Κεφάλα Πισκοκεφάλου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Πισκοκέφαλο Λασιθίου.

Το 1953 ανασκάφηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία στη θέση «Κεφάλα» Πισκοκέφαλου (νομός Λασιθίου/επαρχία Σητείας) ταφικό σπήλαιο που περιείχε πολλές ταφές. Βρέθηκαν πάνω από 80 αγγεία που δείχνουν ότι το σπήλαιο ήταν σε χρήση, με διακοπές, από την ύστερη πρωτογεωμετρική μέχρι την πρώιμη ανατολίζουσα περίοδο.

Εισαγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Πισκοκέφαλο είναι χωριό του νομού Λασιθίου (επαρχία Σητείας) σε απόσταση περίπου 4 χλμ. νοτιοδυτικά της Σητείας, κείμενο σε πεδιάδα που διασχίζει ο ποταμός Στόμιον (σημ. Παντέλης). Στην ευρύτερη περιοχή του χωριού έχουν βρεθεί σημαντικές αρχαιότητες, όπως ιερό μεσομινωικών χρόνων στο λόφο Κατρίνια (βλ. σχετικό λήμμα), λείψανα υστερομινωικής έπαυλης στη θέση «Κληματαριά» (βλ. σχετικό λήμμα), δύο ταφικά σπήλαια της πρώιμης εποχής του σιδήρου, το εδώ εξεταζόμενο στη θέση «Λαγγούφα Κεφάλας» και άλλο στη θέση «Μπεράτι» (βλ. σχετικό λήμμα), ενώ δεν λείπουν και ευρήματα μεταγενέστερων εποχών (βλ. λήμμα «Κάτω Επισκοπή Πισκοκεφάλου»). Η γεωργικά εκμεταλλεύσιμη πεδιάδα, αλλά και η εγγύτητα με τα βόρεια παράλια της Σητείας δικαιολογούν την μακραίωνη χρήση του χώρου.

Η ιστορία των ανασκαφών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1952, ενώ ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Πλάτων ανέσκαπτε για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας μινωικό θολωτό τάφο στα Αχλάδια Σητείας (βλ. σχετικό λήμμα), εντόπιος του παρέδωσε αγγεία, τα οποία άρκαλοι (ασβοί της Κρήτης) είχαν φέρει στην επιφάνεια σε σπήλαιο στη θέση Λαγγούφα Κεφάλας νοτιοανατολικά του Πισκοκεφάλου. Το επόμενο έτος ο Πλάτων, δαπάναις της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ανέσκαψε ομάδα ταφών στο ασύλητο σπήλαιο και παρουσίασε συνοπτικά τα ευρήματα στα Πρακτικά του 1953, κυρίως μέρος της πλούσιας κεραμικής που ήρθε στο φως, την οποία χρονολόγησε στην πρωτογεωμετρική εποχή. Το σύνολο της κεραμικής δημοσιεύθηκε αναλυτικά μόλις το 2013 σε πρακτικά συνεδρίου του 2006 από την αρχαιολόγο Μεταξία Τσιποπούλου, η οποία ταύτισε και μελέτησε τα ευρήματα στο Μουσείο Ηρακλείου, κάνοντας χρήση και των προσωπικών ανασκαφικών ημερολογίων του Πλάτωνος.

Το ταφικό σπήλαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το σπήλαιο και οι ταφές: Το σπήλαιο, εσωτερικών διαστάσεων 3,50x2.50 μ., διέθετε είσοδο διαμορφωμένη με αργούς λίθους και δύο μονολιθικές παραστάδες, μία εκ των οποίων προερχόταν από μινωικό κτήριο, ενώ η χρήση δύο πλακών στη θέση του κατωφλιού αποσκοπούσε στη δημιουργία συνειρμών με θαλαμοειδείς τάφους. Στο σπήλαιο έλαβαν χώρα αρκετοί ενταφιασμοί, ενώ δεν υπάρχει ίχνος ταφών καύσης. Λείψανα σκελετών συνοδεύονταν από αγγεία, τα οποία ήταν ομαδοποιημένα σε τέσσερα διαφορετικά σύνολα. Στο σκελετικό υλικό που συγκεντρώθηκε συγκαταλέγονταν κρανίο που βρέθηκε στο βάθος της κοιλότητας μαζί με πέντε αγγεία, ένας σχεδόν ολόκληρος σκελετός καθώς και τρία ακόμη κρανία και περαιτέρω υπολείμματα σκελετών. Μερικοί από τους τελευταίους βρέθηκαν στο έδαφος και σε συνεσταλμένη στάση, ενώ αξιοσημείωτοι είναι δύο σκαπτοί στο έδαφος λάκκοι (βόθροι), ο πρώτος στο μέσον του σπηλαίου και ο δεύτερος πλησίον της εισόδου. Στον πρώτο, ο οποίος καλυπτόταν από πλάκα, αποκαλύφθηκε ο μοναδικός πλήρης σκελετός σε συνεσταλμένη στάση, ο οποίος όμως ήταν πολύ αποσαθρωμένος. Λείψανα σκελετού περιείχε και ο έτερος λάκκος, πιθανώς σε δεύτερη ταφή. Στο σπήλαιο βρέθηκε σκυφοειδής κρατήρας που περιείχε κρανίο και οστά νεογέννητου. Το σκελετικό υλικό δεν διατηρείται πλέον, και ο ακριβής αριθμός των κρανίων δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί. Ο Πλάτων εκτίμησε τον αριθμό των ταφών περί τις δέκα, αλλά κατά την Τσιποπούλου ο συνολικός αριθμός τους πρέπει να ήταν μεγαλύτερος.
