Καγκελαρία του Χίτλερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σφραγίδα Καγκελαρίας

Η Καγκελαρία του Χίτλερ, επίσημα γνωστή ως Kanzlei des Führers der NSDAP («Καγκελαρία του Φύρερ του Κόμματος των Ναζί», συντομογραφείται ως KdF),[α] ήταν οργάνωση του Ναζιστικού κόμματος. Επίσης γνωστή ως Privatkanzlei des Führers («Ιδιωτική Καγκελαρία του Φύρερ»), η οργάνωση εξυπηρετούσε ως η ιδιωτική καγκελαρία του Αδόλφου Χίτλερ, διαχειριζόταν διάφορα ζητήματα που αφορούσαν θέματα όπως παράπονα κατά αξιωματικών του κόμματος, προσφυγές στα δικαστήρια του κόμματος, επίσημες αποφάσεις, αναφορές επιείκειας από συνεργάτες του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP) και προσωπικές υποθέσεις του Χίτλερ. Η Καγκελαρία του Φύρερ ήταν επίσης ένας βασικός παίκτης στο Ναζιστικό πρόγραμμα ευθανασίας.

Οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φίλιπ Μπούλερ, επικεφαλής της KdF και του Προγράμματος Ευθανασίας T-4 (Action T4)

Η καγκελαρία ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1934 στο Βερολίνο ως μία ξεχωριστή οργάνωση, η οποία λειτουργούσε παράλληλα με τη Γερμανική Καγκελαρία Ράιχ υπό τον Χανς Λάμερς και την Καγκελαρία του Ναζιστικού Κόμματος (μέχρι το 1941: «Προσωπικό του Αναπληρωτή Φύρερ»), με επικεφαλής τον Μάρτιν Μπόρμαν.[1] Ο επικεφαλής της KdF ήταν ο SS-Obergruppenführer Φίλιπ Μπούλερ, ο οποίος έφερε τον τίτλο Chef der Kanzlei des Führers der NSDAP (Επικεφαλής της Καγκελαρίας του Φύρερ του NSDAP).[2] Βοηθός του ήταν ο SS-Sturmbannführer Καρλ Φράιχερ Μιχέλ φον Τούσλινγκ.[3] Αρχικά η KdF λειτουργούσε έξω από το γραφείο τους στο Βερολίνο στην Τράπεζα Λιούτσο.[4]

Ως επικεφαλής της KdF, ο Μπούλερ κατείχε επίσης τον βαθμό του Ναζί Reichsleiter (Ηγέτης του Ράιχ). Διορίστηκε ως επικεφαλής στις 17 Νοεμβρίου 1934 και παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι τις 23 Απριλίου 1945.[5] Ο Χίτλερ επέλεξε τον Μπούλερ για αυτή τη θέση λόγω της έντονης πίστης και της ευλαβούς φύσης του. Ο Μπούλερ ήταν επίσης γνωστός για την ανυποχώρητη ικανότητά του και τον ιδεολογικό του φανατισμό.[6] Το 1939, η KdF μετέφερε την έδρα της κοντά στο νέο κτίριο της Καγκελαρίας Ράιχ, στην οδό Voßstraße 8. Εκείνη την περίοδο, η KdF είχε 26 εργαζόμενους, οι οποίοι αυξήθηκαν «κατά πέντε φορές μέχρι το 1942».[6] Μιλώντας πρακτικά, η KdF είχε σχεδιαστεί αρχικά για να ασχολείται με την αλληλογραφία μεταξύ του Φύρερ και των αξιωματούχων του κόμματος, έτσι ώστε να μπορεί να βρίσκεται «σε απευθείας επαφή με τις ανησυχίες του λαού».[7] Το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας που κατέφθανε στην KdF αποτελείτο από «ασήμαντα, μικροπρεπή παράπονα και μικρές προσωπικές αντιπαραθέσεις των μελών του Κόμματος».[7] Η KdF του Μπούλερ εργαζόταν παράλληλα με το γραφείο του Υπουργού Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκαίμπελς για να «ελέγχει την ιδεολογική ορθότητα των δημοσιευμάτων του Ναζιστικού Κόμματος».[8]

