Κατάληψη της Φαρουρίγια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η κατάληψη της Φαρουρίγια το 862 ήταν μία στρατιωτική εκστρατεία, που διεξήχθη από το Χαλιφάτο των Αββασιδών εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σχεδιασμένη κατά τη διάρκεια του σύντομου χαλιφάτου του αλ-Μουντασίρ (βασ. 861–862), διοικήθηκε από τον Τούρκο στρατηγό Ουασίφ και προοριζόταν να χτυπήσει κατά των βυζαντινών αμυντικών θέσεων στη νότια Μικρά Ασία. Αρχικά σχεδιάστηκε ως μία μεγάλη πολυετής επιχείρηση, όμως η εκστρατεία διακόπηκε μετά το θάνατο του αλ-Μουντασίρ και σημείωσε μόνο μία μικρή επιτυχία με την κατάληψη του φρουρίου Φαρουρίγια.

Η Μ. Ασία το 842 διαιρεμένη σε θέματα.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αλ-Μουντασίρ έγινε χαλίφης στις 11 Δεκεμβρίου 861, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, αλ-Μουταουάκιλ, από μέλη της τουρκικής φρουράς του.[1] Αν και ήταν ύποπτος ότι συμμετείχε στη συνωμοσία για τη δολοφονία του πατέρα τπυ, μπόρεσε γρήγορα να πάρει τον έλεγχο των υποθέσεων στην πρωτεύουσα Σαμάρα και να λάβει τον όρκο πίστης από τους ηγέτες του κράτους.[2] Η ξαφνική άνοδος του αλ-Μουντασίρ στο χαλιφάτο ωφέλησε αρκετούς από τους στενούς συνεργάτες του, οι οποίοι κατέλαβαν ανώτερες θέσεις στην κυβέρνηση. Μεταξύ αυτών ήταν ο γραμματέας του Άχμαντ ιμπν αλ-Χασίμπ, ο οποίος έγινε βεζίρης, και ο Ουασίφ, ένας ανώτερος Τούρκος στρατηγός, που πιθανότατα είχε μείζονα ρόλο στη δολοφονία του αλ-Μουταουάκιλ. [3]

Λίγο μετά την εξασφάλιση της θέσης του, ο αλ-Μουντασίρ αποφάσισε να στείλει στρατό εναντίον των Βυζαντινών. Σύμφωνα με τον ιστορικό αλ-Ταμπαρί, αυτή η απόφαση προκλήθηκε από τον Ιμπν αλ-Χασίμπ. Ο βεζίρης είχε πρόσφατα διαφωνίσεί με τον Ουασίφ και έψαχνε να βρει μία δικαιολογία, για να τον απομακρύνει από την πρωτεύουσα. Ο Ιμπν αλ-Χασίμπ αποφάσισε τελικά, ότι ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχει αυτό, ήταν να τον θέσει επικεφαλής μίας στρατιωτικής εκστρατείας. Τελικά κατάφερε να πείσει τον χαλίφη να ακολουθήσει το σχέδιο και ο αλ-Μουντασίρ διέταξε τον Ουασίφ να κατευθυνθεί προς τα αραβοβυζαντινά σύνορα.[4]

Προγραμματισμός και προετοιμασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανεξάρτητα από τα κίνητρα για την αποστολή του, ο Οασίφ φαίνεται ότι δεν είχε αντίρρηση στην ανάθεσή του[5] και οι προετοιμασίες για την επιχείρηση άρχισαν σύντομα. Αν και οι παραδοσιακές ετήσιες καλοκαιρινές επιδρομές (sawaʾif) κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχαν διατηρηθεί από τοπικούς συνοριακούς διοικητές, όπως ο Αλί ιμπν Γιάχια αλ-Αρμανί και ο Αμρ αλ-Ακτά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αλ-Μουταουάκιλ, αυτή επρόκειτο να είναι η πρώτη μεγάλης κλίμακας εκστρατεία μετά από αρκετά χρόνια, που η κεντρική κυβέρνηση σχεδίαζε να στείλει εναντίον του Βυζαντίου,[6] και ο χαλίφης ήταν έτοιμος να διαθέσει πλειάδα πόρων στο εγχείρημα.

