Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καρπόσωμα (μυκητολογία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
[[Ασκοκάρπιο]] του Σαρκόσκυφου του αυστριακού (Sarcoscypha austriaca

Το καρπόσωμα (ή καρποφόρο σώμα ή σποροκάρπιο) των μυκήτων είναι μια πολυκυτταρική δομή πάνω στην οποία φέρονται δομές που παράγουν σπόρια (υμένιο), όπως τα βασίδια ή οι ασκοί. Το καρπόσωμα αποτελεί μέρος της εγγενούς αναπαραγωγικής φάσης του κύκλου ζωής του μύκητα,[1] ενώ το υπόλοιπο κύκλου της ζωής χαρακτηρίζεται από τη βλαστητική ανάπτυξη του μυκηλίου και ασεξουαλική παραγωγή σπορίων.

Το καρπόσωμα ενός βασιδιομύκητα είναι γνωστό ως βασιδιοκάρπιο ή βασιδίωμα, ενώ το καρπόσωμα ενός ασκομύκητα είναι γνωστό ως ασκοκάρπιο. Τόσο τα βασιδιοκάρπια όσο και τα ασκοκάρπια παρουσιάζουν ποικίλα σχήματα και μορφολογίες. Αυτά τα χαρακτηριστικά παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναγνώριση και ταξινόμηση των μυκήτων.

Τα καρποσώματα χαρακτηρίζονται ως επίγεια, όταν μεγαλώνουν πάνω στο έδαφος, ενώ όσα μεγαλώνουν μέσα στο έδαφος, χαρακτηρίζονται ως υπόγεια. Τα επίγεια καρποσώματα είναι ορατά στο γυμνό μάτι, ειδικά τα καρποσώματα αγαρικόμορφης μορφολογίας, συχνά καλούνται μανιτάρια. Τα επίγεια καρποσώματα διαθέτουν μυκήλια που επεκτείνονται υπόγεια πολύ περισσότερο από το καρπόσωμα.[2] Οι υπόγειοι μύκητες συνήθως καλούνται τρούφες ή ψευδοτρούφες. Υπάρχουν στοιχεία που μαρτυρούν ότι οι υπόγειοι μύκητες εξελίχθηκαν από επίγειες μορφές.[3] Κατά τη διάρκεια της εξέλιξής τους, οι τρούφες έχασαν την ικανότητα να διασκορπίζουν τα σπόρια τους με τα αέρα, και αντίθετα διασπείρονται μέσω της κατανάλωσης από ζώα και της επακόλουθης αφόδευσης.

Ανάμεσα στους ερασιτέχνες κυνηγούς μανιταριών, και κατά ένα μεγάλο βαθμό στην ακαδημαϊκή μυκητολογία, η αναγνώριση των ανώτερων μυκήτων βασίζεται σε χαρακτηριστικά των καρποσωμάτων.

Το μεγαλύτερο γνωστό καρπόσωμα αποτελεί ένα δείγμα του Φέλλινου του ελλειψοειδή (Phellinus ellipsoideus), που βρέθηκε στο νησί Χαϊνάν, της Κίνας. Η διάσταση σε μήκος είναι 10,85 μ και εκτιμάται ότι ζυγίζει μεταξύ 450 και 760 κιλά. [4] [5]