Η KdF αποτελείτο από τα ακόλουθα πέντε βασικά γραφεία[9] (Hauptämter) τα οποία ήταν όλα απευθείας υφιστάμενα στον Χίτλερ:

  • Hauptamt I: Privatkanzlei (Προσωπικές υποθέσεις του Φύρερ) - Επικεφαλής: Άλμπερτ Μπόρμαν
  • Hauptamt II: Angelegenheiten betr. Staat und Partei (Υποθέσεις του Κράτους και του Κόμματος) - Επικεφαλής: Βίκτορ Μπρακ
  • Hauptamt III: Gnadenamt für Parteiangelegenheiten (Γραφείο Επιείκειας για Υποθέσεις του Κόμματος) - Επικεφαλής: Ούμπερτ Μπέρκενκαμπ (μέχρι 1941) και Κουρτ Γκιζ (από 1941 και μετά)
  • Hauptamt IV: Sozial- und Wirtschaftsangelegenheiten (Κοινωνικές και Οικονομικές Υποθέσεις) - Επικεφαλής: Χάινριχ Κνίριμ
  • Hauptamt V: Internes und Personal (Εσωτερικές Υποθέσεις και Προσωπικά Ζητήματα) - Επικεφαλής: Χέρμπερτ Γιεντς[9]

Μετά το 1941, η επιρροή του Μπούλερ και της KdF μειώθηκε κι εκείνος αποδυναμώθηκε αρκετά από τον Μάρτιν Μπόρμαν.[10][11] Τελικά, η KdF απορροφήθηκε από την Καγκελαρία Ράιχ στην οποία επικεφαλής, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ήταν ο Λάμερς.[12]

Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Hauptamt II υπό τον Βίκτορ Μπρακ, έπαιξε ζωτικό ρόλο στην οργάνωση της θανάτωσης ψυχικά ασθνενών και ατόμων με φυσική αναπηρία του προγράμματος «ευθανασίας» T-4 (Action T4), ειδικά στην «ευθανασία» παιδιών από το 1939.[13] Με (παλιό) διάταγμα της 1ης Σεπτεμβρίου,[14] ο Χίτλερ διόρισε τον Μπούλερ και τον προσωπικό του ιατρό, Καρλ Μπραντ, διαχειριστές του προγράμματος ευθανασίας, όπου θα επέβλεπαν τη δολοφονία των φυσικά και/ή ψυχικά ασθενών ατόμων.[15] Η υλοποίηση των δολοφονικών επιχειρήσεων αφέθηκε σε υφιστάμενους όπως ο Μπρακ και ο SA-Oberführer Βέρνερ Μπλάνκενμπουργκ.[16][17] Εκτός από την Καγκελαρία του Χίτλερ, μόνο ένα μικρό μέρος του προσωπικού («μια χούφτα») γνώριζε για τις εσωτερικές λειτουργίες του προγράμματος ευθανασίας έτσι ώστε να διαφυλαχθεί το απόρρητο, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ο Χίτλερ επέλεξε τον Μπούλερ καθώς γνώριζε πως η KdF «μπορούσε να διευθύνει τις θανατώσεις χωρίς να εμπλέξει πολύ κόσμο και χωρίς να γίνει πολύ ορατή».[4]

