 2007-09-08
- ↑ Grabosky, P.N. (July 1995). «Regulation by Reward: On the Use of Incentives as Regulatory Instruments». Law & Policy 17 (3): 257. doi:. https://archive.org/details/sim_law-policy_1995-07_17_3/page/n38.
- ↑ Chomsky, Noam; Herman, Edward (1988), Manufacturing Consent: The Political Economy of the Mass Media, New York: Pantheon, ISBN 978-0-679-72034-8
- ↑ «Sanctions». LibreText. Powered by MindTouch. 27 Ιουλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2019.
- ↑ Sampson, Robert J. (1986). «Crime in Cities: The Effects of Formal and Informal Social Control». Crime and Justice 8: 271. doi: .
- ↑ R. Pound (1997) [1942]. Social Control Through Law. Transaction Publishers. ISBN 9781560009160.
- ↑ Roffee, James A. (2015). «When Yes Actually Means Yes». Roffee, James (2015). When Yes Actually Means Yes in Rape Justice. 72–91. σελίδες 72–91. ISBN 9781137476159.
- ↑ «Efficient and inefficient social control in collective action. - Free Online Library». www.thefreelibrary.com. Ανακτήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ 26,0 26,1 P. Oliver (2013). «Selective Incentives». Abstract. published by Blackwell Publishing Ltd. January 14, 2013. ISBN 9781405197731.
- ↑ Harvard University Press - summary of The Logic of Collective Action Public Goods and the Theory of Groups, by Mancur Olson, Jr. Harvard Economic Studies 124 [Retrieved 2015-12-04]
- ↑ Anthony Oberschall (1995). Social Movements: Ideologies, Interests, and Identities. Transaction Publishers. ISBN 9781412834360.
- ↑ Beckett, Katherine and Steve Herbert. 2008. Dealing with disorder: Social control in the post-industrial city. Theoretical Criminology. 12: 5–30.
- ↑ 30,0 30,1 30,2 30,3 Beckett, Katherine and Steve Herbert. 2008. Dealing with disorder: Social control in the post-industrial city. Theoretical Criminology. 12: 5–30.
- ↑ Beckett, Katherine and Steve Herbert. 2010. "Penal boundaries: Banishment and the expansion of punishment". Law and Social Inquiry. 35: 1–38.
- ↑ Beckett, Katherine and Steve Herbert. 2010. "Penal boundaries: Banishment and the expansion of punishment". Law and Social Inquiry. 35: 1–38.
- ↑ Herbert, Steve and Katherine Beckett. 2009. Zoning out disorder: Assessing contemporary practices of urban social control. Studies in Law, Politics, and Society. 47: 1–25.
- ↑ Harcourt, Bernard and Jens Ludwig. 2005. "Broken windows: New evidence from New York City and a five-city social experiment". The University of Chicago Law Review. 73: 271-320.
- ↑ Ranasinghe, Prashan. 2010. Public disorder and its relation to the community-civility-consumption triad: A case study on the uses and users of contemporary urban public space. Urban Studies. 48: 1925–1943.
- ↑ Herbert, Steve and Katherine Beckett. 2009. Zoning out disorder: Assessing contemporary practices of urban social control. Studies in Law, Politics, and Society. 47: 1–25.
- ↑ England, Marcia. Stay out of drug areas: Drugs, othering, and regulation of public space in Seattle, Washington. Space and Polity. 12: 197–213.
- ↑ Ranasinghe, Prashan. 2010. Public disorder and its relation to the community-civility-consumption triad: A case study on the uses and users of contemporary urban public space. Urban Studies. 48: 1925–1943.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Deflem, Mathieu. 2018. “Social Control.” In The Wiley Blackwell Encyclopedia of Social Theory, edited by Bryan S. Turner. Malden, MA: Wiley-Blackwell.
- Deflem, Mathieu. 2015. "Social Control (Deviance and)." pp. 30–44 in The Handbook of Deviance, edited by Erich Goode. Malden, MA: Wiley Blackwell.
- The Sociology of Social Control - Summary of ideas.