Μια μεγάλη ποικιλία ζώων τρέφονται από επίγειους και υπόγειους μύκητες. Τα θηλαστικά που τρέφονται από μύκητες είναι τόσο ποικίλλα, όσο και οι μύκητες οι ίδιοι, και καλούνται μυκητοφάγα. Οι σκίουροι τρέφονται από τη μεγαλύτερη ποικιλία, ενώ υπάρχουν και άλλοι καταναλωτές μυκήτων όπως τα μαρσιποφόρα, ποντίκια, αρουραίοι, ελάφια, μυγαλές, λαγοί, νυφίτσες και άλλα.[6][7][8][9] Μερικά ζώα τρέφονται με μύκητες ευκαιριακά, ενώ άλλα βασίζονται σε αυτούς ως κύρια πηγή τροφής. Τα υπόγεια καρποσώματα είναι μια πηγή τροφής υψηλής διατροφικής αξίας για μικρά θηλαστικά, όπως το μαρσιποφόρο μπετόνγκ της Ταζμανίας. Το περιεχόμενο της δίαιτας σε μύκητες έχει άμεση σχέση με τη σωματική σύσταση και το ρυθμό ανάπτυξης του μικρού στο μάρσιπο αυτού του ζώου.[10] Οι εκτομυκορριζικοί και υπόγειοι μύκητες σχηματίζουν συμβιωτικές σχέσεις με μικρά μυκητοφάγα θηλαστικά. Τα υπόγεια καρποσώματα βασίζονται σε αυτά τα ζώα για να διασπείρουν τα σπόρια τους, μιας και βρίσκονται κάτω από το έδαφος, και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον άνεμο όπως κάνουν τα επίγεια καρποσώματα. [11]

Οι υπόγειοι μύκητες σχηματίζουν επίσης μια τριπλή συμβιωτική σχέση με τα μικρά μαρσιποφόρα και τα δάση του αυστριαλιανού ευκάλυπτου. Στα δάση ευκαλύπτου η διασπορά των υπόγειων καρποσωμάτων επηρεάζεται άμεσα από τις φωτιές. Έπειτα από μια φωτιά, τα περισσότερα, αν όχι όλα τα επίγεια καρποσώματα εξαφανίζονται, αφήνοντας τα υπόγεια καρποσώματα να είναι η κύρια πηγή μυκήτων για μικρά μαρσιποφόρα [12] Η ανθεκτικότητα των υπόγειων μυκήτων στις καταστροφές, όπως η φωτιά, μπορεί να σχετίζεται και με την ικανότητα τους να επιβιώνουν από το πεπτικό σύστημα των ζώων για τη διασπορά τους. Τα καρποσώματα επίσης ενίοτε αποτελούν πηγή τροφής για άλλους μύκητες.

Τα καρποσώματα μπορεί να αποτελούν ξενιστές σε ποικίλες κοινότητες άλλων μηκητοφάγων μυκήτων. Τα καρποσώματα μικρής διάρκειας ζωής είναι πιο συχνά ξενιστές σε άλλους μύκητες, από τα καρποσώματα μεγάλης διάρκειας. Τα τελευταία τείνουν να επενδύουν περισσότερο σε μηχανισμούς άμυνας και να έχουν μικρότερο περιεχόμενο νερού σε σχέση με τα βραχύβια.[1] Καρποσώματα ανεστραμένα και όσα έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια σε αναλογία όγκου, τείνουν να είναι ξενιστές σε μεγαλύτερη ποικιλία μυκήτων από καρποσώματα με πιλίδιο.[1]

Κάποια καρποσώματα συγκεκριμένων ειδών έχει παρατηρηθεί ότι αναπτύσσονται σε χώρους ταφής και αποσύνθεσης. [13]