Σύμφωνα με το απευθείας πλάνο της Καγκελαρίας, οι γιατροί ήταν υποχρεωμένοι να αναφέρουν κάθε νεογέννητο με δυσμορφίες ή συγγενείς ανωμαλίες στο τοπικό τμήμα υγείας. Οι γιατροί ήταν επίσης υποχρεωμένοι να καταγράψουν όσα παιδιά κάτω των τριών υπέφεραν από τέτοιου είδους καταστάσεις.[18] Κατά τη διάρκεια της φάσης θανάτωσης που σχετιζόταν με την ευθανασία παιδιών, η KdF επέλεξε τον τίτλο κάλυψης Επιτροπή Ράιχ για την Επιστημονική Καταχώριση Σοβαρών Κληρονομικών Παθήσεων, ο οποίος στην πραγματικότητα υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Επίσης, μέλη της KdF που ασχολούνταν με ζητήματα του προγράμματος ευθανασίας χρησιμοποιούσαν κωδικά ονόματα.[19] Για να προσφέρουν μία επιπλέον επίφαση νομιμότητας στην επιχείρηση, τρεις γιατροί ή «πιστοποιητές» έπρεπε να συμφωνήσουν για τη διάγνωση πριν να μπορέσει να χορηγηθεί ο «ευσπλαχνικός θάνατος», κάτι που συμπεριλάμβανε την τελική υπογραφή από έναν ψυχίατρο—όλες οι αποφάσεις ήταν στην πραγματικότητα βασισμένες σε οικονομικές επιπτώσεις δεδομένου της ικανότητας ή όχι του ατόμου να εργαστεί.[20] Για να εκτελέσουν τις απελάσεις, ιδρύθηκε ο οργανισμός συγκάλυψης Gemeinnützige Krankentransport GmbH, ο οποίος είχε την έδρα του στην οδό Tiergartenstraße 4.[21][22] Όπως και στις προηγούμενες επιχειρήσεις ευθανασίας έτσι κι εδώ, η μυστικότητα ήταν υψίστης σημασίας με τον Χίτλερ να λέει ρητά στον Μπούλερ σχετικά με το Πρόγραμμα T-4: «Η Καγκελαρία του Φύρερ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρείται ενεργή σε αυτό το ζήτημα».[23] Αρκετοί υπάλληλοι της KdF που συμμετείχαν στο Πρόγραμμα T-4, έγιναν αργότερα μέλη της Επιχείρησης Ράινχαρντ, το Ναζιστικό σχέδιο υπό τον Οντίλο Γκλομπότσνικ που είχε ως στόχο τον αφανισμό των Πολωνών Εβραίων στην περιοχή του Γενικού Κυβερνείου-της κατεχόμενης Πολωνίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[24]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Να μην συγχέεται με τη ναζιστική οργάνωση αναψυχής η οποία ήταν γνωστή ως Δύναμη μέσω Χαράς (Kraft durch Freude) και η οποία επίσης συντομογραφείται ως KdF.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. McNab 2009, σελίδες 78–80.
  2. Miller 2006, σελίδες 155, 157.
  3. «Adelige Funktionäre in der NSDAP im Jahre 1939». Institut Deutsche Adelsforschung (στα Γερμανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2004. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2020. 
  4. 4,0 4,1 Friedlander 1997, σελ. 40.
  5. Miller 2006, σελ. 157.
  6. 6,0 6,1 Kershaw 2001, σελ. 258.
  7. 7,0 7,1 Kershaw 2001, σελ. 257.
  8. Evans 2006, σελ. 253.
  9. 9,0 9,1 Friedlander 1997, σελ. 41.
  10. Hamilton 1984, σελ. 251.
  11. Zentner & Bedürftig 1991, σελ. 104.
  12. Stackelberg 2007, σελ. 186.
  13. Schafft 2004, σελίδες 159–163.
  14. Hilberg 1985, σελίδες 225–226.
  15. Schafft 2004, σελ. 160.
  16. Proctor 1988, σελίδες 206–208.
  17. Miller 2006, σελ. 158.
  18. Childers 2017, σελ. 345.
  19. Friedlander 1997, σελ. 44.
  20. Schafft 2004, σελίδες 160–161.
  21. Röder, Kubillus & Burwell 1995, σελ. 54.
  22. Friedlander 1997, σελ. 73.
  23. Fleming 1994, σελ. 20.
  24. Friedlander 1997, σελίδες 190, 296–298.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]