Η εκστρατεία σχεδιάστηκε σε μεγάλη κλίμακα. Ο Ουασίφ επρόκειτο να διοικήσει περισσότερους από 10.000 στρατιώτες,[7] που αποτελούνταν από τον τακτικό στρατό, τους mawla και τους shakiriyya. Επιπλέον ο αλ-Μουντασίρ διέταξε μία προσπάθεια στρατολόγησης για την απόκτηση εθελοντών για την εκστρατεία. [8] Στις 13 Μαρτίου 862 εκδόθηκε μία προκήρυξη που ανήγγειλε την εκστρατεία. [9] Χαρακτήρισε την επερχόμενη εκστρατεία ως ιερό πόλεμο και εξήρε τον Ουασίφ ως εξαιρετικό ηγέτη και πιστό υπηρέτη του χαλίφη. [10]

Στους αξιωματικούς ανατέθηκαν συγκεκριμένοι ρόλοι: Μουζαχίμ ιμπν Χακάν τέθηκε επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής, ο Mουχάμαντ ιμπν Ρατζάα της οπισθοφυλακής, ο αλ-Σίντι ιμπν Μπουκτασάχ της δεξιάς πλευράς και ο Nασρ ιμπν Σαΐντ αλ-Μαγριμπί των πολιορκητικών μηχανών.[11] Ο Aμπού αλ-Ουαλίντ αλ-Τζαρίρι αλ-Μπαγιαλί διορίστηκε να χειρίζεται τις δαπάνες του στρατού και να επιβλέπει τη διανομή των λαφύρων. Συντάχθηκε ένα χρονοδιάγραμμα για την αποστολή. Ο Ουασίφ και ο στρατός επρόκειτο να φτάσουν στο συνοριακό φυλάκιο της Μαλάτειας (η ελληνική Μελιτηνή) στις 15 Ιουνίου 862 και επρόκειτο να εισβάλουν στο βυζαντινό έδαφος την 1η Ιουλίου. Αφού συνεχίσει επιθέσεις όλο το καλοκαίρι, ο Ουασίφ επρόκειτο να παραμείνει στα σύνορα και να ξεκινήσει πρόσθετες εκστρατείες τα επόμενα τέσσερα χρόνια, μέχρι να λάβει περαιτέρω οδηγίες από τον χαλίφη. [12]

Η εκστρατεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχοντας ολοκληρώσει τις προετοιμασίες τους, ο Ουασίφ και ο στρατός αναχώρησαν για τα σύνορα στις αρχές του 862. Φτάνοντας στη συριακή πλευρά της συνοριακής ζώνης, [13] στρατοπέδευσαν εκεί προετοιμάζοντας τις επιδρομές τους στο βυζαντινό έδαφος. [14]

Ωστόσο, πριν ο Ουασίφ είχε την ευκαιρία να κάνει κάποια σοβαρή πρόοδο, η εκστρατεία επισκιάστηκε από τα γεγονότα πίσω στην πρωτεύουσα. Μετά από μία βασιλεία μόλις έξι μηνών, ο αλ-Μουντασίρ απεβίωσε γύρω στις αρχές Ιουνίου, είτε από ασθένεια είτε από δηλητήριο. Μετά το τέλος του, ο βεζίρης Ιμπν αλ-Χασίμπ και μία μικρή ομάδα ανώτερων Τούρκων διοικητών συναντήθηκαν και αποφάσισαν να διορίσουν τον αλ-Μουσταΐν ως χαλίφη στη θέση του. Παρουσίασαν την απόφασή τους στα συντάγματα της Σαμάρας και τελικά μπόρεσαν να αναγκάσουν τους στρατιώτες να ορκιστούν πίστη στον υποψήφιο τους.[15]

Το τέλος του αλ-Μουντασίρ δεν οδήγησε αμέσως στον τερματισμό της εκστρατείας. Ο Ουασίφ, όταν έμαθε για το τέλος του χαλίφη, αποφάσισε ότι έπρεπε να επιμείνει στην επιχείρηση και οδήγησε τις δυνάμεις του στο βυζαντινό έδαφος. Ο στρατός προχώρησε εναντίον ενός μικρού φρουρίου που ονομαζόταν Φαρουρίγια[16] στην περιοχή της Ταρσού. [17] Οι υπερασπιστές του φρουρίου ηττήθηκαν και το οχυρό κατακτήθηκε από τους μουσουλμάνους. [14]

Τελικά, όμως, η μεταπολίτευση στη Σαμάρα οδήγησε την αποστολή σε πρόωρο τέλος. Η άνοδος του αλ-Μουσταΐν δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί επ' αόριστον από τον Ουασίφ. Έχοντας ήδη χάσει την ευκαιρία να παίξει ρόλο στην επιλογή του νέου χαλίφη, έπρεπε να φροντίσει να προστατεύονται τα συμφέροντά του πίσω στην πρωτεύουσα. Ως αποτέλεσμα, αποφάσισε να εγκαταλείψει το μέτωπο και το 863 επέστρεψε στη Σαμάρα. [18]

Συνέπεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έτος που ακολούθησε την εκστρατεία, ο Βυζαντινός στρατός σημείωσε σημαντικές επιτυχίες στα σύνορα, νικώντας τους Μουσουλμάνους στην αποφασιστική μάχη του Λαλακάοντος και σκοτώνοντας τους βετεράνους διοικητές Αμρ αλ-Ακτά και Αλί ιμπν Γιάχια αλ-Αρμανί. [19]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Bosworth, "al-Muntasir," σ. 583
  2. Kennedy, 266-68
  3. Gordon, pp. 88-91
  4. Al-Tabari, τ. 34: σ. 204; Ibn al-Athir, σ. 111. Ο al-Mas'udi, σ. 300, δηλώνει ρητά ότι ο αλ-Μουντασίρ διέταξε την εκστρατεία με σκοπό να διασκορπίσει τους Τούρκους και να τους απομακρύνει από τη Σαμάρα.
  5. Shaban, σ. 80; Gordon, σ. 131
  6. Tor, p. 95 & n. 52
  7. Al-Tabari, τ. 34: σ. 209. Σύμφωνα με τον Ibn al-Athir, σ. 111, ήταν δώδεκα χιλιάδες. Ο al-Mas'udi, σ. 300, γράφει μόνο ότι ο Ουασίφ τέθηκε επικεφαλής "μεγάλου πλήθους".
  8. Al-Tabari, τ. 34: σ. 209; Ibn al-Athir, σσ. 111-12
  9. Al-Tabari, v. 34: pp. 206-09
  10. Gordon, pp. 91, 130-31
  11. Al-Tabari, v. 34: pp. 205-06; Ibn al-Athir, p. 111
  12. Al-Tabari, τ. 34: σ. 209; Ibn al-Athir, σ. 112
  13. "Thughūr al-Shāmiyyah," το σύνορο της Συρίας. Το thughūr ή πρόσθια συνοριακή ζώνη εκτεινόταν στις βόρειες περιοχές της Συρίας και της Τζαζίρα. Bonner, σ. 17
  14. 14,0 14,1 Al-Tabari, τ. 35: σσ. 7-8; Ibn al-Athir, σ. 119
  15. Gordon, σ. 90; al-Tabari, τ. 35: σσ. 1-5
  16. Al-Tabari, τ. 35: σσ. 7-8. Ο Bosworth, "The City of Tarsus," σ. 274, σχολιάζει ότι η F.rūriyya είναι "αμφιβόλως ταυτοποιήσιμη".
  17. Al-Mas'udi σ. 300
  18. Gordon, σσ. 91, 220 σημ. 189; al-Tabari, τ. 35: σ. 11
  19. Jenkins, σσ. 162-63; al-Ya'qubi, σ. 606; al-Tabari, τ. 35: σσ. 9-10

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bonner, Michael. "The Naming of the Frontier: 'Awasim, Thughur, and the Arab Geographers.". Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London 57.1 (1994): 17-24.
  • Bosworth, C. Edmund. "The City of Tarsus and the Arab-Byzantine Frontiers in Early and Middle 'Abbasid Times.". Oriens 33 (1992): 268-286.
  • Bosworth, C.E. (1993). "Al-Muntasir". στο Bosworth, C. E.; van Donzel, E.; Heinrichs, W. P. & Pellat, Ch. (επιμ.). The Encyclopaedia of Islam, New Edition, Volume VII: Mif–Naz. Leiden: E. J. Brill. (ISBN 978-90-04-09419-2).
  • Gordon, Matthew S. (2001). The Breaking of a Thousand Swords: A History of the Turkish Military of Samarra (A.H. 200–275/815–889 C.E.). Albany, New York: State University of New York Press. (ISBN 0-7914-4795-2)
  • Ibn al-Athir, Izz al-Din. Al-Kamil fi al-Tarikh, τόμ. 7. 6η έκδ. Βηρυτός: Dar Sader, 1995.
  • Jenkins, Romilly. Byzantium: The Imperial Centuries AD 610-1071. Toronto: University of Toronto Press, 1987.(ISBN 0802066674)
  • Kennedy, Hugh. When Baghdad Ruled the Muslim World: The Rise and Fall of Islam's Greatest Dynasty. Cambridge, MA: Da Capo Press, 2004.(ISBN 0306814803)
  • Al-Mas'udi, Ali ibn al-Husain. Les Prairies D'Or, Tome Septieme. Μεταφρ. C. Barbier de Meynard. Παρίσι: Imprimerie Nationale, 1873.
  • Shaban, MA Islamic History, A New Interpretation, Volume 2: AD 750-1055 (AH 132-448). Cambridge: Cambridge University Press, 1976.(ISBN 0521211980)
  • Al-Tabari, Abu Ja'far Muhammad ibn Jarir. The History of al-Tabari. Επιμ. Ehsan Yar-Shater. 40 τόμοι. Albany, NY: State University of New York Press, 1985-2007.
  • Tor, D. G. Violent Order: Religious War, Chivalry, and the 'Ayyar Phenomenon in the Medieval Islamic World. Würzburg: Ergon, 2007.(ISBN 3899135539)
  • Al-Ya'qubi, Ahmad ibn Abu Ya'qub. Historiae, Vol. 2. Εκδ. Μ. Θ. Χούτσμα. Leiden: EJ Brill, 1883.