  2. Τα κτερίσματα: Τη συντριπτική πλειοψηφία των κινητών ευρημάτων αποτελούν τα κτερισματικά αγγεία που βρέθηκαν στο σπήλαιο. Πέραν αυτών, ήρθε στο φως μόνον ένα μικρό τμήμα περόνης από σίδηρο, ένας κωνικός λίθος δεξιά της εισόδου καθώς και ένα λίθινο αντικείμενο στο νότιο πέρας της κοιλότητας. Το τελευταίο, μοναδικό στο είδος του στην ανατολική Κρήτη, έχει σχήμα μικρού κρανίου, στο οποίο αποδίδονται υπαινικτικά τα μάτια δια δύο κοιλοτήτων, το στόμα και ίσως τα αυτιά. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, ο αριθμός των αγγείων που συνόδευαν τους ταφέντες ξεπερνούσε τα 80· η Τσιποπούλου ταύτισε στο Μουσείο Ηρακλείου 76 ακέραια καθώς και όστρακα από δώδεκα περαιτέρω αγγεία, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό τους στα 88. Ο Πλάτων απέδωσε όλα τα αγγεία στην πρωτογεωμετρική εποχή, λόγω της συχνής παρουσίας του κοσμήματος ομόκεντρων κύκλων με διαβήτη, και διατύπωσε την άποψη ότι οι ταφές πραγματοποιήθηκαν σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Στο μεταξύ κατέστη γνωστό ότι τα θέματα αυτά χρησιμοποιούνταν ευρέως στην υστερογεωμετρική και ανατολίζουσα κεραμική της ανατολικής Κρήτης. Η Τσιποπούλου διένειμε την ευρεθείσα κεραμική σε ένα χρονικό διάστημα που καλύπτει την περίοδο από την ύστερη πρωτογεωμετρική μέχρι την πρώιμη ανατολίζουσα, αν και μεταξύ πρωτογεωμετρικής και ύστερης γεωμετρικής υπάρχει χάσμα. Η ποικιλία των αγγείων εντυπωσιάζει. Βρέθηκαν αμφορείς με οριζόντιες και κάθετες λαβές, αμφορίσκοι, κρατήρες, κρατηρίσκοι, οινοχόες, πρόχοι, πυξίδες και πολλά μόνωτα κύπελλα. Στα γραπτά κοσμήματα κυριαρχούν τα ομόκεντρα ημικύκλια και κύκλοι, τρίγωνα με δικτυωτό ή παράλληλες γραμμές, σιγμοειδή, τεθλασμένη γραμμή, μαίανδρος κ. άλ. Τα αγγεία αποτελούν δείγματα της ονομασθείσας από τον Βρετανό αρχαιολόγο Nicolas Coldstream «ετεοκρητικής γεωμετρικής», δηλαδή της κεραμικής της Ανατολικής Κρήτης, που καλύπτει την περίοδο από τα μέσα του 9ου μέχρι τα μέσα του 7ου π. Χ. αιώνα, της οποίας προηγείται μια πρωτογεωμετρική φάση. Το ταφικό σπήλαιο φαίνεται πως ήταν σε χρήση για διάστημα τουλάχιστον 100 ετών. Μεταξύ των αγγείων συμπεριλαμβάνονται και δύο ανήκοντα στην υστερομινωική ΙΙΙ Α2 περίοδο –τα μόνα προϊστορικά ευρήματα του σπηλαίου – τα οποία εναποτέθηκαν σε κάποια από τις ταφές που έλαβαν χώρα κατά τη γεωμετρική περίοδο, κατέχοντας, προφανώς, συμβολική αξία.
