Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ονομάζεται και hotspot) είναι ένα κέντρο το οποίο εφαρμόζει διαδικασίες πρώτης υποδοχής μέσα στα όρια της περιφερειακής δικαιοδοσίας του στους ξένους υπηκόους που ήρθαν στην Ελλάδα χωρίς τις απαραίτητες νομικές διατυπώσεις. Τον Οκτώβριο του 2019 υπήρχαν συνολικά έξι ΚΥΤ στην Ελλάδα, πέντε στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος, Λέρος και Κως) κι ένα στο Φυλάκιο Έβρου. Μέχρι τότε, η συνολική χωρητικότητα των πέντε ΚΥΤ στα νησιά ήταν 6.178, ενώ προγραμματίζονταν νέες κλειστές δομές χωρητικότητας 22.000 ατόμων. Οι δομές αυτές θα αντικαθιστούσαν τα ΚΥΤ των νησιών και θα λειτουργούσαν τόσο ως κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης όσο και ως προαναχωρησιακά κέντρα.[1][2] Το 2021, το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου υπολογίζει ότι θα απαιτηθούν συνολικά 270 εκ. ευρώ για τη δημιουργία νέων ή την επέκταση των παλιών ΚΥΤ στα νησιά, ενώ για επέκταση της χωρητικότητας του ΠΡΟΚΕΚΑ στο Φυλάκιο Εβρου θα χρειαστούν 30 εκατ. ευρώ.[3]

Διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι διαδικασίες περιλαμβάνουν τα εξής βήματα[1][2][4]:

  • Εξακρίβωση των στοιχείων ταυτοπροσωπίας και της ιθαγένειας των εισερχόμενων ατόμων
  • Εγγραφή και καταγραφή της ηλίκιας, ειδικά για τους ανήλικους
  • Ιατρική εξέταση
  • Πληροφόρηση των εισερχόμενων ατόμων ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μέσα στη χώρα, καθώς και ενημέρωσή τους για το νομικό καθεστώς διεθνούς προστασίας
  • Προσδιορισμός ατόμων που ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες

Σύμφωνα με τη νομοθεσία (ν. 3907/2011 και ν. 4375/2016), οι διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης θα πρέπει να διαρκούν μέχρι 5 μέρες, αλλά μπορούν να παραταθούν μέχρι 25 μέρες το μέγιστο. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι ξένοι υπήκοοι κρατούνται στο εσωτερικό του ΚΥΤ. Στο διάστημα αυτό μπορούν να μεταφερθούν σε άλλα ΚΥΤ.[1]

Αρμόδιες υπηρεσίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι υπηρεσίες, οι οποίες αναλαμβάνουν τις διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης χωρίζονται ανάλογα με το νομικό καθεστώς στο οποίο υπάγεται ο ξένος υπήκοος.[1]

  • Πρόσφυγες: Στην περίπτωση που ο ξένος υπήκοος υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας (άσυλο) τότε υπάγεται στην Υπηρεσία Ασύλου
  • Ευάλωτα άτομα: Σε αυτή την περίπτωση ανήκουν τα ασυνόδευτα ανήλικα, τα πολύ μικρά παιδιά, οι έγκυες γυναίκες, οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με αναπηρίες. Τα άτομα αυτά υπάγονται στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), το οποίο αναλαμβάνει να τους βρεί την κατάλληλη δομή φιλοξενίας.
  • Μετανάστες: Στην περίπτωση που ο ξένος υπήκοος δεν υπάγεται στο διεθνές καθεστώς προστασίας, αντιμετωπίζεται από την Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ)
  • Όσοι δηλώνουν ότι θα ήθελαν να επιστρέψουν οικειοθελώς στην χώρα καταγωγής τους υπάγονται στον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΔΟΜ). Τη διαδικασία εκούσιας επιστροφής μπορεί να την αναλάβει και η Ελληνική Αστυνομία.

Πλαίσιο μεταναστευτικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προσέγγιση των "hotspots'' παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2015 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως αρχική απάντηση στις μεγάλες μεταναστευτικές ροές. Η έγκριση του σχεδίου ήταν μέρος της άμεσης δράσης για να βοηθήσει τα κράτη-μέλη, τα οποία αντιμετώπιζαν μεγάλες μεταναστευτικές πιέσεις στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ και παρουσιάστηκε ως ένα μέτρο αλληλεγγύης. Ο αρχικός στόχος ήταν να βοηθήσει την Ιταλία και την Ελλάδα στην άμεση καταγραφή των μεταναστών, στη διοχέτευση αιτούντων άσυλο σε διαδικασίες ασύλου, στην εφαρμογή προγράμματος μετεγκατάστασης και στη διεξάγωγή διαδικασιών επιστροφής. Σε αυτό συνέβαλαν οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες EASO, Frontex, Europol και Eurojust μαζί με τις ελληνικές αρχές μέσα στα κέντρα αυτά. Σύμφωνα με τα επίσημα διαθέσιμα στοιχεία, μέχρι το τέλος του 2019, η χωρητικότητά των ΚΥΤ στα νησιά ήταν 6.178 θέσεις, ενώ οι εγκαταστάσεις αυτές παρέμεναν σημαντικά υπερπλήρεις.[2]

Με την έναρξη της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, η οποία υπεγράφη το 2016, οι εγκαταστάσεις των ΚΥΤ μετατράπηκαν σε κλειστά κέντρα κράτησης. Άτομα που έφτασαν μετά τις 20 Μαρτίου 2016 μέσω των νησιών του Αιγαίου, κρατούνταν στις εγκαταστάσεις αυτές προκειμένου να επανέλθουν στην Τουρκία σε περίπτωση που δεν ζητούσαν διεθνή προστασία ή οι αιτήσεις τους απορρίπτονταν, καθώς η Τουρκία θεωρούταν πια ασφαλής Τρίτη Χώρα ή επί της ουσίας Πρώτη Χώρα ασύλου. Έπειτα από έντονη κριτική από εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς, και λόγω πρακτικής αδυναμίας περιορισμού μεγάλου αριθμού ατόμων σε ανεπαρκείς δομές, δόθηκε η δυνατότητα στους ξένους υπηκόος ελεύθερης μετακίνησης μέσα στο πλαίσιο των νησιών, χωρίς τη δυνατότητα απομάκρυνσης μέχρι την εξέταση της αίτησης ασύλου. Από τον Απρίλιο 2016 μέχρι και τον Δεκέμβριο 2019, 2.001 άτομα είχαν επιστραφεί στην Τουρκία βάσει της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας. Από τους επιστραφέντες, 367 άτομα (18%) ήταν Σύροι πολίτες.[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 «Υπηρεσία υποδοχής και ταυτοποίησης – CaseWORK». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2021. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 «Reception and identification procedure». Asylum Information Database | European Council on Refugees and Exiles (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2021. 
  3. Γεωργιοπούλου, Τάνια. «Τα νέα ΚΥΤ στα νησιά, οι αριθμοί και οι αντιδράσεις | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ». www.kathimerini.gr. Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2021. 
  4. «Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.)». migration.gov.gr. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2021.