  1. 1 2 3 Maurice, Sundy; Arnault, Gontran; Nordén, Jenni; Botnen, Synnøve Smebye; Miettinen, Otto; Kauserud, Håvard (May 2021). «Fungal sporocarps house diverse and host-specific communities of fungicolous fungi» (στα αγγλικά). The ISME Journal 15 (5): 1445–1457. doi:10.1038/s41396-020-00862-1. ISSN 1751-7370. PMID 33432137.
  2. Van Der Linde, Sietse; Alexander, Ian J.; Anderson, Ian C. (2009-08-03). «Spatial distribution of sporocarps of stipitate hydnoid fungi and their belowground mycelium». FEMS Microbiology Ecology 69 (3): 344–352. doi:10.1111/j.1574-6941.2009.00716.x. ISSN 0168-6496. PMID 19558589.
  3. Bonito, Gregory; Smith, Matthew E.; Nowak, Michael; Healy, Rosanne A.; Guevara, Gonzalo; Cázares, Efren; Kinoshita, Akihiko; Nouhra, Eduardo R. και άλλοι. (2013-01-02). «Historical Biogeography and Diversification of Truffles in the Tuberaceae and Their Newly Identified Southern Hemisphere Sister Lineage» (στα αγγλικά). PLOS ONE 8 (1): e52765. doi:10.1371/journal.pone.0052765. ISSN 1932-6203. PMID 23300990. Bibcode: 2013PLoSO...852765B.
  4. Cui, B.-K.; Dai, Y.-C. (2011). «Fomitiporia ellipsoidea has the largest fruitbody among the fungi». Fungal Biology 115 (9): 813–814. doi:10.1016/j.funbio.2011.06.008. PMID 21872178.
  5. Walker, M. (1 Αυγούστου 2011). «Giant fungus discovered in China». BBC. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2020.
  6. Læssøe, Thomas; Hansen, Karen (2007-09-01). «Truffle trouble: what happened to the Tuberales?» (στα αγγλικά). Mycological Research. New Bottles for Old Wine 111 (9): 1075–1099. doi:10.1016/j.mycres.2007.08.004. ISSN 0953-7562. PMID 18022534. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0953756207001773.
  7. Fogel, Robert; Trappe, James (1978). «Fungus consumption (mycophagy) by small animals.». Northwest Science 52 (1): 1–31. https://andrewsforest.oregonstate.edu/sites/default/files/lter/pubs/pdf/pub1757_v2.pdf.
  8. Ashkannejhad, Sara; Horton, Thomas R. (2006). «Ectomycorrhizal ecology under primary succession on coastal sand dunes: interactions involving Pinus contorta, suilloid fungi and deer» (στα αγγλικά). New Phytologist 169 (2): 345–354. doi:10.1111/j.1469-8137.2005.01593.x. ISSN 1469-8137. PMID 16411937. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/j.1469-8137.2005.01593.x.
  9. Frank, Jonathan L.; Barry, Seth (2006). Southworth, Darlene. «Mammal mycophagy and dispersal of mycorrhizal inoculum in Oregon white oak woodlands». Northwest Science 80 (4): 264. https://www.researchgate.net/publication/228492862.
  10. Claridge, A. W.; Trappe, J. M.; Cork, S. J.; Claridge, D. L. (1999-04-01). «Mycophagy by small mammals in the coniferous forests of North America: nutritional value of sporocarps of Rhizopogon vinicolor, a common hypogeous fungus» (στα αγγλικά). Journal of Comparative Physiology B 169 (3): 172–178. doi:10.1007/s003600050208. ISSN 1432-136X. PMID 10335615. https://doi.org/10.1007/s003600050208.
  11. Maser, Chris; Trappe, James M.; Nussbaum, Ronald A. (1978). «Fungal-Small Mammal Interrelationships with Emphasis on Oregon Coniferous Forests» (στα αγγλικά). Ecology 59 (4): 799–809. doi:10.2307/1938784. ISSN 1939-9170. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.2307/1938784.
  12. Johnson, C. N. (1995-12-01). «Interactions between fire, mycophagous mammals, and dispersal of ectromycorrhizal fungi in Eucalyptus forests» (στα αγγλικά). Oecologia 104 (4): 467–475. doi:10.1007/BF00341344. ISSN 1432-1939. PMID 28307662. Bibcode: 1995Oecol.104..467J. https://doi.org/10.1007/BF00341344.
  13. Tibbett, MARK; Carter, DAVID O. (1 February 2003). «Mushrooms and taphonomy: the fungi that mark woodland graves». Mycologist 17 (1): 20–24. doi:10.1017/S0269-915X(03)00115-0. ISSN 0269-915X. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0269915X03001150. Ανακτήθηκε στις 25 January 2025.
  • Zabowski, D.; Zasoski, R. J.; Littke, W.; Ammirati, J. (1990). «Metal content of fungal sporocarps from urban, rural, and sludge-treated sites». Journal of Environmental Quality 19 (3): 372–377. doi:10.2134/jeq1990.00472425001900030004x.