  3. Η ταυτότητα των ταφέντων: Στο σπήλαιο πραγματοποιήθηκαν μόνον ενταφιασμοί, τόσο ενηλίκων όσων και ενός παιδιού, ενώ πέραν της κεραμικής ήταν ελάχιστα τα υπόλοιπα κτερίσματα και απουσίαζαν παντελώς όπλα ή κοσμήματα. Συνεπώς, εδώ είχαν ταφεί μέλη μιας κοινωνικής ομάδας με κοινές πολιτισμικές αντιλήψεις, αν και δεν είναι σαφές εάν η απουσία άλλων κτερισμάτων οφείλεται στις τελευταίες ή σε οικονομικούς λόγους. Η προσπάθεια να διαμορφωθεί μνημειακά η είσοδος και η ποικιλία των αγγείων προδίδουν, πάντως, κάποια ιδιαίτερη κοινωνική θέση. Δεν έχει καταστεί μέχρι τούδε δυνατή η σύνδεση με κάποιον οικισμό τόσο τούτου όσο και του σύγχρονού του ταφικού σπηλαίου στο κοντινό Μπεράτι (βλ. σχετικό λήμμα), πράγμα που θα μπορούσε να δώσει οριστικές απαντήσεις σχετικά με την προέλευση των ταφέντων. Καθότι στο Μπεράτι υπήρχαν και ταφές καύσης, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα περισσότερων οικισμών ή η χρήση των δύο σπηλαίων από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ν. Πλάτων, Ανασκαφή ΥΜ ΙΙΙ λαξευτών τάφων εις την περιοχήν Επισκοπής και Σταμνιών Πεδιάδος Ηρακλείου. Ανασκαφαί περιοχής Σητείας. Ταφικόν σπήλαιον πρωτογεωμετρικών και γεωμετρικών χρόνων εις Μπεράτι Πισκοκεφάλου, ΠΑΕ 1952, 643 [για την ανακάλυψη του σπηλαίου το 1952].
  • Ν. Πλάτων, Ανασκαφαί εις την περιοχήν Σητείας. Ανασκαφή ταφικού πρωτογεωμετρικού σπηλαίου Κεφάλας Πισκοκεφάλου, ΠΑΕ 1953, 292-294.
  • Κ. Θ. Συριόπουλος, Εισαγωγή εις την αρχαίαν ελληνικήν ιστορίαν. Oι μεταβατικοί χρόνοι από της μυκηναϊκής εις την αρχαϊκήν περίοδον 1200-700 π.Χ., Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 99 (Αθήναι 1983-1984), τ. Α΄, 216 αρ. 203 β, 290 αρ. 329· τ. Β΄, 664 αρ. C 2, 885 αρ. CXLI, 71.
  • Μ. Τσιποπούλου, Τάφοι της πρώιμης εποχής του σιδήρου στην ανατολική Κρήτη. Συμπλήρωμα, ΑΔ 39, 1984 (1990), Μελ., 232-245, κυρίως 240-242 [ταφικά σπήλαια].
  • Ν. Π. Παπαδάκης, Σητεία. Η πατρίδα του Μύσωνα και του Κορνάρου. Οδηγός για την ιστορία, αρχαιολογία, πολιτισμό της 2 (Σητεία 1989), 97-100.
  • Ν. Ξιφαράς, Οικιστική της πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής Κρήτης. Η μετάβαση από την «Μινωική» στην «Ελληνική» κοινωνία (Ρέθυμνο 2004), 294-297.
  • Μ. Τσιποπούλου, Η Ανατολική Κρήτη στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (Ηράκλειο 2005), 234 αρ. 58 (ΙΙ), 341.
  • M. S. Eaby, Mortuary Variability in Early Iron Age Cretan Burials (αδημ. διδ. διατριβή Chapel Hill/Univ. of N. Carolina 2007), 83-84 αρ. κατ. 48 B.
  • J. N. Coldstream, Greek Geometric Pottery. A Survey of Ten Local Styles and their Chronology 2(Exeter 2008), 257-261.
  • M. Tsipopoulou, Eteocretan Geometric revisited. The Pottery from the Burial Cave at Kephala, σε: W.-D. Niemeier – O. Pilz – I. Kaiser (επιμ.), Kreta in der geometrischen und archaischen Zeit. Akten des Internationalen Kolloquiums am Deutschen Archäologischen Institut, Abteilung Athen, 27.-29. Januar 2006 (München 2013), 133-156.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]