Καθεδρικός Ναός Αγίου Ιωάννη (Λευκωσία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 35°10′23.999″N 33°22′4.199″E / 35.17333306°N 33.36783306°E / 35.17333306; 33.36783306

Καθεδρικός Ναός Αγίου Ιωάννη
Καθεδρικός Ναός Αγίου Ιωάννη
Χάρτης
Είδοςορθόδοξη εκκλησία
Γεωγραφικές συντεταγμένες35°10′24″N 33°22′4″E
ΘρήσκευμαΕκκλησία της Κύπρου
Διοικητική υπαγωγήΛευκωσία
ΧώραΚύπρος
Έναρξη κατασκευής1662
Commons page Πολυμέσα

Ο Καθεδρικός Ναός Αγίου Ιωάννη στη Λευκωσία, Κύπρος, είναι ο καθεδρικός ναός της Εκκλησίας της Κύπρου. Ο σημερινός ναός θεμελιώθηκε το 1662 στη θέση παλαιότερης μεσαιωνικής μονής αφιερωμένης στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Βρίσκεται εντός των τειχών.[1]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σημερινός ναός κτίστηκε τον 17ο αιώνα στη θέση μονή αφιερωμένης στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, γνωστή και ως Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ο Πίπης. Η μόνη δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Η παλαιότερη αναφορά της γίνεται σε έγγραφο του 1345, αλλά πιθανότατα η μονή προϋπήρχε. Σύμφωνα με μία άποψη, η μονή ιδρύθηκε από τον οίκο των Λουζινιάν και ήταν αββαείο των Βενεδικτίνων.[1] Οι Βενεδικτίνοι όμως εγκατέλειψαν την Κύπρο το 1426 λόγω των συχνών επιδρομών των Μαμελούκων και το αββαείο πέρασε στην κατοχή των Ορθοδόξων, διατηρώντας την αφιέρωση στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.[2].

Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, η μονή ιδρύθηκε από Συρορθόδοξους, οι οποίοι άρχισαν να εγκαθίστανται στην Κύπρο από τον 9ο αιώνα, εξαιτίας της επέκτασης των Αράβων, ενώ μεγάλος αριθμός εγκαταστάθηκε τον 14ο αιώνα, μετά την κατάληψη των σταυροφορικών κρατών στους Άγιους Τόπους. Ανάμεσα σε όσους εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο θεωρείται ότι βρίσκονταν και μέλη της οικογένειας Πίπη, τα οποία και ίδρυσαν την μονή. Το όνομα προέρχεται από την αραβική λέξη χαμπίμπ, η οποία σημαίνει αγάπη. Από τις περιγραφές της μονής, φαίνεται να αποτελούσε τόπο ταφής των συρορθόδοξων.[3]

Η μονή φαίνεται να άκμασε στο τέλος της Φραγκοκρατίας και της Ενετοκρατίας. Στα τέλη του 16ου αιώνα ηγούμενος της μονής ήταν ο λόγιος Λεόντιος Ευστράτιος, ο οποίος ίδρυσε στη μονή σχολή. Η μονή συνέχισε να λειτουργεί και τον 17ο αιώνα.[3]

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Νικηφόρος το 1662 έθεσε το θεμέλιο λίθου ενός νέου ναού στη θέση της μονής. Φαίνεται ο παλιός ναός να χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τη δημιουργία του νέου ναού. Η κτητορική επιγραφή έχει τη μορφή μαρμάρινης πλάκας η οποία έχει εντοιχιστεί πάνω από τη δυτική είσοδο της εκκλησίας και αναφέρει την ημερομηνία 30 Απριλίου 1662. Αν και δεν είναι γνωστό πότε ολοκληρώθηκε ο νέος ναός, αλλά θεωρείται ότι αυτό συνέβη πριν το 1674, οπότε και ο Νικηφόρος παραιτήθηκε του αξιώματός του για λόγους υγείας.[3]

Ο ναός έγινε τόπος κατοικίας του αρχιεπισκόπου Κύπρου το 1720 και είναι τόπος ενθρόνισης των αρχιεπισκόπων Κύπρου. Το 1779 προστέθηκε ο νάρθηκας του ναού και ο γυναικωνίτης επεκτάθηκε προς τα δυτικά.[3]

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εσωτερικό του ναού

Ο ναός ανήκει στον τύπο του μονόχωρου καμαρόσκεπου. Ο ναός στο εσωτερικού διαθέτει οξυκόρυφη καμάρα η οποία υποστηρίζεται από πέντε επίσης οξυκόρυφα σφενδόνια. Τα σφενδόνια στηρίζονται σε μικρούς προβολούς ψηλά στους τοίχους. Η είσοδος στο ναό γίνεται από τέσσερις πόρτες. Οι τρεις, στη νότια, δυτική και βόρεια πλευρά έχουν ίδιο πλάτος, ενώ μία μικρότερη βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του βόρειο τοίχου και παρέχει απευθείας πρόσβαση στο ιερό βήμα. Επίσης, διαθέτει εννέα παράθυρα, πέντε στο νότιο και τέσσερα στο βόρειο τοίχο. Δύο παράθυρα βρίσκονται στις κόγχες στον ανατολικό τοίχο και πέντε στον νάρθηκα.[3]

Στο ανατολικό του άκρο ο ναός διαθέτει κόγχη, ημικυκλική εσωτερικά και πεντάπλευρη εξωτερικά. Ακριβώς νότια της κεντρικής κόγχης βρίσκεται μια μικρότερη, η οποία καλύπτει τις δύο από τις πέντε πλευρές της κεντρικής κόγχης και λειτουργούσε ως σκευοφυλάκιο. Στη νοτιοανατολική πλευρά του ναού υψώνεται το κωδωνοστάσιο, το οποίο είναι μεταγενέστερη προσθήκη. Οι βόρειοι και νότιοι εξωτερικοί τοίχοι υποστηρίζονται από αντηρίδες, έξι σε κάθε τοίχο. Ο νάρθηκας του ναού στεγάζεται με σταυροθόλιο και το κάτω του τμήμα είναι ανοικτή στοά.[3]

Η νότια και δυτική είσοδος φέρουν μαρμάρινα υπέρθυρα με γλυπτό διάκοσμο. Το υπέρθυρο της νότιας εισόδου απεικονίζει δάφνινο στεφάνι με οικόσημο στο εσωτερικό του, που περιβάλλεται από δύο γυμνές ανθρώπινες μορφές που τραβούν σκοινί και από πάνω βρίσκεται ανάγλυφο του λιοντάρι του Αγίου Μάρκου. Στο δυτικό υπέρθυρο απεικονίζεται στο κέντρο οικόσημο με δύο λιοντάρι που φέρει εκατέρωθεν ροζέτες και βρίσκονται κάτω από τρίλοβο τόξο. Από πάνω, σε άλλη πλάκα, απεικονίζονται τρία οικόσημα, με το μεσαίο να βρίσκεται ψηλότερα από τα άλλα δύο, και έχει χαραγμένη την κτητορική επιγραφή. Από πάνω έχει εντοιχιστεί πλάκα, πιθανόν τμήμα μικρής σαρκοφάγου, όπου απεικονίζεται η Σταύρωση.[3]

Ο ναός στο εσωτερικό του φέρει τοιχογραφίες του 18ου αιώνα με σκηνές από τη Βίβλο, καθώς και την ανακάλυψη του τάφου του Αποστόλου Βαρνάβα στη Σαλαμίνα. Επίσης στο εσωτερικό του ναού φυλάσσονται εικόνες του 1795 και 1797, έργα του Ιωάννη Κορνάρου.[1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]