Καθεδρικός Ναός του Τάρτου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Συντεταγμένες: 58°22′48.70″N 26°42′54.00″E / 58.3801944°N 26.7150000°E / 58.3801944; 26.7150000
Καθεδρικός Ναός του Τάρτου
Tartu toomkirik
Χάρτης
Είδοςερείπια εκκλησίας και Ντουόμο
ΑρχιτεκτονικήBrick Gothic
Γεωγραφικές συντεταγμένες58°22′49″N 26°42′54″E
ΘρήσκευμαΚαθολικισμός
Διοικητική υπαγωγήTartu City
ΤοποθεσίαKesklinn
ΧώραΕσθονία
Έναρξη κατασκευής13ος αιώνας
Χρήσηκτήριο μουσείου
Υλικάτούβλο
Προστασίααρχιτεκτονικό μνημείο (από 1997)[1]
Commons page Πολυμέσα

Ο Καθεδρικός Ναός του Τάρτου (Εσθονικά: Tartu toomkirik), παλαιότερα γνωστός και ως Καθεδρικός Ναός Ντόρπατ (γερμανικά: Dorpater Domkirche‎‎), είναι πρώην καθολική εκκλησία στο Τάρτου (Ντόρπατ) στην Εσθονία. Το κτήριο είναι τώρα ένα επιβλητικό ερείπιο με θέα στην κάτω πόλη. Στο μικρό τμήμα του, που έχει ανακαινιστεί βρίσκεται τώρα το μουσείο του Πανεπιστημίου του Τάρτου, το οποίο το πανεπιστήμιο το χρησιμοποιεί και για μεγάλες δεξιώσεις.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λόφος στον οποίο βρισκόταν αργότερα ο καθεδρικός ναός (Toomemägi ή "λόφος του καθεδρικού ναού"), στον ποταμό Εμαγιόγκι, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα προπύργια των ειδωλολατρών Εσθονών και η στρατηγική φύση της τοποθεσίας καθιστά πιθανό ότι ήταν από την αρχαιότητα. Καταστράφηκε το 1224 από τους χριστιανούς εισβολείς της Λιβονίας. Αμέσως μετά την κατάκτηση, οι Χριστιανοί ξεκίνησαν την κατασκευή ενός επισκοπικού φρουρίου, του Castrum Tarbatae, σε αυτό το στρατηγικό σημείο. (Τμήματα των παλαιών τοίχων των προηγούμενων οικοδομημάτων αποκαλύφθηκαν έκτοτε με αρχαιολογικές ανασκαφές).

Η κατασκευή του γοτθικού καθεδρικού ναού στη βόρεια πλευρά του λόφου του καθεδρικού ναού ξεκίνησε πιθανότατα στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα. Περιβαλλόταν από νεκροταφείο και σπίτια για τα μέλη του παραρτήματος του καθεδρικού ναού. Ο καθεδρικός ναός ήταν αφιερωμένος στους Αγίους Πέτρο και Παύλο, οι οποίοι ήταν και οι προστάτες άγιοι της πόλης. Ήταν η έδρα της Επισκοπής του Ντόρπατ και ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά κτήρια της Ανατολικής Ευρώπης.

Ερείπια του καθεδρικού ναού

Ο ναός αρχικά σχεδιάστηκε ως βασιλική, αλλά η μετέπειτα προσθήκη του τρίκλιτου χορού του έδωσε το χαρακτήρα μιας εκκλησιαστικής αίθουσας. Ο χορός (σε μία πρώιμη μορφή) και ο ναός ήταν ήδη σε χρήση από το 1299. Περίπου το 1470 ο ψηλός χορός με τους πυλώνες και τις καμάρες του ολοκληρώθηκε με τούβλα σε γοτθικό στυλ. Ο καθεδρικός ναός ολοκληρώθηκε στα τέλη του 15ου αιώνα με την κατασκευή των δύο ογκωδών πύργων, που μοιάζουν με φρούριο, αρχικά ύψους 66 μέτρων, εκατέρωθεν του δυτικού μετώπου. Ένας τοίχος χώριζε τον χώρο του καθεδρικού ναού και την οχυρή κατοικία του επισκόπου από την κάτω πόλη.

Παρακμή του καθεδρικού ναού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα μέσα της δεκαετίας του 1520 η Μεταρρύθμιση έφτασε στο Τάρτου. Στις 10 Ιανουαρίου 1525 ο καθεδρικός ναός υπέστη σοβαρές ζημιές από προτεστάντες εικονομάχους, μετά από τις οποίες έπεφτε όλο και περισσότερο σε παρακμή. Μετά την εκτόπιση στη Ρωσία του τελευταίου Ρωμαιοκαθολικού Επισκόπου του Ντόρπατ, Χέρμαν Βέσελ (επίσκοπος από το 1554 έως το 1558, πέθανε το 1563), ο καθεδρικός ναός εγκαταλείφθηκε. Κατά τη διάρκεια του Λιβονικού πολέμου (1558–1583) τα ρωσικά στρατεύματα κατέστρεψαν την πόλη. Όταν το 1582 η πόλη έπεσε στα χέρια των Πολωνών, οι νέοι Ρωμαιοκαθολικοί ηγέτες σχεδίαζαν να ανοικοδομήσουν τον καθεδρικό ναό, αλλά τα σχέδια εγκαταλείφθηκαν λόγω του Πολωνο-Σουηδικού πολέμου που ακολούθησε (1600–1611). Μια πυρκαγιά το 1624 επέτεινε τις ζημιές.

