Καρά
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Kara Καρά | |
---|---|
| |
Συνταγμένες: | 9°32′56″N 1°11′26″E |
Χώρα: | Τόγκο |
Περιφέρεια: | Καρά |
Νομαρχία: | Κοζά |
Πληθυσμός (201*0) | 94.778 |
Η Καρά (γαλλικά: Kara) ή Λάμα-Καρά (Lama-Kara) είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη του Τογκό. Βρίσκεται 413 χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας Λομέ.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ναντό, η Γιανίβ και η Φωρ είναι οι τρεις παράνομες πόλεις που επιτέθηκαν στην πόλη. Η Καρά δεν συγχωρεί την ύπαρξή τους. Δυστυχώς το Συμβούλιο τηςς Καρά δεν έχει ακόμα βρει επαρκή κεφάλαια για τις πόλεις για να μπορέσει οικονομικά να έχει τις βασικές ανέσεις για να δημιουργήσει χώρους επιθημητούς για αποδοχή από την πόλη.
Γεωγραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο ποταμός Ωγκώ διασχίζει νότια την πόλη και είναι η μόνη πηγή νερού.
Δημογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Καρά περιλαμβάνει μια αγορά, πολλά πολυτελή ξενοδοχεία, τράπεζες και άλλα. Έχει τουρίστες, επειχειρηματίες και πολιτικά πρόσωπα.
Κάθε χρόνο, ένα παραδοσιακό τουρνουά πάλης λαμβάνει χώρα.
Το 2002 δημιουργήθηκε ένα δεύτερο εθνικό πανεπιστήμιο.
Εκπαίδευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εκπαίδευση στην Καρά είναι απαραίτητη για έξι χρόνια. Το εκπαιδευτικό σύστημα έχει υποφέρει από ελλείψεις εκπαιδευτικών και από χαμηλότερο εκπαιδευτικό ποιότητας στις αγροτικές περιοχές.
Οικονονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η γεωργία είναι η σημαντικότερη οικονομιή δραστηριότητα στην Καρά. Ο καφές και το κακάο είναι παραδοσιακά οι μεγαλύτερες καλλιέργειες που προορίζονται για εξαγωγή, αλλά η παραγωγή βαμβακιού αυξήθηκε ραγδαία τη δεκαετία του 1990, με 173.000 τόνους που είχαν παραχθεί το 1999.
Μετά από μια καταστροφική συγκομιδή το 2001 (113.000 τόνοι), η παραγωγή ανέκαμψε σε 168.000 τόνους το 2002. Παρά τις ανεπαρκείς βροχοπτώσεις σε ορισμένες περιοχές, η κυβέρνηση του Τόγκο έχει επιτύχει το στόχο της αυτάρκειας σε καλλιέργειες εδώδιμων φυτών. Μικρές και μεσαίες εκμεταλλεύσεις παράγουν το μεγαλύτερο μέρος της καλλιέργειας τροφίμων-ο μέσος όρος των εκμεταλλεύσεων είναι ένα έως τρία εκτάρια.