Καζουάριος του Μπένετ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καζουάριος του Μπένετ
Καζουάριος του Μπένετ
Καζουάριος του Μπένετ
Κατάσταση διατήρησης

Προ Απειλής (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Καζουαριόμορφα (Casuariiformes)
Οικογένεια: Καζουαριίδες (Casuariidae)
Γένος: Καζουάριος (Casuarius) (Brisson, 1760) M
Είδος: C. bennetti
Διώνυμο
Casuarius bennetti (Καζουάριος του Μπένετ)
Gould, 1857

Ο Καζουάριος του Μπένετ είναι παλαιόγναθο ατροπιδοφόρο πτηνό της οικογενείας των Καζουαριιδών, που απαντά αποκλειστικά στις ορεινές περιοχές της Νέα Γουινέας [i] και των γύρω νησιών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Casuarius bennetti και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[1]

Τάση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Καθοδική ↓ [2]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία Casuarius προέρχεται από τη λέξη kasuari, όπως αποκαλείται στη μαλαισιανή γλώσσα το πτηνό.[3]. Ωστόσο, είναι ακόμη πιθανότερη η προέλευση –πάλι από τα μαλαισιανά- από παράφραση της λέξης suwari (Crawfurd, Gramm. and Dic. Malay Language, ii. pp. 178 and 25), που πρωτοδημοσιεύθηκε ως Casoaris, από τον Bontius, το 1658 (Hist. Nat. et med. Ind. Orient. p. 71[4] Την ίδια προέλευση έχει η ονομασία του γένους σε όλες τις γλώσσες.

Ο όρος bennetti στην επιστημονική ονομασία του είδους, αναφέρεται στον Αυστραλό φυσιοδίφη Τ. Μπένετ (George Bennett, 1804-1893), προς τιμήν του οποίου ονοματίσθηκε το πτηνό (βλ. και Συστηματική ταξινομική).

Ο καζουάριος του Μπένετ αποκαλείται, επίσης, με τις ονομασίες μικρός καζουάριος (little cassowary) και νάνος καζουάριος (dwarf cassowary) επειδή έχει μικρό(-τερο) μέγεθος από τα δύο άλλα αρτίγονα είδη καζουαρίων. Επίσης, αποκαλείται βουνίσιος καζουάριος (mountain cassowary), λόγω των μεγαλυτέρων υψομέτρων των ενδιαιτημάτων του.

Τέλος, οι ιθαγενείς της Νέας Γουινέας το αποκαλούν mooruk. Επίσης, κάποιες άλλες τοπικές ονομασίες είναι mswaar, nhamdia και wongge.[5]

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Καζουάριος

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Άγγλο ορνιθολόγο Τ. Γκουλντ (John Gould, 1804-1881), όταν εξέτασε κάποιο δείγμα από τη Νέα Βρετανία, το 1857. Ονόμασε το είδος προς τιμήν του φυσιοδίφη Τζορτζ Μπένετ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που εξέτασε κάποια δείγματα που στάλθηκαν σε αυτόν από την Αυστραλία, τα αναγνώρισε ως νέο είδος και τα έστειλε στην Αγγλία για επιβεβαίωση. Στο παρελθόν, αναγνωρίζονταν 7 υποείδη (papuanus, goodfellowi, claudii, shawmayeri, hecki, bennetti και picticollis) ή περισσότερα. Ωστόσο, η εκτεταμένη ποικιλομορφία, μαζί με τη σύγχυση λόγω των πολλών και εκτεταμένων εισαγωγών κατά τη διάρκεια των αιώνων, της ανεπάρκειας μουσειακών δειγμάτων και των αξιόπιστων δεδομένων σχετικά με τα χρώματα των γυμνών -άπτερων- μερών των ενήλικων ατόμων, εμποδίζουν την ακριβή εικόνα της πραγματικής γεωγραφικής διαφοροποίησης. Σήμερα, ταξινομείται ως μονοτυπικό taxon.[6]

Πρόσφατα, υπάρχει διάσταση στις απόψεις κάποιων ερευνητών για το εάν πρέπει να αναγνωρισθούν 2 υποείδη στο Casuarius bennetti, τα C. b. papuanus και C. b. westermanni. Μάλιστα, το πρώτο έχει προταθεί να αναβαθμιστεί σε είδος, λόγω της συνεχούς παρουσίας χαρακτηριστικού, μεγάλου υπόλευκου «μπαλώματος» στην ινιακή περιοχή, στα άτομα από τη Χερσόνησο Φόχελκοπ (Vogelkop) και υποστηρίζεται από διαφορές στο μιτοχονδριακό DNA.[7] Ωστόσο, αυτή η πρόταση δεν έχει γίνει, προς το παρόν, αποδεκτή από σημαντικούς ταξινομικούς φορείς (ITIS, Howard & Moore, Clements), γι’ αυτό και το taxon παραμένει μονοτυπικό.[1][8]