Θέα από τον πύργο πάνω από τα ερείπια

Το 1629 το Τάρτου έγινε Σουηδική περιοχή και οι νέοι ηγεμόνες έδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον για το ερειπωμένο κτήριο, το οποίο κατά τη διάρκεια της εποχής τους καταστράφηκε περαιτέρω και παραμελήθηκε, εκτός από το ότι οι ταφές των κατοίκων της πόλης συνεχίστηκαν στο νεκροταφείο μέχρι τον 18ο αιώνα, ενώ το κύριο σώμα της εκκλησίας χρησίμευε ως αχυρώνας. Στη δεκαετία του 1760 οι δύο πύργοι μειώθηκαν από 66 μέτρα σε 22 μέτρα, στο επίπεδο της οροφής του σηκού, και έγιναν πλατφόρμα για ένα κανόνι. Η κύρια πύλη ήταν περιφραγμένη αυτή την περίοδο.

Πανεπιστήμιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απεικόνιση των ερειπίων του καθεδρικού ναού το 1837.

Με την επανίδρυση του γερμανόφωνου Πανεπιστημίου του Τάρτου ( γερμανικά: Kaiserliche Universität zu Dorpat‎‎; τώρα το Πανεπιστήμιο του Τάρτου) [2] από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α της Ρωσίας το 1802, ο Γερμανός αρχιτέκτονας από την Βαλτική Γιόχαν Βίλχελμ Κράουζε ανέλαβε να χτίσει ανάμεσα στα ερείπια του καθεδρικού ναού την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, ένα τριώροφο κτήριο, που ανεγέρθηκε μεταξύ 1804 και 1807. Ο Κράουζε σχεδίασε επίσης ένα παρατηρητήριο σε έναν από τους παλιούς πύργους, αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ και το παρατηρητήριο χτίστηκε ως νέο κτίσμα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο βόρειος πύργος μετατράπηκε για χρήση ως πύργος νερού.

Στη δεκαετία του 1960 το κτήριο της βιβλιοθήκης επεκτάθηκε και εφοδιάστηκε με κεντρική θέρμανση. Όταν αντικαταστάθηκε το 1981 από ένα νέο κτήριο πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης, η παλιά βιβλιοθήκη έγινε το σπίτι του ιστορικού μουσείου του Πανεπιστημίου του Τάρτου (Εσθονικά: Tartu Ülikooli ajaloomuuseum). Μια ενδελεχής μετατροπή κτηρίου έλαβε χώρα το 1985, όταν το εσωτερικό του 19ου αιώνα αποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό. Σήμερα το μουσείο περιέχει εκθέσεις σημαντικών αντικειμένων της ιστορίας του πανεπιστημίου, επιστημονικά όργανα και σπάνια βιβλία. Τα υπόλοιπα ερείπια του καθεδρικού ναού και οι εξωτερικοί τοίχοι του χορού έχουν δομικά στερεωθεί.

Toomemägi[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή γύρω από τον καθεδρικό ναό - ο λόφος του καθεδρικού ναού ή Τοομεμάγκι (Toomemägi) - διαμορφώθηκε ως πάρκο τον 19ο αιώνα. Εκτός από ένα καφέ, το πάρκο περιέχει τώρα πολλά μνημεία για ανθρώπους, που συνδέονται με τις επιστημονικές και λογοτεχνικές παραδόσεις του Τάρτου. Αυτά περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: ο Καρλ Ερνστ φον Μπάερ (1792–1876), ο μεγαλύτερος φυσικός επιστήμονας του Τάρτου, ο Κρίστιαν Γιάακ Πέτερσον (1801–1822), ο πρώτος Εσθονός ποιητής, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς Πιρόγκοφ (1810–1881), ο μεγάλος Ρώσος γιατρός, και ο Φρίντριχ Ρόμπερτ Φέελμαν (1798–1850), ο εμπνευστής του εθνικού έπους της Εσθονίας, των Κολαβιπόεκ (Kalevipoeg). Το μονοπάτι προς την κάτω πόλη εκτείνεται από τη γέφυρα Ίνγκλισιλντ ή Γέφυρα Αγγέλου, ένα όνομα που είναι πολύ πιθανό ωστόσο να αντιπροσωπεύει μια παραφθορά μιας αρχικής φράσης "Englische Brücke" ή "Αγγλικής Γέφυρας", που χτίστηκε μεταξύ 1814 και 1816. Ένα ανάγλυφο πορτρέτο στη μέση τιμά τη μνήμη του πρώτου πρύτανη του ανασυσταθέντος πανεπιστημίου το 1802, Γκέοργκ Φρίντριχ Πάρροτ (1767–1852), και φέρει την επιγραφή Otium reficit vires («Ο ελεύθερος χρόνος ανανεώνει τις δυνάμεις»). Επίσης στο Toomemägi βρίσκονται η έδρα του Ανώτατου Δικαστηρίου της Εσθονίας, το Παρατηρητήριο Ντόρπατ (tähetorn), που χτίστηκε το 1811, οι πανεπιστημιακές τάξεις και το παλιό θέατρο ανατομίας του πανεπιστημίου.

Σημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Estonian National Registry of Cultural Monuments.
  2. previously open from 1632 to 1665
  • Lukas, T., 1998: Tartu toomhärrad 1224–1558. Tartu
  • Suur, Aili, 1968: Tartu Toome Hill. Ταλίν