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Casuarius bennetti

Το είδος περιορίζεται στα ορεινά της Νέας Γουινέας, τόσο στον δυτικό, ινδονησιακό τομέα Παπούα (πρώην Irian Jaya), όσο και στον ανεξάρτητο ανατολικό τομέα, Παπούα Νέα Γουινέα. Απαντά στη σημαντική Χερσόνησο Φόχελκοπ (Vogelkop), στα Όρη Γουέιλαντ (Weyland) ανατολικά προς την Οροσειρά Όουεν Στάνλεϊ (Owen Stanley) και στη νήσο Γιαπέν (κόλπος Χέιλφινκ). Η παρουσία του στο νησί της Νέας Βρετανίας, μάλλον οφείλεται σε εισηγμένους πληθυσμούς.[7]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καζουάριος του Μπένετ, διαβιοί στα δάση των βουνών και των λόφων της Νέας Γουινέας και των γύρω μικρότερων νησιών, μέχρι τα 3.300-3.600 μ., σχεδόν στα όρια της αλπικής ζώνης. Πιθανόν, πραγματοποιεί υψομετρικές μεταναστεύσεις, σε μερικές περιοχές της κατανομής του.[7][9]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Καζουάριος

Παρά τις λαϊκές του ονομασίες, μικρός ή νάνος καζουάριος, ο καζουάριος του Μπένετ δεν είναι μικρό πτηνό, αλλά οι ονομασίες αυτές δόθηκαν μόνο για να διαφοροποιείται από τα μεγαλύτερα είδη, τον καζουάριο της Αυστραλίας και τον καζουάριο της Νέας Γουινέας.

Ο καζουάριος του Μπένετ δεν διαθέτει το χαρακτηριστικό λειρί των άλλων ειδών

Η κάσκα είναι χαμηλή, πολύ πεπλατυσμένη στο πίσω μέρος, μαύρη, αρκετά τριγωνική στο σύνολό τους. Το ράμφος είναι κοντό και μυτερό. Το κεφάλι και το πρόσωπο πίσω από τα μάτια είναι λευκό, ενώ ο λαιμός και το πάνω μέρος του τραχήλου είναι βαθυκυανά. Δεν έχει το χαρακτηριστικό λειρί ή λειριά που διαθέτουν οι άλλοι καζουάριοι.

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: 100 έως 110 εκατοστά
  • Ύψος: 120 έως 150 εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: 11 έως 12 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 24 έως 26 εκατοστά
  • Μήκος μεγάλου νυχιού: 7 έως 7,8 εκατοστά
  • Βάρος: 17 έως 26 κιλά κατά μέσον όρο

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Καζουάριος

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Καζουάριος

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Καζουάριος

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Καζουάριος

Σχέση με τον άνθρωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Καζουάριος

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που το είδος εμφανίζεται αρκετά ανεκτικό στη μέτρια υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του, η υλοτομία προσφέρει πρόσβαση σε -προηγουμένως απρόσιτες- περιοχές στους κυνηγούς, και το κυνήγι φαίνεται να είναι μη βιώσιμο σε ορισμένες περιοχές κατανομής του.[10] Η διάνοιξη δρόμων και η κατασκευή αεροδιαδρόμων αυξάνει, ομοίως, τη διείσδυση της «κυνηγετικής αγοράς».[9] Η θήρευση από τους χοίρους και τα σκυλιά μπορεί να αποτελέσει απειλή για το είδος, αλλά δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί ποσοτικά. Παρά την πίεση από τη θήρευση, το πτηνό παραμένει σχετικά κοινό σε ευρύ φάσμα υψομέτρων [11][12][13][14]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος έχει χαρακτηριστεί ως Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ) με βάση τον -κατ' εκτίμησιν- μικρό, διαρκώς μειούμενο πληθυσμό του, ως αποτέλεσμα της αύξησης της πίεσης του κυνηγιού και της υποβάθμισης των οικοτόπων του. Ωστόσο, τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι το κυνήγι δεν μπορεί να οδηγεί σε σημαντική πτώση, όπως πιστευόταν. Εάν αυτό επιβεβαιωθεί, τα είδος μπορεί να δικαιολογήσει ανακατάταξη –-αναβάθμιση- στα είδη Ελάχιστης Ανησυχίας (LC), στη λίστα της IUCN.[2]

Μέτρα διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τρέχοντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κανένα γνωστό

Προτεινόμενα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Παρακολούθηση πληθυσμών σε προστατευόμενες περιοχές.
  • Ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων από το κυνήγι, την υλοτομία και τη θήρευση από τους χοίρους και τα σκυλιά.
  • Αποτροπή αποψίλωσης ενδιαιτημάτων.
  • Έρευνα της δυναμικής του πληθυσμού.
  • Έρευνα και ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων του κυνηγιού και εκμετάλλευση των πληροφοριών για ενημέρωση των τοπικών κοινοτήτων που βασίζονται στο κυνήγι.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Παρόλο που, τυπικά, το δυτικό τμήμα του νησιού ανήκει στην Ινδονησία, η βιογεωγραφική/οικογεωγραφική ζώνη αναφοράς είναι η νήσος της Νέας Γουινέας εν συνόλω, επειδή τα taxa που απαντούν εκεί, είναι ιδιαίτερα από κάθε άποψη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003
  • Helm Dictionary of Scientific Bird Names
  • Alfred Newton A Dictionary of Birds, 1896
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Beehler, B. M.; Pratt, T. K.; Zimmerman, D. A. 1986. Birds of New Guinea. Princeton University Press, Princeton.
  • Coates, B. J. 1985. The birds of Papua New Guinea, 1: non-passerines. Dove, Alderley, Australia.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 26 March 2015)
  • Johnson, A.; Bino, R.; Igag, P. 2004. A preliminary evaluation of the sustainability of cassowary (Aves: Casuariidae) capture and trade in Papua New Guinea. Animal Conservation 7(2): 129-137.
  • Rothchild, H. W., Monograph of the genus Casuarius, 1900
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Dwarf cassowary της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).